Σημειώσεις πάνω στο Κυπριακό ζήτημα

elismeΤο Ελληνικό Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, ένα Ελληνικό αστικό think tank, δημοσίευσε άρθρο, γύρω από τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης σε σχέση με την ομοσπονδιακή λύση στο Κυπριακό ζήτημα, το οποίο ξεκινάει με την παρακάτω θέση: «Η Σοβιετική Ένωση ήταν πάντα αντίθετη στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνταν στα ευρύτερα στρατηγικά της σχέδια και επιδιώξεις της. Την θέση αυτή φρόντισε να επιβεβαιώσει, στις 22 Ιανουάριου του 1965, ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο, σε συνέντευξη του στην Ισβέστια, στην οποία υπέδειξε ως λύση για την εσωτερική διάρθρωση του Ανεξάρτητου Κυπριακού Κράτους την “ομοσπονδιακή μορφή”».

Απ’ ότι γνωρίζουμε εμείς, γι’ αυτό το λόγο και εκφραζόμαστε σ’ αυτό το σημείο με επιφύλαξη, η Σοβιετική Ένωση δεν προκύπτει ιστοριογραφικά να είχε επίσημη θέση την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ακόμη και όταν το ΚΚΕ υποστήριζε και είχε ταχθεί υπέρ της Ένωσης. Το θέμα της Ένωσης ανακινείται από το ΕΑΜ από το 1945.

Παράλληλα, όμως, η Σοβιετική Ένωση δεν είχε και θέση ενάντια στην Ένωση. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή, που η Κύπρος διεκδικεί την εθνική της ανεξαρτησία, η Σοβιετική Ένωση και οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες βοηθάνε στα διεθνή φόρα και στον ΟΗΕ την υπόθεση της Κύπρου να αποκτήσει την εθνική της ανεξαρτησία.

Και αυτή η θέση της Σοβιετικής Ένωσης – που μπορεί να υποληφθεί από κάποιον και ως «θέση αναμονής», μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, όπως είχαν διαμορφωθεί και εξελίσσονταν εκείνη την εποχή, της πολυπλοκότητας αυτών των σχέσεων ως αποτέλεσμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, και ιδιαίτερα σε σχέση με το Κυπριακό ζήτημα, που αρχίζει να ανακινείται πριν το ’50, προκειμένου η Κύπρος να πάψει να βρίσκεται υπό Βρετανική κατοχή και που για την Ελληνική κυβέρνηση «η Κύπρος δεν αποτελεί εθνικήν διεκδίκησιν της Ελλάδος» (δήλωση του υπουργού Κ. Τσαλδάρη στη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι, 1946, από «Ρ» 4/1/2003).

Επομένως αυτό το «πάντα» πρέπει να θεωρηθεί ως ανυπόστατο και παραπλανητικό με τη φόρτιση, που επιδιώκει ο συγγραφέας του άρθρου να του αποδώσει σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, γιατί δεν αντιμετωπίζει τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης επί της ουσίας και στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που είχε τότε η Σοβιετική Ένωση.

Θα πρέπει να πούμε ότι το Κυπριακό ζήτημα δεν έπαψε ποτέ να είναι κυρίαρχο ζήτημα μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας στην περιοχή μας, το οποίο εμπλέκεται διαχρονικά στα γρανάζια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των αντιθέσεων μεταξύ τους, σε συνάρτηση με τη στάση, που κράταγαν Τουρκία και Ελλάδα. Ειδικά οι Ελληνικές κυβερνήσεις έπαιρναν θέση ανάλογη πάντα σε σχέση με τις διεθνείς συμμαχίες εκείνης της εποχής και το ρόλο που επιφύλασσαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην Κύπρο.

Οι παράγοντες που καθόριζαν την τύχη της Κύπρου ήταν βασικά δύο: ο πρώτος αφορούσε στο ρόλο της Κύπρου σε μια περιοχή μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας, πάντα με στόχο τον έλεγχό της και πάντα σε σχέση με την περικύκλωση της Σοβιετικής Ένωσης, ο δεύτερος αφορούσε στη μη παράδοση του νησιού στο ΑΚΕΛ, που είχε αναδειχτεί σε δύναμη με μεγάλη επιρροή σε όλες τις εθνότητες της Κύπρου, καθώς ομολογείται, μετά την Κουβανική Επανάσταση, για να μην υπάρξει περίπτωση να γίνει «η Κούβα της Μεσογείου».

