Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση: «Ο Λένιν εξιστορεί» (5)

Φλεβάρης-Οκτώβρης 1917: Από την πτώση του Τσάρου στην προλεταριακή εξέγερση

Η ΚΡΙΣΗ ΩΡΙΜΑΣΕ – «ΟΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ ΑΣ ΜΗΝ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ» 

Από τα μέσα του Σεπτέμβρη η Ρωσία μπαίνει αποφασιστικά σε μια κρίση πανεθνικής κλίμακας. Ταυτόχρονα στο γερμανικό πολεμικό ναυτικό ξεσπούν εξεγέρσεις ενάντια στη συνέχιση του πολέμου. Ανάλογο κλίμα υπάρχει και στο ρωσικό στρατό και αποτυπώνεται στην ομιλία του απεσταλμένου από το μέτωπο αξιωματικού Ντουμπάσοφ στη συνεδρίαση του Σοβιέτ Πετρούπολης στις 21 Σεπτέμβρη. «Ότι και να πείτε εσείς εδώ, οι στρατιώτες δεν θα πολεμήσουν άλλο» λέει πολύ χαρακτηριστικά ο ρώσος αξιωματικός (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Η κρίση ωρίμασε», ΣΕ, σημείωση 97, σελ. 494).

Στη Ρωσία το «εθνικό» και το «αγροτικό ζήτημα» προβάλλουν με οξύτητα. Ο Κέρενσκι αποσύρει τα επαναστατικά στρατεύματα από τη Φινλανδία για να διευκολύνει την κατάπνιξη των αγροτών της περιοχής από την αστική τάξη, ενώ και στην Ουκρανία πληθαίνουν οι συγκρούσεις των ουκρανικών στρατευμάτων με την κυβέρνηση. Η Ρωσία βρίσκεται στα πρόθυρα «αγροτικής εξέγερσης». Μέχρι και ο τύπος των δεξιών Εσέρων αναγνωρίζει ότι οι υπουργοί τους δεν μπορούν να κάνουν τίποτε ενάντια στην «υποδούλωση των αγροτών από τους τσιφλικάδες»! Πρόκειται για χαρακτηριστική ένδειξη της «παραλυσίας» στη συμμαχία της αστικής τάξης με τους Μενσεβίκους και τους Εσέρους. Την ίδια στιγμή παρατηρούνται έντονες διαθέσεις άρνησης των ρώσων στρατιωτών να καταστείλουν την αγροτική εξέγερση που βρίσκεται προ των πυλών.

Ενδεικτικό στοιχείο της στροφής των μαζών προς τους Μπολσεβίκους -σε συνέχεια των εκλογών στα Σοβιέτ των εργατών και την κατάσταση στο στρατό και τους αγρότες- είναι και το αποτέλεσμα στις εκλογές για τα συνοικιακά δημοτικά συμβούλια της Μόσχας, όπου οι μενσεβίκοι και οι εσέροι πέφτουν στο 18% από 70% που είχαν τον Ιούνη, οι Καντέτοι ανεβαίνουν από το 17% στο 30% έχοντας όμως πέσει από 67χιλιάδες ψήφους στις 62χιλιάδες. Οι Μπολσεβίκοι εκτοξεύονται στις 82χιλιάδες ψήφους από τις 34χιλιάδες και συγκεντρώνουν περίπου το 49% των ψήφων. «Ότι μαζί με τους αριστερούς εσέρους έχουμε τώρα την πλειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ, και μέσα στο στρατό, και μέσα στη χώρα, γι’ αυτό το πράγμα δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία» γράφει ο Λένιν (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Η κρίση ωρίμασε», ΣΕ, σελ. 279).

Αν δεν προχωρήσουν στην εξέγερση οι Μπολσεβίκοι –υπογραμμίζει ο Λένιν– θα είναι «αξιοθρήνητοι προδότες της υπόθεσης του προλεταριάτου. Θα ήταν προδότες της υπόθεσης αυτής, γιατί με τη στάση τους θα πρόδιναν τους γερμανούς επαναστάτες εργάτες που άρχισαν την εξέγερση στο στόλο. “Να περιμένεις” μέσα σε τέτοιες συνθήκες το συνέδριο των Σοβιέτ κτλ είναι προδοσία του διεθνισμού, προδοσία της υπόθεσης της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης. […] Οι μπολσεβίκοι θα ήταν προδότες της αγροτιάς, […] Οι μπολσεβίκοι θα αποδείχνονταν προδότες της δημοκρατίας και της ελευθερίας, […] Η κρίση ωρίμασε. Ολόκληρο το μέλλον της ρωσικής επανάστασης παίζεται κορώνα-γράμματα. Κρίνεται η τιμή ολόκληρου του Μπολσεβίκικου κόμματος. Όλο το μέλλον της διεθνούς εργατικής επανάστασης για το σοσιαλισμό παίζεται κορώνα-γράμματα. Η κρίση ωρίμασε… 29 του Σεπτέμβρη 1917» (Άπαντα Λένιν τόμος 34, «Η κρίση ωρίμασε», ΣΕ, σελ 272-283).

Η οξύτητα του ύφους του Λένιν δεν αφορά τα αντίπαλα πολιτικά κόμματα αλλά απευθύνεται «στην ΚΕ μας και στην ανώτερη ηγεσία του Κόμματός μας (σ.σ. όπου εντός της) υπάρχει ένα ρεύμα ή μια γνώμη υπέρ της αναμονής του συνεδρίου των Σοβιέτ, κατά της άμεσης κατάληψης της εξουσίας, κατά της άμεσης εξέγερσης» που «πρέπει να κατανικηθεί αυτό το ρεύμα ή αυτή η γνώμη. Διαφορετικά οι μπολσεβίκοι θα εξευτελιστούν μια για πάντα και θα εκμηδενιστούν σαν κόμμα». Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται «πρωτοκλασάτα» και «επιφανή» στελέχη των μπολσεβίκων και φυσικά και μέλη της ΚΕ του Κόμματος (στο ίδιο, σελ. 280-281). Αυτά τονίζονται σε συνοδευτική του άρθρου επιστολή που στέλνει προς την ΚΕ ο Λένιν. Η συνοδευτική αυτή επιστολή στέλνεται όχι για να δημοσιευτεί, όπως το άρθρο «Η κρίση ωρίμασε», αλλά για να μοιραστεί στα μέλη της ΚΕ καθώς και στα μέλη των Επιτροπών Πετρούπολης και Μόσχας αλλά και των Μπολσεβίκων μελών των Σοβιέτ.

