Για την Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ

Θα συμφωνήσουμε με την Ανακοίνωση της ΚΕ του Κόμματος στο σημείο που αναφέρει ότι: «Εξαρχής, η στάση του ΚΚΕ στο δημοψήφισμα δεν είχε στόχο την όποια καταγραφή κομματικής επιρροής. Ήταν πολιτική στάση αρχών, έδινε πολιτικό μήνυμα στο λαό, να μην υποκύψει σε όλα τα εκβιαστικά διλήμματα, είτε προέρχονταν από την τρόικα είτε από την κυβέρνηση και τα άλλα αστικά πολιτικά κόμματα. Για να μην προσμετρηθεί το «ΟΧΙ» του – με όποιο περιεχόμενο – με το «ΝΑΙ» στην ΕΕ, στη συμφωνία, είτε με βάση την πρόταση των «εταίρων» είτε της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ». Η θέση αυτή εκφράζει την πρόθεση της ΚΕ για το τι επιδίωκε το Κόμμα.

Είναι προφανές ότι επιδίωξη του Κόμματος ήταν να προφυλάξει το λαό τόσο από την κυβερνητική παγίδα, από το δημαγωγικό «ΟΧΙ» της κυβέρνησης – μετά και την τοποθέτηση του ερωτήματος, κατά πως τη συνέφερε και, προπαντός, κατά πως ήθελε να το χρησιμοποιήσει την επόμενη ημέρα, όσο και από το «ΝΑΙ» της αστικής αντιπολίτευσης, γιατί και η αστική αντιπολίτευση είχε στήσει τη δική της παγίδα.

Το «ΝΑΙ» της αστικής αντιπολίτευσης δεν αναφερόταν ως «ΝΑΙ» στην πρόταση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Στην ενημερωτική συζήτηση, που έγινε στη Βουλή, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας απηύθυνε ερώτημα προς τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης, εάν λένε «ΝΑΙ» στην πρόταση Γιουνκέρ. Κανένα από αυτά τα κόμματα δεν απάντησε θετικά. Πράγμα, που στη συνέχεια το χρησιμοποίησε ως επιχείρημα ο πρωθυπουργός ενάντια στα κόμματα αυτά, για να δικαιολογεί τη δική του στάση.

Τα Κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης φρόντιζαν να μετατοπίζουν την απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα για να έχουν την ευκολία να κατηγορούν την κυβέρνηση ότι φορτώνει το λαό με νέα μέτρα και, ταυτόχρονα, να αποκρύβουν από το λαό ότι η πρόταση Γιουνκέρ ήταν απαίτηση των αφεντικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γι’ αυτό το λόγο στο ερώτημα εάν συμφωνούν με την πρόταση Γιουνκέρ απαντούσαν πιέζοντας την κυβέρνηση ότι το κύριο ζήτημα ήταν να φέρει τάχιστα μια νέα συμφωνία, επισείοντας τον κίνδυνο ενός Grexit. Με άλλα λόγια, δηλαδή, πίεζαν την κυβέρνηση να φέρει το μνημόνιο Γιουνκέρ, αλλά, ταυτόχρονα, ήθελαν και να έχουν «τα χέρια λυμένα» για να δημαγωγούν.

Τη στάση τους αυτήν την επέκτειναν και στο δημοψήφισμα. Δεν απαντούσαν «ΟΧΙ» στην πρόταση Γιουνκέρ, αφού ποτέ ευθέως δεν είπαν «ΝΑΙ» στο μνημόνιο Γιουνκέρ, αλλά μετατόπισαν το ερώτημα του δημοψηφίσματος σε «μέσα ή έξω από το ευρώ» και απαντούσαν με το «ΝΑΙ» μέσα στο ευρώ.

Με δυο λόγια όλη η τακτική των κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης ήταν να αξιοποιήσουν την αστική στρατηγική, που είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση, να παρουσιάσουν στο λαό ότι με τη στάση της κυβέρνησης διακινδυνεύεται η συμμετοχή της χώρας μας στο ευρώ και να στείλουν την «καυτή πατάτα» του μνημονίου πάνω στην κυβέρνηση.

Συμπέρασμα: Τόσο η κυβέρνηση όσο και τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης παρέκαμψαν το τυπικό ερώτημα του δημοψηφίσματος και με το δικό τους τρόπο αξιοποίησαν το δημοψήφισμα για τους δικούς τους ιδιαίτερους τακτικούς στόχους, που εξυπηρετούσαν τη στρατηγική τους.