Στην πολιτική που ασκούσαν οι μεγάλες δυνάμεις οι Ελληνικές κυβερνήσεις κράτησαν στάση πολιτικής υποτέλειας. Αρκεί να αναφέρουμε την απάντηση του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1950, ως αντιπρόεδρου της Ελληνικής κυβέρνησης, που έδωσε στο δήμαρχο της Λευκωσίας, που τον επισκέφτηκε για να του ζητήσει να αξιοποιήσει το δημοψήφισμα υπέρ της Ένωσης, που είχε διεξαχθεί με τη μορφή της συλλογής υπογραφών μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και συγκέντρωσε το 95,7% και που το είχαν υπογράψει και αρκετοί Τουρκοκύπριοι. Την παραθέτουμε: «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, του μεν αγγλικού, του δε αμερικανικού και, δι’ αυτό δεν μπορεί, λόγω του Κυπριακού, να πάθη ασφυξίαν…» (από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1968, Β’ Τόμος, σελ. 302). Αυτοί, λοιπόν, που κατά κύριο λόγο δεν ήθελαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ήταν: η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Ελλάδα και η Τουρκία.

Αυτή η πολιτική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και η υποτέλεια των Ελληνικών κυβερνήσεων, που καθόριζαν την εξωτερική τους πολιτική με βάση την υποταγή τους στα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, είναι που έφερε το Κυπριακό ζήτημα στο να κερδίζει συνεχώς έδαφος η Τουρκική επεκτατικότητα, η οποία επισημοποιήθηκε με τις Συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης το 1959 και αργότερα με την αποδοχή του Β’ Σχεδίου Άτσεσον το 1964.

Στο μεταξύ στην Κύπρο είχε αρχίσει ήδη η υποδαύλιση της εχθρότητας μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, που πήρε ανοιχτή μορφή, από το 1954, ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία της ΕΟΚΑ, από τον Γρίβα, και της ΒΟΛΚΑΝ, από τον Ντεκτάς. Οι δύο αυτές οργανώσεις επιδόθηκαν σε τρομοκρατική δράση και αγριότητες μέχρι και δολοφονίες, που έφερναν τη μία κοινότητα απέναντι στην άλλη και που διευκόλυναν τα σχέδια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και, μέσω αυτών, της Τουρκικής επεκτατικότητας.

Μετά τις Συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης, το Κυπριακό ζήτημα παρουσιάζεται με μια διπλή μορφή: είτε με την επίσημη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Κύπρου είτε με τη διχοτόμηση, που όπως ήταν φυσικό μπορούσε να καταλήξει και στη διπλή Ένωση.

Με κάθε τρόπο, όμως, είχε επέλθει ο κοινοτικός διαχωρισμός, που, από τις ίδιες τις εξελίξεις, από τις ίδιες Συμφωνίες, οδηγούσε και σε εδαφικό διαχωρισμό και είχε εμφανιστεί κι η έννοια της διχοτόμησης.

Η εμφάνιση της δήλωσης του Αντρέι Γκρομίκο έρχεται μετά την αποδοχή του Σχεδίου Β’ Άτσεσον από την πλευρά της Ελληνικής κυβέρνησης το 1964, που το απέρριψε η Τουρκία, και το οποίο (Σχέδιο Β’) προέβλεπε επαρχίες της Κύπρου υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση από επάρχους. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου υιοθετεί τη θέση της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και τη Νατοποίηση του νησιού.

Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων η ΕΣΣΔ ξεκαθαρίζει τη θέση της, αφού προηγουμένως έχει προειδοποιήσει την Τουρκία να αποφύγει κάθε πραγματοποίηση της απειλής της για εισβολή στην Κύπρο, με τοποθέτηση του ίδιου του Νικήτα Χρουτσόφ, και ενώ προσπαθεί να εφοδιάσει την Κύπρο με οπλισμό, που περιλάμβανε ακόμη και πυραυλικά συστήματα, δια μέσου Αιγύπτου, πράγμα, που, όταν έγινε γνωστό, συνάντησε την αντίθεση των εμπλεκόμενων δυνάμεων, ακόμη και την αντίθεση της Ελληνικής κυβέρνησης, γεγονός που οδήγησε στη ματαίωση της προμήθειας του οπλισμού (κάτι ανάλογο θυμίζει αυτό, με τους S-300, που από την Κύπρο βρέθηκαν στην Κρήτη).

