Η κρίση της αστικής τάξης και η παρέμβαση Ιερώνυμου-Αμβρόσιου (Β’ μέρος)

Στην συνέντευξή του, ο Ιερώνυμος κάνει ένα πολιτικό κήρυγμα με απειλές προς οποιονδήποτε διανοηθεί να επαναπροσδιορίσει τις οικονομικές δοσοληψίες της Εκκλησίας και τη σχέση της με το κράτος. Η τακτική του διαλόγου που επικαλείται ο Αρχιεπίσκοπος είναι πάγια παρελκυστική πρακτική της ηγεσίας της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για ατέρμονες διαβουλεύσεις προκειμένου να μη γίνει στο τέλος τίποτα. Δοκιμασμένη μέθοδος από τους ιεράρχες με κορυφαίο παράδειγμα την τύχη της εκκλησιαστικής περιουσίας κατά τη δεκαετία του 1980.

Για να τεκμηριώσει τις απειλές, που εξαπολύει προς την κυβέρνηση και όχι μόνο, ο Ιερώνυμος προβάλλει τη συνολική αναξιοπιστία και την ιδεολογικοπολιτική φθορά του κομματικού συστήματος της αστικής τάξης. Ωσάν να είναι σε θέση ισχύος, η Εκκλησία για να οικειοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα ασκεί κριτική προς όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις για την αποδοχή της πολιτικής των μνημονίων και τους εγκαλεί εμμέσως πλην σαφώς και με περίσσια υποκρισία για υποτέλεια προς την Ευρωπαϊκή Ένωση!

Από μια άποψη η Εκκλησία είναι σε θέση ισχύος, καθώς διαθέτει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ κινητή και ακίνητη περιουσία που ξεκινά από τεράστιες εκτάσεις σε αγροκτήματα, μέχρι ξενοδοχειακές και κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις και φτάνει να περιλαμβάνει μετοχές σε μεγάλες τράπεζες και βιομηχανίες, ακόμα και ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Έχει σημασία να πούμε ότι επίσημη και ακριβής αποτύπωση της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι αδύνατο να γίνει, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στον αστικό τύπο η Εκκλησία θεωρείται ο δεύτερος μεγαλύτερος ιδιοκτήτης περιουσίας μετά το δημόσιο στην Ελλάδα. Από την άποψη αυτή έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε πόσο βολικό είναι και για την Εκκλησία να μην προχωράνε μεταρρυθμίσεις που έχουν εξαγγείλει σωρεία κυβερνήσεων, όπως πχ η δημιουργία κτηματολογίου και περιουσιολογίου.

Οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις υπολογίζουν σε 20 δις ευρώ την συνολική περιουσία της Εκκλησίας, ενώ κάποιες θεωρούν βάσιμα ότι ξεπερνάει κατά πολύ τα 50 δις ευρώ. Κατά συνέπεια η θέση ισχύος της Εκκλησίας της Ελλάδας στηρίζεται όχι στο πνευματικό της έργο, αλλά στην υλική δύναμη που διαθέτει ένας ισχυρός καπιταλιστής, ένας όμιλος επιχειρήσεων που κατέχει θέση μονοπωλίου στην αγορά. Αυτή η υλική δύναμη καθορίζει και την «ποιμαντική αποστολή» της Εκκλησίας.

