Αν κανείς θέλει να διαπιστώσει την πραγματική κατάσταση της αστικής τάξης της χώρας μας, τα πολιτικά της αδιέξοδα και την αδυναμία της να δώσει διέξοδο στην οικονομική κρίση δεν έχει παρά να κοιτάξει τη Νέα Δημοκρατία και να αναλύσει την πολιτική της. Ο λόγος είναι καταρχήν προφανής. Πρόκειται για το κατεξοχήν αστικό κόμμα, για ένα κόμμα «γέννημα – θρέμμα» της αστικής τάξης με ρίζες στο ιστορικό παρελθόν.
Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Στη δεδομένη συγκυρία και μπροστά στη ραγδαία φθορά της κυβέρνησης και την ολοκληρωτική ιδεολογικοπολιτική χρεοκοπία της στρατηγικής σύλληψης του ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία καλείται εκ των πραγμάτων και για λογαριασμό της αστικής τάξης να εμφανίσει μια εναλλακτική πρόταση, που θα συγκρατήσει τις λαϊκές μάζες στη μνημονιακή πολιτική, που είναι η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και σ’ αυτό το σημείο το αδιέξοδο της αστικής τάξης μετατρέπεται σε συνολικό πολιτικό αδιέξοδο και εμφανίζεται εμφατικά στην πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, ακριβώς εξαιτίας της φυσιογνωμίας της ως του βασικού πολιτικού πυλώνα της αστικής τάξης.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει κανείς να εξηγήσει την αντιπολιτευτική τακτική της Νέας Δημοκρατίας, τα όσα είπε από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης της Θεσσαλονίκης και τα όσα απέφυγε να θίξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσιάζοντας το πρόγραμμά του με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Συμφωνία Αλήθειας».
Εκείνο που καταρχήν προκαλεί εντύπωση είναι οι οξείες εκφράσεις, που χρησιμοποίησε για να περιγράψει την πολιτική κατάσταση. Έφτασε μέχρι του σημείου να μιλήσει για «εκτροπή» και να καταγγείλει την κυβέρνηση ότι κινείται εκτός των ορίων του (αστικού) συντάγματος!
Αυτό που ίσως ξενίζει περισσότερο ήταν η ανάγκη του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας να διαβεβαιώσει την αστική τάξη ότι «δεν θα ανεχτούμε την αμφισβήτηση των αξιών της αστικής μας δημοκρατίας»(!), όταν είναι βέβαιο ότι αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, η αστική τάξη δεν διατρέχει τέτοιο πολιτικό κίνδυνο. Σε κάθε περίπτωση πάντως το κυρίαρχο στοιχείο στη στάση της Νέας Δημοκρατίας είναι το γεγονός πως εμφανίζεται ανοιχτά, χωρίς να φείδεται στο επίπεδο της φρασεολογίας, ως εγγυήτρια πολιτική δύναμη της αστικής τάξης, της αστικής δημοκρατίας και των αξιών της αστικής κοινωνίας.
Αυτό το καθήκον, που θέτει στον εαυτό της η Νέα Δημοκρατία, την υποχρεώνει να επιδιώκει δύο παράλληλους στόχους. Ο πρώτος είναι η σθεναρή υπεράσπιση της πολιτικής των μνημονίων, ακριβώς γιατί αυτό προϋποθέτει η στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Η επιτακτική παρότρυνση – και ταυτόχρονα απειλή, του Κυριάκου Μητσοτάκη προς τον Αλέξη Τσίπρα («τον καθιστώ προσωπικά υπεύθυνο») να κλείσει άμεσα την αξιολόγηση της τρόικας, που θα φέρει νέα μέτρα δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την πλήρη στήριξη στην πολιτική των μνημονίων, την πλήρη ικανοποίηση των δανειστών.