Με την έννοια αυτή, θα πρέπει, όμως, και η ΚΕ του Κόμματος να συμφωνήσει μαζί μας ότι κάθε στάση του Κόμματος μέσα στο λαό είναι κατ’ αρχήν στάση πολιτική και κατά δεύτερο ότι παράγει πολιτικό αποτέλεσμα. Ότι πρέπει να συνυπολογίζει τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» και να εντάσσεται τόσο στην τακτική του όσο και στη στρατηγική του.

Και εάν κρίνουμε από το πολιτικό αποτέλεσμα, που είχε η στάση του Κόμματος μέσα στο λαό, θα πρέπει να πούμε ευθέως, ότι το αποτέλεσμα δεν ανταποκρίνεται στην επιδίωξη του Κόμματος. Να δημιουργήσει, δηλαδή, ένα ρεύμα μέσα στον Ελληνικό λαό, που δεν θα υπέκυπτε στα εκβιαστικά διλήμματα των άλλων κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης ούτε και της κυβέρνησης. Και γι’ αυτό το ζήτημα η ΚΕ, ευσχήμως, δεν κάνει καμία αναφορά. Αποφεύγει να τοποθετηθεί, προφανώς, γιατί το αποτέλεσμα συνιστά άλλη μια ήττα για το Κόμμα, με δεδομένο ότι πολύ μεγάλο μέρος των εκλογικών του δυνάμεων δεν υπάκουσε στη γραμμή του Κόμματος.

Το ζήτημα αυτό, της έλλειψης κάθε αναφοράς στο αποτέλεσμα, που είχε η θέση του Κόμματος μέσα στο λαό, είναι και το κύριο ζήτημα, που θα έπρεπε να απασχολήσει την ΚΕ, γιατί κάποτε θα πρέπει να αναζητηθεί η αιτία για το πώς γίνεται η ΚΕ να έχει δικαιώσει όλες της τις θέσεις μέχρι τώρα, ενώ το αποτέλεσμα των θέσεων που παίρνει, της πολιτικής που ασκεί, αφαιρεί δυνάμεις από το Κόμμα. Γιατί το πραγματικό γεγονός είναι αυτό. Στο δημοψήφισμα το Κόμμα έχασε και άλλες δυνάμεις.

Και το ισχυριζόμαστε αυτό, γιατί η ΚΕ στην Ανακοίνωσή της, σε σχέση με τη θέση που πήρε ως προς το δημοψήφισμα, αναφέρει ότι: «Είναι η μόνη θέση που μπορεί να εκφράσει, χωρίς παρερμηνεία κι ασάφεια, ριζοσπαστικές διαθέσεις μέσα στο λαό, αμφισβήτησης της ΕΕ, που μπορούν να συναντηθούν με τη συνολική πρόταση διεξόδου του ΚΚΕ για αποδέσμευση από την ΕΕ, μονομερή διαγραφή του χρέους, με το λαό να κάνει κουμάντο στην εξουσία και στην οικονομία. Η στάση αυτή του ΚΚΕ είναι παρακαταθήκη για την εργατική – λαϊκή χειραφέτηση, για την αντιμετώπιση των σχεδίων ενσωμάτωσης του λαού σε διάφορα αντιλαϊκά σενάρια».

Τελικά ποιο είναι το αποτέλεσμα για το Κόμμα από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος; Το αποτέλεσμα είναι ότι απέτυχε να εκφράσει τις «ριζοσπαστικές διαθέσεις μέσα στο λαό, αμφισβήτησης της ΕΕ, που μπορούν να συναντηθούν με τη συνολική πρόταση διεξόδου του ΚΚΕ για αποδέσμευση από την ΕΕ, μονομερή διαγραφή του χρέους, με το λαό να κάνει κουμάντο στην εξουσία και στην οικονομία».

Περιττεύει να σχολιάσουμε το κατά πόσο η θέση, που ενέκρινε η ΚΕ για το δημοψήφισμα αποτελεί «παρακαταθήκη για την εργατική – λαϊκή χειραφέτηση, για την αντιμετώπιση των σχεδίων ενσωμάτωσης του λαού σε διάφορα αντιλαϊκά σενάρια». Θα περιοριστούμε να θυμίσουμε ότι η θέση αυτή αποτελεί copy paste της θέσης, που πρωτοπαρουσίασε στο φεστιβάλ της ΚΝΕ η Αλέκα Παπαρήγα στο σχετικό της λόγο μετά την οδυνηρή ήττα του Κόμματος στις δίδυμες εκλογές του ’12.

