«Πάλης ξεκίνημα νέοι αγώνες…»

Όλοι οι πολιτικοί σχολιαστές πρόβλεπαν, από το καλοκαίρι ακόμη, ένα θερμό Φθινόπωρο. Ήδη υπάρχουν κλάδοι των εργαζομένων που βρίσκονται σε κινητοποιήσεις (Εκπαιδευτικοί, Διοικητικοί υπάλληλοι των ΑΕΙ και ΤΕΙ κ.α.), που έχουν μπει σε καθεστώς διαθεσιμότητας και κινητικότητας, που φυσικά τους οδηγεί στην ανεργία.

Χωρίς αμφιβολία η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί στην κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση για την πολιτική που εφαρμόζουν στη χώρα μας και συνολικά στην Ένωση είναι η ανάπτυξη μαζικών αγώνων του εργατικού κινήματος με μοναδικό στόχο την ανατροπή αυτής της πολιτικής.

Η κυβέρνηση από την πλευρά της είναι «πανέτοιμη» να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι στην τρόικα, η οποία, κατά τις πληροφορίες που διοχετεύονται στα ΜΜΕ, θα είναι πολύ αυστηρή στον έλεγχο που πρόκειται να κάνει.

Την αυστηρότητα αυτή η τρόικα φρόντισε να την κάνει γνωστή με το γνωστό e-mail που έστειλε στην κυβέρνηση και απαιτούσε το άμεσο κλείσιμο της ΕΑΣ, της ΕΛΒΟ και της ΛΑΡΚΟ, ανατρέποντας έτσι την όποια πιθανή πρόθεση της κυβέρνησης (ή ακόμη και από σκοπιμότητα καλλιεργούμενη πρόθεση) να διασώσει από το κλείσιμο, έστω, ορισμένα τμήματα της ΕΑΣ, κατά πρώτο λόγο, τα οποία και η ίδια αναγνωρίζει ότι είναι χρήσιμα για την αμυντική βιομηχανία της χώρας μας.

***

Η αξία αυτού του e-mail δεν βρίσκεται στο περιεχόμενό του, γιατί, όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση έχει ήδη υπογράψει το κλείσιμο των τριών, παραπάνω, παραγωγικών μονάδων στο γνωστό μνημόνιο.  

Βρίσκεται στην ίδια την ενέργεια. Στο γεγονός ότι η τρόικα, δια χειρός Ματίας Μορς, εκπροσωπώντας και τον Πολ Τόμσεν του ΔΝΤ και τον Κλάους Μαζούχ της ΕΚΤ, απευθύνεται στην κυβέρνηση με το γνωστό ύφος και της υποδεικνύει το τι πρέπει να κάνει και μάλιστα απαρέγκλιτα!

Αποκαλύπτει την πραγματική σχέση της τρόικα με την ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή τη σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών με τη χώρα μας.

Η σχέση της τρόικας, σύμφωνα με την  τυπικότητα του πρωτοκόλλου,  θα έπρεπε είναι μία σχέση τριών υπαλλήλων τριών διεθνών οργανισμών αντίστοιχα με μια κυρίαρχη, υποτίθεται, κυβέρνηση.

Δεν μπορούν τρεις υπάλληλοι, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,  να απευθύνονται απροκάλυπτα με αυτόν τον τρόπο απέναντι σε μια κυρίαρχη κυβέρνηση. Πρέπει, τουλάχιστον, να τηρείται η τυπικότητα του πρωτοκόλλου.

Και πρέπει να τηρείται, γιατί δεν πρέπει να αποκαλύπτεται μια άλλη ουσιαστική σχέση, η σχέση υποτέλειας, η σχέση πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας μας. Αλλά ούτε αυτό δεν γίνεται και η κυβέρνηση εκτίθεται ως μαριονέτα στα χέρια της τρόικας.

Επειδή, λοιπόν,   στην πράξη αυτό που ισχύει είναι η σχέση εξάρτησης  και η κυβέρνηση βρίσκεται με «τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι», και με τη θέλησή της, αποφάσισε η ίδια να διασώσει την τυπικότητα του πρωτοκόλλου (και την υπόληψή της) και για λόγους επικοινωνιακής πολιτικής και εντυπωσιασμού έστειλε πίσω το e-mail, ίσως με ένα απλό forward (προώθηση) χωρίς, όμως, κανένα σχολιασμό.