Σ’ αυτή την επιστολή ο Λένιν καταλήγει βάζοντας θέμα αποχώρησής του από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΔΕΚΡ (μπ) διατηρώντας το δικαίωμα να απευθυνθεί στη βάση του Κόμματος εκθέτοντας τις απόψεις του για την ένοπλη εξέγερση. Λέει με εξαιρετικά ευθύ τρόπο μπροστά στις ταλαντεύσεις της μπολσεβίκικης ηγεσίας: «Βλέποντας πως η ΚΕ ούτε καν απάντησε στις επίμονες υποδείξεις που έκανα μ’ αυτό το πνεύμα από την αρχή της Δημοκρατικής σύσκεψης, πως το Κεντρικό Όργανο σβήνει από τα άρθρα μου τα σημεία που μιλούν για τέτοια εξόφθαλμα λάθη των μπολσεβίκων, σαν την επονείδιστη απόφαση να πάρουν μέρος στο Προκοινοβούλιο, σαν την παραχώρηση θέσης στους μενσεβίκους στο προεδρείο των Σοβιέτ κτλ. κτλ. – βλέποντας όλα αυτά, οφείλω να διακρίνω έναν “λεπτό” υπαινιγμό ότι η ΚΕ δεν θέλει ούτε και να συζητήσει αυτό το ζήτημα, έναν λεπτό υπαινιγμό ότι πρέπει να κλείσω το στόμα, κι’ ότι πρέπει να αποσυρθώ. Είμαι υποχρεωμένος να βάλω ζήτημα αποχώρησής μου από την ΚΕ, και το κάνω αυτό, διατηρώντας την ελευθερία να κάνω ζύμωση στη βάση του Κόμματος και στο συνέδριο του Κόμματος. Γιατί έχω την ακλόνητη πεποίθηση ότι, “αν περιμένουμε” το συνέδριο των Σοβιέτ και αφήσουμε να χαθεί τώρα η στιγμή, χαντακώνουμε την επανάσταση».

Σ’ αυτή τη γραμμή ο Λένιν επιμένει και προσπαθεί να καταπολεμήσει το φόβο και τις ταλαντεύσεις στις γραμμές των Μπολσεβίκων για την ορθότητα της επιλογής της άμεσης ένοπλης εξέγερσης. Ζήτημα, το οποίο πρωτίστως θέτει η αστική τάξη προς το επαναστατικό στρατόπεδο, απευθύνοντας το ερώτημα αν μπορούν οι Μπολσεβίκοι να τα βγάλουν πέρα έχοντας την εξουσία στα χέρια τους. «Όχι δεν πρέπει να αφήσουμε να μας φοβίσουν οι φωνές των φοβισμένων αστών. Πρέπει να θυμόμαστε καλά πως ποτέ δεν βάζαμε μπροστά μας “μη πραγματοποιήσιμα” κοινωνικά καθήκοντα, και ότι τα εντελώς πραγματοποιήσιμα καθήκοντα των άμεσων βημάτων προς το σοσιαλισμό, που είναι η μοναδική διέξοδος από μια δύσκολη κατάσταση, θα τα λύσει μόνο η δικτατορία του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς. Η νίκη, και μάλιστα νίκη σταθερή, είναι τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, από οπουδήποτε αλλού, περισσότερο εξασφαλισμένη για το προλεταριάτο της Ρωσίας, αν πάρει την εξουσία». (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Θα κρατήσουν άραγε οι Μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;», ΣΕ, σελ. 295). Την εκτίμηση αυτή ο Λένιν τη βασίζει στο δεδομένο ότι υπάρχει αφενός μεν Μπολσεβίκικη πλειοψηφία των Σοβιέτ των εργατών αλλά και στα Σοβιέτ των αγροτών «η πλειοψηφία είναι κατά του συνασπισμού!» της αστικής τάξης με τα μικροαστικά κόμματα και απαντάει έτσι στις επιφυλάξεις που διατυπώνονται στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου Κόμματος περί «απομόνωσης του προλεταριάτου».

Ο Λένιν όμως δεν αρκείται σ’ αυτό και απαντάει επίσης και στο αν τα Σοβιέτ μπορούν να λύσουν τις κρατικές υποθέσεις και να επιλύσουν τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, που εμφανίζονται στη ρωσική κοινωνία με οξύτατο τρόπο, λόγω της οικονομικής χρεοκοπίας και του πολέμου. Πρόκειται για απάντηση στις συκοφαντίες της αστικής τάξης και στις ηγεσίες των κατατρομαγμένων μικροαστικών κομμάτων, αλλά και σε λανθασμένες απόψεις στελεχών των Μπολσεβίκων. Επισημαίνει λοιπόν κάτι που έχει ευρύτερη αξία και σπουδαιότητα: «Τα Σοβιέτ –σημειώνει– θα μπορούν να αναπτυχθούν πραγματικά, να ξετυλίξουν πλήρως τις δυνατότητες και τα πλεονεκτήματά τους μόνο όταν πάρουν όλη την κρατική εξουσία, γιατί αλλιώς δεν έχουν τι να κάνουν, αλλιώς είναι ή απλά έμβρυα (κι’ ένα έμβρυο δεν μπορεί να παραμείνει πολύν καιρό έμβρυο) ή παιχνιδάκια. Η «δυαδική εξουσία» σημαίνει παράλυση των Σοβιέτ. Αν η λαϊκή δημιουργία των επαναστατικών τάξεων δεν είχε δημιουργήσει τα Σοβιέτ, τότε η προλεταριακή επανάσταση θα ήταν στη Ρωσία υπόθεση χαμένη, γιατί είναι αναμφισβήτητο πως το προλεταριάτο δεν θα μπορούσε να κρατήσει την εξουσία με τον παλιό μηχανισμό, και ένας καινούργιος μηχανισμός δεν μπορεί να δημιουργηθεί αμέσως» (στο ίδιο, σελ. 305-306).

