Έρχεται το τέλος των μνημονίων; – Μέρος πρώτο

Ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Έντα Κένι ανακοίνωσε ότι η Ιρλανδία βρίσκεται στο δρόμο εξόδου από το μνημόνιο μέχρι το τέλος του 2013. «Τέλος με τα δάνεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», φέρεται ότι είπε.

Αυτό, όμως, το έλεγε την ώρα, που τόνιζε, επίσης, ότι η πολιτική που εφαρμόζει θα συνεχιστεί, γιατί οι δυσκολίες για την οικονομία της Ιρλανδίας δεν έχουν ξεπεραστεί. Απόδειξη ότι με την ανακοίνωση του τέλους του μνημονίου ανακοίνωσε νέες κοινωνικές περικοπές και νέα φορολογικά βάρη της τάξης των 2.5δισ. ευρώ.

Στη χώρα μας η συζήτηση για το τέλος της μνημονιακής πολιτικής έχει αρχίσει προ πολλού. Μπορεί χρονικά να μη βρίσκεται η χώρα μας στο τέλος του μνημονίου, πολύ περισσότερο της μνημονιακής πολιτικής (υπό την έννοια της εφαρμογής των όρων του μνημονίου αλλά και γενικότερα μιας αντεργατικής πολιτικής), αλλά κατ’ επανάληψη, και δια στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού, έχει ειπωθεί ότι βαδίζουμε προς την απαλλαγή από τα μνημόνια. Προς το τέλος τους.

Τη διαβεβαίωση αυτή, με τον πιο επίσημο τρόπο ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, την κατέθεσε στο πρόσφατο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας το περασμένο καλοκαίρι. Φυσικά, σημειώναμε ως «Νέα Σπορά», ότι το τέλος του μνημονίου θα «ερχόταν» μέσα από την πιστή εφαρμογή του!!!

Αυτή ήταν η προτροπή του Αντώνη Σαμαρά προς τους υπουργούς της κυβέρνησης, η πιστή εφαρμογή του, όταν τους έλεγε «να τελειώνουμε με τις εκκρεμότητες» μπροστά στον έλεγχο που θα γινόταν με την επιστροφή της τρόικας.

Το ίδιο ισχύει και τώρα. Το προσχέδιο του προϋπολογισμού, που κατατέθηκε προς συζήτηση στη Βουλή κινείται στην κατεύθυνση εφαρμογής όλων των όρων του μνημονίου, που, μάλιστα, από την πλευρά της κυβέρνησης, θεωρείται ότι η εφαρμογή του αποτελεί και δείκτη της «αξιοπιστίας της χώρας μας» για την επιδιωκόμενη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.

Επομένως όσο και εάν αναπτύσσεται, μεθοδευμένα, η φιλολογία γύρω από το τέλος των μνημονίων, το γεγονός είναι ένα: με μνημόνιο ή χωρίς μνημόνιο η μνημονιακή πολιτική συνεχίζεται. Άλλωστε έτσι κι αλλιώς η κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά στην υπογραφή ενός νέου μνημονίου το 2014, το οποίο, βέβαια, προσπαθεί να αποφύγει να το ονομάσει ως τέτοιο. Η ουσία, όμως, παραμένει η ίδια.

Ας μας επιτραπεί μια γενικότερη τοποθέτηση γύρω από αυτό το θέμα, γιατί, ήδη, έχουμε την αίσθηση ότι θα υπάρξουν εξελίξεις με επίκεντρο το νέο, τρίτο, μνημόνιο.

Απέναντι στα μνημόνια διασταυρώθηκαν οι πολιτικές όλων των κομμάτων για το ποια πρέπει να είναι η στάση που πρέπει να κρατήσουν. Βασικά, τα κόμματα (με εξαίρεση το ΚΚΕ, που οι θέσεις του ήταν εντελώς διαφορετικές από όλα τα άλλα κόμματα) χωρίστηκαν σε εκείνα, που υποστήριξαν την εφαρμογή των μνημονίων και των αντίστοιχων δανειακών συμβάσεων και σε εκείνα, που αντιτάσσονταν στην εφαρμογή τους, και στη μία περίπτωση και στην άλλη με παραλλαγές μεταξύ τους.

Θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ ότι ο Αντώνης Σαμαράς, αρχικά, είχε καταγγείλει το πρώτο μνημόνιο και είχε αρνηθεί να το υποστηρίξει, θεωρώντας ότι δεν περιέχει καμία αναπτυξιακή προοπτική, γιατί υποστήριζε ότι το ξεπέρασμα της κρίσης θα έρθει μέσα από την ανάπτυξη. Στη συνέχεια, βέβαια, μεταβλήθηκε σε διαπρύσιο υποστηρικτή του μνημονίου (και με την υπογραφή του, δίπλα σε αυτήν του Ευάγγελου Βενιζέλου).

Να θυμίσουμε, επίσης, ότι και η ΔΗΜΑΡ, που πήρε μέρος στην κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Ιούνη του 2012, το έκανε προκειμένου να απαλλαγεί η χώρα από τα μνημόνια, γιατί και αυτό το κόμμα αυτοκαθορίστηκε ως αντιμνημονιακό, αλλά συμμετέχοντας σε μια κυβέρνηση που εφάρμοζε το μνημόνιο!!!

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάγγειλε τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, αντέταξε την επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων, την κατάργηση του μνημονίου (ή την ακύρωση) και ως προς το δημόσιο χρέος, μετά από αλλεπάλληλες αλλαγές θέσεων, κατέληξε στη θέση περί επαναδιαπραγμάτευσης στο πλαίσιο μιας γενικότερης πολιτικής αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από τη στάση αυτή των κομμάτων απέναντι στο μνημόνιο προέκυψε το δίλημμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», που ενισχύθηκε και έγινε και αντικείμενο έντονης πολιτικής διαπάλης μεταξύ των κομμάτων ύστερα και από τη θέση που προβλήθηκε από τα λεγόμενα αντιμνημονιακά κόμματα περί σύμπηξης «αντιμνημονιακού μετώπου».

Το μόνο κόμμα το οποίο σαφώς διαχώρισε τη θέση του από το δίλημμα «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» και τα αντιμνημονιακά μέτωπα ήταν το ΚΚΕ, το οποίο, μάλιστα, σε συνέντευξη τύπου, που παραχώρησε η τότε Γενική Γραμματέας του Κόμματος Αλέκα Παπαρήγα, το δίλημμα αυτό το κατάγγειλε ως πλαστό, ενώ αρνήθηκε τη συμμετοχή του σε αντιμνημονιακό μέτωπο. Για αυτό το τελευταίο σωστά.

Η θέση ως προς το μνημόνιο, που ανέπτυξε η ηγεσία του Κόμματος, ήταν και είναι ότι το μνημόνιο δεν έφερε την οικονομική κρίση, ότι η καπιταλιστική κρίση είναι προϊόν του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος και ότι τα μέτρα που παίρνονται είναι προαποφασισμένα.

Σε ότι αφορά το δημόσιο χρέος, μετά από μια μικρή «περιπέτεια», που συγκεκριμένα εκφραζόταν με το σύνθημα «να μην πληρώσει ο λαός», κατέληξε στην οριστική θέση περί «μονομερούς διαγραφής του δημόσιου χρέους» σε συνάρτηση με τη θέση περί «εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση με λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία».

Ταυτόχρονα, η ηγεσία του Κόμματος, σε ότι αφορά την ουσία της μνημονιακής πολιτικής υποστήριζε τη θέση πως αυτή είναι η γενική οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εφαρμόζεται σε όλες τις χώρες ανεξάρτητα από το εάν ορισμένες από αυτές, όπως η χώρα μας, υπογράφουν και μνημόνια.

Μάλιστα η ηγεσία του Κόμματος προχωρούσε παραπέρα και έβαζε στον ίδιο παρονομαστή (και σωστά) την οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αυτήν των ΗΠΑ μη διαχωρίζοντας την λεγόμενη επεκτατική από τη λεγόμενη περιοριστική πολιτική, γιατί η βάση αυτής της πολιτικής ήταν ουσιαστικά η ίδια, κάτι που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ και που τον οδήγησε να μιλάει για σύγχρονα σχέδια Μάρσαλ!!!

