Το παραμύθι τελείωσε

Για όποιον είχε και την παραμικρή αμφιβολία για το ποια θα ήταν η έκβαση της «προσπάθειας» της κυβέρνησης για να απαλλαγεί η χώρα μας από το μνημόνιο ήρθαν οι ίδιες οι εξελίξεις για να τον διαψεύσουν. Η κυβέρνηση πρακτικά αποδέχτηκε και συζητάει πλέον να μπει στο πρόγραμμα προληπτικής στήριξης, το λεγόμενο ECCL, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM). Και μάλιστα πρόκειται για την ενισχυμένη του εκδοχή, πράγμα που σημαίνει ότι προβλέπεται η υπογραφή ενός νέου μνημονίου, που μάταια η κυβέρνηση προσπαθεί να του αλλάξει χαρακτήρα και ότι ο έλεγχος θα συνεχιστεί και μάλιστα θα γίνεται κάθε τρεις μήνες!

Φυσικά η κυβέρνηση κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ότι πρόκειται για ένα νέο μνημόνιο και προσπαθεί να το «περάσει» στην κοινή γνώμη ως ένα «Σύμφωνο συμβίωσης». Την ίδια στιγμή, όμως, δεν είναι καθαρό το εάν πρέπει να υπογράψει μια νέα δανειακή σύμβαση ή το εάν αυτό το Σύμφωνο συμβίωσης θα πρέπει να περάσει για έγκριση από τη βουλή. Πάντως οι εταίροι μας θέλουν να έχουν κλείσει τις εκκρεμότητες με την αξιολόγηση μέχρι το επόμενο Eurogroup της 8ης του Δεκέμβρη.

Εκείνο, όμως, που είναι απολύτως καθαρό είναι ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να ολοκληρώσει όλες της τις δεσμεύσεις που προκύπτουν από το υπάρχον μνημόνιο, γιατί στην προσεχή αξιολόγηση από την τρόικα θα κριθεί ακριβώς το κατά πόσο έχει ολοκληρώσει το υπάρχον πρόγραμμα και η προσεχής αξιολόγηση από την τρόικα θα αφορά αυτό το πράγμα. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν απολύτως σαφής στις δηλώσεις του: «Στην Ελλάδα η εξέταση της πορείας του προγράμματος δεν μπορεί ακόμη να ολοκληρωθεί γιατί σημαντικά τμήματα των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί, κάτι που είναι απαραίτητο για την ολοκλήρωση του προγράμματος». Και συμπλήρωσε: «Γι’ αυτό απευθύναμε όλοι (Σ.Σ. από το Ecofin) έκκληση στην Ελλάδα να ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατόν το πρόγραμμα», γιατί, όπως τόνισε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είναι «η προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση μπορεί κανείς πιθανώς να κάνει ή να μην κάνει μετά το τέλος του προγράμματος».

Με απλά λόγια: Προφανώς ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μας λέει ότι η κυβέρνηση οφείλει να εφαρμόσει ό,τι έχει συμφωνήσει με την τρόικα για να επακολουθήσει η όποια συμφωνία για το μετά, και μάλιστα, όπως μας πληροφορεί το «Βήμα της Κυριακής», με τον κίνδυνο μετά την 1η του Γενάρη «να μην υπάρχει τίποτα», κατά δήλωση του προέδρου του Eurogroup.

Το πως θα εξελιχτεί η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους εταίρους απομένει να το δούμε, το τι τελικά θα συμφωνηθεί. Η κυβέρνηση επιδιώκει μια χαλαρή εποπτεία για να μπορεί να δικαιολογήσει το προπαγανδιστικό της πυροτέχνημα ότι η επήλθε το τέλος της μνημονιακής περιόδου. Από εκεί και μετά επιχειρεί ορισμένα μέτρα που είναι υποχρεωμένη να πάρει, όπως το άνοιγμα του ασφαλιστικού και το συνδικαλιστικό νόμο, να τα μεταφέρει για μετά την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν γνωρίζουμε αν οι εταίροι μας και το ΔΝΤ θα της δώσει αυτό το περιθώριο. Απ’ ότι φαίνεται μέχρι τώρα οι εταίροι επιμένουν στους όρους τους.

Αυτό το γεγονός δεν απέτρεψε τον Αντώνη Σαμαρά, κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο, να εκφράσει και πάλι την αισιοδοξία του ότι η Ελλάδα βγαίνει από την κρίση και την εποχή των μνημονίων, αλλά, ταυτόχρονα, φρόντισε να τονίσει ότι θα συνεχίσει την πολιτική των μεταρρυθμίσεων για να έρθει η ανάπτυξη. Ουσιαστικά επιβεβαιώνει μ’ αυτές τις δηλώσεις του ο Αντώνης Σαμαράς ότι θα συνεχιστεί η αντιλαϊκή πολιτική και ότι θα έρθουν και άλλα μέτρα σε βάρος του εργαζόμενου λαού.

