Συνεχίζεται με αμείωτη ένταση η κόντρα ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση για τη διαδικασία του διαγωνισμού, που αφορούσε τις αδειοδοτήσεις των τηλεοπτικών καναλιών. Η διαμάχη αυτή είναι τόσο θορυβώδης, που καλύπτει όλες τις υπόλοιπες πολιτικές εξελίξεις, που αφορούν στη χώρα μας και είναι εξόχως σημαντικές.
Ήδη, με την άφιξη των «θεσμών» στη χώρα μας, ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων για την πραγματοποίηση των προαπαιτουμένων της πρώτης αξιολόγησης και τη δρομολόγηση της δεύτερης, που το αποτέλεσμά τους, έτσι κι αλλιώς, θα φέρει νέα αντιλαϊκά μέτρα, τα οποία θα αφορούν τις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων, το συνδικαλιστικό νόμο, αλλά και πρόσθετα μέτρα, τα οποία υπολογίζονται ότι θα ξεπερνάνε για την επόμενη διετία τα 5 δισ. ευρώ! Φυσικά θα αντληθούν από τις τσέπες των εργαζομένων.
Την ίδια στιγμή ολοκληρώθηκε και η συνάντηση κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μπρατισλάβα, όπου επιχειρήθηκε να δοθεί ένα νέο πνεύμα εκκίνησης της «κοινωνικής Ευρώπης», ενώ αναγνωρίστηκε με τον πιο επίσημο τρόπο από του μετέχοντες αρχηγούς των μελών – κρατών, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει χάσει την ελκτικότητά της και αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα. Ορισμένοι απ’ αυτούς μίλησαν και για κρίση που περνάει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παραπέρα, όμως, και παρά το γεγονός ότι έγινε προσπάθεια να εμφανιστούν οι 27 με ένα ενωτικό πνεύμα, τελικά δε μπόρεσαν να κρύψουν τις οξύτατες αντιθέσεις, που υπάρχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις διαφορετικές ταχύτητες, που τη χαρακτηρίζουν, που, τελευταία, πήραν και τη μορφή των επίσημων ομαδοποιήσεων.
Το πιο σοβαρό, όμως, που επιχειρείται να αποκρυβεί, με την αντιπαράθεση για τις τηλεοπτικές άδειες, είναι οι άσχημες οικονομικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που ασφαλώς επηρεάζουν και την οικονομία της χώρας μας και που θα επιδράσουν οπωσδήποτε πάνω στους όρους διευθέτησης του χρέους, των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, της τήρησης και εφαρμογής του τρίτου μνημονίου.
Μόλις προ ολίγων ημερών σε επίσημη έκθεση της DEUTSCHE BANK επισημαίνεται ότι η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε κύκλο «χαμηλής ανάπτυξης» τριακοπενταετίας, προετοιμάζοντας το κλίμα και για την αντίστοιχη ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Και φυσικά όταν εννοεί παγκόσμια οικονομία η έκθεση αφορά στο Δυτικό καπιταλισμό κατά κύριο λόγο συμπεριλαμβανομένης και της Ιαπωνίας.
Στο μεταξύ η αντιπαράθεση «καλά κρατεί» ανάμεσα στην κυβέρνηση, τους καναλάρχες που δεν πήραν άδεια και τη Νέα Δημοκρατία, για τη διαδικασία του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, για το εάν έπρεπε να είναι τέσσερις ή περισσότερες ή και παντελώς ελεύθερες με ένα χαμηλό αντιμίσθιο για την απόκτησή τους, την ίδια στιγμή που επιχειρείται να συγκαλυφθεί η πραγματικότητα που επικρατούσε στο μέχρι σήμερα τηλεοπτικό τοπίο. Το βασίλειο της ανομίας και της αυθαιρεσίας.
Οι βασικότερες πλευρές αυτής της αντιπαράθεσης είναι τρείς:
Η πρώτη και η σημαντικότερη: Αφορά στον έλεγχο της πολιτικής ενημέρωσης. Μέσα από τη διαδικασία που επέλεξε η κυβέρνηση προσπαθεί να αλλάξει τους συσχετισμούς στην ενημέρωση, που μέχρι τώρα ήταν σαφώς σε βάρος της. Η αλλαγή αυτή παίζει πολύ μεγάλη σημασία για την κυβέρνηση, γιατί στη φθορά της έχουν συντελέσει σχεδόν όλα τα κανάλια. Σ’ αυτήν τη διαδικασία η Νέα Δημοκρατία βρήκε στο πλευρό της, με διαφοροποιήσεις, σχεδόν όλους τους μέχρι τώρα καναλάρχες. Τα «παλιά τζάκια».