Το ιδιαίτερο στοιχείο στο οποίο πρέπει να σταθεί κανείς είναι το ύφος του Αρχιεπισκόπου, ο οποίος «ξύνει πληγές» της αστικής τάξης προτάσσοντας την απαξίωση του πολιτικού συστήματος και την κρίση εμπιστοσύνης που το μαστίζει. Αξίζει να δει κανείς προσεκτικά το πώς τοποθετείται ιδεολογικά ο Αρχιεπίσκοπος για την άρνηση της Εκκλησίας να αποδεχτεί το διαχωρισμό της από το κράτος και την αφαίρεση από το σύνταγμα του χαρακτηρισμού της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας ως επικρατούσας. «Στην ποιμαντική αποστολή της Εκκλησίας δεν υπάρχει ο λέξη χωρισμός. Οι πολίτες δημιουργούν το κράτος και η Εκκλησία γεννάει τους πολίτες. Μπορείτε να το καταλάβετε αυτό το πράγμα; Υπάρχει μια μητρική σχέση της Εκκλησίας και του λαού αυτού. Ποιος θα μας χωρίσει;»

Η παραπάνω άποψη της Εκκλησίας δεν είναι τωρινή άποψη. Είναι διαχρονική. Την άποψη πως η Εκκλησία είναι «μάνα του λαού» και ως εκ τούτου μάνα και του κράτους πρόβαλε πάντα η Ιεραρχία όταν ήθελε να προασπίσει τα συμφέροντά της από μεταρρυθμίσεις που της αφαιρούσαν ζωτικό χώρο στο σύστημα κρατικής εξουσίας της αστικής τάξης.

Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Αρχιεπίσκοπος είναι αποκαλυπτικές της ουσίας της τοποθέτησής του. Στην προκειμένη περίπτωση κράτος σημαίνει συγκρότηση της αστικής τάξης ως κυρίαρχης τάξης που ασκεί εξουσία. Η φράση του Ιερώνυμου πως «οι πολίτες δημιουργούν το κράτος και η Εκκλησία γεννάει τους πολίτες» σημαίνει σε απλά ελληνικά ότι χωρίς τις πλάτες της Εκκλησίας δεν μπορεί να σταθεί ως άρχουσα τάξη η αστική τάξη στην Ελλάδα. Είναι μια σαφής προειδοποίηση του Ιερώνυμου για το πώς αντιλαμβάνεται τον ιδεολογικοπολιτικό της ρόλο ή κατά την έκφρασή του την «ποιμαντική αποστολή της» η Ιεραρχία.

Σε αυτό το πλαίσιο και παίρνοντας υπόψη το σύνολο της παρέμβασης Ιερώνυμου και Αμβρόσιου δύο είναι τα κυρίαρχα στοιχεία, που προβάλλει η ηγεσίας της Εκκλησίας για να κατοχυρώσει έναν ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό ρόλο και μια ενεργό ανάμιξη στις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της χώρας ενταγμένες στο εθνικό και διεθνές πλαίσιο της ταξικής πάλης και διαπάλης.

Το πρώτο στοιχείο είναι η προβολή ενός «εξωτερικού εχθρού». Ο Ιερώνυμος οριοθετεί ως απειλή για την «ελληνική γλώσσα, ελληνική θρησκεία και ελληνική συνείδηση» τον «μουσουλμανισμό» λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «ο τόπος μας προχωράει από στιγμή σε στιγμή στον αφελληνισμό και τον αποχριστιανισμό». Για να υποστηρίξει αυτή του την άποψη προβαίνει σε μια απαράδεκτη τοποθέτηση που ενθαρρύνει τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό κατά των προσφύγων, τροφοδοτώντας την ακροδεξιά και σπρώχνοντας τον άξονα συνολικά του πολιτικού συστήματος προς αυτή την κατεύθυνση.

Το δεύτερο στοιχείο από τη μεριά της επίσημης Εκκλησίας είναι η ταύτιση της Αριστεράς (όπως την κατανοεί ή θέλει να την κατανοεί) με τον κομμουνισμό και τους στόχους του από τη μια μεριά και από την άλλη η υπενθύμιση από μεριάς της Ιεραρχίας του ιδεολογικοπολιτικού χάσματος, που χωρίζει την μαρξιστική κοσμοθεωρία από τη θρησκευτική ιδεολογία γενικά και συγκεκριμένα από το χριστιανικό ορθόδοξο δόγμα. Οι υπαινιγμοί του αρχιεπισκόπου είναι σαφείς και δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται από τη μεριά της ηγεσίας της εκκλησίας η δημιουργία του «εσωτερικού εχθρού» που είναι ο …κομμουνισμός.