Την ίδια στιγμή όμως, η πολιτική αυτή, που γίνεται παράγοντας όξυνσης της οικονομικής κρίσης απαιτεί από τη Νέα Δημοκρατία να αντιμετωπίσει το κυριότερο πολιτικό του παράγωγο, που είναι η ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, η οποία καταρχήν εκφράζεται κατά της κυβέρνησης, αλλά ταυτόχρονα υπερβαίνει την απλή κυβερνητική δυσαρέσκεια. Όλες οι δημοσκοπήσεις αν κανείς αναλύσει τα ποιοτικά τους στοιχεία δείχνουν καθαρά αυτή τη διάσταση του πολιτικού προβλήματος της αστικής τάξης.
Σε τελική ανάλυση κανένας από τους παράγοντες της πολιτικής κρίσης, για την οποία έχει κάνει λόγο από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της η «Νέα Σπορά», δεν έχει ξεπεραστεί και ως εκ τούτου η πολιτική κρίση παραμένει παρούσα και αφορά τόσο την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όσο και τη Νέα Δημοκρατία, γιατί η πολιτική κρίση σημαίνει πολύ απλά ότι για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης απαιτείται η υπέρβαση της στρατηγικής της αστικής τάξης, που είναι κοινός τόπος και για την κυβέρνηση και για την αστική αντιπολίτευση, επομένως και για τη Νέα Δημοκρατία.
Αυτό είναι και το σημείο μετάβασης από τον πρώτο στόχο στο δεύτερο για να μπορεί να εμφανίζεται η Νέα Δημοκρατία ως ο εγγυητής της αστικής δημοκρατίας. Η αντιμετώπιση της λαϊκής δυσαρέσκειας κάνει τη Νέα Δημοκρατία να εκδηλώνει πιο έντονα και συστηματικά την τάση προς την πολιτική αντίδραση. Τα όσα είπε για «νόμο και τάξη», αλλά και την πολιτική ασφάλειας «ως προϋπόθεση (σ.σ. αστικής) ελευθερίας και οικονομικής ανάπτυξης» ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι δηλωτικά αυτής της τάσης. Αυτό δίνει και μια πρώτη εξήγηση για την επιθετική φρασεολογία της Νέας Δημοκρατίας αναφορικά με την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας.
Βεβαίως η Νέα Δημοκρατία επιφορτίζεται για λογαριασμό της αστικής τάξης και με ένα πρόσθετο καθήκον. Δεν είναι απλά η στήριξη, αλλά η διάσωση της μνημονιακής πολιτικής, ως δρόμου υποτίθεται εξόδου από την κρίση, στο πλαίσιο της γενικότερης αστικής στρατηγικής, που είναι η παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Και επειδή σ’ αυτό το στόχο υπάρχει στρατηγική σύμπτωση με το ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να αντιστρέψει τα πράγματα. Πολύ περισσότερο που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προσχωρήσει με «τιμές και δάφνες» στην πολιτική των μνημονίων και την εφαρμόζει απροκάλυπτα και ο πρωθυπουργός περηφανεύεται από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ότι τηρεί τις δεσμεύσεις, που ανέλαβε έναντι των δανειστών.
Έτσι λοιπόν η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να μετατρέψει την αποτυχία της μνημονιακής πολιτικής και της στρατηγικής της αστικής τάξης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αποκλειστική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρεοκόπησε και μεταλλάχθηκε σε μνημονιακή δύναμη, εφαρμόζοντας την ίδια αντιλαϊκή πολιτική με τις προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ακριβώς γιατί είχε υιοθετήσει, πριν την υιοθέτηση των μνημονίων, τη στρατηγική της αστικής τάξης συνολικά ως προς τον ευρωενωσιακό και νατοϊκό προσανατολισμό της.
Τα τεχνάσματα της Νέας Δημοκρατίας εμφανίζονται εύγλωττα στην προσπάθειά της να αποσυνδέσει τα μνημόνια από το περιεχόμενό τους και τις συνέπειές τους. Έτσι λοιπόν τη φορομπηχτική πολιτική τη χρεώνει στις «ιδεοληψίες» του ΣΥΡΙΖΑ, την περικοπή των συντάξεων, την πτώση και καθήλωση των μισθών σε εξευτελιστικά επίπεδα καθώς και τη μεγάλη ανεργία στην «ανικανότητα» της κυβέρνησης να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις, να προσελκύσει ιδιωτικές, ελληνικές και ξένες, επενδύσεις.
