Αυτήν την τοποθέτηση του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος, που διαβάσαμε στο άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», την είδαμε να επαναλαμβάνεται και στην μετέπειτα ανακοίνωση του Π.Γ. της Κ.Ε. του Κόμματος, που αναφερόταν στα 60χρονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα, που, μέχρι τώρα, δεν είχαμε δει να γίνεται με μια ανάλογη και τόσο συγκεκριμένη θέση. Την παραθέτουμε: «10. Το επόμενο διάστημα δεν αποκλείεται οι κλυδωνισμοί στην ΕΕ / Ευρωζώνη να οδηγήσουν σε αποπομπή κρατών – μελών ή να επικρατήσουν στις αστικές τάξεις χωρών απόψεις ότι η έξοδος από αυτές τις συμμαχίες, η αναζήτηση άλλων συμμαχιών, υπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά τους. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η κυρίαρχη γραμμή της αστικής πολιτικής στην Ελλάδα θεωρεί δεδομένη την παραμονή της χώρας στην ΕΕ / Ευρωζώνη. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο το ΚΚΕ θα δώσει αποφασιστικά τη μάχη για τα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα. Θα παλέψει ώστε ο λαός να οργανώσει τον αγώνα του ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική, που θα συνεχιστεί με διάφορες μορφές, όπως σε μια απότομη μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος ή μια ανεξέλεγκτη κερδοσκοπική αισχροκέρδεια (π.χ. μαύρη αγορά προϊόντων επείγουσας λαϊκής κατανάλωσης), σε κάθε περίπτωση εξαιτίας της επιδίωξης του κεφαλαίου να φορτώσει την όποια ζημιά του στο λαό. Το ΚΚΕ θα καλέσει το λαό να μην επιλέξει αν θα χρεοκοπήσει με ευρώ ή δραχμή, να έρθει σε ρήξη συνολικά με την εξουσία του κεφαλαίου, για άλλη οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας».
Ουσιαστικά εδώ η ανακοίνωση αναφέρεται σε φαινόμενα που επικρατούν σε μια κατάσταση πολύ κοντά στη χρεοκοπία, με πρωτοβουλία της ντόπιας αστικής τάξης ή των άλλων αστικών τάξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου αυτή η χρεοκοπία (με την υποτίμηση του νομίσματος να εκτινάσσεται και να επικρατούν φαινόμενα μαύρης αγοράς, απόκρυψης προϊόντων, αισχροκέρδειας, αγοροπωλησιών – λεηλασιών κτλ.) θα επιχειρηθεί να φορτωθεί στις πλάτες των εργαζομένων.
Ποιο είναι το σοβαρό λάθος που κάνει η ηγεσία του Κόμματος στην αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (γιατί εδώ μιλάμε είτε για το «ενδεχόμενο αποπομπής», οπότε η χώρα και η αστική τάξη έχει απέναντί της την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε για το «ενδεχόμενο αλλαγής στρατηγικής επιλογής της ντόπιας αστικής τάξης», οπότε και πάλι η χώρα μας και η αστική τάξη θα έχει απέναντί της την Ευρωπαϊκή Ένωση);
Το λάθος που κάνει είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται ήδη σε κατάσταση ελεγχόμενης χρεοκοπίας, μακροχρόνιας εποπτείας, μακροχρόνιας στασιμότητας (αν όλα πάνε καλά η οικονομία θα πάρει το δρόμο της το 2030, μας είπε στη συνέντευξη στον ΣΚΑΪ ο Κώστας Σημίτης, άλλοι οικονομικοί αναλυτές μιλάνε για το 2035), μακροχρόνιας λιτότητας (γιατί τα μνημόνια προβλέπουν ότι αυξήσεις στους μισθούς θα δοθούν εάν και εφόσον η ανεργία πέσει κάτω από το 10%) και επομένως δεν πρέπει το Κόμμα να αναμένει είτε την «αποπομπή» είτε την αποχώρηση με πρωτοβουλία της ντόπιας αστικής τάξης.
Ακόμη και με τον τρόπο που τίθεται από την ανακοίνωση του Κόμματος το ζήτημα της σχέσης της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση καθίσταται πρόβλημα άμεσης προτεραιότητας. Και οι λόγοι είναι βασικά δύο: ο πρώτος είναι ότι οι εργαζόμενοι και τα μικρομεσαία στρώματα βιώνουν τώρα τις συνέπειες από την εφαρμογή μιας αντιλαϊκής πολιτικής. που επιβάλλεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα τη βιώνουν για μακρύ χρονικό διάστημα. Αυτό το ζήτημα δεν είναι δυνατό να παρακάμπτεται. Και αυτό το ζήτημα θέτει ως άμεσο καθήκον την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο δεύτερος είναι το ζήτημα της εξουσίας. Στην ανακοίνωση αναφέρεται: «Το ΚΚΕ θα καλέσει το λαό να μην επιλέξει αν θα χρεοκοπήσει με ευρώ ή δραχμή, να έρθει σε ρήξη συνολικά με την εξουσία του κεφαλαίου, για άλλη οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας».