Μάλιστα αναλύοντας τα πλεονεκτήματα των σοβιέτ ως τύπο καινούργιου κρατικού μηχανισμού ο Λένιν κάνει ορισμένες επισημάνσεις που απαντούν τόσο σε «δεξιές» όσο και σε «αριστερές» αρνήσεις του σοσιαλισμού και κυρίως της ύπαρξης κράτους για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι το Σοβιέτ «δίνει τη δυνατότητα να συνδυάζονται τα πλεονεκτήματα του κοινοβουλευτισμού με τα πλεονεκτήματα της άμεσης και καθαρής δημοκρατίας, δηλ. να συνδυάζονται στο πρόσωπο των αιρετών αντιπροσώπων του λαού και η νομοθετική λειτουργία και η εκτέλεση των νόμων. Σε σύγκριση με τον αστικό κοινοβουλευτισμό αυτό σημαίνει στην ανάπτυξη της δημοκρατίας ένα βήμα προς τα εμπρός, που έχει κοσμοϊστορική σημασία». (στο ίδιο, σελ. 305)

Στο περίφημο άρθρο του «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σελ. 287-339) ο Λένιν κάνει πολύ σοβαρές επισημάνσεις για το σύνολο των θεμάτων που αφορούν στο πέρασμα από οικονομική άποψη από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού αλλά και στο ρόλο του σοβιετικού κράτους σ’ αυτή την πορεία. Ωστόσο απ’ την πλευρά που μας απασχολεί το ζήτημα, ο Λένιν τονίζει ότι «η κυριότερη δυσκολία της προλεταριακής επανάστασης είναι η εφαρμογή σε παλλαϊκή κλίμακα ακριβέστερης και ευσυνείδητης καταγραφής και ελέγχου, του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή και την κατανομή των προϊόντων (στο ίδιο, σελ. 306) και «χωρίς τα Σοβιέτ το καθήκον αυτό, τουλάχιστον για τη Ρωσία θα ήταν απραγματοποίητο. Τα Σοβιέτ χαράζουν την οργανωτική εκείνη δουλειά του προλεταριάτου, που μπορεί να πραγματοποιήσει ένα καθήκον κοσμοϊστορικής σημασίας» (στο ίδιο, σελ. 307).

Έχοντας όπως είδαμε την «ακλόνητη πεποίθηση» πως «η κρίση ωρίμασε» και πλέον το καθήκον είναι η εξέγερση για την κατάληψη της εξουσίας, ο Λένιν «βομβαρδίζει» με επιστολές τις κομματικές μπολσεβίκικες δυνάμεις καλώντας τες να πάρουν σχετικές αποφάσεις στα όργανα και να καμφθούν οι ταλαντεύσεις που υπάρχουν στους κόλπους των Μπολσεβίκων.

Με γράμμα του την 1 του Οκτώβρη προς την ΚΕ και τις ΕΠ Πετρούπολης και Μόσχας καθώς και των Μπολσεβίκων μελών των Σοβιέτ αυτών των δύο πόλεων ο Λένιν χαρακτηρίζει «έγκλημα απέναντι στην επανάσταση» κάθε καθυστέρηση της εξέγερσης η οποία όπως αναφέρει θα μπορούσε να ξεκινήσει και από τη Μόσχα και να στηριχτεί από την Πετρούπολη και το στόλο με σύνθημα «η εξουσία στα Σοβιέτ, η γη στους αγρότες, ειρήνη στους λαούς, ψωμί στους πεινασμένους» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Γράμμα προς την ΚΕ, τις επιτροπές Μόσχας και Πετρούπολης και τους Μπολσεβίκους των Σοβιέτ Πετρούπολης και Μόσχας», ΣΕ, σελ. 340-341). Στις 5 και 7 Οκτώβρη οι επιτροπές Πετρούπολης και Μόσχας αντίστοιχα παίρνουν σχετικές αποφάσεις κατά πλειοψηφία.

Με νέο του γράμμα στις 7 Οκτώβρη προς την κομματική συνδιάσκεψη της πόλης της Πετρούπολης το οποίο και ζητάει να διαβαστεί σε κλειστή συνεδρίαση, ο Λένιν προτείνει να παρθεί απόφαση που να λέει ότι «η συνδιάσκεψη δηλώνει ότι μόνο η ανατροπή της κυβέρνησης του Κέρενσκι μαζί με το νόθο Συμβούλιο της δημοκρατίας και η αντικατάστασή της από μια εργατική και αγροτική επαναστατική κυβέρνηση είναι σε θέση» να δώσει γη στους αγρότες, να προτείνει δίκαιη ειρήνη και να πάρει αποφασιστικά μέτρα ενάντια στους καπιταλιστές για να καταπολεμηθεί το οικονομικό χάος. Στην πραγματικότητα ο Λένιν εφιστά την προσοχή των κομματικών δυνάμεων για την άμεση προετοιμασία της εξέγερσης καθώς στην αρχή του γράμματός του υπογραμμίζει ότι «η πλήρης αδράνεια του αγγλικού στόλου γενικά, καθώς και των αγγλικών υποβρυχίων κατά την κατάληψη του Έζελ από τους γερμανούς, σε συνδυασμό με το σχέδιο της κυβέρνησης να μεταφερθεί απ’ την Πετρούπολη στη Μόσχα, δεν αποδεικνύει άραγε ότι οι άγγλοι και ρώσοι ιμπεριαλιστές, ο Κέρενσκι και οι άγγλοι καπιταλιστές συνωμοτούν για να παραδώσουν την Πετρούπολη στους γερμανούς και να πνίξουν τη ρωσική επανάσταση μ’ αυτό τον τρόπο; Νομίζω πως το αποδεικνύει. […] Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: Πρέπει να παραδεχτούμε πως η επανάσταση θα χαντακωθεί, αν η κυβέρνηση Κέρενσκι δεν ανατραπεί από τους προλετάριους και τους στρατιώτες στο πιο κοντινό μέλλον. Το ζήτημα της εξέγερσης μπαίνει στην ημερήσια διάταξη» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Γράμμα προς τη συνδιάσκεψη της πόλης Πετρούπολης. Να διαβαστεί σε κλειστή συνεδρίαση», ΣΕ, σελ. 347-350).