Στη γλώσσα της επίσημης διπλωματίας αλλά και στις απλές ανθρώπινες σχέσεις αυτή η ενέργεια κατανοείται με το γνωστό «επιστρέφεται»! Μόνο που στο επίπεδο της διπλωματίας κατανοείται στο πραγματικό της αντίκρισμα. Το ίδιο ισχύει και για την κυβέρνηση.

Δεν γνωρίζουμε εάν υπομειδιούσε ο Ματίας Μορς, όταν έλαβε την «απάντηση» της κυβέρνησης, γνωρίζουμε, όμως, ότι η κυβέρνηση προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις.

Η ιδιότυπη αυτή επιστροφή έδωσε τη δυνατότητα στα δημοσιογραφικά παπαγαλάκια της κυβέρνησης να κάνουν λόγο για τις «κόκκινες γραμμές» που θέτει η κυβέρνηση στην τρόικα. Υπάρχει, όμως, μια λεπτομέρεια που έχει τη σημασία της.

Η κυβέρνηση σταμάτησε να μιλάει για τη διάσωση των τμημάτων για τα οποία έκανε λόγο πριν. Και αυτό είναι που μετράει, γιατί αποδεικνύεται ότι οι κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης είναι οι κόκκινες γραμμές που τίθενται για αυτήν από τα πραγματικά αφεντικά της, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ.

***

Όλα αυτά γράφονται για να υπενθυμίσουμε απλώς ότι η σχέση της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας μας είναι ένα πραγματικό γεγονός που δεν πρέπει να υποτιμάται.

Αυτό το γεγονός δεν περιμέναμε, βέβαια, να το συμπεράνουμε από την ανταλλαγή των e-mails μεταξύ της τρόικας και της ελληνικής κυβέρνηση. Το επεισόδιο αυτό είναι ένα μόνο από τα πολλά «κερασάκια στην τούρτα» της εξάρτησης.

Πολύ σοβαρότερο είναι αυτό που συνέβη πρόσφατα, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία, που ο πολύς και κυνικός Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανακοίνωσε, σε γενικές γραμμές, το νέο πρόγραμμα που θα ακολουθήσει η χώρα μας, που θα καταλήξει σε ένα νέο μνημόνιο και σε νέα μέτρα, γεγονός που το επιβεβαίωσε και η Επίτροπος της Ελλάδας Μαρία Δαμανάκη, και το οποίο θα αρχίσει να συζητείται στα μέσα του Οκτώβρη στο προσεχές Eurogroup.

Και αυτό γίνεται σε μια στιγμή που η κυβέρνηση διατείνεται ότι δεν υπάρχει η ανάγκη ενός άλλου μνημονίου. Το επανέλαβε και ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του στη ΔΕΘ, για να προσθέσει: «Σε λίγο θα μπορούμε να πούμε, τέλος και η εποχή των μνημονίων! Όπου άλλοι καθόριζαν την πολιτική μας, γιατί οι ίδιοι δεν μπορούσαμε να περάσουμε ούτε μήνα χωρίς να μας δανείσουν». Θα μας επιτραπεί να πούμε ότι ο Πρωθυπουργός είναι ειλικρινής. Κάποιοι άλλοι δεν θέλουν να καταλάβουν ακόμη.

Έχει γίνει, όμως, φανερό, και αναγνωρίζεται και από επιφανείς εκπροσώπους των αστικών ΜΜΕ και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, έστω και εάν δεν κατονομάζει, ότι τελικά η θέληση της Γερμανίας «περνάει». Το σχεδιασμό, επομένως, των ισχυρών αφεντικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δανειστών η κυβέρνηση δεν πρόκειται να τον αποφύγει, παρά το γεγονός ότι η ίδια αναγγέλλει ότι θέλει «να τελειώσει με τα μνημόνια».

***

Επομένως. Τα επιχειρήματα που προκύπτουν για το Κόμμα μας από την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας δεν πρέπει να χαρίζονται σε άλλες πολιτικές δυνάμεις, που τα χρησιμοποιούν, ως άλλοθι, επικεντρώνοντας πάνω στην Άνγκελα Μέρκελ, για να συγκαλύψουν τον πραγματικό τους προσανατολισμό και την ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης που διεξάγουν με την κυβέρνηση διεκδικώντας τη διακυβέρνηση της χώρας.

Αντίθετα, πρέπει να αξιοποιούνται για χρήσιμα συμπεράσματα και για την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση και ενάντια σε αυτές τις πολιτικές δυνάμεις που τα χρησιμοποιούν για δημαγωγικούς σκοπούς.  