Αυτός ο τρόπος τοποθέτησης του ζητήματος της εξουσίας μπορεί να ερμηνευτεί μόνο μ’ έναν τρόπο: Το Κόμμα αναμένει μια ανάλογη κατάσταση σαν και αυτή που περιγράφει στην ανακοίνωση (που πιθανώς να ελπίζει ότι θα έχει δημιουργηθεί και επαναστατική κατάσταση, πράγμα που δεν είναι καθόλου βέβαιο), για να θέσει το ζήτημα της εξουσίας και της ρήξης με την αστική τάξη, δηλαδή της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Τι ακριβώς υποστηρίζει η «Νέα Σπορά»; Η αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να είναι πρωτοβουλία και υπόθεση της πάλης της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, των μικρομεσαίων στρωμάτων, των κοινωνικών δυνάμεων, που υφίστανται τις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής, που είναι η γενικότερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι ένας αυτονομημένος στόχος.
Στην πάλη αυτή το ΚΚΕ πρέπει να ηγηθεί, να συμβάλει στη σφυρηλάτηση της κοινωνικής συμμαχίας, να διαφωτίσει τις λαϊκές μάζες, να τις οργανώσει γύρω από ένα πρόγραμμα, το οποίο θα θέτει και το ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας, με την εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία και την ανάληψή της από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.
Θα πρόκειται για ένα πρόγραμμα που θα ανοίγει το δρόμο στο σοσιαλισμό και για μια εξουσία επαναστατική, που θα ασκείται από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Στο πολιτικό επίπεδο εκτός από το ΚΚΕ θα μπορούσαν να συμμετέχουν όποιες και όσες πολιτικές δυνάμεις συμφωνούν σε μια τέτοια πορεία.
Η πρόταση αυτή θέτει το ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από τώρα, εναρμονίζει τα πολιτικά καθήκοντα του Κόμματος με τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες, δεν υπερπηδάει πάνω από αυτές και δεν επιτρέπει στις αστικές τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη ντόπια αστική τάξη να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Επομένως το Κόμμα δεν πρέπει και δε μπορεί να αναμένει τα όποια ενδεχόμενα από τις αστικές τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ντόπια αστική τάξη, αντίθετα, θα πρέπει με τη δράση του, τη δράση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, που έχουν υποστεί τα δεινά της οικονομικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής, να είναι αυτό που θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, που θα επιβάλει την αποδέσμευση με όρους πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και με οικονομικούς όρους που θα προβλέπουν τους βασικότερους οικονομικούς τομείς υπό κρατική ιδιοκτησία.
Στην πορεία αυτή η «Νέα Σπορά» δεν αποκλείει οι ίδιες οι υποκειμενικές συνθήκες να εξελιχτούν με τέτοιο τρόπο ώστε το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας να κριθεί με την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης. Μόνο που αυτές οι υποκειμενικές συνθήκες θα είναι συνάρτηση και των γενικότερων συνθηκών που θα επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρύτερα. Γι’ αυτόν το λόγο και το ζήτημα της στάσης απέναντι στην αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα ζήτημα καθοριστικής σημασίας. Η πάλη για την αποδέσμευση θα είναι ένας αποφασιστικός παράγοντας για την ωρίμανση των υποκειμενικών συνθηκών για την προλεταριακή επανάσταση.
Είναι αδύνατο η πάλη για την αποδέσμευση να μη παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και στην ωρίμανση της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, αφού και η μικρότερη λεπτομέρεια της οικονομικής ζωής πρέπει να ελέγχεται και να επιτρέπεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για μια κατάσταση που οι εργαζόμενοι την έχουν αντιληφθεί και αντιδρούν.
Το αντίθετο δε μπορεί να συμβεί, γιατί παραπέμπει την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποκλειστικά και μόνο με την πραγματοποίηση της προλεταριακής επανάστασης περνώντας πάνω από τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν σήμερα.
Αυτό ακριβώς είναι και το λάθος που κάνει η ηγεσία του Κόμματος «προσαρμόζοντας» τα άμεσα καθήκοντά του και την επίλυσή τους, ένα από τα οποία είναι η αποδέσμευση, αποκλειστικά πάνω στην πραγματοποίηση της στρατηγικής του υποβαθμίζοντας την τακτική του, που θα βοηθήσει στην πραγματοποίηση του στρατηγικού του στόχου.
Αυτό το ζήτημα που θίγουμε είναι καίριας σημασίας, γιατί η τακτική είναι η πολιτική που θα προσεγγίσει τις λαϊκές μάζες, θα τις ωριμάσει και θα τις ωθήσει στη δράση. Και αυτό το ζήτημα, κύρια σε σχέση με την αποδέσμευση, είναι που θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας να συζητηθεί στο 20ο Συνέδριο, γιατί και οι Θέσεις της Κ.Ε. που αναφέρονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιλύουν το πρόβλημα αυτό ούτε ξεκαθαρίζουν τη θέση της χώρας μας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προπαντός μετά τα όσα έχουν συμβεί τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και την καθιέρωση των μνημονίων.
Πέρα από τις εκτιμήσεις για το πως θα μπορούσαν να εξελιχτούν τα πράγματα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη σχέση της χώρας μας μ’ αυτήν, το κυριότερο είναι να παίρνονται υπόψη το πως διαμορφώνονται οι συνθήκες μέσα στην ίδια τη χώρα μας, πάντα βέβαια σε συνάρτηση με τις διεθνείς συνθήκες. Και με βάση αυτές τις συνθήκες να καθορίζει την πολιτική του, να παίρνει υπόψη του το σύνολο των αντιθέσεων, να ιεραρχεί τα καθήκοντά του.
COMMENTS