Δε νομίζουμε ότι θα μπορούσε να αμφιβάλλει κανείς για τη συνέχεια της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης. Η επιχειρηματολογία μόνο αλλάζει. Αντί η κυβέρνηση να παρουσιάσει την εφαρμογή των αντιλαϊκών μέτρων ως μέρος των συμφωνηθέντων με την Ευρωπαϊκή Ένωση τα παρουσιάζει ως μέτρα τα οποία «θα έπρεπε από μόνοι μας να έχουμε πάρει για να είμαστε μια σύγχρονη Ευρωπαϊκή χώρα», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε πρόσφατα ο πρώην υπουργός Κώστας Χατζηδάκης. Σύγχρονη Ευρωπαϊκή χώρα, λοιπόν, σημαίνει συνεχής λιτότητα, αντιλαϊκά μέτρα, αφαίρεση μέχρι και της κατάκτησης των εργαζομένων του δικαιώματος της απεργίας.

Στο μεταξύ η ηγεσία του ΣΥΡΖΑ και τα άλλα ηγετικά του στελέχη διαβεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσουν την όποια νέα συμφωνία της κυβέρνησης, ενώ σπεύδουν να χαρακτηρίσουν το πρόγραμμα της προληπτικής στήριξης ως ένα νέο μνημόνιο. Αυτό που προσθέτει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι με τη συμπαράσταση του λαού και τις συμμαχίες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο θα κατορθώσει να ακυρώσει όλους τους εφαρμοστικούς νόμους των μέχρι τώρα μνημονίων μέσα από τη βουλή, όπως ψηφίστηκαν από τη βουλή, ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευτεί πάρα μόνο τη δανειακή σύμβαση. Βέβαια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν εξηγεί ότι τα μνημόνια προέκυψαν ως εφαρμογή των δανειακών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί μέχρι τώρα. Δεν εξηγεί επίσης το πώς θα συμβιβάσει τον ευρωπαϊκό του προσανατολισμό και την αντίστοιχη στρατηγική του, το τι θα κάνει, όταν θα βρεθεί μπροστά σε τετελεσμένες συμφωνίες. Οι τοποθετήσεις του, λοιπόν, κρύβουν τα δικά του αδιέξοδα.

Την ίδια στιγμή ακόμη και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες μας παρουσιάζουν το κλίμα που επικρατεί μεταξύ της κυβέρνησης και της τρόικας. Η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Η Καθημερινή», με πρωτοσέλιδο τίτλο της «Στα άκρα οι σχέσεις Αθήνας και τρόικας» γράφει: «Με μεγάλη πίεση να ολοκληρώσει την αξιολόγηση μέχρι τις 8 Δεκεμβρίου γύρισε ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών από το Eurogroup της περασμένης Πέμπτης. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο της διαπραγμάτευσης και με μόλις ένα μήνα πριν από το τελευταίο Εurogroup της χρονιάς, στο οποίο θα πρέπει να ληφθούν οι αποφάσεις για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, η στάση των δανειστών της χώρας οδηγεί τη διαπραγμάτευση στα άκρα». Και παρακάτω: «Ενώ μέχρι τώρα υπήρχε η αίσθηση ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα δείξουν επιείκεια στην τωρινή αξιολόγηση χωρίς να υποχρεώσουν την ελληνική πλευρά να κάνει όλες τις δύσκολες μεταρρυθμίσεις πριν από το τέλος του χρόνου (εργασιακά, ασφαλιστικό κ.λπ.), η στάση των Ευρωπαίων σε αυτό το θέμα σύμφωνα με πηγές της «Κ» έχει σκληρύνει ιδιαίτερα».

Παράλληλα ο ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Γιώργος Κύρτσος βγήκε ανοιχτά και αναγνώρισε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι ο χρόνος αποπληρωμής του πρέπει να επεκταθεί στα 50 χρόνια (μερικοί κάνουν λόγο και για 70 χρόνια), γεγονός που ανατρέπει τους μέχρι τώρα ισχυρισμούς της κυβέρνησης.

