Μόνο από το κατηφές ύφος που είχαν τα κορυφαία στελέχη και οι ηγέτες των μελών – κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( επί το λαϊκότερο, ήταν για τα κλάματα) και τις ίδιες τις δηλώσεις τους, που έγιναν μετά το τέλος της συνόδου στη Μπρατισλάβα, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι διάχυτη η ανησυχία στους ηγετικούς κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις αντιθέσεις που επικρατούν – και οξύνονται ακόμη περισσότερο, στο εσωτερικό της, για την ίδια την πορεία της.
Ήδη η «Νέα Σπορά» με την αρθρογραφία της είχε επισημάνει από παλιότερα τα διαλυτικά σημάδια, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός το οποίο εμποδίζει και την πορεία της παραπέρα εμβάθυνσης της πολιτικής ένωσης.
Είχε επισημάνει ότι είτε με την ένταξη νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε με την προσπάθεια οικονομικής και πολιτικής εμβάθυνσης οι αντιθέσεις θα οξύνονται και οι φυγόκεντρες δυνάμεις θα εντείνονται. Η οικονομική κρίση, που έπληξε βαρύτατα την Ευρωπαϊκή Ένωση, το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν την έχει ξεπεράσει ακόμη και παρουσιάζει πολύ χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, ενώ τα κοινωνικά προβλήματα οξύνονται, δίνουν νέο βάθος στην πολλαπλή κρίση που περνάει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ουσιαστικά η ενταξιακή διαδικασία νέων χωρών έχει βαλτώσει, ενώ η οικονομική και πολιτική εμβάθυνση περνάει από χίλια κύματα.
Σήμερα αυτό το γεγονός αναγνωρίζεται επισήμως από τους ίδιους τους ηγετικούς κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε σημείο που οι ίδιοι να επισημαίνουν με έμφαση τον κίνδυνο «σε μερικά χρόνια να μην μιλάμε καθόλου για Ευρωπαϊκή Ένωση» (Ντόναλντ Τουσκ)! Ήδη αμφισβητείται από τους ίδιους τους ηγετικούς κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ίδια η ύπαρξή της.
Η προοπτική είναι ακόμη πιο δύσκολη και σκοτεινή. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι ουσιαστικής οικονομικής ανάκαμψης, η επιβολή της ηγεμονίας της Γερμανίας στην οικονομική πολιτική έχει οδηγήσει να δημιουργεί τεράστια προβλήματα σε χώρες, που διαθέτουν ισχυρές οικονομίες, αλλά να μη μπορούν να ορθοποδήσουν, όπως η Ιταλία ακόμη και η Γαλλία, ενώ οι μικρότερες χώρες να αποτελούν όχι μόνο μη υπολογίσιμα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά να είναι και τα «συνήθη θύματα» της οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται. Η Πορτογαλία π.χ. αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ενός νέου μνημονίου. Όσο για τη χώρα μας όλα βρίσκονται «επί ξύλου κρεμάμενα», τόσο σε ό,τι αφορά στο δημόσιο χρέος όσο και τα δημοσιονομικά πλεονάσματα, αλλά και τα προαπαιτούμενα της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης!
Από την άλλη στο πολιτικό επίπεδο είναι εμφανής η ενίσχυση των ακροδεξιών δυνάμεων, οι οποίες εκμεταλλεύονται τη μεγάλη δυσαρέσκεια που επικρατεί στους εργαζόμενους και γενικότερα στους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επαναφέρουν με διαφοροποιημένες πολιτικές φόρμουλες την έννοια «της ξαναεθνικοποίησης της Ευρώπης». Θέλοντας να εκφράσει ακριβώς αυτήν την τάση η Χρυσή Αυγή στη χώρα μας και σχολιάζοντας τις εξελίξεις για τη σύνοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μπρατισλάβα έβαλε ζήτημα επιστροφής στο εθνικό νόμισμα.
Το Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα μπροστά στην αμεσότητα της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί αυτήν τη στιγμή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο από οικονομική όσο και πολιτική άποψη, οφείλει να αναλάβει πολιτικές πρωτοβουλίες, με πρώτη την επεξήγηση και εκλαΐκευση της αποτυχίας των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί περί αποτυχίας πρόκειται.
Και πρόκειται περί αποτυχίας, γιατί ο πυρήνας της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν να ξεπεράσει την οικονομική κρίση και να περάσει σε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που θα έφερναν νέες θέσεις εργασίας, μια και η ίδια αναγνωρίζει ότι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημά της ήταν και εξακολουθεί να είναι η μεγάλη ανεργία που υπάρχει και ιδιαίτερα στη νεολαία.