Και ενώ τα πράγματα είναι πολύ καθαρά για την αποτελεσματικότητα της θέσης του Κόμματος η ηγεσία του, η Κεντρική Επιτροπή, αναζητάει τη δικαίωση της θέσης του Κόμματος δια της …τεθλασμένης. Ισχυρίζεται ότι: «Αυτή η ταξική, καθαρή, συνεπής στάση επιβεβαιώθηκε από την άλλη κιόλας μέρα, όταν όλοι – πλην ΚΚΕ – ομονόησαν στην επιδίωξη συμφωνίας με επώδυνους όρους για το λαό, σ’ ένα νέο μνημόνιο σκληρών αντιλαϊκών μέτρων.

Η κυβέρνηση κάλεσε σε Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με σκοπό, όπως ανακοινώθηκε, την ενημέρωση των πολιτικών κομμάτων. Το ΚΚΕ συμμετείχε και τοποθετήθηκε στη σύσκεψη, στην οποία ο πρωθυπουργός ενημέρωσε για τις θέσεις και τις προτάσεις της κυβέρνησης, μπροστά στη διαπραγμάτευση. Το ΚΚΕ καθαρά εξέθεσε τις απόψεις του στη σύσκεψη και αμέσως μετά δημόσια στο λαό, τόσο για το δημοψήφισμα όσο και για την πορεία της διαπραγμάτευσης και τα προβλήματα που δημιουργεί στο λαό και η πρόταση της τρόικας και η πρόταση της κυβέρνησης.

Το ΚΚΕ διαφώνησε συνολικά με το κοινό ανακοινωθέν, στο οποίο συμφώνησαν τα άλλα κόμματα. Διαφώνησε και ως προς τις εκτιμήσεις του κοινού ανακοινωθέντος και ως προς την κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων που οδηγούν σε νέα σκληρά μέτρα. Επισήμανε ότι ο λαός δεν εξουσιοδότησε κανένα να προχωρήσει σε μια επώδυνη συμφωνία – μνημόνιο, με αντιλαϊκά μέτρα.

Το κοινό ανακοινωθέν των 5 κομμάτων αποκαλύπτει ότι οι δυνάμεις του ΝΑΙ και του ΟΧΙ έχουν κοινή στρατηγική στόχευση, τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Υποστηρίζουν το «μονόδρομο» της ΕΕ, ντυμένο με τον κάλπικο μανδύα της «εθνικής συνεννόησης και συναίνεσης».

Μα το γεγονός ότι «οι δυνάμεις του ΝΑΙ και του ΟΧΙ έχουν κοινή στρατηγική στόχευση, τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Υποστηρίζουν το «μονόδρομο» της ΕΕ, ντυμένο με τον κάλπικο μανδύα της «εθνικής συνεννόησης και συναίνεσης» το γνωρίζουμε από πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Το να επικαλείται κανείς, και συγκεκριμένα η ΚΕ του Κόμματος, αυτό το «επιχείρημα» εκ των υστέρων για να δικαιολογήσει την «ταξικότητα» της θέσης και να προσπεράσει την αποτυχία του αποτελέσματος δε θα λέγαμε ότι περιποιεί τιμή σ’ ένα όργανο, όπως η ΚΕ, ενός Κομμουνιστικού Κόμματος.

Αυτό που πρέπει να εξηγήσει η ΚΕ είναι το πως μια ριζοσπαστική και ταξική θέση αδυνατεί να εκφράσει το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών. Και αυτό δεν το κάνει.

Το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε τώρα είναι το τι έφταιξε για τους χειρισμούς, που έκανε η ΚΕ του Κόμματος. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι προφανής. Υποτίμησε κατά εγκληματικό τρόπο τα αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα του Ελληνικού λαού.

Ο Ελληνικός λαός «σιχτίρισε» την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους ηγέτες της, γιατί κατάλαβε πολύ καλά ότι ήθελαν να επιβάλουν ένα μνημόνιο στη χώρα μας, που θα τον καταδίκαζε σε μακροχρόνια εξαθλίωση και οικονομική στασιμότητα. Αυτό το κυρίαρχο γεγονός, που από την άποψη της Κομμουνιστικής Τακτικής εντάσσεται στην κυρίαρχη αντίθεση της κοινωνίας η ΚΕ το έγραψε, στην κυριολεξία, ας μας επιτραπεί η έκφραση, παρόλο που δεν το συνηθίζουμε, στα παλιά της τα παπούτσια.