Γι’ αυτό και ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας εμφανίζεται ως ο έχων «την ιδιοκτησία του προγράμματος (σ.σ. μνημονίου)» και στην προμετωπίδα του προγράμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι η δέσμευση για την επιθετική προώθηση των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» και πέραν μάλιστα των όσων έχουν συμφωνηθεί στο τρίτο μνημόνιο.
Σ’ αυτό το επίπεδο η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν πρωτοτυπεί ιδιαίτερα. Σε γενικές γραμμές αναγκάζεται να αντιγράψει την προηγούμενη εμπειρία της Νέας Δημοκρατίας του Αντώνη Σαμαρά, που αντιπολιτευόταν με ανάλογα επιχειρήματα από το Ζάππειο, το πρώτο μνημόνιο επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και Γιώργου Παπανδρέου, υποσχόμενος φοροελαφρύνσεις και απενοχοποίηση της επιχειρηματικότητας. Τη συνέχεια που σημαδεύτηκε από τη συγγνώμη του πρώην πρωθυπουργού προς την Άνγκελα Μέρκελ με τη φράση «ουδείς αναμάρτητος», όταν κλήθηκε να εφαρμόσει το δεύτερο μνημόνιο τη θυμόμαστε όλοι πολύ καλά.
Το ιδιαίτερο στοιχείο στην τωρινή στάση της Νέας Δημοκρατίας που διαφοροποιεί κάπως την τακτική της είναι ότι απέναντί της έχει ένα κόμμα που ήρθε στην εξουσία με σύνθημα το σκίσιμο των μνημονίων. Από την άποψη λοιπόν των λαϊκών μαζών, που στράφηκαν προς το ΣΥΡΙΖΑ και τώρα είναι από απογοητευμένες έως προδομένες και οργισμένες, η Νέα Δημοκρατία αισθάνεται μεγαλύτερη ανασφάλεια για την περαιτέρω πολιτική τους στάση και συμπεριφορά.
Έτσι εξηγείται και η, με ιδιαίτερη οξύτητα, επιθετική στάση της Νέας Δημοκρατίας, που χρησιμοποιεί ενάντια στην κυβέρνηση δηλώνοντας ότι θα είναι «ανάχωμα δημοκρατίας» απέναντι στις δυνάμεις του «εθνολαϊκιστικού αυταρχισμού». Σ’ αυτό το πλαίσιο η Νέα Δημοκρατία εφαρμόζει μια γραμμή με στόχο να τραβήξει με το μέρος της, να αποσπάσει από το ΣΥΡΙΖΑ, πρώτα απ’ όλα απογοητευμένα μικροαστικά στρώματα αλλά και τμήματα της εργατικής τάξης του ιδιωτικού τομέα. Είναι η «μεγάλη μεταρρυθμιστική πλειοψηφία» της λεγόμενης μεσαίας τάξης για την οποία μιλάει η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Αυτή η γραμμή εξ’ αντικειμένου από τη στιγμή που υπάρχει στρατηγική σύμπλευση της Νέας Δημοκρατίας ως αξιωματικής αντιπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνησης, στην οικονομική πολιτική, τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που στην χώρα μας εξειδικεύεται με την πολιτική των μνημονίων, υποχρεώνει τη Νέα Δημοκρατία να επιδίδεται σε μια επιλεκτική τακτική.
Η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας απομονώνει συγκεκριμένα γεγονότα για να επιδοθεί σε έναν ανελέητο πόλεμο φθοράς κατά της κυβέρνησης και πριν απ’ όλα του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του Αλέξη Τσίπρα ως πρωθυπουργού. Πχ το σκάνδαλο Καλογρίτσα και το διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες η Νέα Δημοκρατία τον χρησιμοποιεί για να μιλήσει για την κατάρρευση του «ηθικού πλεονεκτήματος» του ΣΥΡΙΖΑ και κατ’ επέκταση της Αριστεράς στο σύνολό της.