Με νέο του γράμμα προς τους μπολσεβίκους της Πετρούπολης που γράφει στις 8 του Οκτώβρη, αφού δίνει μια σειρά «τεχνικού» χαρακτήρα συμβουλές και οδηγίες για την κατάστρωση του σχεδίου της εξέγερσης επισημαίνει με έμφαση ότι «το να αρνείται κανείς τώρα την ένοπλη εξέγερση, θα σήμαινε ότι αρνείται το κύριο σύνθημα του μπολσεβικισμού (όλη η εξουσία στα Σοβιέτ) και όλο τον επαναστατικό-προλεταριακό διεθνισμό γενικά» και καταλήγει πως «Η επιτυχία και της ρωσικής και της παγκόσμιας επανάστασης εξαρτάται από δυο-τρεις μέρες αγώνα» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Συμβουλές ενός που λείπει», ΣΕ, σελ. 382-384).

Σε αμέσως επόμενη επιστολή του, επίσης τις 8 του Οκτώβρη, αυτή τη φορά προς τους Μπολσεβίκους συνέδρους του συνεδρίου των Σοβιέτ του Βορά, επαναλαμβάνει στο πνεύμα του γράμματός του με το οποίο είχε απευθυνθεί προς την ΚΕ του Κόμματος βάζοντας ζήτημα αποχώρησής του από την ΚΕ πως: «τον καιρό της επανάστασης οι μάζες απαιτούν από τα ηγετικά κόμματα έργα και όχι λόγια, νίκες στον αγώνα κι’ όχι συζητήσεις. Πλησιάζει η στιγμή που στο λαό μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση, πως οι μπολσεβίκοι δεν είναι επίσης καλύτεροι από τους άλλους, γιατί δεν μπόρεσαν να δράσουν, παρά το ότι τους εκφράσαμε την εμπιστοσύνη μας… […] Όπως φαίνεται, πολλοί καθοδηγητές του Κόμματός μας δεν αντιλήφθηκαν την ιδιαίτερη σημασία ενός συνθήματος που όλοι μας το είχαμε δεχτεί και το επαναλαβαίναμε διαρκώς. Πρόκειται για το σύνθημα: όλη η εξουσία στα Σοβιέτ. Υπήρξαν περίοδοι, –συνεχίζει– υπήρξαν στιγμές στους έξι μήνες επανάστασης, που το σύνθημα αυτό δεν σήμαινε εξέγερση. Ίσως αυτές οι περίοδοι και οι στιγμές να τύφλωσαν μέρος των συντρόφων και να τους έκαναν να ξεχάσουν πως τώρα και για μας, τουλάχιστο από τα μέσα του Σεπτέμβρη, το σύνθημα αυτό ισοδυναμεί με κάλεσμα σε εξέγερση» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Γράμμα προς τους συντρόφους μπολσεβίκους που παίρνουν μέρος στο συνέδριο των Σοβιέτ περιοχής του Βορά», ΣΕ, σελ. 385-390).

Στις 10 Οκτώβρη συνέρχεται η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων και παίρνει κατά πλειοψηφία -με 10 θετικές ψήφους και 2 αρνητικές (Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ)- απόφαση υπέρ της ένοπλης εξέγερσης.

Η απόφαση έλεγε: «Η ΚΕ θεωρεί ότι τόσο η διεθνής θέση της ρωσικής επανάστασης (εξέγερση στο στόλο της Γερμανίας σαν ανώτατη εκδήλωση της ανάπτυξης σε όλη την Ευρώπη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης, έπειτα ο κίνδυνος σύναψης ειρήνης μεταξύ των ιμπεριαλιστών με σκοπό να πνίξουν την επανάσταση στη Ρωσία) – όσο και η στρατιωτική κατάσταση (βέβαιη απόφαση της ρωσικής αστικής τάξης και του Κέρενσκι και Σία να παραδώσουν την Πετρούπολη στους γερμανούς), όσο και η κατάκτηση από το προλεταριακό κόμμα της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ – όλα αυτά, σε συνδυασμό με την εξέγερση των αγροτών και τη στροφή της εμπιστοσύνης του λαού προς το Κόμμα μας (εκλογές στη Μόσχα), τέλος, η έκδηλη προετοιμασία ενός δεύτερου κινήματος Κορνίλοφ (απομάκρυνση των στρατευμάτων από την Πετρούπολη, μεταφορά κοζάκων στην Πετρούπολη, κύκλωση του Μίνσκ από κοζάκους κτλ.) – όλα αυτά βάζουν στην ημερήσια διάταξη την ένοπλη εξέγερση. Διαπιστώνοντας έτσι ότι η ένοπλη εξέγερση είναι αναπόφευκτη κι’ ότι έχει ωριμάσει πέρα για πέρα, η ΚΕ καλεί όλες τις οργανώσεις του Κόμματος να καθοδηγούνται από το γεγονός αυτό και σύμφωνα μ’ αυτό να συζητούν και να λύνουν όλα τα πρακτικά ζητήματα (συνέδριο των Σοβιέτ Βόρειας περιοχής, απομάκρυνση των στρατευμάτων από την Πετρούπολη, δράση των κατοίκων της Μόσχας και του Μίνσκ κτλ.)». (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΔΕΚΡ(μπ) 10 (23) του Οκτώβρη 1917, 2.Απόφαση» ΣΕ, σελ. 393)