Αυτή τη στιγμή η ηγεσία του Κόμματος εκτιμάει ότι: «το δίπολο “μνημόνιο – αντιμνημόνιο” έχει χάσει τη δυναμική του» (Ριζοσπάστης, 16/10/2013, Στήλη Αποκαλυπτικά). Η θέση αυτή, κατά τη γνώμη μας, έχει μεγάλη σημασία εν όψει και των εξελίξεων μπροστά στην υπογραφή ενός νέου μνημονίου ή όχι.

Η «Νέα Σπορά», από τότε που αναπτύχθηκαν αυτές οι θέσεις του Κόμματος, είχε διαφωνήσει με ορισμένες από αυτές, γιατί ήταν το λιγότερο αντιφατικές, ενώ, παράλληλα, εγκατέλειπαν και ψηφισμένες θέσεις του 15ου Συνεδρίου του Κόμματος αλλά και της Συνδιάσκεψης του ΄93, που ήταν σωστές και επίκαιρες.

Κατ’ αρχάς θεώρησε ότι το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ήταν πραγματικό. Και ήταν πραγματικό τόσο για την αστική τάξη όσο και για την εργατική τάξη, για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

• Για την αστική τάξη, όχι μόνο της χώρας μας αλλά συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί προσπαθούσε να ξεπεράσει την οικονομική κρίση (και τη χρεοκοπία για την περίπτωση της Ελλάδας) με μια πολιτική, που ήταν συνέχεια της ίδιας της πολιτικής που εφάρμοζε από την υιοθέτηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Μια πολιτική που δεν αντιμετώπισε την κρίση, που έγινε αιτία της κρίσης και στη συνέχεια, προσαρμοσμένης στις συνθήκες της κρίσης, τη βάθυνε ακόμα περισσότερο.

• Για την εργατική τάξη, γιατί φορτωνόταν όλες τις συνέπειες της κρίσης και που με την εφαρμογή αυτής της πολιτικής οι συνέπειες αυτές γίνονταν πιο δυσβάστακτες.

Αυτό που χρειαζόταν, σύμφωνα με την εκτίμησή μας, από την πλευρά του Κόμματος ήταν να ορίσει τι εννοούσε ως μνημονιακή πολιτική και τι ως αντιμνημονιακή. Αυτός ο ορισμός – στην πραγματικότητα διαχωρισμός, δεν θα ήταν μόνο οικονομικός αλλά και πολιτικός, γιατί, με βάση τον ορισμό – διαχωρισμό της οικονομικής πολιτικής, θα διαχωρίζονταν και οι πολιτικές δυνάμεις.

Η εκτίμηση αυτή βασιζόταν στη διαπίστωση ότι η πολιτική του μνημονίου δεν ήταν τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την επίσημη οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσαρμοσμένης στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο αντεργατική και πιο αντιλαϊκή, σε μια πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που γινόταν ακόμη πιο αντιδραστική.

Μια πολιτική, που με ορισμένες παραλλαγές, εφαρμοζόταν γενικά στις χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή και κατοχύρωση, που έγινε για ορισμένες από αυτές, όπως η χώρα μας, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Αυτή η γενική εκτίμηση ήταν και εκτίμηση του Κόμματος και ήταν σωστή.

Φυσικά η εφαρμογή αυτής της πολιτικής εκπορευόταν από τις ισχυρές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κύρια από τη Γερμανία, και κατοχύρωνε πριν απ’ όλα τα δικά τους συμφέροντα, έπαιρνε υπόψη τη θέση της κάθε χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις αντιθέσεις που αναπτύσσονταν μεταξύ των μελών – κρατών σε αυτήν. Περισσότερο την «πλήρωναν» οι αδύνατες χώρες.

Εδώ αξίζει να θυμηθούμε ότι από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή της Γερμανίας στην πραγματικότητα, έγινε προσπάθεια να υπογραφεί μνημόνιο και με την Ισπανία, ανεξάρτητα από το εάν δεν τελεσφόρησε, γιατί η κυβέρνηση της Ισπανίας συμφώνησε στην εφαρμογή ανάλογων μέτρων χωρίς την υπογραφή μνημονίου. Μια τέτοια προσπάθεια έγινε και με την Ιταλία την οποία την αρνήθηκε, αλλά τη βρώμικη δουλειά του μνημονίου ανέλαβε να τη διεκπεραιώσει η κυβέρνηση Μόντι.