Είναι φανερό ότι ένα τμήμα της αστικής τάξης επιδιώκει την άνευ όρων ποδηγέτηση της κυβέρνησης ή και την άμεση ανατροπή της. Δεν επιθυμεί να ακούγεται έστω και η παραμικρή αμφισβήτηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ επιδιώκει την πιστή εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής στη χώρα μας.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση ανταποκρίνεται στην εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, δεν αμφισβητεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει εγκαταλείψει κάθε ρητορική του παρελθόντος, που παρέπεμπε σε θολές αναφορές περί εξόδου από το ευρώ, το τμήμα αυτό της αστικής τάξης αισθάνεται μεγαλύτερη σιγουριά με τη Νέα Δημοκρατία παρά με το ΣΥΡΙΖΑ, που άλλωστε αυτός, πολύ περισσότερο τώρα, επιχειρεί να στερεωθεί ως κόμμα, που προσχώρησε ολοκληρωτικά στην αστική πολιτική πλέον και να δυναμώσει τους δεσμούς του με τμήματα της αστικής τάξης τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς.
Η Νέα Δημοκρατία παρουσιάζεται ως το κόμμα της επιχειρηματικότητας. Το αυθεντικό κόμμα της αστικής τάξης. Προσπαθεί να περάσει την άποψη ότι η λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία και η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας θα φέρει την έξοδο από την οικονομική κρίση και την πολυπόθητη ανάπτυξη, που θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας. Επιμένει αταλάντευτα σ’ ένα δόγμα, που στη φάση εξέλιξης που βρίσκεται ο καπιταλισμός δε μπορεί να ικανοποιηθεί. Η παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η αύξηση της παραγωγικότητας στον καπιταλισμό φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ισχυρίζεται η Νέα Δημοκρατία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στη ρητορική του προσπαθεί να διατηρήσει την έννοια της «κοινωνικής Ευρώπης» – ανύπαρκτης στην πραγματικότητα, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αλλάξει, γιατί διαφορετικά κινδυνεύει. Ελίσσεται, την ώρα που εφαρμόζει τη μνημονιακή πολιτική. Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα μετά το τέλος της συνάντησης κορυφής στη Μπρατισλάβα. Πρόκειται για μια προσπάθεια, που αποσκοπεί να κρατήσει την επαφή με την εκλογική βάση, που έφερε το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, να αντιμετωπίσει τη φθορά που έχει υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ από την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου. Από τη μια «συγκρατημένα αισιόδοξος» από την άλλη ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση εάν συνεχίσει έτσι θα αντιμετωπίσει υπαρξιακό πρόβλημα». Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητεί να αλλάξει και το τοπίο στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κανένα από τα δύο κόμματα δεν αμφισβητεί την κυριαρχία της αστικής τάξης, και στον τομέα της ενημέρωσης, ούτε τις στρατηγικές της επιλογές.
Η δεύτερη και εξ ίσου σημαντική πλευρά είναι ότι επιχειρήθηκε να ταυτιστεί η όλη διαδικασία του διαγωνισμού με τις αδειοδοτήσεις με την αντικειμενικότητα της ενημέρωσης. Σ’ αυτό το θέμα υπήρξε μια διαφορετική επιχειρηματολογία από την κάθε πλευρά. Η μεν Νέα Δημοκρατία κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιχειρεί να καταργήσει την αντικειμενικότητα στην ενημέρωση. Έφτασε στο σημείο να κατηγορεί την κυβέρνηση για σοβιετοποίηση της ενημέρωσης!!! Ανόητες κατηγορίες, αλλά η έλλειψη επιχειρηματολογίας οδηγεί στην αναθέρμανση του αντικομμουνισμού και του αντισοβιετισμού.
Το βασικό της επιχείρημα ήταν ότι όσο περισσότερα κανάλια υπάρχουν τόσο περισσότερο εξασφαλίζεται η αντικειμενική ενημέρωση!!! Πρόκειται για μια παραπλανητική τοποθέτηση, γιατί όσο περισσότερα ιδιωτικά κανάλια θα υπάρχουν τόσο περισσότερο θα ισχυροποιείται η κυριαρχία της αστικής τάξης.