Την ίδια στιγμή εγκαλεί την κυβέρνηση ότι «διχάζει» την κοινωνία, ότι έχει ανοχή στη βία και την τρομοκρατία, ανοίγοντας ζητήματα ασφάλειας (πχ «Άβατο των Εξαρχείων», καπηλεία νεκρών της Μαρφίν κλπ), αλλά δεν παραλείπει μέσω των τοπικών οργανώσεων και τοπικών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας να αναβιώνει εποχές Μπαλτάκου-Κασιδιάρη συμμετέχοντας, καθοδηγώντας και παρέχοντας πολιτική κάλυψη σε οργανωμένα επεισόδια κατά των προσφύγων και των μεταναστών, όπως συνέβη στο Ωραιόκαστρο, τη Μυτιλήνη και άλλα νησιά του Αιγαίου.
Και όλα αυτά η Νέα Δημοκρατία στη συνέχεια τα χρησιμοποιεί για να τεκμηριώσει την άποψη που προβάλει, ότι η κυβέρνηση είναι ανίκανη να διαχειριστεί κρίσεις, ότι είναι αναποτελεσματική και μάλιστα ότι είναι υπεύθυνη για την εκδήλωση φαινομένων ακροδεξιάς βίας, ρατσισμού και ξενοφοβίας. Και έτσι η Νέα Δημοκρατία με τη βοήθεια του φιλικού της αστικού τύπου επιχειρεί να εμφανιστεί ως το μετριοπαθές κεντρώο και φιλελεύθερο κόμμα της αστικής τάξης για να προσεταιριστεί τη μεγάλη πλειοψηφία των μικροαστικών στρωμάτων. Αλλά και για έναν επιπλέον λόγο, που είναι η επιβολή αντιδραστικών μέτρων (ένταση καταστολής, ιδεολογικοπολιτική τρομοκρατία) στο όνομα της υπεράσπισης του αστικού κοινοβουλευτισμού!
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Νέα Δημοκρατία φανερώνει ότι προετοιμάζεται συστηματικά να ξεδιπλώσει και να οξύνει ανά πάσα στιγμή την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, ώστε σε συνάρτηση με τη βοήθεια των δανειστών να ανέλθει στη διακυβέρνηση της χώρας. Ωστόσο φροντίζει ταυτόχρονα να δίνει τον απαιτούμενο χρόνο στην κυβέρνηση για να κάνει τη βρώμικη δουλειά προωθώντας την πολιτική του μνημονίου, ενώ η Νέα Δημοκρατία επιδιώκει να αποφύγει να φορτωθεί μέρος της πολιτικής φθοράς από την πολιτική των μνημονίων που είναι και δικιά της «ιδιοκτησία». Η υποκριτική της στάση στο νομοσχέδιο με τα 15 εκκρεμή προαπαιτούμενα για την εκταμίευση της μικρής δόσης, η κριτική της για την ένταξη των 6 πρώην ΔΕΚΟ στο υπερταμείο των αποκρατικοποιήσεων είναι ένα δείγμα αυτού του εμπαιγμού της Νέας Δημοκρατίας προς τον Ελληνικό λαό.
Βεβαίως η κυβέρνηση με την πολιτική που εφαρμόζει δίνει τη δυνατότητα στη Νέα Δημοκρατία να τη χρησιμοποιεί ως πλυντήριο των δικών της άπλυτων και κυρίως παρέχει εκείνα τα προσχήματα που ψάχνει η Νέα Δημοκρατία και η αστική τάξη στο σύνολό της για να φθείρει γενικότερα τις αξίες της Αριστεράς, του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος.