Νομίζουμε ότι η θέση που πήρε η «Νέα Σπορά» ήταν ξεκάθαρη. Δεν εκτιμούσε την πολιτική του μνημονίου ως μια «άλλη πολιτική», αλλά την ενέτασσε στο πλαίσιο της γενικής οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παραπέρα, η «Νέα Σπορά» τόνισε ότι αυτή η οικονομική πολιτική ήταν η πιο συγκροτημένη και συγκεκριμένη απάντηση στην οικονομική κρίση, έστω και εάν οι ρίζες αυτής της πολιτικής βρίσκονταν στις ίδιες τις Συνθήκες συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, γιατί συνδυάστηκε και με αλλαγές που προωθούσαν ακόμη πιο πολύ την οικονομική και πολιτική ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς αντιδραστική κατεύθυνση.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, από την άποψη του οικονομικού περιεχομένου της, ήταν η έμπρακτη προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναδειχτεί σε παγκόσμια οικονομική δύναμη σε σχέση με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, να αντιμετωπίσει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Τόσο ο ανταγωνισμός, που είναι και αυτός πηγή κρίσης, όσο και ο ερχομός της κρίσης επιτάχυναν και βάθυναν τα προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτάχυναν και βάθυναν την απάντηση στην κρίση, που εκφράστηκε με την πολιτική που τώρα εφαρμόζεται και που συνδυαζόταν με μέτρα αναθεώρησης και αναδιάρθρωσης των ίδιων των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν και «παλιά» αλλά ήταν και «καινούργια». Το μνημόνιο δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να εκφράσει αυτήν τη γενική πολιτική, η οποία ήταν ιδιαίτερα «σκληρή» για τη χώρα μας εξ αιτίας και της εξάρτησης.

Η αναφορά, λοιπόν, στα «προαποφασισμένα μέτρα», που έκανε η ηγεσία του Κόμματος, με «πρόσχημα την οικονομική κρίση» έσπερνε τη σύγχυση ανάμεσα στους εργαζόμενους, γιατί αυτοί είχαν απέναντί τους την άμεση πραγματικότητα της πολιτικής που εφαρμοζόταν με τη μορφή του μνημονίου, που ήταν η επίσημη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Κόμμα έχανε την αμεσότητα της πραγματικότητας και διχοστατούσε.

Η θέση δε, που «κούμπωνε» πάνω στην προηγούμενη, ότι, δηλαδή, το μνημόνιο δεν προκάλεσε την κρίση αλλά είναι το αποτέλεσμα της κρίσης, δήλωνε πως άλλο πράγμα είναι το μνημόνιο και άλλο πράγμα η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί εκτός από το μνημόνιο «υπάρχουν και τα προαποφασισμένα μέτρα», που λαμβάνονταν με πρόσχημα την κρίση και που παρέπεμπαν στο παρελθόν.

Και αυτή η θέση, όμως, ότι δηλαδή το μνημόνιο είναι αποτέλεσμα της κρίσης, δεν είναι ακριβής, γιατί στην πραγματικότητα, ως συνολική γενική οικονομική πολιτική, από την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης του Μάαστριχτ (εκεί ανάγονται τα προαποφασισμένα μέτρα, όπως αναφέρουμε και παραπάνω, με πολύ συγκεκριμένη εκλογίκευση στη Διάσκεψη Κορυφής της Λισαβόνας), που υπηρετεί τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού υπέρ του κεφαλαίου, είναι και αιτία της οικονομικής κρίσης, πέρα από το γεγονός ότι το μνημόνιο βάθυνε την κρίση στη χώρα μας και αυτήν την πλευρά δεν την απέδιδε αυτή η θέση, ενώ το βάθεμα της κρίσης γινόταν αντιληπτό από τους εργαζόμενους στην καθημερινότητά τους.

Ουσιαστικά, δηλαδή, δεν υπήρχε μια αιτιολογική σύνδεση ανάμεσα στην οικονομική κρίση, τα «προαποφασισμένα μέτρα», το μνημόνιο και την «προσχηματική» οικονομική κρίση .

