Η συμμετοχή του ΚΚΕ σε αστική κυβέρνηση – Γ – μέρος (Τελευταίο)

Στην τελευταία αυτή συνέχεια θα θέλαμε να παραθέσουμε ορισμένα συγκεκριμένα παραδείγματα προς επίρρωση όλων όσων αναφέραμε στις δύο προηγούμενες συνέχειες. Στο πως, δηλαδή, εκλογικεύονται οι σχέσεις του κόμματος με τις λαϊκές μάζες, σύμφωνα με τις θέσεις που παίρνει. Θα είμαστε πολύ συγκεκριμένοι.

  • Η ηγεσία του Κόμματος χαρακτήρισε την καπιταλιστική οικονομική κρίση ως κρίση υπερσυσσώρευσης (εδώ δε θα σταθούμε στο εάν είναι σωστός ο χαρακτηρισμός της οικονομικής κρίσης). Παραπέρα, δεν προέβη σε κάποιο διαχωρισμό, ως προς το χαρακτήρα της, σ’ ό,τι αφορά την οικονομική κρίση της χώρας μας.

Εκ των πραγμάτων, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο, παρέκαμψε τις εκτιμήσεις όλων των Συνεδρίων του Κόμματος, που αναφέρονταν στη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Γνωστή είναι επίσης και η προϊούσα αρνητική κατάσταση στην οποία περιήλθε το τραπεζικό σύστημα. Τελικά, ουσιαστικά κατέρρευσε. Ενδεικτικός είναι και ο δανεισμός, που μετατρέπεται σε αύξηση του χρέους. Καταλυτική είναι η εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στην αγροτική οικονομία. Την ίδια στιγμή δια μέσου των κόκκινων δανείων επιχειρείται, παράλληλα, και μια αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας.

Το ερώτημα ή απορία, πιο σωστά, που προκύπτει είναι: πως είναι δυνατό να έχουμε υπερσυσσώρευση κεφαλαίου από τη μια μεριά και συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης (δηλαδή, του κεφαλαίου) από την άλλη μεριά και την ίδια στιγμή (έστω ως αστική λύση) να είναι το ζήτημα των επενδύσεων, που δεν πραγματοποιούνται, το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα της Ελληνικής οικονομίας, διαδικασία, δηλαδή, που θα συμβάλλει στην αύξηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου;

Το γεγονός αυτό, ότι ο γενικός χαρακτήρας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης (ανεξάρτητα από την ορθότητα του ορισμού της) αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο και για τη χώρα μας, εμπόδισε το Κόμμα μας να εντοπίσει και να προσδιορίσει το πως εκφράζεται η οικονομική κρίση συγκεκριμένα στη χώρα μας, τις υπαρκτές ιδιομορφίες της. Και η πιο βασική διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι από τη δεκαετία του ’80 έχει αρχίσει να καταστρέφεται η παραγωγική βάση της χώρας μας, ως αποτέλεσμα της ένταξης της χώρας μας στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πιο αποκαλυπτική απόδειξη για τον παραπάνω ισχυρισμό μας είναι η ίδια η παραδοχή από την πλευρά του ΣΕΒ, που κάνει λόγο επισήμως ότι «η Ελλάδα που παράγει φθίνει», συνεχώς από τη δεκαετία του ’80, ενώ προσπαθεί από τη μια μεριά να αντιμετωπίσει τη φθίνουσα πορεία της παραγωγικής βάσης της χώρας μας, με βάση τα δικά της συμφέροντα, επιδιώκοντας την κατάργηση της επιτροπείας και περισσότερους βαθμούς εθνικής ανεξαρτησίας, από την άλλη μεριά στηρίζει την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ!

Από οικονομική άποψη η φθίνουσα παραγωγική πορεία για τη χώρα μας σημαίνει ότι σημαντικοί παραγωγικοί κλάδοι είτε υποβαθμίζονται είτε και καταστρέφονται. Πράγμα που έχει και τις αντίστοιχες συνέπειες και στη σχέση των εισαγωγών – εξαγωγών, μια και το σλόγκαν που επικρατεί είναι ότι η οικονομία πρέπει να είναι εξωστρεφής, δηλαδή προσανατολισμένη προς τις εξαγωγές. Φυσικά αυτήν τη φθίνουσα πορεία της παραγωγικής βάσης της χώρας μας οι πρώτοι που την «πληρώνουν» είναι οι εργαζόμενοι με την αύξηση της ανεργίας.