Στις 16 του Οκτώβρη πραγματοποιείται νέα συνεδρίαση της ΚΕ με τη συμμετοχή και άλλων στελεχών του Κόμματος των Μπολσεβίκων, στην οποία επικυρώνεται με 19 ψήφους υπέρ, 2 κατά και 4 αποχές, η προηγούμενη απόφαση της ΚΕ για ένοπλη εξέγερση. «Η συνεδρίαση χαιρετίζει πέρα για πέρα και υποστηρίζει ολοκληρωτικά την απόφαση της ΚΕ, καλεί όλες τις οργανώσεις και όλους τους εργάτες και στρατιώτες να προετοιμάζονται ολόπλευρα και πιο εντατικά για την ένοπλη εξέγερση, για την υποστήριξη του κέντρου, που δημιουργεί η Κεντρική Επιτροπή γι’ αυτό το σκοπό, και εκφράζει τη βαθιά πεποίθησή της ότι η ΚΕ και το Σοβιέτ θα υποδείξουν έγκαιρα την κατάλληλη στιγμή και τις πρόσφορες μεθόδους της επίθεσης». (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΔΕΚΡ (μπ) 16 (29) του Οκτώβρη 1917, ΑΠΟΦΑΣΗ», ΣΕ, σελ. 397)

Σε ένα πολύ πιο εκτενές άρθρο του με τον τίτλο «Γράμμα σε συντρόφους» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σελ. 398-418) που γράφεται τη Δευτέρα προς Τρίτη 17 του Οκτώβρη ο Λένιν κάνει μια εκτεταμένη ανάλυση και αντιπαράθεση των επιχειρημάτων όσων αρνούνται την εξέγερση εκείνη τη στιγμή ή τη μεταθέτουν για το συνέδριο των Σοβιέτ μετά από μερικές εβδομάδες. Το ενδιαφέρον αυτού του άρθρου βρίσκεται καταρχήν στο γεγονός ότι, με βάση τα όσα γράφει ο Λένιν, φαίνεται πως η άποψη που εκφράζεται κύρια από το Ζηνόβιεφ και τον Κάμενεφ αγγίζει και ένα τμήμα της βάσης του Κόμματος των μπολσεβίκων.

Ο Λένιν αναλύει εκτενέστατα το σύνολο των επιχειρημάτων στα οποία έχει απαντήσει σε πολύ αδρές γραμμές στα προηγούμενα γράμματά του, ωστόσο προσθέτει και ορισμένα άλλα στοιχεία που φωτίζουν σημαντικές πτυχές των επαναστατικών καταστάσεων και γενικότερα των πολιτικών κρίσεων.

Στα επιχειρήματα που παραθέτουν μέλη του κόμματος των μπολσεβίκων, που διαφωνούν με μια άμεση ένοπλη εξέγερση, είναι και το ότι «δεν υπάρχει στις μάζες διάθεση να ξεχυθούν στους δρόμους, αυτό το λένε όλοι. Ένα από τα σημάδια που δικαιολογούν την απαισιοδοξία, είναι και το γεγονός ότι η κυκλοφορία του πογκρομιστικού και μαυροεκατονταρχίτικου Τύπου αυξήθηκε πάρα πολύ…» (στο ίδιο, σελ. 412). Ο Λένιν απαντάει καταρχάς πως οι απόψεις αυτές που επικαλούνται τέτοιες διαθέσεις των μαζών, ξεχνούν να προσθέσουν πως «“όλοι” παραδέχονται επίσης ότι ανάμεσα στους συνειδητούς εργάτες υπάρχει ορισμένη απροθυμία να κατέβουν στους δρόμους μόνο για διαδηλώσεις, μόνο για ένα μερικό αγώνα, γιατί ο καθένας νιώθει πως πλησιάζει όχι μια μερική, αλλά μια γενική μάχη, ενώ έχει διαπιστωθεί και έχει γίνει φανερό για τον καθένα ότι οι χωριστές απεργίες, διαδηλώσεις και πιέσεις είναι καταδικασμένες».

Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος στο οποίο απαντάει ο Λένιν κάνει ορισμένες επισημάνσεις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Λέει λοιπόν, πως «το ότι οι μαύροι δείχνουν χαιρεκακία όταν βλέπουν να πλησιάζει η αποφασιστική μάχη της αστικής τάξης με το προλεταριάτο, αυτό γινόταν πάντα, αυτό παρατηρούνταν σ’ όλες χωρίς εξαίρεση τις επαναστάσεις, αυτό είναι απόλυτα αναπόφευκτο. Κι’ αν κανείς αφεθεί να τρομοκρατηθεί απ’ αυτό το γεγονός, πρέπει να απαρνηθεί όχι μόνο την εξέγερση, αλλά και την προλεταριακή επανάσταση γενικά. Γιατί στην καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει φούντωμα αυτής της επανάστασης, που να μην συνοδεύεται από τη χαιρεκακία της μαύρης εκατονταρχίας και από τις ελπίδες της να αποκομίσει όφελος» (στο ίδιο, σελ. 414) προσθέτοντας ότι όλος ο μαυροεκατονταρχίτικος τύπος είναι «παράρτημα του οίκου Ραμπιουσίνκι, Μιλιουκόφ και Σία», ότι το κεφάλαιο εξαγοράζει από το ένα μέρος τους Μιλιουκόφ κλπ και από το άλλο τους μαυροεκαντοταρχίτες (στο ίδιο, σελ. 415). Και ο Λένιν καταλήγει: «Μήπως είναι παράξενο ότι το καταβασανισμένο και το κατατυραννισμένο από την πείνα και την παράταση του πολέμου πλήθος “αρπάζεται” από το μαυροεκατονταρχίτικο δηλητήριο; Μπορεί κανείς να φανταστεί καπιταλιστική κοινωνία στις παραμονές της κατάρρευσής της χωρίς απόγνωση μέσα στις καταπιεζόμενες μάζες; Και μπορεί η απόγνωση των μαζών που ανάμεσά τους υπάρχει όχι λίγο σκοτάδι, να μην εκφράζεται με την αυξημένη κατανάλωση κάθε λογής δηλητήριων; Όχι, απελπιστική είναι η θέση των ανθρώπων που μιλώντας για τις διαθέσεις των μαζών, φορτώνουν τη δική τους αβουλία στις μάζες. Οι μάζες χωρίζονται σε στοιχεία που συνειδητά αναμένουν, και σε στοιχεία που ασυνείδητα είναι έτοιμα να πέσουν σε απόγνωση, οι μάζες όμως των καταπιεσμένων και των πεινασμένων δεν είναι άβουλες». (στο ίδιο, σελ. 415).

