Μπορεί προς στιγμή να καταλάγιασε η αντιπαράθεση των προηγούμενων ημερών ανάμεσα στην κυβέρνηση και την Εκκλησία, αλλά κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι το θέμα αυτό ανά πάσα στιγμή θα επανέλθει. Άλλωστε το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους είναι έτσι και αλλιώς ανοιχτό και η επικαιρότητα μας δίνει την ευκαιρία να σχολιάσουμε ορισμένες πτυχές του, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στη στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ και στη θέση που πήρε για το θέμα που προέκυψε.
Εν μέρει, η κόντρα που ζήσαμε τις προηγούμενες εβδομάδες ολοκληρώθηκε σε πρώτη φάση με την γελοιοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, των κυβερνητικών στελεχών και του ίδιου του πρωθυπουργού, που ερμήνευσαν –μη έχοντας το «κουράγιο» για κάτι περαιτέρω– ως μια «παρεξήγηση» που λύθηκε κιόλας, το χαρακτήρα μιας γενικευμένης αντιδραστικής επίθεσης κατά της «βιοκοσμοθεωρίας» της Αριστεράς και του υπαρκτού σοσιαλισμού από την ιεραρχία της Ελληνικής Εκκλησίας.
Θα λέγαμε μάλιστα ότι δεν πρόκειται μόνο για γελοιοποίηση, αλλά και για εκφυλισμό. Διότι αυτό που είδαμε δεν μπορεί να αποδοθεί διαφορετικά, βλέποντας την πορεία ενός κόμματος που ήρθε στην εξουσία στο όνομα της Αριστεράς.
Τώρα τα ίδια τα κορυφαία του στελέχη, με πρώτο και καλύτερο τον Αλέξη Τσίπρα χειροκροτούν τον δεξιό κυβερνητικό τους εταίρο Πάνο Καμμένο, που τους αποκαλούσε συντρόφους και συντρόφισσες, που μαζί υποτίθεται έκαναν ένα δεύτερο Γοργοπόταμο, κατά το χαιρετισμό του στο 2ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, όταν μια μέρα πριν είχε πει ότι θα έριχνε την κυβέρνηση και θα συντάσσονταν με την ηγεσία της Εκκλησίας, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε την άτακτη υποχώρηση που πραγματοποίησε.
Βέβαια δεν είναι το πρώτο κρούσμα αυτό, που ο Πάνος Καμμένος σπεύδει να δείξει το πώς κατανοεί τη στάση του απέναντι στην Εκκλησία. Είχε προηγηθεί ενάμιση χρόνο πριν η περιφορά των λειψάνων της Αγίας Βαρβάρας σε νοσοκομεία της Αθήνας και οι δηλώσεις ακόμα και βουλευτών και υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ, γιατρών μάλιστα (!), που μιλούσαν για τις θαυματουργικές τους ιδιότητες στη θεραπεία των καρκινοπαθών και τα συνόδευαν με στρατιωτικές τιμές και αγήματα, ωσάν να υποδέχονταν αρχηγό κράτους, υπό την ηγεσία του προέδρου των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και υπουργού Άμυνας! Τέτοια κατάντια.
Πως προέκυψε το ζήτημα που εξετάζουμε; Η κυβέρνηση, δια του υπουργού παιδείας Νίκου Φίλη άνοιξε το θέμα της αλλαγής του μαθήματος των θρησκευτικών και της μετατροπής του σε μάθημα θρησκειολογίας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την λυσσαλέα αντίδραση της Ιεράς Συνόδου, που θεώρησε ότι μια τέτοια πρωτοβουλία θα αφαιρούσε την πρωτοκαθεδρία της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας και την προνομιακή της μεταχείριση από το κράτος. Πίσω από αυτήν την πρωτοβουλία στο εκπαιδευτικό σύστημα η ανώτατη ιεραρχία της Εκκλησίας είδε την αφαίρεση εδάφους στη γενικότερη σχέση του Ελληνικού κράτους και της Ορθοδοξίας όπως αυτή διαμορφώθηκε ιστορικά.