Τώρα αναγνωρίζεται απ’ όλους τους οικονομικούς αστούς αναλυτές και άρχισε να γίνεται παραδεκτό ότι πρέπει να επανεξεταστεί όλη η πολιτική, που ακολουθήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες και ότι ιδιαίτερα, κατά διάρκεια της οικονομικής κρίσης, επικράτησε ένα κλίμα αποεπένδυσης, δηλαδή μη συσσώρευσης του κεφαλαίου.

Την ίδια στιγμή πραγματοποιούνται ιδιωτικοποιήσεις σε βασικούς τομείς της οικονομίας της χώρας μας, που περνάνε στα χέρια κυρίως του ξένου κεφαλαίου.

Το Κόμμα μας δε μπόρεσε, μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, να αντιπαραθέσει ένα πρόγραμμα συγκεκριμένων μέτρων, που θα συνδύαζε τα άμεσα προβλήματα της οικονομίας της χώρας μας με την προοπτική του σοσιαλισμού, την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία. Και αυτή η έλλειψη από την πλευρά του οφείλεται σαφώς στην εγκατάλειψη Λενινιστικών θέσεων ή στη στρεβλή υποστήριξη ορισμένων θέσεων των Κλασσικών μας.

Το Κόμμα μας αντιτάχτηκε π.χ. στις ιδιωτικοποιήσεις. Δεν υποστήριξε, όμως, αντίστοιχα τη θέση ότι βασικοί τομείς της οικονομίας, όπως π.χ. το τραπεζικό σύστημα, πρέπει να κρατικοποιηθούν άμεσα, σε συνδυασμό βέβαια με την αλλαγή των τάξεων και της κυβέρνησης στην εξουσία, γιατί και οι κρατικές επιχειρήσεις ή το τραπεζικό σύστημα ουσιαστικά, και αυτή είναι σωστή ως γενική θέση, εντάσσονται στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή.

Το να αναφέρεσαι μόνο σε μια γενική αρχή, χωρίς να την αντιμετωπίζεις συγκεκριμένα αποτελεί στρέβλωση. Εδώ φαίνεται καθαρά ότι η ηγεσία του Κόμματος προσπερνάει τις Λενινιστικές επεξεργασίες, έτσι όπως αποτυπώθηκαν στην αρθρογραφία του Β. Ι. Λένιν λίγο πριν την επαναστατική εξέγερση του Οκτώβρη, προσπερνάει τη Λενινιστική επαναστατική τακτική, που κάνει την καταστροφή της παραγωγικής βάσης της Ρωσίας και των συνεπειών από τη συμμετοχή της στον πόλεμο υπόθεση των λαϊκών μαζών, την οποία την εκλογικεύει συγκεκριμένα σε συνθήματα και ιδεολογικοπολιτική δουλειά, την αποτυπώνει και προγραμματικά με τα συγκεκριμένα αιτήματα που διατυπώνει, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα το χαρακτήρα της εξουσίας με την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία με φορείς τα εργατικά και αγροτικά Σοβιέτ.

Με αυτήν την επαναστατική τακτική οι Μπολσεβίκοι κέρδισαν τις λαϊκές μάζες μέσα στα Σοβιέτ, μη χάνοντας ποτέ το στόχο της Επανάστασης, εφαρμόζοντας μια τακτική που υπηρετούσε με συγκεκριμένα βήματα τη στρατηγική τους και όχι παραπέμποντας τα καθήκοντα της συγκεκριμένης στιγμής για μετά τη Σοσιαλιστική Επανάσταση.

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο σπάνε οι δεσμοί του Κόμματος με τις λαϊκές μάζες, μη μπορώντας να συγκεκριμενοποιήσει τα καθήκοντα της περιόδου της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας. Δε διαθέτει πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, που μέσα από αυτήν θα κινητοποιηθούν οι λαϊκές μάζες και θα συνειδητοποιήσουν την ανάγκη της αλλαγής του χαρακτήρα της εξουσίας, την ανάγκη ενίσχυσης του ΚΚΕ.