Στις 18 του Οκτώβρη, και αφού πρώτα οι Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ είχαν απευθυνθεί (όπως και ο Λένιν) και αυτοί με δικές τους επιστολές προς τις κομματικές δυνάμεις και τα κομματικά όργανα στην Πετρούπολη και αλλού θεωρώντας λάθος την εξέγερση και ζητώντας να παρθούν ανάλογες αποφάσεις χωρίς τελικά να πείσουν, προχώρησαν σε μια κίνηση με εμφανέστατη πρόθεση να ματαιώσουν την εξέγερση. Διέρρευσαν μέσω του μη κομματικού τύπου στη δημοσιότητα τη σχετική απόφαση της ΚΕ για την ένοπλη εξέγερση. (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, ΣΕ, σημείωση 126, σελ. 504-506).

Ωστόσο τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους και η πορεία προς την εξέγερση δεν μπορεί να ανακοπεί.

Ο Λένιν πάντως στιγματίζει την κίνηση αυτή ως «απεργοσπαστική πράξη» και ζητάει τη διαγραφή και των δύο από το Μπολσεβίκικο Κόμμα. (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Γράμμα προς τα μέλη του Κόμματος των Μπολσεβίκων», ΣΕ, σελ. 419-422). Ο χειρισμός του θέματος από μέρους της ΚΕ δε βρίσκει και πάλι σύμφωνα όλα τα μέλη της και ο Λένιν απευθύνεται εκ νέου στην ΚΕ στις 19 του Οκτώβρη λέγοντας μεταξύ άλλων: «Δεν μου είναι εύκολο να το γράψω αυτό για συντρόφους που πριν ήταν στενοί φίλοι μου, τις ταλαντεύσεις όμως στην περίοδο αυτή θα τις θεωρούσα έγκλημα, γιατί διαφορετικά ένα κόμμα επαναστατών που δεν τιμωρεί τους επιφανείς απεργοσπάστες πάει χαμένο» (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Γράμμα προς την κεντρική επιτροπή του ΣΔΕΚΡ (μπ)», ΣΕ,, σελ. 423-427).

Η αντιπαράθεση αυτή στο ηγετικό επίπεδο των Μπολσεβίκων είναι χαρακτηριστική για να γίνει αντιληπτό το γεγονός των αντιφάσεων μέσα από τις οποίες ξεπήδησε μια κοσμοϊστορικού χαρακτήρα επανάσταση. Αυτές οι αντιφάσεις εκφράστηκαν μέσα στην ΚΕ των Μπολσεβίκων την κρίσιμη στιγμή. Και η ελευθερία της ανοιχτής και δημόσιας διαπάλης πριν τις αποφάσεις των οργάνων κατάφερε να προστατεύσει την επανάσταση, γιατί έδωσε τη δυνατότητα σ’ έναν Λένιν να το κάνει αυτό, διαφορετικά η επανάσταση θα είχε «πνιγεί». Αξίζει κανείς να γνωρίζει ότι ακόμα και ένας Στάλιν «φοβήθηκε» να ταχθεί υπέρ της διαγραφής των Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ όπως ζητούσε ο Λένιν και πολύ περισσότερο ολόκληρη η ΚΕ απέφευγε αρχικά να απαντήσει στα γράμματα του Λένιν για την προετοιμασία και τη λήψη απόφασης για ένοπλη εξέγερση.

Αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που κάνει το Λένιν να σηκώσει τέτοιο βάρος στους ώμους του, έχοντας όπως φαίνεται από τα γράμματά του και τα γραπτά του, πλήρη συναίσθηση ότι σηκώνει στους ώμους του ολόκληρη την πορεία της παγκόσμιας επανάστασης. Κατά τη γνώμη μας δεν είναι μόνο το γεγονός ότι «Ο Λένιν γνωρίζει την ιστορία του καπιταλισμού όπως την ξέρουν ελάχιστοι μαθητές του Μαρξ». Είναι το ότι «ο Λένιν έχει συλλάβει και κατανοήσει ανεξάρτητα τη θεωρία του ιστορικού υλισμού όπως κανείς άλλος δεν ήταν ικανός να το κάνει, για το λόγο ότι τη μελέτησε με τον ίδιο σκοπό που είχε ο Μαρξ όταν επεξεργαζόταν τη θεωρία. Ο Λένιν μπήκε στο κίνημα ως η ενσάρκωση της θέλησης για επανάσταση και μελέτησε το μαρξισμό, την εξέλιξη του καπιταλισμού και την εξέλιξη του σοσιαλισμού από την άποψη της επαναστατικής τους σημασίας» (Καρλ Ράντεκ, «Λένιν», περιοδικό The Plebs, Φλεβάρης 1924).