Αυτά τα δύο στοιχεία βρίσκουν την πιο ολοκληρωμένη έκφρασή τους στο «αυτονόητο» συμπέρασμα για το ρασοφόρο «χωροφύλακα» Αμβρόσιο ότι «Πρόσφυγες και Αριστερά αποτελούν απειλή για το Έθνος και τη Θρησκεία». Κατά συνέπεια καταλαβαίνουμε όλοι, πολύ καλύτερα τώρα, ορισμένους από τους ηθικούς αυτουργούς εκτρόπων και δολοφονικών ενεργειών κατά των προσφύγων και των μεταναστών αλλά και κατά αριστερών και κομμουνιστών, κατά προοδευτικών ανθρώπων γενικά. Γίνεται περισσότερο εμφανές τώρα ποιοι οπλίζουν τα χέρια των ακροδεξιών τραμπούκων και δεν είναι άλλοι από το αστικό κράτος, τα αστικά κόμματα και την ηγεσία της Εκκλησίας που δεν θέλουν το διαχωρισμό τους. Από την άποψη αυτή τα κηρύγματα από άμβωνα για την «αγάπη προς τον πλησίον» έχουν τόση αξία και κρύβουν τόση υποκρισία όση και οι φιλολαϊκές διακηρύξεις των αστικών κομμάτων από το βήμα της βουλής ή τα προεκλογικά μπαλκόνια.

Η ιδεολογικοπολιτική τοποθέτηση της ηγεσίας της Ελληνικής Εκκλησίας στις σύγχρονες εξελίξεις κινείται απολύτως μέσα στο πλαίσιο της κυρίαρχης ιδεολογίας του ιμπεριαλισμού για την αναδιανομή της παγκόσμιας αγοράς. Ο μοχλός της καπιταλιστικής Δύσης τις τελευταίες δεκαετίες για να αλλάξει το συσχετισμό των δυνάμεων στη Μέση Ανατολή και την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου με πολεμικά μέσα ήταν η ανακήρυξη σε αντίπαλο της «ισλαμικής τρομοκρατίας», που ,όμως, τροφοδοτούνταν και εξοπλίζονταν παρασκηνιακά από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης και περιφερειακές δυνάμεις της περιοχής μας, που ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της καπιταλιστικής Δύσης.

Άρα εδώ δεν πρωτοτυπεί η Ελληνική Εκκλησία. Το ιδιαίτερο στοιχείο όμως που ξεχωρίζει την παρέμβασή της είναι ότι τάσσεται με τις ιδεολογικές κατασκευές εκείνων των τμημάτων του κεφαλαίου της Δύσης που έχασαν σε ισχύ από την λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση». Και αυτές τις δυνάμεις τις εκφράζει σε μεγάλο βαθμό η σύγχρονη ακροδεξιά. Η ποικιλία των εθνικών εκφράσεων αυτής της ακροδεξιάς οφείλεται στις ιστορικές καταβολές της σε κάθε χώρα και φυσικά συναντάται ως ρεύμα και εντός των κλασικών συντηρητικών και δεξιών κομμάτων, της λεγόμενης κεντροδεξιάς όπως είναι στη χώρα μας η ΝΔ.

Η εχθρότητα της ηγεσίας της Εκκλησίας προς άλλες αστικές δυνάμεις, όπως τα νεοφιλελεύθερα κόμματα, η σοσιαλδημοκρατία και οι φιλικές προς σ’ αυτά τα κόμματα δυνάμεις, όπως η «φιλελεύθερη αριστερά» ή «ανανεωτική» ή και «ριζοσπαστική αριστερά», έγκειται στο γεγονός ότι αυτές οι δυνάμεις έπαιξαν πρωταγωνιστικό ιδεολογικό ρόλο («ανοιχτά σύνορα» για τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου) στην υπηρέτηση των σύγχρονων ιμπεριαλιστικών δογμάτων, πάντα βεβαίως σε συνεργασία με τη συντριπτική πλειοψηφία παραδοσιακών αστικών φιλελεύθερων κομμάτων.