Η κυβέρνηση επικαλέστηκε το ακριβώς αντίθετο επιχείρημα, ότι αποκαθιστά την αντικειμενικότητα της ενημέρωσης!!! Γι’ αυτό το λόγο και προσπαθεί, υποτίθεται, να βάλει μια τάξη σ’ αυτόν τον τομέα, που επί 27 χρόνια βρισκόταν σε ένα καθεστώς ανομίας και αυθαιρεσίας. Πατάει σ’ ένα πραγματικό και αληθινό επιχείρημα, όχι βέβαια για να αποκαταστήσει την αντικειμενικότητα της ενημέρωσης αλλά για να την ελέγξει όσο περισσότερο μπορεί από την πλευρά της. Για τον ίδιο σκοπό που νοιάζεται και η Νέα Δημοκρατία.
Ιδιωτικά κανάλια, ανεξάρτητα από τον αριθμό, τα οποία ανήκουν στην αστική τάξη, σε καπιταλιστές, ορισμένοι από τους οποίους εμπλέκονται και «με το νόμο», και αντικειμενική ενημέρωση είναι αδύνατον να υπάρξει. Αυτή η αλήθεια ισχύει από τότε που οι κήρυκες ενημέρωναν τους πολίτες μιας πόλης – κράτους. Ο ελεγχόμενος από την εξουσία κήρυκας ενημέρωνε σύμφωνα με τα συμφέροντα της εξουσίας, όποιος και εάν την εκπροσωπούσε. Τα ελεγχόμενα από την αστική τάξη ΜΜΕ στη σύγχρονη εποχή ενημερώνουν με βάση τα συμφέροντα της αστικής τάξης, που βρίσκεται στην εξουσία και φανερά εχθρεύονται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Εδώ συγκεντρώνεται το ταξικό ζήτημα που αφορά στην ενημέρωση.
Επομένως όλη η αντιπαράθεση γύρω από αυτό το θέμα ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία αφορά στο ποιος θα έχει πολιτικά στα χέρια του τα ΜΜΕ, τουλάχιστον ένα μέρος του, ίσως μισά – μισά, για να έχει τη δυνατότητα διαμόρφωσης της πολιτικής και γενικότερα της κοινωνικής συνείδησης των εργαζομένων, για να μπορεί να διεκδικεί με όρους νίκης τη διακυβέρνηση, την ώρα που θα υπηρετούνται τα συμφέροντα της αστικής τάξης, γιατί σ’ αυτό συμπίπτουν τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και η κυβέρνηση.
Η τρίτη σημαντική πλευρά στο ζήτημα αυτό αφορά στη στάση των εργαζομένων στα ΜΜΕ, γενικότερα του Εργατικού Κινήματος, σε συνδυασμό και με τη βιωσιμότητα των καναλιών.
Η αλήθεια είναι ότι όλα τα υπάρχοντα κανάλια ήταν καταχρεωμένα. Αμφισβητείται ακόμη και το εάν τα κανάλια που εξασφάλισαν τις νέες άδειες μπορούν να είναι βιώσιμα. Αυτό, όμως, που πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση είναι ότι η αστική τάξη θα κάνει το παν για να έχει την ενημέρωση στα χέρια της, έστω και με μη βιώσιμα κανάλια από οικονομική άποψη. Και θα βρει τους τρόπους να τα διατηρεί, όπως άλλωστε βρήκε μέχρι τώρα.
Βασικοί χρηματοδότες των καναλιών ήταν οι τράπεζες, οι συστημικές τράπεζες, οι οποίες χρηματοδότησαν τα κανάλια με τις αβάντες των εκάστοτε κυβερνήσεων και με μη νόμιμους τρόπους, ακόμη και γι’ αυτήν την αστική νομιμότητα. Οι τράπεζες, βέβαια, πέρασαν, μέσω του Χρηματοπιστωτικού Ταμείου Σταθερότητας στον έλεγχο του κράτους. Ουσιαστικά τα κανάλια ήταν – και πριν αλλά και μετά, που οι τράπεζες πέρασαν υπό κρατικό έλεγχο, κρατικοδίαιτα, γιατί δανειοδοτούνταν από το κράτος ή υπό τις ευλογίες του κράτους. «Ιδιωτική πρωτοβουλία» με χρηματοδότη το κράτος, ως συνήθως, δηλαδή χρηματοδότηση από τις τσέπες των εργαζομένων. Δανεικά και αγύριστα.
Στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, τα άλλα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης, οι καναλάρχες που «κόπηκαν», αλλά και γενικότερα τα αστικά ΜΜΕ «έβαλαν μπροστά» τους εργαζόμενους. Επικαλέστηκαν ότι θα μείνουν άνεργοι. Παραπέρα επικαλέστηκαν μια πραγματική κατάσταση: ότι ο κλάδος των δημοσιογράφων τον τελευταίο καιρό έχει χτυπηθεί πάρα πολύ από την ανεργία. Γεγονός που είναι αληθές.
Το ενδιαφέρον, όμως, αυτό ήταν πέρα για πέρα κάλπικο, γιατί όταν η Νέα Δημοκρατία έκλεινε την ΕΡΤ δημιουργούσε άνεργους. Τότε τα ιδιωτικά κανάλια, επειδή επωφελούνταν πολλαπλώς από το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν «έβγαλαν άχνα». Εδώ πρέπει να προσθέσουμε και τις απολύσεις των εργαζομένων, δημοσιογράφων , τεχνικών, υπαλλήλων, που πραγματοποίησαν, κατά καιρούς τα ιδιωτικά ΜΜΕ. Ακόμη πρέπει να πούμε ότι τελικά κανείς δεν ξέρει εάν οριστικά τα κανάλια τα οποία υπήρχαν και λειτουργούσαν πριν το διαγωνισμό θα κλείσουν, γιατί ήδη έχουν αρχίσει επαφές στη βάση του «έχω την άδεια, έχεις το κανάλι».
Το αναμενόμενο για μας, και από μία άποψη και θλιβερό, ήταν ότι ορισμένοι, «πρώτα ονόματα», δημοσιογράφοι και παρουσιαστές των κεντρικών δελτίων των «κομμένων» καναλιών πρωτοστάτησαν στην υπεράσπιση των αφεντικών τους, στο όνομα ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. Πρόκειται για δημοσιογράφους με πολιτικές διασυνδέσεις. Την ίδια στάση κράτησαν και τα κανάλια με τα πρώτα δημοσιογραφικά ονόματα που εξασφάλισαν την πολυπόθητη άδεια, αλλά διακρίνονταν για την αντικυβερνητική τους στάση.
Το γεγονός αυτό είναι ένα άλλο πρόσθετο επιχείρημα και για την αντικειμενικότητα της ενημέρωσης. Δημοσιογράφοι οι οποίοι υποστήριζαν τα αφεντικά τους και ταυτόχρονα επιδίδονταν σε μια σκληρή κριτική ενάντια στην κυβέρνηση, ενώ μέχρι το διαγωνισμό, για τα προσχήματα, κρατούσαν μια στάση δήθεν αντικειμενικότητας ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία, αποκαλύφθηκαν το πώς «αλλάζουν πλευρό» από τη μία στιγμή στην άλλη.
Την ίδια στιγμή κανείς από αυτούς δεν αμφισβητούσε τις κυρίαρχες στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης, των αφεντικών τους αλλά και την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Η κριτική προς την κυβέρνηση αφορούσε στις καθυστερήσεις, που σημειώνονται στην εφαρμογή του μνημονίου.
Προφανώς δε μιλάμε για τη μεγάλη μάζα των δημοσιογράφων και των τεχνικών, των υπαλλήλων, που δικαιολογημένα ανησυχούσαν και εξακολουθούν να ανησυχούν για τη δουλειά τους, ούτε για εκείνους τους δημοσιογράφους που εργάζονται στα κανάλια και σε ενημερωτικές ιστοσελίδες με ελάχιστες αμοιβές, με «μαύρα», όπως λέγεται στη γλώσσα τους, και ανασφάλιστοι.