Για να συμπληρώσουμε το πολιτικό τοπίο πρέπει, επίσης, να αναφερθούμε και σε μια έρπουσα φημολογία, η οποία επικεντρώνεται στο ενδεχόμενο επέκτασης της θητείας του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας, εξ αιτίας της υπάρχουσας όξυνσης που παρατηρείται στις σχέσεις της χώρας μας με την Τουρκία, λόγω των ορίων των ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας. Θέμα πλέον που εμπλέκει και την Αίγυπτο μια και υπήρξε η τριμερής συνάντηση μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας και Αιγύπτου. Άλλοι πολιτικοί παρατηρητές τονίζουν ότι η επίκληση των εθνικών θεμάτων από πάντα υπήρξε ένα «καλό» επιχείρημα για πρόωρες εκλογές.

Το βέβαιο είναι, όπως σημειώνει σύσσωμος ο Τύπος, ηλεκτρονικός και μη, ότι οι επόμενες εβδομάδες θα είναι αποφασιστικής σημασίας για τις πολιτικές εξελίξεις. Για να το διατυπώσουμε αλλιώς από την πλευρά μας το βέβαιο είναι ότι θα υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις, που θα κρίνουν όχι μόνο το μέλλον της σημερινής κυβέρνησης, το εάν θα υπάρξουν πρόωρες εκλογές, αλλά και της ίδιας της χώρας μας με δεδομένο ότι έτσι κι αλλιώς πρέπει να ξεκαθαριστεί το με ποιο πρόγραμμα θα συνεχίσει η χώρα μας.

Είναι ενδεικτικό ότι «Η Καθημερινή»  αναφέρει: «Ο κ. Σαμαράς σε κάθε συνάντηση που είχε τους τελευταίους μήνες με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ επαναλάμβανε την ανάγκη για κάποια επιείκεια ως προς το χρονικό πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται με αυτή την αξιολόγηση, χωρίς να ζητάει εκπτώσεις στις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνει η χώρα. Ζητούσε δηλαδή να δείξουν οι εταίροι μεγαλύτερη πολιτική κατανόηση γι’ αυτές τις αλλαγές, οι οποίες δεν είναι απαραίτητο να γίνουν πλήρως αυτήν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Σε αυτό ακριβώς το αίτημα η στάση των εταίρων έχει σκληρύνει, αντιπαρατάσσοντας ότι αν δεν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση επαρκώς, δεν θα υπάρξει συζήτηση για την επόμενη μέρα. Ευρωπαίος αξιωματούχος έφτανε σε σημείο να λέει ότι η Ελλάδα μπορεί να αναγκαστεί, αν δεν καταφέρει να κλείσει την αξιολόγηση και να συμφωνήσει το πλαίσιο της επόμενης μέρας, να συνεχίσει στο ήδη υπάρχον πρόγραμμα, κάτι το οποίο η ελληνική πλευρά απεύχεται».  Δηλαδή να συνεχίσει με το μνημόνιο, κάτι που ανατρέπει πλήρως όλη την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης και την οδηγεί σε πολιτική ήττα πρώτου μεγέθους.

Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση είναι κατανοητό να θεωρήσει κανείς τις πολιτικές εξελίξεις ανοιχτές και να περιοριστεί να εκτιμήσει ότι ο ρόλος του Κόμματος, τουλάχιστον, εκ των πραγμάτων είναι, αυξημένος, γιατί οφείλει να δώσει στον εργαζόμενο λαό τη διέξοδο. Η κυβέρνηση ψάχνει για τους 180 βουλευτές, που θα της επιτρέψουν να περάσει το σκόπελο της εκλογής του Νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει τους 121 που θα ματαιώσει την εκλογή του νέου Προέδρου απ’ αυτήν τη βουλή. Την ίδια στιγμή ισχυρές πιέσεις εξασκούνται, και με αφορμή τώρα τα εθνικά θέματα, για να εκφραστεί συναίνεση μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ, πιέσεις που σταθερά δυναμώνουν. Οι πολιτικές εξελίξεις κινούνται μεταξύ πόλωσης και συναίνεσης, χωρίς η συναίνεση να αποκλείει και την πόλωση.

Η «Νέα Σπορά» θα επανέλθει στη σταθερή της πρόταση. Και θα τονίσει για άλλη μια φορά ότι η πρόταση αυτή είναι η μόνη διέξοδος για το Κόμμα και τον εργαζόμενο λαό. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η γενικολογία δεν ωφελεί. Απαιτούνται συγκεκριμένες απαντήσεις σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Συγκεκριμένες κατευθύνσεις μέσα από ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Όλο το τοπίο που περιγράψαμε χαρακτηρίζεται από ένα αβέβαιο οικονομικό μέλλον και από μιαν αντίστοιχη πολιτική αβεβαιότητα. Η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να δώσει διέξοδο σ’ αυτήν την κατάσταση είναι το Κόμμα μας.

COMMENTS