Η πρωτοβουλία αυτή του υπουργείου παιδείας, που σύμφωνα με τον ίδιο το Νίκο Φίλη είχε την κάλυψη του πρωθυπουργού, εντασσόταν στις γενικότερες αλλαγές που προετοιμάζει η κυβέρνηση στο αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου στο πλαίσιο ευρύτερων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που σχεδιάζει στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Έτσι λοιπόν μια αναγκαία, επιβεβλημένη, ώριμη και προοδευτική αλλαγή όπως η αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών από τη θρησκειολογία, γινόταν προσπάθεια από την κυβέρνηση να αντισταθμίσει τις γενικότερες εκπαιδευτικές αλλαγές, που κινούνται σε αντιδραστική κατεύθυνση, όπως είναι η αφαίρεση ύλης ακόμη και ωρών διδασκαλίας μαθημάτων των φυσικών επιστημών από το αναλυτικό πρόγραμμα, για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτό το επίπεδο των σχεδιαζόμενων αλλαγών στο σχολείο.
Ήταν ευθύς εξαρχής γνωστό και δεδομένο ότι αυτό το ζήτημα θα δημιουργούσε την αντίδραση της Εκκλησίας και η αντιπαράθεση θα ξέφευγε αγγίζοντας το γενικότερο ζήτημα των σχέσεων της Εκκλησίας με το κράτος. Η κυβέρνηση μπροστά στις πολιτικές της σκοπιμότητες, πράγματι λειτούργησε «ανεύθυνα», γιατί δεν ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί μέχρι τέλους την πρωτοβουλία της, έστω για το μάθημα των θρησκευτικών, παρότι ο Νίκος Φίλης άνοιξε και αυτός τη βεντάλια της αντιπαράθεσης μιλώντας για τον πράγματι αντιδραστικό ρόλο της επίσημης Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της φασιστικής κατοχής και της επταετούς δικτατορίας της χούντας.
Και λέμε ανεύθυνα, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να μη γνώριζαν ποια θα ήταν η αντίδραση του έτερου κυβερνητικού κόμματος, των ΑΝΕΛ και ιδιαίτερα του Πάνου Καμμένου.
Αλλά όσο γνωστό ήταν αυτό στην ίδια την κυβέρνηση, άλλο τόσο γνωστή ήταν ή θα έπρεπε να ήταν μια τέτοια εξέλιξη του θέματος και στην ηγεσία του Κόμματός μας, ώστε να τοποθετηθεί ΕΓΚΑΙΡΑ και ΕΓΚΥΡΑ. Γιατί σε τελική ανάλυση το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα, που θα μπορούσε να υποστηρίξει μέχρι τέλους προοδευτικές θέσεις σε ζητήματα, που άπτονται πλευρών του ιδεολογικού και νομικού εποικοδομήματος του αστικού κράτους, όπως είναι οι διάφορες πτυχές των σχέσεων εκκλησίας και κράτους.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το πώς άνοιξε το ζήτημα και ποιες πολιτικές ή και μικροκομματικές σκοπιμότητες οδήγησαν στο άνοιγμά του από την κυβέρνηση, το ΚΚΕ όφειλε να μην αρκεστεί στο ότι διαθέτει «πάγιες, διαχρονικές και κρυστάλλινες θέσεις» για το θέμα των σχέσεων της Εκκλησίας με το αστικό κράτος και το διαχωρισμό τους. Είχε υποχρέωση να πάρει πάνω του την αντιπαράθεση με τις αντιδραστικές θέσεις, όπως αυτές που εξέφρασε η επίσημη Εκκλησία, να σηκώσει το βάρος αυτής της αντιπαράθεσης καταδεικνύοντας έμπρακτα και τις ανεπάρκειες και τη σκοπιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ, που μετατράπηκε και σε «ανευθυνότητα», τα πολιτικά του όρια και την ανημποριά του να υποστηρίξει με σθένος προοδευτικές θέσεις και αλλαγές.