Η εχθρότητα αυτή άλλωστε είναι χαρακτηριστικό στη στάση πάρα πολλών Χριστιανικών Εκκλησιών της Δύσης. Ειδικά σε ότι αφορά την Ελληνική Χριστιανική Ορθόδοξη Εκκλησία, σήμερα που το δυτικό κεφάλαιο και τα κόμματά του διάγουν μια περίοδο βαθιάς ιδεολογικοπολιτικής κρίσης, σήμερα που το δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν», που σφράγισε τη στρατηγική της Ελληνικής αστικής τάξης έχει κουρελιαστεί, η ηγεσία της Εκκλησίας επιχειρεί να αναστηλώσει ιδεολογικά το φθαρμένο όραμα του δυτικού καπιταλισμού στο όνομα του «θεού» και του «Ελληνορθόδοξου Πολιτισμού», βλέποντας την ανημπόρια της εγχώριας αστικής τάξης και των κομμάτων της να το πράξουν με τα δικά τους ιδεολογικά μέσα.

Αυτή η στάση της ηγεσίας της Ελληνικής Εκκλησίας εκφράζει παράλληλα και την εγχώρια αστική διαμαρτυρία για τους όρους της μοιρασιάς στην παγκόσμια αγορά. Όποιος παρατηρεί προσεκτικά την αρθρογραφία και τις ιδεολογικές αναζητήσεις της Ελληνικής ακροδεξιάς θα δει κριτικές κατά της ιμπεριαλιστικής Δύσης, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ό,τι αφορά στα Βαλκάνια, επειδή «σκοτώνουν ορθόδοξους χριστιανούς για να υποστηρίξουν τη δημιουργία στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης της μουσουλμανικής Βοσνίας» (Φαήλος Κρανιδιώτης, Κυριακάτικη Δημοκρατία, 13 του Νοέμβρη, σελ 18).

Με δυο λόγια ο εσωτερικός και εξωτερικός εχθρός για την Εκκλησία είναι ο ίδιος και για την παρακμάζουσα εγχώρια αστική τάξη, που την καταπίνει η χοάνη των ιμπεριαλιστικών σχεδίων και δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες εγκλωβισμού των μαζών στα οράματα του Μαμωνά. Στο πολιτικό επίπεδο θα δούμε ότι κατά κύριο λόγο ακροδεξιές και νεοναζιστικές, νεοφασιστικές δυνάμεις στην Ελλάδα εκφράζουν αντίστοιχες πολιτικές θέσεις με την ηγεσία της Εκκλησίας και υιοθετούν ατόφια τη ρητορική της.

Το θέμα αυτό, το Κομμουνιστικό Κίνημα οφείλει να το δει και να το αντιμετωπίσει και από μια ακόμη πλευρά. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις συμπεριλαμβανομένης και της ηγεσίας της χριστιανικής ορθόδοξης εκκλησίας της Ελλάδας εκφράζουν πιο ολοκληρωμένα και την επιθετικότητα της Ελληνικής αστικής τάξης. Και αυτή την επιθετικότητα («να πάρουμε την Πόλη Παναγιά μου και την Αγιά Σοφιά») την αντιτάσσουν στην αντίστοιχη επιθετικότητα της Τουρκικής αστικής τάξης υποβοηθούμενες ιδεολογικά από το γεγονός ότι ο Ερντογάν θέλει να επιβάλλει ισλαμικό καθεστώς στη γειτονική χώρα.

Ακολουθεί το Γ’ μέρος.

COMMENTS