  • Το γεγονός αυτό έχει άμεσες επιπτώσεις στην πολιτική στάση του Κόμματος. Κατ’ αρχάς δε μπορεί να παρακολουθήσει με πολιτική ακρίβεια την κίνηση των λαϊκών μαζών. Τη διετία ’10 – ’12, που αναπτύσσονται σημαντικοί αγώνες των εργαζομένων, στους οποίους πρωτοστατεί το ΠΑΜΕ και το Κόμμα μας, το τελικό αποτέλεσμα στις εκλογές του ’12 είναι να χάσει το Κόμμα μας τις μισές του δυνάμεις. Ακριβώς επειδή δεν έχει λύσει το πρόβλημα στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω.

Στις προεκλογικές περιόδους του Μάη και του Ιούνη, όπου μετακινούνται οι λαϊκές μάζες και το κύριο πρόβλημα που κυριαρχεί είναι το που θα κατασταλάξουν, πράγμα που εξαρτάται από το ποια διέξοδος δίνεται στις αναζητήσεις τους, η ηγεσία του Κόμματος υποστηρίζει τη θέση ότι οι λαϊκές μάζες δεν είναι ώριμες για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και για την εργατική εξουσία, κατ’ επέκταση όποια κυβέρνηση και εάν υπάρξει, χωρίς να έχει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής, ακόμη και κυβέρνηση του ΚΚΕ, δε μπορεί να κάνει τίποτα.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι αυτό το ζήτημα αποτέλεσε το κεντρικό θέμα της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης, γιατί την αστική τάξη, μπροστά στην κατάρρευση του τότε δικομματισμού, τη συνέφερε η μετακίνηση των λαϊκών μαζών προς το ΣΥΡΙΖΑ, που είχε υιοθετήσει την αστική στρατηγική, παρά προς το ΚΚΕ, έστω και εάν το Κόμμα μας παρέπεμπε ουσιαστικά τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι λαϊκές μάζες στο σοσιαλισμό. Και ακριβώς αυτή η στάση του Κόμματος διευκόλυνε τη μετακίνηση των λαϊκών μαζών προς το ΣΥΡΙΖΑ (και σε άλλους πολιτικούς σχηματισμούς), ακόμη και δικών του δυνάμεων.

  • Από τη στιγμή που αναλαμβάνει η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και πάλι βρισκόμαστε ως Κόμμα μπροστά στο ίδιο πρόβλημα. Τώρα με μια αριστερή, υποτίθεται, κυβέρνηση. Το Κόμμα μας δεν βλέπει ότι μπορεί να μην υπάρχει ουσιαστική μετακίνηση των λαϊκών μαζών, αυτήν την έλλειψη δεν την συνδυάζει καθόλου με τη δική του πολιτική και στάση, υπάρχει, όμως, μια ωρίμανση στις λαϊκές μάζες από την οποία μπορεί να ενισχυθεί. Δεν υπάρχουν, όμως, από την πλευρά του οι αντίστοιχες πολιτικές πρωτοβουλίες σε καίρια πολιτικά γεγονότα.

Θα ξεχωρίσουμε και θα αναφερθούμε συγκεκριμένα σε δύο παραδείγματα:

Το πρώτο: Η νέα κυβέρνηση αναλαμβάνει να κάνει την υποτιθέμενη σκληρή διαπραγμάτευση, την οποία την έχει εξαγγείλει προεκλογικά, εγκαταλείποντας οριστικά το σύνθημα « όχι με κάθε θυσία στο ευρώ».

Την ίδια στιγμή παίρνει θέση και ισχυρίζεται ότι κατά τις διαπραγματεύσεις που διεξάγει εκβιάζεται από τους «θεσμούς».