Η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας έχει σοβαρές συνέπειες στις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις της. Στις οικονομικές εξελίξεις προδιαγράφουν μια μακρόχρονη πορεία ελεγχόμενης χρεοκοπίας και οικονομικής στασιμότητας, ενώ στις πολιτικές εξελίξεις μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και σε πρόωρες εκλογές, σε συνδυασμό με την προσπάθεια που γίνεται για την αναδιαμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Άλλωστε ήδη λέγεται ότι υπάρχει συμφωνία και γι’ αυτό το θέμα μεταξύ Αντώνη Σαμαρά και Ευάγγελου Βενιζέλου.

Από τη μια, λοιπόν, όλα τα παραπάνω, προβάλλουν την ανάγκη της άμεσης ανάπτυξης των εργατικών αγώνων για την απόκρουση και την ανατροπή της οικονομικής πολιτικής που επιβάλλεται από την  Ευρωπαϊκή Ένωση και την κυβέρνηση, από την άλλη απαιτούν την ανάληψη συγκεκριμένων πολιτικών πρωτοβουλιών και ενεργειών που θα στηρίζουν τους εργατικούς αγώνες και θα συντελούν στην ανάπτυξή τους.

***

Στην έκθεση του ΙΝΕ που πρόσφατα δόθηκε στη δημοσιότητα αναφέρεται η θέση ότι για να αντιμετωπιστεί το μέγα πρόβλημα της ανεργίας και να επανέλθει η χώρα μας στο επίπεδο της ανεργίας του 2009, 10% ανεργία, θα απαιτηθούν 20 χρόνια με ένα ποσοστό ανάπτυξης 4 – 4.5% επί του ΑΕΠ. Πράγμα αδύνατον.

Καταλαβαίνουμε, κατά συνέπεια, από ποιες μυλόπετρες θα περάσουν οι εργαζόμενοι της χώρας μας, όταν, άμεσα, επίκεινται και άλλα μέτρα (παρά τις επίμονες διαψεύσεις της κυβέρνησης), που θα αυξήσουν ακόμη περισσότερο την ανεργία, θα μειώσουν ακόμη περισσότερο τα λαϊκά εισοδήματα, τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα, θα ξεπουληθεί η δημόσια περιουσία κτλ.

Παράλληλα, για όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι εργαζόμενοι δεν πρόκειται να πάρουν αύξηση στους μισθούς τους και τα μεροκάματα. Τέτοιο θέμα θα …τεθεί, όταν η ανεργία μειωθεί στο 10%. Για μια εικοσαετία, το λιγότερο, θα ισχύει το καθεστώς της λιτότητας και της μείωσης των μισθών και των συντάξεων, που επιβάλλει η κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση για να υπάρξουν τα πρωτογενή πλεονάσματα και για να μπορέσει η χώρα μας να βγεί στις διεθνείς αγορές για νέο δανεισμό για εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, που και αυτό δεν θα είναι 110% επί του ΑΕΠ το 2022. Το συμπέρασμα είναι ότι το οικονομικό μέλλον της χώρας μας προβλέπεται ζοφερό.

Η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και η ανάπτυξη των αγώνων του καθίσταται θέμα πρωταρχικής σημασίας. Και το πρόβλημα αυτό δεν λύνεται ούτε με παροτρύνσεις «από καθέδρας» ούτε, επίσης, αποδίδοντας, μόνο, τις ευθύνες στις δυνάμεις του οπορτουνισμού, του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, που τις έχουν έτσι κι αλλιώς, γιατί αυτές «τη δουλειά τους κάνουν» και γι’ αυτό το λόγο υπάρχουν.

Άλλωστε, το προφανές είναι, ότι αυτές τις δυνάμεις πρέπει να αντιμετωπίσει η εργατική πολιτική ενός επαναστατικού κόμματος και αυτές τις δυνάμεις πρέπει να ξεπεράσει η παρέμβασή του μέσα στο εργατικό κίνημα, διαφορετικά η επίκληση των ευθυνών των άλλων δυνάμεων μετατρέπεται σε άλλοθι για την εργατική πολιτική που εφαρμόζει παρακάμπτοντας τις δικές του ευθύνες.

