Μόλις προχθές πραγματοποιήθηκε από τους τραμπούκους της Χρυσής Αυγής μια σχεδιασμένη δολοφονική επίθεση ενάντια σε μέλη και στελέχη του Κόμματος και της ΚΝΕ στο Πέραμα.
Κατά τη γνώμη μας η επίθεση αυτή δεν ήταν τυχαία. Έρχεται να επιβεβαιώσει ένα ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο, που έχει επιχειρήσει να επιβάλει η κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και που, όχι για πρώτη φορά, μίλησε για τα «δύο άκρα», που καλλιεργούν το μίσος, το διχασμό και τις μεταξύ τους συγκρούσεις.
Βέβαια, ο Πρωθυπουργός ως το ένα άκρο καθόρισε, χωρίς να τη κατονομάζει τη Χρυσή Αυγή. Στο άλλο άκρο περιέλαβε συλλήβδην την αντιπολίτευση, ολόκληρη, που αντιτίθεται στην πολιτική που εφαρμόζει και «καταψηφίζει τα πάντα».
Η απορία που υπάρχει αφορά στην επιχειρηματολογία, που αναπτύσσει ο Πρωθυπουργός, και την αξιοπιστία της, που θεωρεί πολιτικά άκρα τα Κόμματα εκείνα τα οποία απλώς διαφωνούν στην πολιτική της κυβέρνησης που ηγείται.
Με την έννοια αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως ακραία η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, που τάσσεται υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ευρώ, που έχει ξεχάσει τη διαγραφή του χρέους και που τώρα υποστηρίζει την «επαναδιαπραγμάτευση», θέση που είχε και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.
Ή τι να πούμε για την πολιτική του κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων, ενός αστικού κόμματος, είναι και αυτή ακραία; Ή μήπως είναι ακραία η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ μόνο και μόνο επειδή διαφώνησε με την κυβέρνηση στο «μπουκάρισμα» των ΜΑΤ στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο;
Γίνεται φανερό το πόσο τεχνητά και επιπόλαια είναι κατασκευασμένη αυτή η τοποθέτηση της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού, το πόσο αναξιόπιστη και ψεύτικη. Μοιάζει με την τοποθέτηση του Πρωθυπουργού για το πρωτογενές πλεόνασμα. Είναι ένα σκέτο ψέμα. Μια εσκεμμένη κατασκευή.
Η τακτική που ακολουθεί ο Πρωθυπουργός είναι σαφής. Τσουβαλιάζει τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης με μια επιχειρηματολογία που επιδιώκει την εξίσωση του ναζισμού με τον κομμουνισμό. Με τη θεωρία των δύο άκρων.
Έτσι χωρίζει τις πολιτικές δυνάμεις κατά το πώς τον συμφέρει, για να φέρει την πολιτική αντιπαράθεση στα μέτρα του σε αυτήν τη συγκυρία, ενώ, ταυτόχρονα, επιδιώκει να συγκαλύψει τη δική του πολιτική που ακολουθεί, πολιτική αντιλαϊκή και υποτέλειας.
Ο στόχος είναι πολλαπλός. Από τη μια αντιπαρατίθεται με μια σύγχρονη έκδοση της αντικομμουνιστικής κλασσικής θεωρίας ότι τα δύο άκρα είναι τα ίδια. Έτσι θέλει να φέρει σε απολογητική θέση όλη την αντιπολίτευση και κύρια το ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδικεί άμεσα τη διακυβέρνηση της χώρας. Από την άλλη «σπρώχνει» το πολιτικό σκηνικό σε πιο συντηρητική κατεύθυνση, γεγονός που τροφοδοτεί την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής.
Παραπέρα, με αυτόν τον τρόπο ο Πρωθυπουργός και η Νέα Δημοκρατία, η κυβέρνηση, αυτοπροβάλλονται ως οι μόνοι που μπορούν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια, τη σταθερότητα και ταυτόχρονα την ανάπτυξη της χώρας μας σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα ασταθές και ανασφαλές, που για τη δημιουργία του και την ύπαρξή του δεν τολμάει να κατονομάσει τους υπεύθυνους, που μάλιστα τους διευκολύνει και τους υποστηρίζει. Είναι, δηλαδή, μέσα στους υπεύθυνους.
Για αυτήν την τακτική του Πρωθυπουργού, που παράγει «αποτελέσματα» τύπου Περάματος, η ηγεσία του Κόμματος όφειλε αναλυτικά να τοποθετηθεί και να εξηγήσει τους στόχους της. Πράγμα που δεν το έκανε.
Πολύ φοβόμαστε ότι η σκέψη που επικρατεί στην ηγεσία του Κόμματος είναι εντελώς απλοϊκή: ότι αν αντιπαρατεθεί, στην πράξη, διευκολύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ στο στόχο του να αναδειχτεί σε κυβερνητικό κόμμα.
Αυτή η σκέψη, όμως, είναι λάθος, γιατί δίνεται η δυνατότητα στην κυβέρνηση να καλλιεργεί μια αντιδραστική και αντικομμουνιστική θεωρία, που στρέφεται άμεσα ενάντια στο Κόμμα, ενώ, ταυτόχρονα, διευκολύνει και το ΣΥΡΙΖΑ στη δικομματική αντιπαράθεση, αφού το Κόμμα δεν παρεμβαίνει ολοκληρωμένα. Εισπράττει, όμως, το αποτέλεσμα.
Και κάτι ακόμη. Ο Γραμματέας του Κόμματος, στη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ, έδωσε μια συγκεκριμένη απάντηση για «τις λαβές του ΣΥΡΙΖΑ». Μια απάντηση καρμπόν από το παρελθόν. Θέλαμε να πιστεύουμε ότι θα διαχειριζόταν διαφορετικά το θέμα. Γιατί;…
Πρώτο, γιατί, το θέλει ή δεν το θέλει, επιβεβαιώνει τον Πρωθυπουργό ότι υπάρχουν πράγματι λόγοι, έστω και από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, να χρησιμοποιεί αυτήν την ανιστόριτη και αντικομμουνιστική θεωρία.
Δεύτερο, γιατί, όταν έδινε τις «λαβές» ο ΣΥΡΙΖΑ είχε 4.5% και αυτό δεν τον εμπόδισε, σήμερα, να διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας ως αξιωματική αντιπολίτευση, όταν το Κόμμα μας δεν «έδινε λαβές» αλλά έπεφτε από το 8.5% στο 4.5%.
Τρίτο, γιατί οι κατασταλτικοί και οι παρακρατικοί μηχανισμοί, όταν είναι να δράσουν, δεν χρειάζονται «τις λαβές». Όπως στην περίπτωση του Περάματος.
Τέταρτο, γιατί η θεωρία των δύο άκρων αφορά και στρέφεται κυρίαρχα ενάντια στο ΚΚΕ και θα την βρει μπροστά του. Εκτός και εάν σκεφτόμαστε να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό με το «εσείς και εσάς»!
Δυστυχώς η ηγεσία του Κόμματος δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι η συμβιβαστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετωπίζεται με τέτοιου είδους επιχειρηματολογία.
COMMENTS