Και ας δούμε τώρα πως εκφράστηκε αυτή η κυρίαρχη αντίθεση με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Σε όλες τις περιφέρειες της χώρας υπερίσχυσε το «ΟΧΙ» με σαφή ταξικό διαχωρισμό, δηλαδή από τη μια μεριά η αστική τάξη και τα κόμματά της και από την άλλη η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, που δυστυχώς εκφράστηκαν μέσα από το «ΟΧΙ» της κυβέρνησης.

Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Σημαίνουν ότι η κυρίαρχη αντίθεση ήρθε να «δέσει» όχι πλήρως, αλλά σημαντικά, με τη βασική αντίθεση της κοινωνίας, και πάντως, σε κάθε περίπτωση, ήρθε να αναδείξει την κοινωνική βάση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου, ως κοινωνικού μετώπου, με λάθος εκφραστή. Δηλαδή, κυρίαρχα μ’ ένα κόμμα, το ΣΥΡΙΖΑ, που υπηρετεί την αστική στρατηγική.

Ερώτημα: Είναι αυτός ριζοσπαστισμός των λαϊκών μαζών, έστω και με λάθος παραλήπτη; Αδιαμφισβήτητα είναι ριζοσπαστισμός, είναι άνοδος της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, όχι αυτός που θα θέλαμε, αλλά είναι ένας ριζοσπαστισμός που κινείται στην κατεύθυνση που μας βοηθάει. Δυστυχώς αυτόν το ριζοσπαστισμό δε μπόρεσε να εκφράσει το ΚΚΕ.

Η ηγεσία του Κόμματος, η ΚΕ, απαίτησαν να κερδίσουν από ένα ριζοσπαστισμό, που δεν είχε φτάσει στο επίπεδο να αποδεχτεί τη θέση του Κόμματος. Και μπροστά σ’ αυτό το γεγονός περιφρόνησαν το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών, έστω και στο επίπεδο που είχε φτάσει και που θα ήταν χρήσιμος για τη στρατηγική του Κόμματος.

Δηλαδή ερχόμαστε πάντα μπροστά στο ίδιο πρόβλημα. Στην ανικανότητα της ηγεσίας του Κόμματος να συνδυάσει διαλεκτικά και ταυτόχρονα την κυρίαρχη αντίθεση της κοινωνίας με τη βασική αντίθεση, ερχόμαστε πάντα μπροστά στο πρόβλημα του αρμονικού συνδυασμού της τακτικής με τη στρατηγική.

Εκ των υστέρων και «κατόπιν εορτής» στελέχη του Κόμματος, στις εμφανίσεις τους στα τηλεοπτικά δίκτυα, αναγνώρισαν ότι το «ΟΧΙ» «περιέχει ριζοσπαστισμό»! Αυτό το γεγονός το αναγνωρίζει με «τον τρόπο της», δηλαδή επίσημα, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, και η ίδια η Ανακοίνωση της ΚΕ του Κόμματος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Το ΚΚΕ καλεί όσους ψήφισαν ΟΧΙ, θέλοντας μ’ αυτόν τρόπο να εκφράσουν μια γνήσια λαϊκή διαμαρτυρία στα μνημόνια και τα αντιλαϊκά μέτρα, να μην εφησυχάσουν, να μη συναινέσουν στην επιδίωξη της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει τη λεγόμενη «λαϊκή ετυμηγορία» για το κλείσιμο νέας αντιλαϊκής συμφωνίας – μνημόνιο, σε συνεργασία με τις άλλες αστικές δυνάμεις. Το ΚΚΕ τους καλεί να μη δώσουν νέα «περίοδο χάριτος», ανοχής στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που επί πέντε μήνες αξιοποιούσε τη λαϊκή ψήφο, για να νομιμοποιεί αντιλαϊκά σχέδια, να ακυρώνει τις όποιες προεκλογικές της υποσχέσεις».