Κάτω από την απειλή της Νατοποίησης της Κύπρου, είτε με την Ένωση, που υποστήριζε ο Γεώργιος Παπανδρέου, είτε με τη διχοτόμηση είτε της διπλής Ένωσης ο Αντρέι Γκρομίκο ξεκαθαρίζει:

«Η Σοβιετική Ένωσις υποστηρίζει με σταθερότητα και επιμονήν την ανεξαρτησίαν, την κυριαρχίαν και την εδαφικήν ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι μέλος του ΟΗΕ και αντιτάσσεται εντόνως εις πάσαν ανάμειξιν εις τας υποθέσεις της χώρας αυτής. Τα σχέδια που προσπαθούν μερικοί κύκλοι του NATO να επιβάλουν εις τους Κυπρίους διά την μετατροπήν της μεγαλονήσου εις στρατιωτικήν βάσιν πρέπει να καταδικασθούν και να απορριφθούν κατηγορηματικώς. Η στάσις αυτή της Σοβιετικής Ενώσεως καθορίζει την άποψίν μας επί του απαράγραπτου δικαιώματος του Κυπριακού λαού να αποφασίση μόνος διά την τύχην του εις το ανεξάρτητον κράτος του. Η σοβιετική κυβέρνησις φρονεί ότι η ρύθμισις του Κυπριακού θέματος πρέπει να στηριχθή εις τον σεβασμόν της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητος της Κυπριακής Δημοκρατίας, εις τον σεβασμόν των νομίμων δικαιωμάτων των Κυπρίων, των δύο εθνοτήτων, Ελλήνων και Τούρκων, διά να εξασφαλίσουν την ειρηνικήν των ζωήν. Πλήρης και πραγματική ανεξαρτησία και ασφάλεια πρέπει να εξασφαλισθούν εις την Κυπριακήν Δημοκρατίαν. Επιβάλλεται προς τούτο να αποχωρήσουν όλα τα ξένα στρατεύματα (…) και να καταργηθούν αι ευρισκόμεναι εις αυτήν ξέναι βάσεις (…) Η εσωτερική διάρθρωσις του κράτους αποτελεί υπόθεσιν μόνον των Κυπρίων, υπόθεσιν του κυρίαρχου κυπριακού λαού, ο οποίος μπορεί να εκλέξη με κάθε ανεξαρτησίαν διάρθρωσιν που του αρμόζει καλύτερον, που θα λάβη υπόψιν τα ιδιαίτερα συμφέροντα της ελληνικής και τουρκικής κοινότητος εις τα πλαίσια ενιαίου και κυρίαρχου κράτους. Η ομοσπονδιακή μορφή θα ηδύνατο να επιλεγή» («Το Βήμα», 22.1.1965, όπως δημοσιεύεται στο Σπύρος Λιναρδάτος, «Από τον εμφύλιο στη Χούντα», τόμ. Ε’ 1964-1967, σελ. 123-124, εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, από Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ).

Είναι φανερό ότι η τοποθέτηση αυτή του Αντρέι Γκρομίκο αφορά στο σύνολο των εξελίξεων στην περιοχή αλλά και τις ιδιαίτερες πτυχές του Κυπριακού ζητήματος. Και ήταν μια τοποθέτηση, που κατά τη γνώμη μας ήταν υποβοηθητική για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος.

