Περί ανάπτυξης και της μείωσης της ανεργίας

Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση, δια στόματος Παπαδημητρίου, ότι μέχρι το 2020 η ανεργία στη χώρα μας θα μειωθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Τώρα πως η κυβέρνηση θα κατορθώσει να μειώσει μέσα σε τρία χρόνια, στην πραγματικότητα σε λιγότερο από τρία χρόνια, την ανεργία κατά 10% αυτό παραμένει ένα μυστήριο. Ίσως ελπίζει στο «τσουνάμι» των επενδύσεων που αναμένει μετά το τέταρτο μνημόνιο και στην ανάπτυξη που προσδοκά ότι θα υπάρξει!

Προφανώς, όμως, οι εκτιμήσεις αυτές της κυβέρνησης έρχονται σε ευθεία αντίθεση με όσα προβλέπουν άλλοι διεθνείς οργανισμοί, με πιο πρόσφατη την εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, πριν από ένα μήνα περίπου, που δια του εκπροσώπου του για την Ευρώπη, Πολ Τόμσεν, δήλωσε ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί τουλάχιστον 20 χρόνια για να φτάσει στα επίπεδα του 2009!

Βρισκόμαστε στο 2017 και εάν όλα «πάνε καλά» – και κατά τις προβλέψεις του Πολ Τόμσεν, το 2037 θα επανέλθει η ανεργία στα επίπεδα του 2009. Τουλάχιστον, λοιπόν, υπάρχει σημαντική απόκλιση στους ρυθμούς πτώσης της ανεργίας.

Αν πιστέψουμε την κυβέρνηση, ότι θα κατορθώσει να ρίξει την ανεργία 10 ποσοστιαίες μονάδες σε λιγότερο από τρία χρόνια, τότε μέχρι το 2037 θα έχει το περιθώριο, σε χρονικό διάστημα 17 ετών από το 2020, να φτάσει να τη μηδενίσει!!! Και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα από την πρόβλεψη του Τόμσεν!

Υπάρχει, όμως, ένα μικρό …εμπόδιο για να γίνουν όλα αυτά πιστευτά. Και το εμπόδιο βρίσκεται στις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών για την ανάπτυξη. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει μέση ετήσια ανάπτυξη μέχρι το 2066 περίπου 1%, αντίθετα η Κομισιόν κάνει λόγο για 1.8%. Πρέπει, βέβαια να διευκρινίσουμε το εξής:

Όλες αυτές οι προβλέψεις, από επιστημονική άποψη, είναι για το καλάθι των σκουπιδιών, και συγκεκριμένα ως προς το σκέλος της πρόβλεψης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτές οι προβλέψεις δεν είναι τίποτα άλλο από ένα παιχνίδι με δεδομένα που διοχετεύονται σε διάφορα οικονομικά μοντέλα με αμφίσημα αποτελέσματα, γιατί …απλώς η πραγματικότητα είναι διαφορετική από τα οικονομικά μοντέλα.

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι για αυτού του είδους τις προβλέψεις αρκεί να πούμε ότι μέχρι τώρα έχει επαληθευτεί με μεγάλη ακρίβεια το πως ο καπιταλιστικός κύκλος φτάνει στη φάση της κρίσης και κάθε πότε περίπου προκύπτει αυτή η κρίση.

Η προηγούμενη καπιταλιστική κρίση είχε ξεσπάσει επισήμως – δηλαδή έγινε αποδεκτή από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, γιατί ανεπισήμως είχε ξεσπάσει νωρίτερα, τον Οχτώβρη του 2008. Από τότε κλείνουν σε λίγο 10 χρόνια.

Με λίγα λόγια βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πιθανό ξέσπασμα μιας νέας κρίσης, με βάση τον καπιταλιστικό κύκλο, ενδεχόμενο που δεν το αποκλείουν ούτε αστοί οικονομικοί αναλυτές. Κατά συνέπεια αυτού του είδους οι προβλέψεις, το λιγότερο, δεν παίρνουν υπόψη τον καπιταλιστικό κύκλο και το ενδεχόμενο ξεσπάσματος μιας νέας κρίσης, οπότε αλλάζουν όλα τα δεδομένα άρδην. Ανατρέπονται όλες οι προβλέψεις.