Η μετάβαση από τον θεωρητικό στον πολιτικό Λένιν, στον ηγέτη που με τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα σηκώνει στην πιο κρίσιμη στιγμή το ανάστημά του στην αστική τάξη και λέει πως οι Μπολσεβίκοι μπορούν και να πάρουν και να κρατήσουν την εξουσία πηγάζει από το γεγονός ότι ο Λένιν ποτέ δεν έχασε την επαφή του με την πραγματικότητα και τις μάζες. Δεν σκέφτεται απλά τις μάζες με όρους αφηρημένων φιλοσοφικών εννοιών και κατηγοριών, –αν και αυτές τις «παίζει στα δάχτυλα» με μεγάλη ευκολία– αλλά αφουγκράζεται τις μάζες και διδάσκεται από αυτές. Και είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει τα πιο απλά επιχειρήματα για να πείσει για τα πιο σπουδαία καθήκοντα, αρκεί αυτά τα επιχειρήματα να του τα προσφέρουν ζωντανά οι μάζες και όχι οι «αφηρημένες» σκέψεις. Ας δούμε τη σκέψη του όπως την καταγράφει ο ίδιος στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1917:

«Το πέμπτο επιχείρημα –γράφει– είναι ότι οι μπολσεβίκοι δεν θα κρατήσουν την εξουσία, γιατί “η κατάσταση είναι εξαιρετικά περίπλοκη…”. Τι σοφοί άνθρωποι! Είναι ίσως πρόθυμοι να τα ταιριάξουν με την επανάσταση, αρκεί να μην υπάρχει η “εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση”.

Τέτοιες επαναστάσεις δεν υπάρχουν και οι αναστεναγμοί για τέτοια επανάσταση δεν είναι παρά αντιδραστικοί θρήνοι αστού διανοούμενου. Ακόμη κι’ αν η επανάσταση έχει αρχίσει μέσα σε μια κατάσταση που δεν φαίνεται και τόσο περίπλοκη, η ίδια η επανάσταση στην εξέλιξή της δημιουργεί πάντα εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση. Γιατί η επανάσταση, η πραγματική, η ριζική, η “λαϊκή”, σύμφωνα με την έκφραση του Μαρξ, επανάσταση είναι ένα αφάνταστα περίπλοκο και βασανιστικό προτσές απονέκρωσης του παλιού και γέννησης ενός νέου κοινωνικού συστήματος, νέου τρόπου ζωής δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Επανάσταση είναι η πιο έντονη λυσσαλέα, απεγνωσμένη ταξική πάλη και εμφύλιος πόλεμος. Καμιά μεγάλη επανάσταση στην ιστορία δεν έγινε χωρίς εμφύλιο πόλεμο. Και μόνο άνθρωποι κλεισμένοι στο καβούκι τους μπορούν να πιστέψουν ότι ο εμφύλιος πόλεμος είναι νοητός χωρίς μια “εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση”.

Αν δεν υπήρχε εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση, δεν θα υπήρχε και επανάσταση. Όποιος φοβάται τους λύκους ας μην πηγαίνει στο δάσος.

Δεν έχουμε τι να αναλύσουμε από το πέμπτο επιχείρημα, γιατί δεν περιέχει καμιά ούτε οικονομική, ούτε πολιτική, ούτε γενικά οποιαδήποτε άλλη σκέψη. Περιέχει μόνο τους αναστεναγμούς των ανθρώπων που ένιωσαν θλίψη και τρόμο από την επανάσταση. Για να χαρακτηρίσω αυτούς τους αναστεναγμούς, ας μου επιτραπεί να αναφέρω δυο σύντομες περιπτώσεις από προσωπικές μου αναμνήσεις.

Λίγο πριν τα γεγονότα του Ιούλη είχα μια συζήτηση μ’ έναν πλούσιο μηχανικό. Ο μηχανικός αυτός ήταν κάποτε επαναστάτης, ήταν μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού και μάλιστα του Μπολσεβίκικου κόμματος. Τώρα τον εξουσιάζει μόνο ο τρόμος, μόνο η οργή ενάντια στους ξεσηκωμένους και αμετάπειστους εργάτες. Αν ήταν τουλάχιστο σαν τους γερμανούς εργάτες –λέει (πρόκειται για άνθρωπο μορφωμένο, έκανε και στο εξωτερικό)– καταλαβαίνω, βέβαια, γενικά ότι η κοινωνική επανάσταση είναι αναπόφευκτη, όμως στη χώρα μας, με την πτώση του επιπέδου των εργατών που έφερε ο πόλεμος… αυτό δεν είναι επανάσταση, είναι βάραθρο.

Είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει την κοινωνική επανάσταση, αν η ιστορία οδηγούσε σ’ αυτή τόσο ειρηνικά, ήσυχα, ομαλά και κανονικά, όπως φτάνει στο σταθμό η γερμανική ταχεία αμαξοστοιχία. Ένας επιβλητικός οδηγός ανοίγει την πόρτα του βαγονιού και αναγγέλλει: “στάση κοινωνική επανάσταση. Alle aussteigen (όλοι να κατέβουν)!”. Αν είναι έτσι, γιατί από μηχανικός των διαφόρων Τίτ Τίτιτς να μη γίνει μηχανικός των εργατικών οργανώσεων.

Ο άνθρωπος αυτός έχει δει απεργίες. Ξέρει τι θύελλα παθών προκαλεί πάντα, ακόμη και στην πιο ειρηνική περίοδο, η πιο συνηθισμένη απεργία. Καταλαβαίνει, ασφαλώς, πόσα εκατομμύρια φορές πιο ισχυρή πρέπει να είναι η θύελλα αυτή, όταν η ταξική πάλη ξεσηκώνει όλο τον εργαζόμενο κόσμο μιας τεράστιας χώρας, όταν ο πόλεμος και η εκμετάλλευση έχουν φέρει σχεδόν σε απόγνωση εκατομμύρια ανθρώπους, που αιώνες τους βασάνιζαν οι τσιφλικάδες, δεκαετίες τους λήστευαν και τους καταπίεζαν οι καπιταλιστές και οι τσαρικοί δημόσιοι υπάλληλοι. Τα καταλαβαίνει όλα αυτά “θεωρητικά”, τα αναγνωρίζει όλα αυτά μόνο με τα χείλη, είναι απλούστατα τρομοκρατημένος από την “εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση”.