Από αυτό το σημείο και μετά έχουμε να απαντήσουμε σε ορισμένα βασικά ερωτήματα, τα οποία θα τα θέσουμε κατά σειρά:

Πρώτο ερώτημα: Υπήρχε τρόπος να εκφράσει αυτόν το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών το ΚΚΕ ή τουλάχιστον να τον προσεγγίσει αποφασιστικά;

Απάντηση: Αδιαμφισβήτητα υπήρχε τρόπος. Θα παρατηρήσαμε όλοι μας ότι όλα τα κόμματα, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση παραμέρισαν ουσιαστικά το ερώτημα του δημοψηφίσματος ή, για να το πούμε αλλιώς, το αξιοποίησαν στο πλαίσιο της τακτικής τους για να εξυπηρετήσουν τη στρατηγική τους.

Ακριβώς το ίδιο έπρεπε να κάνει και το Κόμμα, δίνοντας το δικό του περιεχόμενο στο δημοψήφισμα, με τα δικά του συνθήματα, με τη δική του αυτοτελή δράση και τελικά και με το δικό του «ΟΧΙ».

Δεύτερο ερώτημα: Ποιο έπρεπε να είναι το ερώτημα και τα συνθήματα, που θα έθετε στο λαό το ΚΚΕ, ώστε να στοιχειοθετήσει το δικό του «ΟΧΙ»;

Απάντηση: Το ερώτημα θα έπρεπε να είναι αυτό που κατέθεσε στη ΒΟΥΛΗ.

Το κύριο σύνθημα του Κόμματος θα έπρεπε να είναι:

Τρίτο ερώτημα: Υπήρχε περίπτωση να «μπερδευτεί» το «ΟΧΙ» του Κόμματος με το «ΟΧΙ» του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και όλων των άλλων κινήσεων και οργανώσεων;

Απάντηση: Το ΚΚΕ δεν είναι κανένα γρουπούσκολο άνευ σημασίας, έστω και εάν δε διαθέτει τις δυνάμεις του προηγούμενου «καλού καιρού». Είναι το Κόμμα, που παρά τη σημερινή του πολιτική έχει μια ιστορική παρακαταθήκη, που είναι αυτή που αποτελεί τη βάση και τροφοδοτεί το ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών σε αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση.

Οι λαϊκές μάζες εγκολπώθηκαν το ριζοσπαστισμό, που καλλιέργησε το ΚΚΕ ενάντια στην ΕΟΚ, παλιότερα, ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σήμερα, ενάντια στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και το ευρώ. Σήμερα οι λαϊκές μάζες βιώνουν ό,τι ακριβώς είχε προβλέψει το ΚΚΕ, το οποίο είναι το μόνο δικαιωμένο κόμμα του πολιτικού συστήματος, το οποίο «δικαιούται να μιλάει» για ό,τι συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στη χώρα μας.

Όχι μόνο, λοιπόν, δε θα μπερδευόταν το «ΟΧΙ» του Κόμματος με το «ΟΧΙ» των άλλων κομμάτων και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ, που αξιοποιεί τα αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα του λαού, με απαράδεκτο τρόπο, για να υπηρετήσει την αστική στρατηγική, αλλά θα έδινε νέο βάθος στο ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών, θα έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση την κυβέρνηση, θα την αποκάλυπτε και θα την γελοιοποιούσε στα μάτια των λαϊκών μαζών.

Όλα τα παραπάνω θα έδιναν τη δυνατότητα στο Κόμμα να αποκτήσει δεσμούς με τις λαϊκές μάζες του «ΟΧΙ», μια και θα πρωταγωνιστούσε, θα έπαιρνε το δημοψήφισμα επάνω του, στις δικές του πλάτες, και θα έδινε το δικό του τόνο και περιεχόμενο.

Τέταρτο ερώτημα: Το «ΟΧΙ» του Κόμματος θα έδινε νέα δυναμική στο Λαϊκό Κίνημα, στο Εργατικό Κίνημα, στο ριζοσπαστισμό των λαϊκών μαζών και στο ίδιο το ΚΚΕ;

Απάντηση: Ασφαλώς και θα έδινε νέα δυναμική, γιατί το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν συντριπτικό σε βάρος του «ΝΑΙ», θα ήταν ένα αποφασιστικό χτύπημα στην ίδια την αστική τάξη, και σ’ αυτό το αποτέλεσμα θα είχε συμβάλει με πρωταγωνιστικό τρόπο το ΚΚΕ, που, ταυτόχρονα, θα αποκάλυπτε και την κυβέρνηση, θα προσανατόλιζε τις λαϊκές μάζες στη σωστή κατεύθυνση και τελικά θα κέρδιζε και το ίδιο σε κύρος και στην ενίσχυση των δεσμών του με τις λαϊκές μάζες, ακόμη και μ’ αυτές που δε θα το ακολουθούσαν άμεσα.