Η κυβέρνηση συνεχίζει τη διαπραγμάτευση και το Κόμμα μας δεν παίρνει την πρωτοβουλία, εκείνη τη στιγμή, να υποστηρίξει τη θέση: «αφού η κυβέρνηση εκβιάζεται (μόνο για καλό δε θα εκβιαζόταν) για να πάρει αντιλαϊκά μέτρα οι εργαζόμενοι θα πρέπει να επιβάλουν στην κυβέρνηση να σταματήσει αμέσως τη διαπραγμάτευση και να δρομολογήσει μια φιλολαϊκή λύση, που θα περιλαμβάνει την αποδέσμευση από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση». Λογικό επόμενο μιας τέτοιας πρωτοβουλίας θα ήταν να προσδιορίσει το ποιό θα έπρεπε να είναι το περιεχόμενο της φιλολαϊκής λύσης και να κινητοποιήσει τις λαϊκές μάζες.

Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση μπροστά σε μια τέτοια πρωτοβουλία θα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση και το πολιτικό τοπίο θα διαφοροποιούταν σημαντικά μπαίνοντας σε μια νέα φάση, όπου το ΚΚΕ θα είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων απέναντι και στην κυβέρνηση και την αστική αντιπολίτευση, ενώ θα ξεσκέπαζε τη δημαγωγική τακτική της Χρυσής Αυγής.

Αναρωτιέται κανείς, γιατί το Κόμμα μας δεν πήρε ποτέ μια τέτοια πολιτική πρωτοβουλία, ενώ ήταν μια πραγματική ευκαιρία; Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι ήταν αδύνατον να πάρει μια ανάλογη πρωτοβουλία, αφού την αποδέσμευση από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση τη συνδύαζε αποκλειστικά και μόνο με τη Σοσιαλιστική Επανάσταση.

Το αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης της πρωτοβουλίας ήταν το Κόμμα μας να καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι πάει για ένα νέο μνημόνιο, που ήταν βέβαια σωστή αυτή η θέση, αλλά να μη δυναμώνει παράλληλα και στον απαιτούμενο βαθμό τις σχέσεις του με τις λαϊκές μάζες κατά ουσιαστικό τρόπο.

Το δεύτερο: Μπροστά στην κατάσταση που δημιουργείται η κυβέρνηση αναζητάει τρόπους διαφυγής. Προωθεί, λοιπόν, το δημοψήφισμα. Σαφώς επρόκειτο για μια απάτη της κυβέρνησης. Το έκανε για να το χάσει, και εδώ μπορούμε να διαπιστώσουμε το πως μια κυβέρνηση που υποδύεται ότι είναι αριστερή συνδράμει με πρακτικό και πολιτικό τρόπο στη δεξιά μετακίνηση των λαϊκών μαζών. Και σωστά και το Κόμμα μας μίλησε για απάτη της κυβέρνησης.

Πρέπει να θυμηθούμε την περίοδο του δημοψηφίσματος που συνολικά τα αστικά ΜΜΕ είχαν ταχθεί υπέρ του «ΝΑΙ», ταυτίζοντάς το με την παραμονή στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να επαναφέρουμε στη μνήμη μας τη θέση που πήραν όλα τα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης.

Το Κόμμα μας και πάλι δε μπόρεσε να παρακολουθήσει την κίνηση των λαϊκών μαζών. Δεν είδε ότι το «ΟΧΙ» των λαϊκών μαζών δεν ταυτιζόταν με το «ΟΧΙ» της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση ουσιαστικά ήταν υπέρ του «ΝΑΙ». Το «ΟΧΙ» των λαϊκών μαζών περιείχε και ένα «ΟΧΙ» προς την κυβέρνηση.

Θα έπρεπε να αναλάβει να δώσει τη δική του πολιτική ερμηνεία στο «ΟΧΙ» των λαϊκών μαζών, που ασφαλώς πλησίαζε προς τις θέσεις του, ως προς τη φύση και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ. Οι λαϊκές μάζες ήταν έτοιμες να δεχτούν μια τέτοια πολιτική πρωτοβουλία, την ίδια στιγμή που δεν ήταν έτοιμες για μια ανοιχτή σύγκρουση με την κυβέρνηση, γιατί δε μπορούσαν να δουν το «μετά». Αυτό το μετά δεν το προσδιόρισε το Κόμμα.