Ύστερα από τα γεγονότα του Ιούλη, λόγω της εξαιρετικής προσοχής και φροντίδας με την οποία με τίμησε η κυβέρνηση Κέρενσκι, αναγκάστηκα να περάσω στην παρανομία. Φυσικά, τον υποφαινόμενο τον έκρυβε ένας εργάτης. Σε ένα απόμερο εργατικό προάστιο της Πετρούπολης, στο μικρό εργατικό σπίτι βάζουν να φάνε. Η νοικοκυρά φέρνει το ψωμί. Ο νοικοκύρης λέει: “Για δες τι ωραίο ψωμί”. “Αυτοί” τώρα σίγουρα δεν τολμούν να δώσουν άσχημο ψωμί. Κι’ εμείς είχαμε σχεδόν ξεχάσει ακόμη και τη σκέψη πως μπορεί να δώσουν καλό ψωμί στην Πετρούπολη”.

Έμεινα κατάπληκτος απ’ αυτή την ταξική εκτίμηση των γεγονότων του Ιούλη. Η σκέψη μου στριφογύριζε γύρω από την πολιτική σημασία του γεγονότος, ζύγιζε το ρόλο του στη γενική πορεία των γεγονότων, ερευνούσε από ποια κατάσταση ξεκίνησε αυτό το ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας και ποια κατάσταση θα δημιουργήσει, πως πρέπει να αλλάξουμε τα συνθήματά μας και τον κομματικό μηχανισμό μας για να τον προσαρμόσουμε στην κατάσταση που έχει αλλάξει. Για το ψωμί, σαν άνθρωπος που δεν ένιωσα έλλειψη, δεν σκέφτηκα. Για μένα το ψωμί ήταν κάτι το αυτονόητο, κάτι σαν δευτερεύον προϊόν της συγγραφικής μου δουλειάς. Στη βάση των βάσεων, στην ταξική πάλη για το ψωμί, η σκέψη φτάνει μέσω της πολιτικής ανάλυσης, περνώντας μέσα από ένα εξαιρετικά περίπλοκο και μπερδεμένο δρόμο.

Ο εκπρόσωπος όμως της καταπιεζόμενης τάξης, παρόλο που ανήκει στους καλοπληρωμένους εργάτες και έχει υψηλό διανοητικό επίπεδο, πιάνει τον ταύρο κατευθείαν από τα κέρατα με τη θαυμαστή εκείνη απλότητα και ευθύτητα, με τη σταθερή εκείνη αποφασιστικότητα, βλέποντας τα πράγματα με την καταπληκτική εκείνη διαύγεια σκέψης, από την οποία οι διανοούμενοι, σαν κι’ εμάς, απέχουν όσο και από τ’ άστρα τ’ ουρανού. Όλος ο κόσμος χωρίζεται σε δυo στρατόπεδα: “εμείς”, οι εργαζόμενοι, και “αυτοί”, οι εκμεταλλευτές. Ούτε ίχνος σύγχυσης γύρω απ’ αυτά που έγιναν: ήταν μια από τις μάχες στο μακρόχρονο αγώνα της εργασίας με το κεφάλαιο. Γάμος χωρίς σφαχτό δε γίνεται.

“Τι βασανιστικό πράγμα είναι αυτή η «εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση» της επανάστασης”, έτσι σκέπτεται και αισθάνεται ο αστός διανοούμενος.

“«Τους» σφίξαμε λιγάκι τα λουριά, «αυτοί» δεν τολμούν να ασχημονούν όπως πρώτα. Θα τα σφίξουμε κι’ άλλο – και θα τους πετάξουμε εντελώς” – έτσι σκέφτεται και αισθάνεται ο εργάτης». (Άπαντα Λένιν, τόμος 34, «Θα κρατήσουν άραγε οι Μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;», ΣΕ, σελ. 320-323).

Αυτό το απόσπασμα είναι άκρως αποκαλυπτικό για τα δεδομένα στα οποία βάσιζε τη σκέψη του ο Λένιν. Είναι άκρως αποκαλυπτικό για το πως δημιουργούσε «ακλόνητη πεποίθηση» για τις ενέργειές του ως επαναστάτης, ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων, ως ηγέτης της επανάστασης. Αυτό το απόσπασμα αποκαλύπτει γιατί ο Λένιν δεν ταλαντεύτηκε καθόλου να συγκρουστεί με τους καλύτερούς του φίλους και με την ΚΕ του μπολσεβίκικου Κόμματος στην πιο κρίσιμη στιγμή της επανάστασης. Αυτό το απόσπασμα, στο οποίο εξηγείται γιατί ο Λένιν «πηγαίνει στο δάσος και δεν φοβάται τους λύκους» είναι και η καλύτερη γέφυρα για να περάσουμε στην πραγμάτευση του οικονομικού προγράμματος των Μπολσεβίκων και να δούμε πως αυτό το οικονομικό πρόγραμμα συμβάδιζε και έδενε αρμονικά με την «εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση» την οποία ο εργαζόμενος την «έπιανε όπως τον ταύρο κατευθείαν απ’ τα κέρατα» με τη θαυμαστή απλότητα, ευθύτητα, διαύγεια σκέψης και αποφασιστικότητα με την οποία αναζητάει το ψωμί ο πεινασμένος, αναζητάει το «ψωμί» ακόμα και ο «καλοπληρωμένος εργάτης».

COMMENTS