***

Η αλήθεια είναι ότι το εργατικό κίνημα όλα αυτά τα χρόνια δεν μπόρεσε να αποκρούσει την αντεργατική πολιτική των κυβερνήσεων που πέρασαν, παρά τους εργατικούς αγώνες που αναπτύχθηκαν και που κατά την ηγεσία του Κόμματος ήταν οι πιο δυναμικοί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Φαίνεται, όμως, ότι η εκτίμηση αυτή λέγεται απλώς και μόνο για να δικαιωθεί η κάθετη (από πάνω μέχρι κάτω) διαχωριστική στάση του ΠΑΜΕ στο εργατικό κίνημα και για να χρησιμοποιείται ως «φύλλο συκής» για την εργατική πολιτική του Κόμματος. Η πραγματικότητα, όμως, είναι αδύνατον να κρυφτεί και «βγάζει μάτι».  

Το εργατικό κίνημα δεν είναι σε καλή κατάσταση. Το γεγονός αυτό αναγνωρίζεται ανοιχτά και από το ίδιο το Κόμμα. Στο «Ριζοσπάστη» του Σαββάτου 07/09/2013 και στη στήλη «Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ», με τίτλο «Για τη συμμετοχή στα συνδικάτα», περιγράφεται η κατάσταση του εργατικού κινήματος ως προς τη συμμετοχή των εργαζομένων και την αποτελεσματικότητά του τα τελευταία 20 χρόνια.

Η «Νέα Σπορά» θα προσθέσει στις εκτιμήσεις του παραπάνω δημοσιεύματος του «Ρ» και τη δημόσια ενημέρωση, που γινόταν εκ μέρους της ηγεσίας και στο «Ρ», ότι το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργαζομένων είναι κάτω από το 12% των εργαζομένων (το οποίο έγινε και επιχείρημα για να δικαιολογηθεί ακόμη και η εκλογική πτώση του Κόμματος στις εκλογές του 2012). Τα τελευταία συνέδρια της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ απέδειξαν ότι υπάρχει νέα πολύ σημαντική πτώση. Επομένως πρέπει να έχει πέσει πολύ κάτω από το 12%.

***

Η θέση του Κόμματος είναι σαν να έχει περάσει από στεγνοκαθαριστήριο. «Καθαρίζει, στεγνώνει, λευκαίνει», πέρα απ’ ότι μοιάζει με παραινέσεις ιεροκήρυκα από άμβωνα (που θυμίζει πολύ έντονα το «σας τα λέγαμε», εξακολουθούμε να «σας τα λέμε», αλλά εσείς δεν καταλαβαίνετε και «έχετε αυταπάτες», που στην προέκτασή της η θέση αυτή καταλήγει στο «καλά να πάθετε αφού δεν καταλαβαίνετε, εμείς «καθαρίσαμε», γιατί «σας τα είπαμε», τώρα είναι δική σας η ευθύνη, μια και ο λαός έχει και αυτός τις δικές του ευθύνες).   

Η θέση αυτή διαπιστώνει το σύμπτωμα, αποφεύγει να αναλάβει ευθύνες, αποδίδει όλες τις ευθύνες στις άλλες δυνάμεις, περιορίζεται σε ένα κάλεσμα για συμμετοχή στα συνδικάτα, στις λαϊκές επιτροπές, στις επιτροπές αγώνα. Μα αυτό μπορεί να το κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ, που, τώρα, θέλει και αυτός να στήσει λαϊκές επιτροπές, παρ’ όλα αυτά εισπράττει και αυτός το ίδιο αποτέλεσμα ως προς τη συμμετοχή, παρ’ όλο που διαθέτει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό επιρροής και διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας.

Το βέβαιο είναι ότι το καθήκον της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος πέφτει στις πλάτες του ΚΚΕ. Κανείς άλλος πολιτικός σχηματισμός δεν μπορεί να φέρει σε πέρας αυτό το καθήκον. Η ηγεσία του Κόμματος, όμως, δεν είναι σε θέση να  αντιληφθεί και το τι άλλο λείπει πέρα από τη διαπίστωση του συμπτώματος, για το οποίο φέρει πολύ μεγάλες ευθύνες. Πριν , όμως, περάσουμε στο τι λείπει από τις διαπιστώσεις, πολύ περισσότερο από τις πράξεις του Κόμματος, είναι αναγκαίο να σταθούμε σε μερικά άλλα σημεία αποφασιστικής σημασίας.

***

Τα προβλήματα των εργαζομένων έχουν οξυνθεί κατακόρυφα. Η κυβέρνηση, για να απαλύνει και να διασκεδάσει την οικτρή κατάσταση των εργαζομένων, έχει αρχίσει να μιλάει για την περίφημη «ανακούφιση» των πιο αδύναμων (εάν και εφόσον υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα).