Το αποτέλεσμα ήταν με τη σύγχυση που έσπερνε η ηγεσία του Κόμματος, γύρω από τις θέσεις για την οικονομική κρίση και το μνημόνιο, να τροφοδοτείται ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί φαινόταν ότι διέθετε μια  «απάντηση», με τη θέση της κατάργησης, σε ένα ερώτημα που αφορούσε την τύχη του μνημονίου, το οποίο απασχολούσε ιδιαίτερα τους εργαζόμενους, το οποίο το προσλάμβαναν ως τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού η ίδια πολιτική εφαρμοζόταν και στις άλλες χώρες – μέλη.  

Και το ερώτημα που έθεταν οι εργαζόμενοι δεν ήταν απλό, ούτε χωρούσε απλοποιήσεις, γιατί και στην πραγματικότητα αφορούσε στη συνολική γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η απάντηση που έπαιρναν από το ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν απλή, γιατί την εκλάμβαναν ως μια σύγκρουση με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον έτσι την κατανοούσαν οι εργαζόμενοι, και από μια άποψη ήταν και έτσι, γιατί η κατάργηση του μνημονίου προϋποθέτει σύγκρουση με την κυρίαρχη πρόταση που κατέθετε η ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ευπιστία, επομένως, των λαϊκών μαζών απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα από την ουσία της πολιτικής του, δεν ήταν χωρίς αντίκρισμα. Γιατί από τη μια μεριά υπήρχε το ΚΚΕ, που κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι εξαπατάει τους εργαζόμενους και από την άλλη μεριά υπήρχε το μνημονιακό τόξο των κομμάτων, που κατηγορούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ότι με τις θέσεις του απέναντι στο μνημόνιο, που το παρουσίαζαν και ως μονόδρομο για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας, θα βυθίσει ακόμη πιο πολύ τη χώρα στην οικονομική κρίση και τελικά θα οδηγήσει την Ελλάδα εκτός ευρώ και Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα, φυσικά, που διέψευδε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά αυτή η διάψευση «πατούσε» πάνω στις διαθέσεις των εργαζομένων, που από τη μια μεριά επιθυμούσαν την κατάργηση του μνημονίου, από την άλλη μεριά, όμως, δεν είχε ωριμάσει η πολιτική τους συνείδηση σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να συνδυάζουν την αντιμετώπιση του μνημονίου με την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση με λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία, πράγμα που ήταν και εκφρασμένη θέση της ηγεσίας του Κόμματος.

Δεν ήταν, λοιπόν, αποκλειστικά και μόνο η ευπιστία των εργαζομένων (ακόμη και οι  αυταπάτες για ένα μέρος τους), που τροφοδότησαν την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ήταν και οι συγχύσεις που έσπερνε η ηγεσία του Κόμματος, που κατέληγαν, έστω και με επιφυλάξεις, να γίνονται ελπίδες για την κατάργηση του μνημονίου για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Και οι ελπίδες και η ευπιστία δεν είναι τα ακριβώς ταυτόσημα των αυταπατών, γιατί, απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ συνυπήρχαν, ταυτόχρονα, και οι αμφιβολίες και η δυσπιστία, ούτε και  αντιμετωπίζονται με τον τρόπο που το έκανε η ηγεσία του Κόμματος. Με φυγή προς τα μπρος, πέρα και έξω από τις διαθέσεις των εργαζομένων.

Από τη στιγμή που η ηγεσία του Κόμματος εγκατέλειψε το στέρεο έδαφος των επεξεργασιών (παρά τις όποιες αδυναμίες, ακόμη και αντιφάσεις) του 15ου Συνεδρίου δεν είχε να αντιπαραθέσει πειστική πρόταση στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνάρτηση με τις ακροβασίες της ηγεσίας για τη διακυβέρνηση, έχασε το νήμα των πολιτικών εξελίξεων. Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε.

Και αυτό το αποτέλεσμα δεν πρέπει να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της τελευταίας περιόδου ειδικά. Αλλά μιας πολύ μεγαλύτερης, πολύχρονης περιόδου, που ξεκινάει από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και μετά.

Τώρα διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη ότι το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο έχει χάσει τη δυναμική του. Πολύ φοβόμαστε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια λαθεμένη εκτίμηση. Αλλά αυτό το θέμα, ποια είναι η ουσία του, θα το δούμε στο δεύτερο μέρος του άρθρου μας.

COMMENTS