Εκ των υστέρων το Κόμμα μας στις εκτιμήσεις του ανακάλυψε ότι το «ΟΧΙ» περιείχε ριζοσπαστισμό. Το βασικό πρόβλημα, όμως, δεν ήταν αυτό. Το βασικό πρόβλημα για την πολιτική του Κόμματος ήταν ότι δεν κατανοούσε το πως και το γιατί αυτός ο ριζοσπαστισμός δεν εκφράστηκε μέσα από τη δική του θέση για το «ΑΚΥΡΟ», ενώ την ίδια στιγμή δεχόταν ότι το «ΟΧΙ» περιείχε ριζοσπαστισμό. Με άλλα λόγια τι δεχόταν; Δεχόταν την πολιτική ωρίμανση των λαϊκών μαζών, που δεν είχαν φτάσει, όμως, στο επίπεδο που θα ήθελε το ίδιο το Κόμμα μας. Και από αυτό το γεγονός απέφευγε να εξάγει συμπεράσματα για τη δική του στάση, αλλά και για την πορεία συνειδητοποίησης των λαϊκών μαζών.

Το «κακό», όμως, δε σταματάει εδώ. Ενώ το Κόμμα μας έχει καταγγείλει το δημοψήφισμα ως απάτη της κυβέρνησης, παίρνει μέρος στη σύσκεψη των αρχηγών των κομμάτων υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και εκεί, έστω και καταθέτοντας τη δική του θέση, «νομιμοποιεί» δια της παρουσίας του την αλλαγή του «ΟΧΙ» σε «ΝΑΙ».

Από την πλευρά μας σε καμία περίπτωση δεν ισχυριζόμαστε ότι επρόκειτο για μια συνειδητή ενέργεια. Απλώς υποστηρίζουμε τη θέση ότι το Κόμμα δεν έπρεπε να πάρει μέρος σ’ αυτήν τη σύσκεψη. Για μας είχε μεγάλη πολιτική σημασία σε σχέση με τη στάση του απέναντι στις λαϊκές μάζες.

Όπως μεγάλη πολιτική σημασία είχε και η απάντηση που έδωσε ο Γραμματέας του Κόμματος σε σχετική ερώτηση για το ευρώ αμέσως μετά την έξοδο από το Προεδρικό Μέγαρο. Τα τρία απανωτά «ΟΧΙ» που ειπώθηκαν, που, βέβαια, ακολουθήθηκαν από τη συνολική θέση του Κόμματος για την αποδέσμευση από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδείκνυαν πως το Κόμμα μας άφηνε μετέωρες τις λαϊκές μάζες, που είχαν ψηφίσει και εκφραστεί με το «ΟΧΙ», την ώρα που το «ΟΧΙ» μέσα στη σύσκεψη των αρχηγών μετατρεπόταν σε λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο σε «ΝΑΙ».

Και για να κλείνουμε αυτήν τη σειρά των άρθρων θα θέλαμε να αναφερθούμε στο τελικό αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του Κόμματος με τις λαϊκές μάζες. Η κατάληξη είναι η ιδεολογικοποίηση της ύφεσης του Εργατικού Κινήματος. Ο τρόπος που αναπτύσσει την πολιτική του το Κόμμα μας καταλήγει σ’ αυτό το σημείο.

Από την πλευρά μας δε μπορούμε να δεχθούμε μια τέτοια εξέλιξη και τοποθέτηση, που προκύπτει από την ίδια την επιχειρηματολογία του Κόμματος, γιατί θεωρούμε ότι η πορεία του Εργατικού Κινήματος δεν ήταν αναπόφευκτη και αναπότρεπτη, δεν πιστεύουμε ότι οι λαϊκές μάζες δε διαθέτουν αγωνιστικές διαθέσεις, ούτε επίσης πιστεύουμε ότι υπάρχουν φωτεινές ηγεσίες και λαϊκές μάζες, που είναι καθυστερημένες και γεμάτες αυταπάτες σε τέτοιο βαθμό, που να μην αντιλαμβάνονται την πολιτική των ηγεσιών των κομμάτων.

COMMENTS