Πρόκειται για μια απάτη. Από τη μια εφαρμόζει μέτρα που ρημάζουν τους μισθούς και τις συντάξεις για να πετύχει το πρωτογενές πλεόνασμα από την άλλη «μοιράζει» ήδη το λογιστικό πλεόνασμα, που και η ίδια δεν είναι σε θέση να διαβεβαιώσει ότι θα υπάρξει. Ελπίζει ότι θα υπάρξει, βγαλμένο, βέβαια, από το αίμα, τα δάκρυα και τον ιδρώτα των εργαζομένων. Τα μέτρα, όμως, τα παίρνει.

Παράλληλα δεν υπάρχει εργαζόμενος που να μην αναρωτιέται, γιατί οι εργαζόμενοι δεν κινητοποιούνται. Να μη διατυπώνει την απορία του για το «τι άλλο περιμένει ο Έλληνας να ιδεί για να αντιδράσει». Δίπλα σε αυτήν την απορία υπάρχει και ακούγεται και μια δεύτερη απορία που αφορά το Κόμμα μας. «Τι κάνει επιτέλους το ΚΚΕ, γιατί δεν κινητοποιεί τον κόσμο»;

Την ίδια στιγμή η αμεσότητα και η οξύτητα των προβλημάτων των εργαζομένων απαιτεί και μια άμεση απάντηση εκ μέρους των κομμάτων που αντιπολιτεύονται την πολιτική της κυβέρνησης. Η εξαθλίωση τους καταπνίγει, ενώ η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων στη χώρα μας είναι παραπάνω από υπαρκτή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει τη δική του πρόταση, αλλά είναι περισσότερο από βέβαιο ότι οι εργαζόμενοι έχουν τις απορίες τους, ότι αμφιβάλουν  για αυτόν, ενώ έχουν, επίσης, αρχίσει – τουλάχιστον ένα μέρος ακόμη και ψηφοφόρων του – να συνειδητοποιούν τις ανακολουθίες και τις αντιφάσεις της πολιτικής του και αυτό εκφράζεται και στις συζητήσεις μεταξύ τους. Εκφράζεται σε έλλειψη εμπιστοσύνης.

Από την άλλη η σημερινή κατάσταση του Κόμματος δεν τους πείθει ότι μπορεί να παίξει ούτε το ρόλο του «φρένου» της κυβερνητικής πολιτικής, άλλωστε και αυτός ο ρόλος έχει αρχίσει να αμφισβητείται, γιατί παρατράβηξε χρονικά και έχει αρχίσει να κατανοείται με διαφορετικό τρόπο, ότι «το ΚΚΕ δεν θέλει να κάνει τίποτα, του αρκεί ένα μικρό ποσοστό». Είναι η ένταση της επίθεσης που δέχονται και η αντίστοιχη στάση του Κόμματος που τους οδηγεί σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.

Από όλα τα παραπάνω, που είναι μεταφορά ζωντανών συζητήσεων με πολλούς εργαζόμενους, βγαίνει ένα συμπέρασμα. Κατά τη γνώμη μας καθοριστικής σημασίας. Οι εργαζόμενοι αισθάνονται να είναι μετέωροι. Αναζητούν «να πιαστούν» από κάπου. Το μόνο κόμμα που δεν έχει να κερδίσει τίποτα από αυτήν τη συνειδησιακή κατάσταση των εργαζομένων είναι το ΚΚΕ, γιατί κάτω από την πίεση των διλημμάτων, και ειδικά των εκλογικών, οι «διαφυγές» προς άλλες κατευθύνσεις είναι πιο εύκολες, με πιο επικίνδυνη «το νόμο και τη τάξη» της Χρυσής Αυγής.

***

Υπάρχει και κάτι άλλο. Η πρόταση του Κόμματος ακούγεται ως «ένας άλλος κόσμος» και μπροστά στην οξύτητα και την αμεσότητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι θεωρείται «πολύ μακρινή». Θα μας επιτραπεί να πούμε πως και για τις δύο αυτές πλευρές οι εργαζόμενοι έχουν επί της ουσίας δίκιο.