Στο κάτω-κάτω της γραφής αποδείχτηκε εκ του αποτελέσματος ότι το ΚΚΕ ήταν αυτό που άκουσε αποκλειστικά το «βρισίδι» των παπάδων, αφού η ιδεολογικοπολιτική αντιδραστικότητα της χριστιανικής κοσμοθεωρίας και η επίσημη ανώτατη ιεραρχία της στην Ελλάδα στράφηκε ολοκληρωτικά σε βάρος της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του Μαρξισμού-Λενινισμού και του σοσιαλισμού, ιδιαίτερα αυτού που γνωρίσαμε στον 20ο αιώνα, προκειμένου να υπερασπιστεί τις κεκτημένες θέσεις της μέσα στο Ελληνικό αστικό κράτος. Και για του λόγου το αληθές δεν έχει κανείς παρά να δει την 85σέλιδη εισήγηση του Ιερώνυμου στη διαρκή ιερά σύνοδο (ΔΙΣ), που υποχρέωσε και το ίδιο το ΚΚΕ να καταγγείλει αυτή τη «διολίσθηση» σε «πρωτόγονο αντικομμουνισμό» της ηγεσίας της Εκκλησίας.
Από την άποψη αυτή, το ΚΚΕ είχε διπλό λόγο να είναι προετοιμασμένο να πάρει και σωστή θέση – και στην ώρα της, γιατί τόσο από την πλευρά της κυβέρνησης όσο και από την πλευρά της Εκκλησίας γινόταν προσπάθεια η μεταξύ τους αντιπαράθεση να μεταφερθεί μέσα στην κοινωνία και να πολώσει τον εργαζόμενο λαό ανάμεσα σε έναν επιφανειακό και ανεπαρκή προοδευτισμό, που συγκάλυπτε τη γενικότερη πολιτική αντίδραση, από τη μια μεριά, και στο ιδεολογικό δηλητήριο ενός σκοταδισμού, που θα έπρεπε να είναι ανεπίτρεπτος ακόμα και στο πλαίσιο του αστικού κράτους, από την άλλη.
Άρα, το ΚΚΕ θα έπρεπε να μην «τρέχει» πίσω από τα «κουρέλια προοδευτισμού» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και να μην επιτρέψει στην Εκκλησία να «περάσει» τόσο εύκολα μια ιδεολογική επίθεση ενάντια στο σοσιαλισμό και το Μαρξισμό-Λενινισμό. Και αυτό το ζήτημα δεν απαντιέται ούτε ολοκληρωμένα, ούτε πειστικά και πρακτικά με το να καταγγέλλεις μόνο την «ανευθυνότητα» της κυβέρνησης και να λες απλά ότι «δεν θα επιτρέψουμε να στήσετε νέες κάλπικες διαχωριστικές γραμμές του στιλ είσαι με το Φίλη εναντίον της Εκκλησίας ή είσαι με την Εκκλησία και με τον Ιερώνυμο».
Η απάντηση αυτή που έδωσε η ηγεσία του ΚΚΕ υπαγορευόταν από την άποψη ότι πρόκειται για «ενδοαστικές κόντρες», στις οποίες, ως γνωστόν, το Κόμμα μας απαντάει με τη γενική αντίθεση καπιταλισμού και σοσιαλισμού αδυνατώντας να συγκεκριμενοποιήσει τη στάση του και να αναδείξει πειστικά μέσα στις μάζες την υπεροχή των θέσεών του και του σοσιαλισμού σε όλα τα επίπεδα.
Το Κόμμα μας, δυστυχώς, εξακολουθεί να αδυνατεί να κατανοήσει ότι αυτή η υπεροχή του σοσιαλισμού κατοχυρώνεται έμπρακτα μόνο με την ανάδειξη του πρωτοπόρου ρόλου της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη, στην υπεράσπιση, προβολή και διεκδίκηση ώριμων αιτημάτων, και εν προκειμένω, με την αδιαπραγμάτευτη πάλη της εργατικής τάξης ενάντια σε αναχρονισμούς του αστικού κράτους, από τους οποίους η αστική τάξη παραιτήθηκε και τα κόμματά της υπηρετούν τη στρατηγική της περνώντας στην πολιτική αντίδραση.
Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα πρόκειται για κάτι περισσότερο. Η αστική τάξη, με συνταγματική κατοχύρωση και παρά τους «διακριτούς ρόλους», έχει επί της ουσίας αναγάγει σε θεσμό του αστικού κράτους, σε στήριγμά της και συνομιλητή της ένα φορέα, όπως είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ο οποίος (όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση θρησκείας ή δόγματος της χριστιανικής θρησκείας) «αναπαράγει αντιδραστικές, μεταφυσικές και αντικομμουνιστικές απόψεις βγαλμένες από σκοτεινές εποχές».