Το προσφυγικό, το οποίο παρουσιάζεται αυτήν τη στιγμή ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασφαλώς και είναι ένα μεγάλο πρόβλημα, αλλά πίσω απ’ αυτό υπάρχει στην πραγματικότητα το οικονομικό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει οδηγήσει και στις διαφορετικές ταχύτητες, στις επίσημες και ανεπίσημες ομαδοποιήσεις.
Είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς ότι π.χ. η Ουγγαρία δε μπορεί να δεχτεί λιγότερους από 2.000 πρόσφυγες λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Στην πραγματικότητα πίσω από την ομάδα του Βίσεγκραντ, που επικαλούνται το προσφυγικό, υπάρχουν διαφορετικοί οικονομικοί και πολιτικοί προσανατολισμοί, που αντιτίθενται στην πολιτική που θέλει να επιβάλει η Γερμανία.
Το καθήκον του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος είναι να εκλαϊκεύσει όλη αυτήν την κατάσταση, που εμφανίζεται σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της και να την εντάξει στη στρατηγική του και τακτική του – με στόχο την αποδέσμευση, στην παρέμβαση που πρέπει να κάνει για να αντιμετωπίσει και την ενίσχυση της ακροδεξιάς.
Το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ σε σχέση με τη σύνοδο της Μπρατισλάβα εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
«Οι αντιθέσεις εντός της ΕΕ δεν αφορούν τα λαϊκά δικαιώματα, αλλά τον τσακωμό για το πώς κάθε κράτος θα προστατεύει τα δικά του μονοπώλια, σε συνθήκες μάλιστα που η οικονομική καπιταλιστική κρίση δεν έχει ξεπεραστεί, ενώ οι προβλέψεις για την οικονομία στην ΕΕ και την Ευρωζώνη είναι ακόμη πιο δυσοίωνες.
Αλλωστε, την ίδια στιγμή που τσακώνονται για το μείγμα διαχείρισης και το μέλλον των ΕΕ-Ευρωζώνης, από κοινού – τόσο οι σοσιαλδημοκρατικές όσο και οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις – τσακίζουν τα εργατικά – λαϊκά δικαιώματα και συναποφασίζουν την πιο ενεργή εμπλοκή της ΕΕ σε πολέμους και επεμβάσεις, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Να γιατί αποτελεί τεράστια κοροϊδία η προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να εμφανιστεί ότι εργάζεται δήθεν για την “επανεκκίνηση” και τη “διόρθωση” της ΕΕ.
Η ΕΕ δεν εξανθρωπίζεται και ο δρόμος των λαών είναι η αποδέσμευση από κάθε λυκοσυμμαχία, σε συνδυασμό με την πάλη για τη ριζική αντικαπιταλιστική ανατροπή».
Από αυτήν την Ανακοίνωση θα περιοριστούμε να σχολιάσουμε δύο μόνο σημεία:
Πρώτο: Είναι απολύτως βέβαιο ότι στις συνόδους κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι ηγέτες των κρατών – μελών δεν τσακώνονται για τα εργατικά δικαιώματα, ούτε φυσικά οι αντιθέσεις, που αναπτύσσονται μεταξύ τους, αφορούν μια πολιτική υπέρ των εργαζομένων.
Γίνεται, όμως, λόγος για την πολιτική που ακολουθείται και έχει ανοίξει ένας κύκλος συζητήσεων, ότι αυτή η πολιτική πρέπει να αλλάξει, γιατί η κατάσταση των εργαζομένων έχει φτάσει σε οριακό σημείο.
Έχει ανοίξει, επίσης, μια συζήτηση για το νεοφιλελευθερισμό, που στρέφεται ενάντια στον καπιταλισμό και τελικά τον φέρνει πιο κοντά στην καταστροφή του! Το Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα οφείλει να παρέμβει σ’ αυτά τα ζητήματα και να προσανατολίσει σωστά την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα.
Από την άλλη αυτές οι αντιθέσεις, που ολοένα οξύνονται και πιο πολύ, ενδιαφέρουν άμεσα το Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα, γιατί πρέπει να τις αξιοποιήσει στη στρατηγική του και στην τακτική του, γιατί η ουσία αυτών των αντιθέσεων αφορά σε γεωστρατηγικούς προσανατολισμούς, εξ αιτίας των παρεμβάσεων άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, και έντονες οικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις, εξ αιτίας της οικονομικής και πολιτικής ανισομετρίας, που διαπερνάει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χαρακτηριστικές είναι η στάση και οι δηλώσεις του Ματτέο Ρέντσι, πρωθυπουργού της Ιταλίας.