Ωστόσο η επιτυχία αυτής της τακτικής για λογαριασμό της αστικής τάξης δεν είναι εξασφαλισμένη. Και τούτο διότι υπάρχει η πείρα που έχουν αποκτήσει οι εργαζόμενοι από τη μακροχρόνια εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, υπάρχει ο βίος και η πολιτεία της ίδιας της Νέας Δημοκρατίας. Και αυτά αποτελούν ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο στο σχέδιο, που ξεδιπλώνει η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την επιστροφή της στην κυβερνητική εξουσία.
Παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει αυτό το σχεδιασμό, πολύ περισσότερο, αυτός ο σχεδιασμός ενός μέρους της αστικής τάξης δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο το Εργατικό Κίνημα και την πολιτική του πρωτοπορία.
Από μια άποψη αυτός ο σχεδιασμός και αυτή η τακτική της Νέας Δημοκρατίας είναι και εξαιρετικά διδακτικός. Η Νέα Δημοκρατία βάζει σε πρώτο πλάνο την υπεράσπιση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πατώντας πάνω σε άμεσα και οξυμένα προβλήματα τμημάτων των λαϊκών μαζών, κυρίαρχα των μικροαστικών στρωμάτων, όπως πχ τα επαχθή φορολογικά βάρη.
Την ίδια στιγμή αυτά τα άμεσα και οξυμένα προβλήματα επιχειρεί να τα αποσυνδέσει από την μνημονιακή πολιτική πρώτα απ’ όλα από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συμμετοχής της χώρας μας στην Ευρωζώνη. Αυτό το κάνει για δύο λόγους: ο πρώτος είναι ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, γιατί η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωσης είναι μέρος της στρατηγικής της αστικής τάξης και ταυτόχρονα τον έχει αποδεχτεί έμπρακτα με τη δικιά της υπογραφή και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει το πεδίο της αντιπαράθεσης, που υπήρχε μεταξύ των δύο κόμματων πριν την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το ζήτημα του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης το έθεσαν ανοιχτά από το 2012 μπροστά στις μάζες τα αστικά κόμματα με στόχο να τις τρομοκρατήσουν και να τις κρατήσουν εγκλωβισμένες στη μνημονιακή πολιτική. Μέχρι όμως που ήρθε το καταδικαστικό τόσο γι’ αυτές όσο και για το ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2015 και έδειξε ότι υπάρχει πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα (de facto κοινωνική συμμαχία που εκφράστηκε στο 62% του ΟΧΙ), με τις όποιες αποχρώσεις του και διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του (εργατική τάξη και μικροαστικά στρώματα), που δεν κλείνει το δρόμο στη ρήξη ακόμα και με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.
Από την άποψη αυτή η υπεράσπιση του «δυτικού προσανατολισμού» της αστικής τάξης της Ελλάδας, του στόχου της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, αναγκάζει τη Νέα Δημοκρατία να μιλάει και μάλιστα με πυγμή και με όρους πολιτικής αντίδρασης («νέος πατριωτισμός»), ανοιχτά για την υπεράσπιση του καπιταλισμού και των αστικών αξιών.
Εν κατακλείδι, το δίδαγμα από τη στάση της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι το Εργατικό Κίνημα για να μπορέσει να αποκρούσει τόσο τη δημαγωγία της κυβέρνησης, όσο και το δεξιό λαϊκισμό και συνολικά το σχεδιασμό της αστικής τάξης, θα πρέπει να αντιτάξει ένα πολιτικό πρόγραμμα εξουσίας και διακυβέρνησης που δεν είναι άλλο από τη διεκδίκηση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας, με κεντρικό στόχο την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
Αυτό είναι το καθήκον της ηγεσίας και των δυνάμεων του Κόμματός μας και αυτή είναι η μόνη ουσιαστική απάντηση στο σχεδιασμό της αστικής τάξης και πραγματική αμφισβήτηση των αστικών αξιών, που στις μέρες μας δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την απροκάλυπτη αντίδραση στο πολιτικό εποικοδόμημα ασχέτως του πολιτικού καθεστώτος (κοινοβουλευτικό ή μη) μέσω του οποίου η αστική τάξη ασκεί την οικονομική της κυριαρχία.
COMMENTS