Επιπλέον, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ενός Επαναστατικού Κόμματος και της ηγεσίας του, ότι αυτή η σχέση καθορίζει και τον πυρήνα της ιδεολογίας των πιο αντιδραστικών και οπισθοδρομικών πολιτικών κύκλων, όπως υποδηλώνει το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Κατά το παρελθόν μάλιστα αυτό ήταν το ιδεολογικό δόγμα του επίσημου αστικού κράτους, αλλά και των βασικών του πολιτικών πυλώνων, ιδίως των κομμάτων που κατατάσσονταν στο χώρο της δεξιάς και της ακροδεξιάς, ακριβώς για να δικαιολογούνται οι μέχρι θανάτου διώξεις σε βάρος του ΚΚΕ που ήταν και συνταγματικά κατοχυρωμένες.
Αυτό δεν αφορά μόνο στο ιστορικό παρελθόν. Και στις μέρες μας το τρίπτυχο αυτό επανέρχεται από διάφορα τμήματα της αστικής τάξης, της δεξιάς και φυσικά της ακροδεξιάς, που δεν είναι καθόλου περιθωριακά. Δεν έχει παρά να ρίξει κανείς μια ματιά στα διάφορα έντυπα που κυκλοφορούν και στην υπερπροβολή τέτοιων απόψεων μέσα από μεγάλης κυκλοφορίας αστικές εφημερίδες, ακόμα και με τη μορφή ειδικών ένθετων.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, το ΚΚΕ όφειλε να πάει παραπέρα την αντιπαράθεση, που άνοιξε ανάμεσα στο Φίλη και τον Ιερώνυμο και μετατράπηκε σε κόντρα κυβέρνησης και ιεραρχίας. Να διαπαιδαγωγεί τις μάζες -τις κοινωνικές δυνάμεις που θα διεκδικήσουν την εξουσία- με τα δημοκρατικά τους καθήκοντα για να ανταποκριθούν και στα καθήκοντα της οικοδόμησης του δικούς τους κράτους της Λαϊκής και Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.
Ήταν υποχρέωση με λίγα λόγια της ηγεσίας του Κόμματος να προβάλει και να διεκδικήσει, ως αστικό-δημοκρατικό αίτημα, το «ώριμο ζήτημα» του πλήρους διαχωρισμού της Εκκλησίας από το σημερινό αστικό κράτος, με ότι αυτό σημαίνει για όλες τις πτυχές του. Να πάρει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, με όποια μορφή κρινόταν προσφορότερη προς αυτή την κατεύθυνση. Και στο πλαίσιο αυτό να εγκαλεί την κυβέρνηση για την άτακτη υπαναχώρησή της από την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, ώστε να την εκθέτει για την υποκρισία της, όταν μάλιστα πολιτεύεται και μιλάει στο όνομα της Αριστεράς.
Έπρεπε εν ολίγοις, η ηγεσία του Κόμματός μας μπει μπροστάρης στη διεκδίκηση της πλήρους ελευθερίας των πολιτών στην ανεξιθρησκία, στην ισότιμη αντιμετώπιση όλων των θρησκειών και στην αθεΐα, να ζητήσει τη διάλυση παραθρησκευτικών οργανώσεων, που παίζουν το γνωστό αντιδραστικό τους ρόλο (δεν αναφερόμαστε σε θρησκευτικές αιρέσεις, που σχετίζονται με μυστικές υπηρεσίες καθώς εκεί διαφοροποιούνται τα πράγματα για τη στάση, που πρέπει να επιδεικνύει ένα Κομμουνιστικό Κόμμα), που κατοχυρώνει στην πράξη το σεβασμό στους πιστούς όλων ανεξαιρέτως των θρησκειών, άρα και της Ορθοδοξίας. Αυτό θα σήμαινε ένταξη ενός ώριμου προς επίλυση αιτήματος στην ταξική πάλη της εργατικής τάξης, που φυσικά δε θα σήμαινε, την ίδια στιγμή, και πάλη ενάντια στη θρησκεία. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα οι Λενινιστικές θέσεις είναι γνωστές και αναλλοίωτες στο χρόνο.