Πέμπτο ερώτημα: Θα «έδενε» ή θα «έλυνε» τα χέρια της κυβέρνησης και της αστικής αντιπολίτευσης μια τέτοια στάση του ΚΚΕ;

Απάντηση: Όσο μεγαλύτερο θα ήταν το ποσοστό του «ΟΧΙ» τόσο περισσότερο θα «έδενε» τα χέρια της κυβέρνησης, δε θα της επέτρεπε να αλλοιώσει το περιεχόμενο του «ΟΧΙ» των λαϊκών μαζών, να το αξιοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς. Το ίδιο θα συνέβαινε και με την αστική αντιπολίτευση.

Και προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού μας δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε το «κάψιμο» όλης της αστικής σαβούρας, που επιστρατεύτηκε για την υποστήριξη του «ΝΑΙ». Με μία και μόνη πράξη κάηκε όλο το αστικό καταστημένο ακόμη και πρόσωπα, που τα κρατούσαν στη χρυσή εφεδρεία για να παίξουν πολιτικό ρόλο, όταν η άρχουσα τάξη θα το αποφάσιζε.

Ένα τέτοιο χτύπημα στην αστική τάξη και στους πολιτικούς της εκπροσώπους θα απελευθέρωνε τη δυναμική της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, θα χειραφετούσε την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα από την επιρροή της αστικής τάξης, θα αύξανε την αυτοτελή τους δράση και, τελικά, όλη αυτή η κατάσταση, που θα δημιουργούσε και πρωτόγνωρες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, θα ήταν προς όφελος της υπόθεσης της εργατικής τάξης και του ίδιου του Κόμματος.

Έκτο ερώτημα: Συνέφερε τη χώρα μας και τους εργαζόμενους, τα μικροαστικά στρώματα, από γεωπολιτική άποψη, ένα τέτοιο «ΟΧΙ»;

Απάντηση: Από κάθε άποψη, γιατί θα ήταν ταυτόχρονα και ένα χτύπημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γενικότερα στο γεωπολιτικό παιχνίδι των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, θα ενίσχυε τα αισθήματα του Ελληνικού λαού για την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τις κοινωνικές κατακτήσεις, για τις άμεσες διεκδικήσεις των εργαζομένων.

Με την έννοια αυτή το αποτέλεσμα αυτό θα κινητοποιούσε και την εργατική τάξη, θα την έφερνε στο προσκήνιο των εξελίξεων, θα διαφοροποιούσε τις σχέσεις των τάξεων σε βάρος της αστικής τάξης, θα της έδινε τη δυνατότητα για την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, για την απαλλαγή του από τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό, για την ενίσχυση του ρόλου του ΠΑΜΕ.

Το τελικό συμπέρασμα απ’ όλα όσα αναφέρθηκαν είναι ότι η πολιτική του Κόμματος σκοντάφτει πάνω στην έλλειψη της σωστής συσχέτισης της τακτικής με τη στρατηγική, γεγονός που το οδηγεί να μη μπορεί να παρακολουθήσει τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις από κοντά. Αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης είναι και το γεγονός ότι μέχρι τώρα αποφεύγει να καταθέσει και ένα συγκεκριμένο προγραμματικό σχέδιο, το οποίο θα «δένει» την τακτική του με τη στρατηγική του.

Το τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών των ελλείψεων το γνωρίζουμε ήδη. Το Κόμμα μας οδηγείται σταδιακά σε μια συνεχή απώλεια δυνάμεων. Αυτή είναι η μεγάλη ευθύνη της ηγεσίας του Κόμματος, της ΚΕ, που πρέπει επιτέλους να αντιληφθούν ότι δε μπορούν και δε δικαιούνται να συνεχίσουν τον ίδιο δρόμο, γιατί είναι δρόμος που θέτει ανοιχτά πλέον ζήτημα ύπαρξης του Κόμματος. Και η Ιστορία θα γράψει και γι’ αυτούς αλλά και για εμάς. Και μακάρι να μας βγάλει ψεύτες! Αλλά εάν δε μας βγάλει…

COMMENTS