Η φύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τους φέρνει στο επίπεδο να συνειδητοποιούν την ανάγκη μιας «άλλης» πολιτικής, που προϋποθέτει την ανατροπή της πολιτικής που εφαρμόζεται. Η πολιτική της κυβέρνησης είναι μια «συνολική» πολιτική, με αρχή μέση και τέλος, που «βλέπει» μέχρι και την επέτειο των 200 χρόνων από την απελευθέρωση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και πολύ μακρύτερα, με την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ.

Αυτή η πολιτική, πράγματι,  απαιτεί μια άλλη συνολική πολιτική που θα προβλέπει και λύση στο ζήτημα της διακυβέρνησης, γιατί η ανατροπή αυτής της συγκεκριμένης πολιτικής προϋποθέτει και την ανατροπή, έτσι και αλλιώς, της κυβέρνησης.

Επομένως οι εργαζόμενοι δεν κάνουν λάθος, όταν την κάθε πρόταση του οποιοδήποτε κόμματος τη συνδυάζουν και με το ζήτημα της διακυβέρνησης, γιατί επιζητούν να δοθούν λύσεις στα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Και αυτή η οξύτητα είναι το χαρακτηριστικό που καθορίζει την αμεσότητα του ζητήματος της διακυβέρνησης με την ανατροπή της παρούσας πολιτικής.

Η πρόταση του Κόμματος, όπως σημειώσαμε, είναι ένας άλλος κόσμος. Πραγματικός κόσμος. Μιλάει για τη Λαϊκή Οικονομία και τη Λαϊκή Εξουσία, για την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και την ανάγκη του κεντρικού σχεδιασμού, για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους πιο κοντινούς συμμάχους της, τους αυτοαπασχολούμενους.

Μιλάει, δηλαδή, για τη σοσιαλιστική επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αυτή η πρόταση αντιστοιχεί στις αντικειμενικές συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας αλλά και συνολικά της ευρωπαϊκής πραγματικότητας.

Μόνο που αυτή η πρόταση δεν αντιστοιχεί στο επίπεδο συνείδησης των εργαζομένων, γι’ αυτόν το λόγο τους φαίνεται ως ένας «άλλος κόσμος», «μακρινός», έστω και εάν περιγράφει μια πραγματική εξέλιξη. Αυτή τη στιγμή οι εργαζόμενοι δεν αγκαλιάζουν την πρόταση του Κόμματος, γιατί προϋποθέτει να κάνουν ένα πραγματικό άλμα στην ταξική και πολιτική τους συνείδηση.

Και αυτό το άλμα δεν πραγματοποιείται με το να επικαλείσαι συνεχώς και αδιαλείπτως τη Λαϊκή Εξουσία και τη Λαϊκή Οικονομία, με το να καταλήγουν όλα ανεξαίρετα τα άρθρα του «Ρ» με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο. Την επίκληση – κλισέ για την ανάγκη της Λαϊκής Εξουσίας και της Λαϊκής Οικονομίας και της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων. Το ίδιο ισχύει και για τις ανακοινώσεις του Γραφείου Τύπου του Κόμματος.

Κανένας αμαρτωλός δεν θα αγιάσει επειδή ο ιεροκήρυκας της εκκλησίας του τριβελίζει τα αυτιά με το «μετανοείτε χριστιανοί», απόδειξη ότι οι αμαρτωλοί αυξάνουν αντί να μειώνονται. Πέρα από το ενδεχόμενο και ο ίδιος ο ιεροκήρυκας να είναι αμαρτωλός.

Χρειάζονται να ενεργοποιηθούν εκείνοι «οι μοχλοί», που στο επίπεδο,  πάνω απ’ όλα, της δράσης και με την παρουσία του Κόμματος μέσα στο εργατικό κίνημα, ως του φορέα του Επιστημονικού Σοσιαλισμού, θα ενεργοποιήσουν παράλληλα την ταξική και πολιτική συνείδηση της εργατικής τάξης, πρωταρχικά, και όλων των εργαζομένων, θα την προωθήσουν και θα τη φτάσουν μέχρι το επίπεδο κατανόησης των ιστορικών τους καθηκόντων.  