Οι αντιθέσεις αυτές εκφράζουν επί της ουσίας «το απραγματοποίητο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το έχουμε αναφέρει και άλλη φορά, είναι το έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί μια ενδεχόμενη διάσπαση σ’ αυτήν. Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν στα συρτάρια δεύτερα σενάρια. Μετά το Brexit ποιος είναι σε θέση να αποκλείσει ένα Italexit;
Από την πλευρά μας δεν ισχυριζόμαστε ότι «αύριο το πρωί» θα διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Γνωρίζουμε ότι οι καπιταλιστικές χώρες έχουν την τάση να δημιουργούν συμμαχίες η διάρκεια των οποίων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Αυτό, όμως, που ιστορικά έχει επαληθευτεί είναι ότι η διάλυση αυτών των συμμαχιών έχει πραγματοποιηθεί με την παρέμβαση των λαών. Και γι’ αυτό το λόγο οι αντιθέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφέρουν το Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα, γιατί σε τελική ανάλυση αφορούν στα δικαιώματα των λαών και των εργαζομένων.
Δεύτερο: Τι ακριβώς σημαίνει η φράση: «Η ΕΕ δεν εξανθρωπίζεται και ο δρόμος των λαών είναι η αποδέσμευση από κάθε λυκοσυμμαχία, σε συνδυασμό με την πάλη για τη ριζική αντικαπιταλιστική ανατροπή»;
Είναι γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εξανθρωπίζεται και επομένως «ο δρόμος των λαών είναι η αποδέσμευση από κάθε λυκοσυμμαχία». Αλλά η «ριζική αντικαπιταλιστική ανατροπή» παραπέμπει την αποδέσμευση αποκλειστικά και μόνο με σοσιαλιστική επανάσταση (πέρα από το γεγονός ότι ο δάνειος αυτός όρος της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» αποπροσανατολιζει και δεν κυριολεκτεί ως προς τη σοσιαλιστική επανάσταση, που θα έπρεπε κανονικά να χρησιμοποιείται, αφού αυτό ακριβώς εννοεί και γι’ αυτό γράφεται).
Όσο λάθος είναι να εξατομικεύεται η αποδέσμευση ως στόχος του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος, έξω και πέρα από την πάλη της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων για την κατάληψη της εξουσίας στην προοπτική του σοσιαλισμού, άλλο τόσο λάθος είναι να συνδέεται εκ των προτέρων η αποδέσμευση αποκλειστικά με τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σαφώς γίνεται αποδεκτή και από την ντόπια αστική τάξη, κυριαρχεί στη συνείδηση των εργαζομένων. Διαπερνάει όλες τις πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας μας. Αυτό το στοιχείο δεν επιτρέπεται να υποβαθμίζεται.
Πολύ περισσότερο δεν πρέπει να υποβαθμίζεται από τη στιγμή που οι συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας και γενικότερα δε μπορούν να ικανοποιήσουν το στόχο της αποδέσμευσης με σοσιαλιστική επανάσταση, γιατί, κατά κύριο λόγο, ο στόχος αυτός δεν αντιστοιχεί στο επίπεδο της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης, όπως είναι διαμορφωμένη σήμερα, ούτε στο σημερινό επίπεδο της ταξικής πάλης του Εργατικού Κινήματος. Το ζήτημα που προκύπτει είναι η ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης.
Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί το έδαφος πάνω στο οποίο πρέπει να αναπτυχθεί η πάλη της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, για τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας, της Λαοκρατικής Δημοκρατίας, που θα είναι μορφή εργατικής εξουσίας, μια και η εργατική τάξη θα κυριαρχεί σ’ αυτήν, με στόχο την άμεση αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και όλους τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και το άνοιγμα του δρόμου για το σοσιαλισμό. Μ’ αυτόν τον τρόπο προσδιορίζεται η αμεσότητα της αποδέσμευσης και μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να αναπτυχθεί η ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης και οι συμμαχίες της.
Στο έδαφος αυτής της πάλης το Κομμουνιστικό Κίνημα δεν πρέπει και δε θα αποκρύπτει ότι «θα προχωρήσει πολύ παραπέρα». Στο σοσιαλισμό. Όπως μας δίδαξε, όμως, ο Β. Ι. Λένιν «είναι προτιμότερο να χαίρεσαι όταν γυρίζεις από τη μάχη, παρά όταν πηγαίνεις».
Με την έννοια αυτή και μόνο, στην πορεία της ταξικής πάλης, μπορεί να προκύψει εργατική εξουσία, που θα ξεπερνάει τη μορφή της εργατικής εξουσίας της Λαοκρατικής Δημοκρατίας, θα είναι η πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης και θα έχει ως άμεσο στόχο της την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Κατά συνέπεια ο πρώτος της στόχος θα είναι και η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν στο μεταξύ δε μας έχουν προλάβει τα διαλυτικά της φαινόμενα, πάντα με την αποφασιστική παρέμβαση του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος.
COMMENTS