«Ψιλό γαζί» πήγε η αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης στη βουλή στην προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση για το αγροτικό ζήτημα. Ειδικά η κυβέρνηση και η Νέα Δημοκρατία προσπάθησαν να δώσουν την εντύπωση ότι κρατάνε το «κλειδί», με τις προτάσεις τους, που θα βγάλουν τη χώρα μας από την οικονομική κρίση και θα επιτρέψουν γενικά την ανάπτυξη της οικονομίας αλλά και ειδικά την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας.
Από αυτήν, όμως, τη συζήτηση, από την πλευρά της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ οι στημένες λεκτικές ατάκες πηγαινοέρχονταν και διανθίζονταν με διάφορες λεκτικές φτηνές φιοριτούρες, έλλειπαν οι πραγματικές αιτίες που θα αναδείκνυαν την πραγματική κατάσταση στον αγροτικό τομέα και το γιατί βρίσκεται στη σημερινή του κατάσταση.
Από όποια πλευρά και εάν αντιμετωπίσει κανείς το αγροτικό ζήτημα της χώρας μας θα βρεθεί μπροστά στις νόρμες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, μπροστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η χώρα μας ήταν μια χώρα με ικανοποιητική αγροτική παραγωγή, που εάν εξασφαλίζονταν και ορισμένες προϋποθέσεις παραπέρα θα μπορούσε να εξασφαλίσει σημαντική επάρκεια σε αγροτικά προϊόντα και να καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες της, χωρίς να καταφεύγει ιδιαίτερα σε εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, τουλάχιστον εκείνων των αγροτικών προϊόντων που θα παρήγαγε η ίδια.
Η απόδειξη γι’ αυτόν τον ισχυρισμό μας βρίσκεται στο γεγονός ότι η χώρα μας είχε θετικό ισοζύγιο σε σχέση με τις εισαγωγές και εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και η κατάσταση αντιστράφηκε καθοριστικά με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτήν την κατάσταση βέβαια δεν τη συναντάμε μόνο στην αγροτική οικονομία, αλλά είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό πλέον της Ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα αποδείχτηκε μεγάλη αγορά για ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδείχτηκε πολύ μικρή αγορά για την Ελλάδα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, όχι μόνο ψαλιδίστηκαν έως και μηδενίστηκαν οι αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας μας, αλλά και εκεί που διέθετε απόλυτη επάρκεια σε αγροτικά προϊόντα και κάλυπτε τις εσωτερικές της ανάγκες μετατράπηκε σε χώρα με διατροφική εξάρτηση. Ήρθε, δηλαδή, η πλήρης αντιστροφή στην παραγωγική ικανότητα της χώρας μας σε αγροτικά προϊόντα.
Θα θυμίσουμε ότι κατά τη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων αλλά και κατά την περίοδο που θα διεξάγονταν το δημοψήφισμα τα κύρια επιχειρήματα των πολιτικών κομμάτων που τάχτηκαν υπέρ του «ΝΑΙ», με το αιτιολογικό ότι το «ΟΧΙ» ισοδυναμεί με άρνηση του ευρώ και της παραμονής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν ότι θα μεταβληθεί η Ελλάδα σε Βενεζουέλα και θα πεινάσουν οι Έλληνες, γιατί δε θα μπορούσε η χώρα μας να προμηθευτεί τα αναγκαία τρόφιμα!
Τι πιο απτή και τρανή απόδειξη και ομολογία για τη ζημιά που υπέστη η Ελλάδα από την ένταξη στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Αφού τα κόμματα που κυβέρνησαν έφεραν την καταστροφή στην αγροτική οικονομία προωθώντας και εφαρμόζοντας τις ντιρεκτίβες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ΚΑΠ, στη συνέχεια επικαλούνταν αυτήν την καταστροφή για να «αποδείξουν» και να πείσουν τον Ελληνικό λαό για την αναγκαιότητα παραμονής της χώρας μας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση!
Αστικός κυνισμός, που βέβαια το μόνο που θα εξασφάλιζε θα ήταν η συνέχεια της καταστροφής της αγροτικής παραγωγής και των μικρομεσαίων αγροτών.
Το πρώτο και πιο θεμελιώδες ζήτημα που προκύπτει για την αγροτική οικονομία της χώρας μας, και όχι μόνο γι’ αυτήν, είναι η αγροτική παραγωγική συρρίκνωση που υπέστη από την ένταξη.
Συνεπώς το αίτημα της αποδέσμευσης της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σημαντικός όρος για την αγροτική παραγωγή της χώρας μας και δε μπορεί παρά να είναι αίτημα προτεραιότητας και του αγροτικού κόσμου, της μικρομεσαίας αγροτιάς, μπροστά και στις κινητοποιήσεις που προετοιμάζουν, μαζί βέβαια με τα άλλα αιτήματα που διεκδικούν.
Πρόκειται για ένα ώριμο πλέον αίτημα, που πρέπει να προωθήσει με σταθερότητα το Αγροτικό Κίνημα των μικρομεσαίων αγροτών. Αυτό θα είναι και το πρώτο βήμα για να μπορέσει η χώρα μας να σταματήσει την καταστροφή της αγροτικής της παραγωγής και να αξιοποιήσει τις αναπτυξιακές της δυνατότητες.
Και είναι ώριμο, γιατί στη συνείδηση της μικρομεσαίας αγροτιάς έχει γίνει πλέον κατανοητό ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν προέρχονται από την εφαρμογή της ΚΑΠ και των άλλων κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η οικονομική κρίση τα όξυνε παραπέρα, όπως όξυνε και τα προβλήματα των εργαζομένων με αποτέλεσμα να φέρει πιο κοντά την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα.
Γι’ αυτό το λόγο το αίτημα της αποδέσμευσης (και όλα τα αιτήματα της μικρομεσαίας αγροτιάς) πρέπει να συνδυάζεται και με την προσπάθεια για τη σφυρηλάτηση της κοινωνικής συμμαχίας των μικρομεσαίων αγροτών με την εργατική τάξη, τα άλλα μικρομεσαία στρώματα της πόλης, για να διεκδικήσουν την πολιτική εξουσία, στο πλαίσιο μιας κοινής προγραμματικής πρότασης, που θα βάλει τη χώρα μας σε έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης προς όφελος των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, της κάλυψης των κοινωνικών τους αναγκών.
COMMENTS