Η ηγεσία του Κόμματος δεν αγνοεί αυτήν την κατάσταση και αυτό το επιβεβαίωσε και η πρώην Γραμματέας του Κόμματος κατά την κεντρική της προεκλογική ομιλία στο Πεδίον του Άρεως, τον προηγούμενο χρόνο, που αναγνώρισε δημόσια και πολύ καθαρά ότι το ζήτημα της Λαϊκής Εξουσίας και Λαϊκής Οικονομίας και της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός της μεταστροφής του λαού απέναντι στα κόμματα του δικομματισμού και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαίωσε την τοποθέτηση της πρώην Γραμματέως του Κόμματος. Πρέπει να είναι κανείς πολιτικά τυφλός εντελώς για να μη μπορεί να «διαβάσει» το μήνυμα του εκλογικού αποτελέσματος τον Ιούνη του 2012. Παρ’ όλα αυτά η ηγεσία του Κόμματος δεν το διάβασε και εξακολουθεί να μην το διαβάζει, γιατί ερμηνεύει την ύπαρξη των συσχετισμών των δυνάμεων μεταξύ των τάξεων στη χώρα μας με το δικό της αντιδιαλεκτικό τρόπο.

***

Η ίδια η ζωή έχει φέρει το Κόμμα μπροστά σε δύο βασικά προβλήματα που με την εμμονή της η ηγεσία στην ίδια πολιτική γραμμή αρνείται να τα αντιμετωπίσει ενώ τα αναγνωρίζει και η ίδια ως υπαρκτά.

Το πρώτο είναι η πρόταση που προβάλλει η ηγεσία του Κόμματος στους εργαζόμενους της χώρας ως πολιτική διέξοδο απέναντι στην κυβερνητική πολιτική και την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που περιλαμβάνει και τη στάση του Κόμματος ως προς την αποδέσμευση από αυτήν.

Το δεύτερο είναι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το εργατικό κίνημα και η αδυναμία του να αντιμετωπίσει την κυβερνητική και ευρωενωσιακή λαίλαπα.

Και τα δύο αυτά ζητήματα είναι κορυφαίας σημασίας ζητήματα για το Κόμμα και για το Κίνημα, και όχι μόνο για τη χώρα μας αλλά συνολικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα για την Ευρώπη, γιατί χωρίς την επίλυσή τους σταματάνε να δουλεύουν τα πιστόνια των μηχανών του Κόμματος και του εργατικού κινήματος, δεν υπάρχει η προωθητική δύναμη που θα ανατρέψει την κυβερνητική πολιτική και την κυβέρνηση, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει η προωθητική δύναμη για την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία και για ριζικές επαναστατικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία.

Ως προς το πρώτο ζήτημα: Δεν μπορεί, και με τον πιο επίσημο τρόπο, να αναγνωρίζεις ότι η Λαϊκή Εξουσία και η Λαϊκή Οικονομία δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, να μετατρέπεις την κεντρική σου πρόταση, ως πολιτική πρόταση, σε προπαγανδιστικό προεκλογικό πυροτέχνημα για ζύμωση και «ανεξάρτητα από τους συσχετισμούς μεταξύ των τάξεων» και μετά το εκλογικό αποτέλεσμα να βγαίνεις και «από πάνω» να κατηγορείς τους εργαζόμενους ότι έχουν αυταπάτες, που και τέτοιες μπορεί να υπάρχουν.

Αυτή η στάση είναι μια πραγματική αντίφαση που έχει όνομα και επίθετο. Πρόκειται για μια κλασσική αριστερίστικη στάση, για μια κλασσική (αντ)επαναστατική δημοκοπία, για «αριστερό» οπορτουνισμό, που ταυτόχρονα «δικαιολογείται» στα μάτια της εργατικής τάξης με την επίκληση κλασσικών επιχειρημάτων του δεξιού οπορτουνισμού. Ό,τι έκαναν όλες οι αριστερίστικες παρεκκλίσεις στην ιστορική διαδρομή του εργατικού κινήματος.

Ως προς το δεύτερο ζήτημα: Δεν μπορεί, και με τον πιο επίσημο τρόπο, να διαπιστώνεις στα κεντρικά συνεδριακά ντοκουμέντα σου: «Το νέο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις εξελίξεις, μέσα στις οποίες διενεργήθηκε το 18ο Συνέδριο του KKE, είναι η δυναμική που περιέχουν για την άνοδο της ταξικής πάλης, για την κοινή πάλη του εργατικού κινήματος με τα κινήματα της φτωχής – μεσαίας αγροτιάς και των EBE και την ισχυροποίηση του Kόμματος. H μείωση του κύρους των δύο κομμάτων της αστικής εξουσίας, της NΔ και του ΠAΣOK, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση της αντίληψης μέσα στο λαό ότι δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, δείχνει ότι σήμερα πλέον δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες να ενσωματώνουν λαϊκές μάζες, με την ευκολία που το έκαναν πριν» (Πολιτική Απόφαση του 18ου Συνεδρίου, Ντοκουμέντα, σελ. 81 -82), αυτά το Φλεβάρη του 2009.