Η στάση αυτή υπαγορεύεται από το τρίπτυχο των θέσεων που έχουμε κληρονομήσει από τους Κλασικούς του Μαρξισμού-Λενινισμού. Ότι, πρώτο: η θρησκεία είναι ατομική υπόθεση ως προς το κράτος, δεύτερο: ότι η θρησκεία ΔΕΝ είναι ατομική υπόθεση για το Κόμμα μας και τρίτο: ότι, κατ’ επέκταση αυτών των δύο, κράτος και Εκκλησία πρέπει να είναι πλήρως και ολοκληρωτικά διαχωρισμένοι ως θεσμοί.
Απεναντίας όμως η ηγεσία του Κόμματος έδειξε με τη στάση της σαν να είχε ενδοιασμούς να τοποθετηθεί, σαν να «αναγκαζόταν» να πάρει θέση στο πρόβλημα που ανέκυψε. Έδωσε έτσι τα προσχήματα, που αναζητούσαν οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΚΚΕ, και πρώτα απ’ όλους στην κυβέρνηση, να χρησιμοποιήσουν τη στάση του Κόμματος για να το εγκαλέσουν ότι φοβάται να τοποθετηθεί, ότι τηρεί «σιγήν ιχθύος». Γεγονός που υποχρέωσε το Ριζοσπάστη να καταγγείλει ως «προβοκατόρικη» την επιχειρηματολογία, που αναπτύχθηκε από την πλευρά του υπουργού παιδείας.
Και όλα αυτά συνέβαιναν, όταν η κυβέρνηση, ο Νίκος Φίλης και από κοντά η Αυγή, επιχειρούσαν να κατασταλάξουν μέσα στην κοινωνία, για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς, ότι το ΚΚΕ είναι δήθεν ένα συντηρητικό κόμμα, ή έστω ένα κόμμα που φοβάται να αντιπαρατεθεί με μορφές ιδεολογικού συντηρητισμού, όπως είναι η θρησκευτική συνείδηση.
Όλα τα παραπάνω λέγονταν τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα και κυβέρνηση, έκαναν την πάπια απέναντι σε μια παλιότερη (και) δική τους θέση, όπως είναι ο διαχωρισμός Εκκλησίας και κράτους. Και πότε στράφηκαν κατά του ΚΚΕ; Όταν άνοιξαν ένα θέμα που έδωσε τη δυνατότητα στην εκκλησιαστική ιεραρχία και ιδιαίτερα στους πιο αντιδραστικούς της κύκλους να εξαπολύσουν ένα ιδεολογικό πογκρόμ κατά της Αριστεράς στο σύνολό της και στο μέγαρο Μαξίμου εν τω μεταξύ μιλούσαν για «παρεξήγηση»!
Σε κάθε περίπτωση όμως, το αποτέλεσμα ήταν, εξαιτίας αυτών των ανεπαρκειών στη στάση της ηγεσίας του Κόμματος, η αντιπαράθεση αυτή για τις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους να παραμένει εγκλωβισμένη στην «ενδοαστική κόντρα» κυβέρνησης και Εκκλησίας και με την τελευταία να βγαίνει ενισχυμένη καθώς ακόμα μια κυβέρνηση, που προσχώρησε πλήρως στην αστική πολιτική, κατέληξε να «υποκύπτει» στα «ιερά και τα όσια» του συστήματος και της αστικής τάξης.
Και για να χρησιμοποιήσουμε τη φρασεολογία του Δημήτρη Κουτσούμπα και του Ριζοσπάστη, το Κόμμα έδειξε σοβαρές ελλείψεις στο να κατορθώσει να βάλει φραγμό στις «κάλπικες διαχωριστικές γραμμές». Και πως απάντησε σ’ αυτό το πρόβλημα; Απάντησε με το απόσπασμα της ανακοίνωσης του γραφείου τύπου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ όπου λέει επί λέξει: «Όλα τα παραπάνω αποτελούν επικίνδυνη διολίσθηση, προσπάθεια διαίρεσης του λαού μας, με βάση τις ιδεολογικές, πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός».