Έκτοτε η επίλυση του Κυπριακού ζητήματος στηρίχτηκε πάνω στην έννοια της ομοσπονδίας, που πήρε τη μορφή της διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας – και για το ΚΚΕ, με εξασφαλισμένα όλα τα δικαιώματα τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων και των άλλων εθνοτήτων σε μια ενιαία, ανεξάρτητη και αποστρατιωτικοποιημένη Κύπρο, χωρίς ξένες βάσεις και έξω από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ακόμη και μετά την εισβολή της Τουρκίας και την κατοχή περίπου του 40% του Κυπριακού εδάφους, με την επανέναρξη των συνομιλιών, και πάλι η θέση της Ελληνοκυπριακής πλευρά και γενικότερα των Ελληνικών κομμάτων στηριζόταν στη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία, ανεξάρτητα από το πως την προωθούσαν.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, η Τουρκία και η Τουρκοκυπριακή πλευρά, αξιοποιώντας τα τετελεσμένα της εισβολής και κατοχής δεν έπαψαν να υπονομεύουν τη δικοινοτική και διζωνική ομοσπονδία και γενικότερα την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, αφού την είχαν εντάξει στη γενικότερη στρατηγική τους, της διχοτόμησης, που υποβοηθούταν από τη στρατηγική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Στη συνέχεια έφτασε το Κυπριακό ζήτημα, με την παρέμβαση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των αστικών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας μπροστά στο σχέδιο Ανάν, το οποίο, ευτυχώς, το απέρριψε, με δημοψήφισμα, η Ελληνοκυπριακή πλευρά, παρά τη στάση των δεξιών κομμάτων της Κύπρου και τις ταλαντεύσεις του ΑΚΕΛ, παρά τη στάση των Ελληνικών κομμάτων, με εξαίρεση το ΚΚΕ.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άλλο σχέδιο, που αντιγράφει τη λογική του σχεδίου Ανάν και οδηγεί στη δημιουργία δύο ανεξάρτητων συνιστώντων κρατών και σε συνομοσπονδία.

Το συμπέρασμα είναι ότι η πρόταση του Αντρέι Γκρομίκο δε χρησιμοποιήθηκε ως βάση επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος, γιατί ποτέ δεν τηρήθηκε στην ουσία της. Στην πραγματικότητα οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά και οι κυβερνήσεις της Τουρκίας και Ελλάδας, αφού κράτησαν τη «φόρμα» της, την ονομασία της, την υπέταξαν στα γενικότερα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή και της απέδιδαν το δικό τους περιεχόμενο.

Και εδώ πρέπει να προσθέσουμε και κάτι άλλο. Στις μέρες μας γίνεται μια προσπάθεια να δυσφημιστεί η στάση της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία ήταν μια στάση αρχών, που ακόμη και ένας εγνωσμένος αντικομμουνιστής, όπως ο Πρόεδρος Μακάριος, αναγκάστηκε να απευθυνθεί στη Σοβιετική Ένωση για να μπορέσει να αντέξει στις αφόρητες πιέσεις, που εξασκούσαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Αυτό ακριβώς κάνει και το συγκεκριμένο άρθρο του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών. Συμπράττει στη δυσφήμηση της Σοβιετικής Ένωσης, αφού χαρακτηρίζει την πρόταση του Αντρέι Γκρομίκο ως «πισώπλατη μαχαιριά». Και αυτό το «έργο» δε παίζεται μόνο στην Ελλάδα αλλά, ταυτόχρονα, παίζεται και στην Κύπρο.

Αποφεύγει, όμως, ο αρθρογράφος και το αστικό αυτό ινστιτούτο να βγάλει το αναγκαίο συμπέρασμα. Τόσες και τόσες δεκαετίες η αστική τάξη της Ελλάδας, η αστική τάξη της Τουρκίας και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δε μπόρεσαν να επιλύσουν το Κυπριακό ζήτημα, ως εθνικό ζήτημα. Αντίθετα φορτώνονται αποκλειστικά τις ευθύνες.

Δικαιούμαστε, λοιπόν να πούμε ότι αυτό το αστικό καθήκον πρέπει να το αναλάβουν η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της. Και το πρώτο καθήκον που έχουν είναι να το απεγκλωβίσουν από τα γρανάζια του ιμπεριαλισμου, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των αξόνων, να το θέσουν από την άποψη των εργατικών συμφερόντων στην περιοχή, να αντιμετωπίσουν τις αστικές τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας αλλά και της ίδιας της Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό το κυρίαρχο καθήκον μιας τέτοιας προσέγγισης είναι να απορριφθεί, ως πρώτο βήμα, η λύση της σύστασης των δύο ανεξάρτητων κρατών στο έδαφος της Κύπρου και της συνομοσπονδίας.

COMMENTS