Κάπως έτσι προσπάθησαν να παρουσιάσουν τα ΜΜΕ τις πρώτες επαφές που είχε η τρόικα με τους κυβερνητικούς παράγοντες και ιδιαίτερα με τον υπουργό των οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα. Μάλιστα επισήμαναν ότι η τρόικα θα «μιλήσει» την Παρασκευή, αφού διεκπεραιώσει όλες τις ενημερωτικές της επαφές.
Στο μεταξύ θα υπάρξει συνάντηση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά με τον Ευάγγελο Βενιζέλο για να καθορίσουν τη στάση τους απέναντι στην τρόικα. Κάτι που έχει επαναληφθεί και υποτίθεται ότι είχε καταλήξει στη θέση ότι «δεν χρειάζονται άλλα μέτρα», θέση που καταγράφηκε και στην προγραμματική συμφωνία μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η «σκληρή διαπραγμάτευση» δεν είναι και τόσο σκληρή, αλλά μοιάζει με «κινούμενη άμμο», που δημιουργεί κινδύνους για την κυβέρνηση, όχι τόσο, βέβαια, να την τραβήξει προς τα κάτω, αλλά να της στραπατσάρει τη βασική της υπερασπιστική της γραμμή, έτσι όπως ακόμη και τώρα την παρουσιάζει.
Το βασικό πρόβλημα με την τρόικα δεν συγκεντρώνεται στα λεγόμενα προαπαιτούμενα, δηλαδή στα μέτρα που θα έπρεπε ήδη να έχουν τακτοποιηθεί για να εγκριθεί και αποδοθεί η καθυστερημένη δόση του ενός δισ. ευρώ (τέσσερα ήταν αυτά τα μέτρα: η αποπληρωμή των χρεών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΔΥΑΘ, ο νέος κώδικας των δικηγόρων, η ΛΑΡΚΟ και το κλείσιμο της ΕΛΒΟ και της ΕΑΣ). Από τα προαπαιτούμενα έχουν ήδη ικανοποιηθεί όλα τα άλλα και εκκρεμεί μόνο η τύχη της ΕΑΣ, όχι ολόκληρης, παρά ενός και μόνο τμήματος, που θα συζητηθεί και πάλι.
Το επίκεντρο των συνομιλιών εστιάζεται στο δημοσιονομικό και το χρηματοδοτικό κενό, στο πρωτογενές πλεόνασμα, στις απολύσεις στο δημόσιο τομέα, που είναι αυτά ζητήματα, που θα παίξουν το βαρύνοντα ρόλο για την τελική πρόταση και διαβούλευση σε ότι αναφορά την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και την τελική ή όχι υπογραφή ενός νέου μνημονίου.
Από όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα η απόσταση, που χωρίζει την κυβέρνηση με την τρόικα, δεν είναι μικρή. Ταυτόχρονα αυτή η απόσταση δεν εξαρτάται τόσο από τις «οικονομικές επιδόσεις» της κυβέρνησης, αν κρίνουμε από το ανύπαρκτο πρωτογενές πλεόνασμα, που παρουσίασε η κυβέρνηση και που τελικά έγινε αποδεκτό από την τρόικα, έστω και εάν το ψαλίδισε για τα καλά.
Κυρίως εξαρτάται από τις επιλογές των αφεντικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πως αυτά έχουν αποφασίσει να διαχειριστούν το «ελληνικό πρόβλημα». Και μέχρι τώρα τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης μας έχουν δείξει ότι επιμένουν στις επιλογές τους και στο τέλος παίρνουν αυτό που θέλουν.
Η κυβέρνηση, βέβαια, ακόμη και τώρα επιμένει ότι δεν χρειάζονται άλλα μέτρα. Ακόμη και εάν θέλουμε να την πιστέψουμε αυτό προσκρούει στην όλη συζήτηση που έχει προηγηθεί, προσκρούει στις τοποθετήσεις σημαντικών παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παίζουν ρόλο στη χάραξη της οικονομικής της πολιτικής και στην εφαρμογή της.
Από την άλλη η κυβέρνηση επιστρατεύει, εκτός από τα υποτιθέμενα οικονομικά της επιχειρήματα για τις «επιτυχίες» της, και πολιτικά μέσα. Κύρια στέκεται στο γεγονός της σταθερότητας, που έχει εξασφαλίσει για την ανεμπόδιστη εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής, επικαλούμενη τους κινδύνους που θα παρουσιαστούν από το ενδεχόμενο μιας πτώσης της.
Αλλά αυτό το επιχείρημα όλο και ξεμακραίνει, μετά και τις αλλεπάλληλες υποχωρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και τις διαβεβαιώσεις ότι θα παραμείνει στην ευρωζώνη ακόμη και εάν δεν δεχθούν τις προτάσεις του οι ιθύνοντες κύκλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε υπάρχουν και φωνές, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, που βάζουν και διλήμματα του τύπου «ή ανάπτυξη ή …ΣΥΡΙΖΑ». Γεγονός που ερμηνεύεται ότι αφού η κυβέρνηση δεν μπορεί να φέρει την ανάπτυξη, τότε αναπότρεπτα μπαίνει στο κυβερνητικό παιχνίδι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι εργαζόμενοι από όλη αυτήν τη «σκληρή διαπραγμάτευση» δεν έχουν να περιμένουν τίποτα. Είναι βέβαιο ότι θα «πληρώσουν το μάρμαρο» για άλλη μια φορά με όποια συμφωνία και σε όποια μορφή αυτή καταλήξει μεταξύ της τρόικας και της κυβέρνησης, γιατί θα υπάρξουν νέα μέτρα και σε βάθος χρόνου, τα οποία θα στρέφονται αποκλειστικά και μόνο σε βάρος τους.
COMMENTS