Η φράση «όλα τα παραπάνω» πάει ταυτόχρονα στη στάση της κυβέρνησης αλλά και της Εκκλησίας μετά τα όσα αντικομμουνιστικά είχε πει ο Ιερώνυμος στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Με τον τρόπο όμως αυτό η ηγεσία του Κόμματος, έχουμε την αίσθηση ότι κάνει και η ίδια μια «επικίνδυνη διολίσθηση» στο να αναγνωρίζει –εμμέσως πλην σαφώς – ενωτικό πολιτικό ρόλο στην Εκκλησία. Το λέμε αυτό, διότι τι νόημα έχει να την εγκαλείς για «προσπάθεια διαίρεσης του λαού μας» με βάση την επιρροή και τη στάση της; Η ύπαρξη και μόνο της Εκκλησίας είναι μια διαίρεση της κοινωνίας και του λαού με βάση την επιρροή της και τη θρησκεία, ακριβώς για να συντηρείται η ταξική διαίρεση της κοινωνίας προς το συμφέρον της εξουσίας και της κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Ακριβώς λοιπόν αυτή την αποφυγή της διαίρεσης του λαού με βάση τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις υπηρετεί ο διαχωρισμός Εκκλησίας και κράτους. Είναι μια δημοκρατική κατάκτηση. Και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος, και για να ακριβολογούμε ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγει τη θρησκευτική διαίρεση του λαού, που είναι ταυτόχρονα πολιτική και ιδεολογική διαίρεση, ένα Επαναστατικό Κόμμα, όπως το ΚΚΕ, όφειλε να αναδείξει με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, τις πολιτικές διαιρέσεις γύρω από αυτό το αίτημα για να ενώσει σε ένα αστικό – δημοκρατικό καθήκον την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, ενάντια στην αστική τάξη και τα κόμματά της. Και αυτό οφείλει να το κάνει ένα Επαναστατικό Κόμμα της εργατικής τάξης, όπως το Κόμμα μας, «διαιρώντας» πολιτικά και κομματικά την κοινωνία για να καταδείξει τις αμοιβαίες σχέσεις των κοινωνικών τάξεων.
Άλλωστε το ΚΚΕ δεν έχει να φοβηθεί σε τίποτα την επίσης «προβοκατόρικη επιχειρηματολογία» του Ιερώνυμου, που επιχείρησε να ταυτίσει το υπαρκτό σοσιαλισμό και τα Κομμουνιστικά Κόμματα με το νεοφιλελευθερισμό και τη «Νέα Τάξη» ως προς τους «θρησκευτικούς διωγμούς». Δεν έχει να φοβηθεί τίποτα όπως δεν είχε να φοβηθεί σε τίποτα την πολεμική λάσπης που έριχναν οι νεοφιλελεύθεροι και οι νεοταξίτες του τότε σημιτικού ΠΑΣΟΚ για την αντιιμπεριαλιστική στάση του ΚΚΕ κατά της Νατοϊκής επέμβασης και πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, κατηγορώντας το Κόμμα δήθεν για σύμπλευση με το Χριστόδουλο!
Σε τελική ανάλυση δεν πρέπει να ξεχνάμε μια στάση αρχών, που αυτή και αν είναι παρακαταθήκη για τις μέρες μας, όταν το ΚΚΕ ορθώς κράτησε μια στάση «διαίρεσης» του λαού μας για να μην επιτρέψει την ένωσή του σε αντιδραστική κατεύθυνση, συγκρουόμενο ταυτόχρονα με το σύνολο της αστικής τάξης και την Εκκλησία.
Πρόκειται για τη θέση που πήρε το ΚΚΕ, σε εξαιρετικά δύσκολες γι’ αυτό συνθήκες, αναφορικά με την ονομασία της ΠΓΔΜ και την άρνησή του να συμμετάσχει με την αστική τάξη, την Εκκλησία και σύσσωμο το τότε πολιτικό σύστημα, από την «ανανεωτική αριστερά» ως τα γκρουπούσκουλα της ακροδεξιάς και τους φασίστες της Χρυσής Αυγής στα εθνικιστικά και σοβινιστικά συλλαλητήρια, στα οποία κυριαρχούσαν μεταξύ άλλων και τα λάβαρα του Βυζαντίου! Ήταν τότε που ο Λεωνίδας Κύρκος, ως ηγέτης του ΣΥΝ, εγκαλούσε το ΚΚΕ γιατί «είμαστε όλοι εδώ πλην Λακεδαιμονίων»!!!
COMMENTS