Όλη αυτή η κατάσταση που δημιουργήθηκε με το διαγωνισμό, τη συνταγματικότητα ή την αντισυνταγματικότητα, τον ανταγωνισμό μεταξύ των διεκδικητών, που έγινε αφορμή να βγάζει ο ένας «τα άπλυτα» του άλλου στη δημοσιότητα με ειδικά αφιερώματα, τις καταθέσεις των καναλαρχών στην εξεταστική επιτροπή της βουλής, για το πώς έπαιρναν τα δάνεια, ανέδειξαν το βρώμικο παιχνίδι που παίζεται γύρω από τα ΜΜΕ, τη σχέση αστικής τάξης και πολιτικής εξουσίας, την υποκρισία των μεγαλοδημοσιογράφων, κατέρριψαν κάθε αυταπάτη, για όποιον την είχε, περί αντικειμενικής ενημέρωσης.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι το Εργατικό και Επαναστατικό Κίνημα αντιμετωπίζοντας συνολικά το ζήτημα της ενημέρωσης από ιδιωτικά κανάλια και τη δουλειά των εργαζομένων σ’ αυτά τι θέση πρέπει να πάρει;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι καθήκον του Εργατικού και Επαναστατικού Κινήματος είναι να υπερασπιστεί τη δουλειά των εργαζομένων στα ΜΜΕ. Το καθήκον αυτό αφορά και τα κρατικά κανάλια, όπως και το ζήτημα της αντικειμενικής ενημέρωσης επίσης αφορά και τα κρατικά κανάλια, που κάθε κυβέρνηση τα μετατρέπει σε προπαγανδιστικό παράρτημά της.
Μόνο που στην περίπτωση της δημόσιας ενημέρωσης, από κρατικά και ιδιωτικά κανάλια, πρέπει να επιλυθούν ταυτόχρονα δύο προβλήματα. Το ένα αφορά στην αντικειμενική ενημέρωση του Ελληνικού λαού, το δεύτερο αφορά στην εργασία των εργαζομένων.
Παίρνοντας υπόψη τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας το ζήτημα, που προβάλλει ως άμεσο πρόβλημα, είναι η έξοδος από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Αυτό το ζήτημα είναι, που πάνω απ’ όλους ενδιαφέρει τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά μικρομεσαία στρώματα. Εδώ επικεντρώνεται και ο βασικός ρόλος της ενημέρωσης, της στάσης των πολιτικών κομμάτων και των προτάσεων που καταθέτουν, για την έξοδο από την οικονομική κρίση.
Και εδώ είναι απολύτως φανερό. Άλλη είναι η έξοδος από την κρίση για την εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα που καταστρέφονται, την κοινωνική τους συμμαχία, άλλη είναι η έξοδος για την αστική τάξη και τους καναλάρχες, που είναι μέρος της αστικής τάξης.
Το άκρως αυτό πολιτικό ζήτημα επιβάλλει στην εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα να διεκδικήσουν την πολιτική εξουσία ως άμεση επιδίωξη για την έξοδο από την κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, της Λαοκρατικής Δημοκρατίας, θα αντιμετωπιστεί και το πρόβλημα της ανεργίας της εργατικής τάξης, στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της οικονομίας, προφανώς και των εργαζομένων στο χώρο της ενημέρωσης.
Θα αντιμετωπιστεί και θα αρχίσει να επιλύεται και το πρόβλημα της αντικειμενικής ενημέρωσης με πρώτη πράξη την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα ΜΜΕ. Ο ρόλος των εργαζομένων στα ΜΜΕ θα είναι πρωταγωνιστικός, η συμμετοχή και ο έλεγχος των συνδικάτων τους και γενικότερα των συνδικαλιστικών ενώσεων σε όλο το φάσμα της ενημέρωσης θα είναι εξασφαλισμένος. Στο πλαίσιο αυτό θα καλυφθούν και οι θέσεις εργασίας, που θα αντιστοιχούν στον τομέα της ενημέρωσης.
Η μορφή με την οποία θα λειτουργούν τα ΜΜΕ στη Λαοκρατική Δημοκρατία θα είναι υπόθεση των ίδιων των εργαζομένων, και στο χώρο της ενημέρωσης, θα προκύψει με τη συμμετοχή τους και τον έλεγχό τους. Οι τεχνολογικές εξελίξεις δε θα αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη της ενημέρωσης, αλλά θα ενισχύουν την αυτενέργεια των λαϊκών μαζών. Οι ανάγκες για περισσότερη ενημέρωση και μόρφωση, για πολιτισμό θα αυξάνουν.
Αποδείχτηκε ότι κάτω απ’ όλες τις συνθήκες ότι η αστική τάξη αδυνατεί να εξασφαλίσει τόσο τις θέσεις εργασίας των εργαζομένων όσο και την αντικειμενική ενημέρωση. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την υιοθέτηση των στόχων της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, των κοινωνικών δυνάμεων, που επλήγησαν από την οικονομική κρίση, για έξοδο από την κρίση και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας στο δρόμο για το σοσιαλισμό.
COMMENTS