Αν, όμως, υποθέσουμε ότι τα πράγματα κυλήσουν σύμφωνα με τις προβλέψεις αυτές, τότε, αν έχουν μια αξία αυτή βρίσκεται στο γεγονός ότι οι προβλέψεις αυτές επικεντρώνονται σε νούμερα που κινούνται στο επίπεδο της οικονομικής στασιμότητας για τη χώρα μας (και γενικότερα). Και με τέτοια νούμερα η ανεργία, αντίστοιχα, θα πέφτει στην καλύτερη περίπτωση με πολύ αργούς ρυθμούς.

Κατά δεύτερο αν έχουν μια αξία αυτές οι προβλέψεις βρίσκεται στο γεγονός ότι γενικά ο Δυτικός καπιταλισμός δε θα μπορέσει να ξεκολλήσει από τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Και για να το διαπιστώσουμε αυτό το γεγονός πρέπει να παρακολουθήσουμε τους αντίστοιχους οικονομικούς δείκτες, πέρα από το ΑΕΠ, στη μέχρι τώρα χρονοσειρά τους. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να κρίνουμε τη συζήτηση και τη στάση της κυβέρνησης ως προς το ζήτημα της ανάπτυξης και της αντίστοιχης πτώσης της ανεργίας.

Με την έννοια αυτή στη θέση της κυβέρνησης για ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας δεν έχει κανένα νόημα να αντιτάσσεται γενικά ότι: «μπορεί να έρθει ανάπτυξη, αλλά αυτή θα είναι αναιμική», γιατί δεν περιγράφει με ακρίβεια το σημαντικότερο γεγονός, αυτό της μακροχρόνιας στασιμότητας του Δυτικού καπιταλισμού, στον οποίο περιλαμβάνεται και η Ευρωπαϊκή Ένωση και που επιβάλλει στη χώρα μας την αποδέσμευσή της από αυτήν.

Αυτή η συζήτηση περί ανάπτυξης γίνεται από τότε που έκανε την πρώτη του πρόβλεψη ο Γιώργος Παπανδρέου, για το πότε θα βγει η χώρα μας από το πρώτο μνημόνιο και θα μπει σε φάση ανάπτυξης. Την ίδια πρόβλεψη έκανε και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Μετά ήρθε μια άλλη πρόβλεψη από το Λουκά Παπαδήμο, ακολούθησε ο Αντώνης Σαμαράς, ο Γιάννης Στουρνάρας και τώρα ο Αλέξης Τσίπρας.

Από τη «μια μεριά» γινόταν πάντα μια πρόβλεψη για το πότε θα έρθει η ανάπτυξη, που έπεφτε πάντα έξω, και από την «άλλη μεριά» δινόταν μια γενική θέση ότι: «μπορεί να έρθει ανάπτυξη, αλλά αυτή θα είναι αναιμική». Έχουν περάσει, όμως οκτώ γεμάτα χρόνια από τότε που ξέσπασε η κρίση και ούτε για την Ελλάδα έχουν αλλάξει τα πράγματα ούτε και για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και υπάρχουν πραγματικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την τάση στασιμότητας του Δυτικού καπιταλισμού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τότε που δημιουργήθηκε το ευρώ η μέση ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ξεπερνάει το 1.5% και της Ευρωζώνης το 1.3%.