Μετά, όμως, να έρχεσαι το Σεπτέμβρη του 2013 και να ισχυρίζεσαι: «Δεν είναι άλλωστε μυστικό, ότι ένα από τα αγκάθια του συνδικαλιστικού κινήματος, μια από τις διαχρονικές και σοβαρές αδυναμίες του, ήταν το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης έμενε και μένει μακριά από τα συνδικάτα, μακριά από την οργανωμένη ταξική πάλη. Απόλυτη ευθύνη γι’ αυτό έχουν οι παρατάξεις όλων των κομμάτων της διαχείρισης και η στρατηγική της συνδιαλλαγής με κεφάλαιο και κυβερνήσεις από τον κυβερνητικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό. Στο έδαφος αυτής της πραγματικότητας, – τουλάχιστον την τελευταία 20ετία – έγινε πιο εύκολη η εφαρμογή της αντεργατικής πολιτικής και η αφαίρεση εργατικών δικαιωμάτων (υπογραμμίσεις δικές μας)» («Ρ», 07/09/2013, Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ, σελ. 5).

Πρόκειται και εδώ για μια πραγματική αντίφαση, που, από τη μια, εκτιμάς, ως Κόμμα, ότι υπάρχουν εκείνες οι προϋποθέσεις, στο ξέσπασμα, στην εξέλιξη και στην άνοδο της οικονομικής κρίσης, ότι το Κόμμα μπορεί να ισχυροποιηθεί, ότι ο δικομματισμός δεν μπορεί να ενσωματώνει τις λαϊκές μάζες με την ίδια ευκολία όπως πριν (πράγμα που επιβεβαιώθηκε με τη μετακίνηση 3.5 εκ. ψηφοφόρων), ότι θα ανέβει η ταξική πάλη (και πράγματι ανέβηκε), πράγμα που σημαίνει άνοδο της παρέμβασης και της δύναμης του εργατικού κινήματος, ύπαρξη προϋποθέσεων για την κοινή πάλη της εργατικής τάξης με την αγροτιά και τους ΕΒΕ (με άλλα λόγια απαρχή δημιουργίας του ΑΑΔΜ) και, από την άλλη, να εισπράττεις την αποδυνάμωση του Κόμματος, την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος, τη μη κοινή πάλη του εργατικού κινήματος με την αγροτιά και τους ΕΒΕ, και ως κερασάκι στη τούρτα, στο τέλος, να έρχεσαι στο 19ο Συνέδριο και να εγκαταλείπεις και το ίδιο το ΑΑΔΜ και να κάνεις μετά από πέντε σχεδόν χρόνια εκτιμήσεις για την κατάσταση του εργατικού κινήματος που αφορούν στην τελευταία εικοσαετία. Οι ευθύνες του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού είναι δεδομένες, υπήρχαν και το Φλεβάρη του 2009, αλλά κάπου κάνεις και εσύ λάθος, ως ηγεσία και ως Κόμμα, και μόνο εκ του αποτελέσματος.

***

Σήμερα υπάρχουν αστοί δημοσιολόγοι, που εκφράζουν την άποψη μεγάλων συγκροτημάτων των ΜΜΕ, που λένε ανοιχτά ότι η αστική τάξη δεν έχει λύση για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.

Είναι απόλυτη ανάγκη το Κόμμα μας να ξεπεράσει αυτές τις αντιφάσεις που παρουσιάζει στην πολιτική και τη δράση του, να δώσει όλες του τις δυνάμεις για την ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, για να αποδειχτεί και θερμό το Φθινόπωρο, για να μπορέσει και να ανακάμψει, για να ανατραπεί η πολιτική που εφαρμόζεται για να δώσει ελπίδα στην εργατική τάξη και σε όλο τον εργαζόμενο λαό.

Αλλά περισσότερα για τις αντιφάσεις που παρουσιάζει η πολιτική του Κόμματος και το πώς αυτές θα ξεπεραστούν θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο μας. Έτσι θα καταδειχτεί και το τι λείπει από την πολιτική του Κόμματος για να πρωταγωνιστήσει στην ανάπτυξη των εργατικών αγώνων και έτσι να «αποκτήσει υλική υπόσταση» και ο στίχος που μας χρησίμευσε ως τίτλος του άρθρου μας.

COMMENTS