Στη δε παγκόσμια ανάπτυξη όλο και περισσότερο εισφέρει σε μεγαλύτερο ποσοστό η Κίνα και σε μικρότερο οι ΗΠΑ και γενικότερα ο Δυτικός καπιταλισμός. Αν δε παρακολουθήσουμε και άλλους οικονομικούς δείκτες, πέρα από το ΑΕΠ, τότε καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Η Ελλάδα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορεί να ευνοηθεί από το διεθνές Δυτικό περιβάλλον και ιδιαίτερα από αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ως προέκταση αυτής της σκέψης υπάρχει και ένα άλλο γεγονός. Ακόμη και εάν έρθουν χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, της τάξης του 1% ή και λίγο παραπάνω, εκεί που κινείται, δηλαδή, η Γαλλία ή η Ιταλία, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2017, που σαφώς αντιστοιχούν σε μια φάση στασιμότητας (αποστρεφόμαστε τον όρο «αναιμική ανάπτυξη» και δε θα έπρεπε να χρησιμοποιείται), τότε, η θέση ότι όλη την ανάπτυξη θα την καρπωθεί η αστική τάξη δεν εξηγεί και δεν προσανατολίζει σωστά τους εργαζόμενους.

Και αυτό γιατί έστω και μέσα από αυτούς τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ένα τμήμα των εργαζομένων μπορεί και να βρει θέσεις απασχόλησης. Και όλο το παιχνίδι της ανάπτυξης ως προς την απασχόληση παίζεται ακριβώς πάνω σ’ αυτό το γεγονός. Των νέων θέσεων εργασίας.

Θα έπρεπε, επομένως, να εξηγηθεί ότι με αυτούς τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης η χώρα μας, και όχι μόνο, είναι καταδικασμένη σε μακροχρόνια στασιμότητα, αλλά και ότι η ανεργία θα είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, γιατί γενικότερα ο Δυτικός καπιταλισμός περνάει φάση μακροχρόνιας στασιμότητας, εξ αιτίας των γενικότερων οικονομικών αλλαγών που σημειώνονται στον κόσμο.

Όσοι εργαζόμενοι, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο των θετικών μεν αλλά χαμηλών δε ρυθμών ανάπτυξης, μπορέσουν να βρουν μια θέση απασχόλησης θα είναι ή θέση μερικής απασχόλησης ή ακόμη και εάν είναι πλήρους απασχόλησης οι μισθοί θα είναι της τάξης των 500 ευρώ, για τους πλήρως απασχολούμενους.

Με δυο λόγια και με την προβλεπόμενη ανάπτυξη οι εργαζόμενοι θα είναι καταδικασμένοι στην εξαθλίωση και στη μίζερη ζωή σε μακροχρόνια βάση και ας βρουν μια θέση εργασίας, που για αυτούς θα είναι ένα σημαντικό γεγονός, αρκετό για να τους αποπροσανατολίσουν πολιτικά.

Άλλωστε ποιο είναι το κύριο επιχείρημα της σημερινής κυβέρνησης, που το δανείστηκε και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, που ποντάρει όλη η πολιτική επιχειρηματολογία της κυβέρνησης; Είναι ότι αυτή εξασφαλίζει την έξοδο από τα μνημόνια και μπαίνει η χώρα σε φάση ανάπτυξης.

Μας χρειάζεται, κατά τη γνώμη μας, μια πιο συγκεκριμένη ανάλυση, που θα παίρνει υπόψη της τις γενικότερες, παγκόσμιες, τάσεις και πως εκφράζονται αυτές για τη χώρα μας και που θα προσανατολίζει σωστά τους εργαζόμενους για το μέλλον που τους περιμένει, για να μπορούν και αυτοί με τη σειρά τους να συνηδειτοποιούν την ανάγκη της ανάπτυξης των αγώνων τους και των στόχων που πρέπει να έχουν αυτοί οι αγώνες. Να μην αποπροσανατολίζονται.

Με την έννοια αυτή η γενικότητα περί «αναιμικής ανάπτυξης», που θα την απορροφήσει αποκλειστικά η αστική τάξη δεν είναι ολοκληρωμένη θέση, όχι μόνο δεν απαντάει συγκεκριμένα στο ζήτημα της ανάπτυξης και της ανεργίας συνδυασμένα, αλλά δίνει και τη δυνατότητα να χρησιμοποιείται και ως άλλοθι της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας μέσα από τη γενικότητα της διατύπωσης.

COMMENTS