99 χρόνια εξάρτησης ή αλληλεξάρτησης; – Δ’ Μέρος (τελευταίο)

Πριν περάσουμε να εξετάσουμε το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις των τάξεων μετά τις εκλογές του Μάη του ’12, για να καταλήξουμε και στο σήμερα, χρειάζεται, κατά τη γνώμη μας, να κάνουμε μια διαπίστωση που αφορά στη στάση της αστικής τάξης αλλά και στη στάση των δανειστών.

Και από τότε, που εμφανίστηκε η κρίση, αλλά πολύ περισσότερο σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε την αποφασιστικότητα της αστικής τάξης της χώρας μας και των δανειστών, των εταίρων μας, να εξασφαλίσουν δύο βασικά πράγματα:

Το ένα αφορά γενικά το πέρασμα των αντιλαϊκών μέτρων, που σχετίζονται με τους εργαζόμενους, τους μισθούς τους, τις συντάξεις τους, την ασφάλισή τους, τις εργασιακές σχέσεις, γενικά το πώς θα μεταφέρουν η αστική τάξη και οι δανειστές τις συνέπειες της κρίσης πάνω στις πλάτες των εργαζομένων.

Εδώ αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η διαδικασία αυτή δεν έχει αρχίσει με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Είχε αρχίσει πολύ προηγούμενα. Αυτή η διαδικασία λήψης αυτών των αντιλαϊκών μέτρων δεν είχε να κάνει μόνο με το ότι ο καπιταλισμός προσπαθεί να πάρει τη ρεβάνς απέναντι στους εργαζόμενους, μετά και την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Είχε να κάνει και μ’ αυτό αλλά όχι αποκλειστικά μ’ αυτό.

Οι καπιταλιστές παρακολουθούσαν με προσοχή την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, παρακολουθούσαν το ξέσπασμα των διάφορων περιφερειακών κρίσεων ανά περιοχή, που στην πραγματικότητα σχετιζόταν και με το φαινόμενο της εξαγωγής της κρίσης από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, προσπαθούσαν, και μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου ανταγωνισμού και του ξαναμοιράσματος των αγορών, να αποφύγουν τη μεταφορά της οικονομικής κρίσης στο εσωτερικό τους, κάτι, που, τελικά, δε θα μπορούσαν να το αποφύγουν και δεν το απέφυγαν.

Επομένως τα μέτρα, τα οποία παίρνουν από τη δεκαετία του ’90 δεν είναι μόνο επειδή «νίκησαν» το σοσιαλισμό. Είναι και επειδή γνωρίζουν την κατάσταση του καπιταλισμού. Βεβαίως σε συνθήκες αλλαγής των σχέσεων των τάξεων και ισχυρά σε βάρος της εργατικής τάξης, γεγονός που κάνει τα μέτρα αυτά πολύ πιο βάρβαρα.

Αυτήν την πλευρά του ζητήματος δεν ήταν εύκολο να τη δει κανείς από την πρώτη στιγμή, γιατί την «κάλυπτε» το μέγα και δραματικό γεγονός της ανατροπής του σοσιαλισμού. Θα μπορούσε να τη διαπιστώσει μόνο εάν παρακολουθούσε προσεκτικά τις συζητήσεις μεταξύ των αστών οικονομικών αναλυτών, που σε γενικές γραμμές επισημαίνανε ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας».

Όσο περνάει ο χρόνος και αφού ο καπιταλισμός επωφελήθηκε από την ανατροπή του σοσιαλισμού τόσο περισσότερο γίνεται πιο κατανοητό ότι όλα αυτά που ζουν οι εργαζόμενοι δεν είναι μόνο επειδή ανατράπηκε ο σοσιαλισμός. Είναι και επειδή ο ίδιος ο καπιταλισμός «πάσχει».

Και αυτό το γεγονός γίνεται όλο και πιο έντονο στη συνείδηση των εργαζομένων όσο οι συνέπειες των μέτρων γίνονται πιο αισθητές πάνω στους εργαζόμενους. Σήμερα π.χ. η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού έχει αρνητική άποψη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ παλιότερα τη θεωρούσε ως ευκαιρία για τη χώρα προκειμένου να μπει σε πορεία ανάπτυξης, καλυτέρευσης των συνθηκών της ζωής της.

Γι’ αυτό το λόγο μπορούμε να αναφερόμαστε στον ενιαίο χαρακτήρα των μέτρων, που παίρνονται από τη δεκαετία του ’90, αλλά, ταυτόχρονα, πρέπει να κάνουμε και ένα διαχωρισμό, ο οποίος προκύπτει μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όπου απότομα πέφτει το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών σε όλες τις χώρες, που μπαίνουν στον κύκλο της οικονομικής κρίσης, με εξαίρεση εκείνες, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, που έχουν εκτεταμένη κρατική ιδιοκτησία και εφαρμόζουν διάφορες μορφές κρατικού καπιταλισμού και καπιταλισμού υπό τον έλεγχό τους, όπως πρωτίστως η Κίνα και το Βιετνάμ.

Τα αναφέρουμε όλα αυτά, γιατί το 15ο Συνέδριο του Κόμματος (1996), που πραγματοποιείται λίγο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στη Νοτιοανατολική Ασία, στις χώρες τις ονομαζόμενες «Τίγρεις» του καπιταλισμού, προσπάθησε να απαντήσει σ’ αυτήν τη γενική τάση του καπιταλισμού, που έπαιρνε αντιλαϊκά μέτρα «πατώντας» πάνω στην αλλαγή των σχέσεων των τάξεων, που προέκυψε από την ανατροπή του σοσιαλισμού, αλλά έχοντας και επίγνωση των προβλημάτων του.

Και προσπάθησε να απαντήσει καταθέτοντας ένα σχέδιο μετάβασης στο σοσιαλισμό, παίρνοντας υπόψη και την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί τόσο από την ανατροπή του σοσιαλισμού όσο και στα μέτρα που έπαιρνε ο καπιταλισμός.

Στη γενική του κατεύθυνση το 15ο Συνέδριο, και στη συγκεκριμενοποίηση των μέτρων που πρότεινε, απαντούσε σωστά, παρά τις όποιες αδυναμίες παρουσίαζε, τις διπλοαναγνώσεις και τις ασάφειες, για τις οποίες δεν είναι της ώρας να μιλήσουμε.

Το δεύτερο αφορά ειδικά το πέρασμα των αντιλαϊκών μέτρων, που σχετίζονται με τους εργαζόμενους, τους μισθούς τους, τις συντάξεις τους, την ασφάλισή τους, τις εργασιακές σχέσεις, κτλ., μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το ξεπέρασμά της από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μέσα από τη μνημονιακή πολιτική γενικά και για τη χώρα μας ειδικά.

Έχουμε ήδη αναλύσει ότι το μνημόνιο και το κάθε μνημόνιο δεν είναι τίποτε άλλο από τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη – μέλη της, μόνο που οι όροι του καθορίζονται και από την εξάρτηση της χώρας μας.

Πρακτικά η πολιτική του Κόμματος αντιμετωπίζει το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, και ιδιαίτερα από το 2012 και μετά, μόνο κάτω από την οπτική γωνία της γενικής τάσης να παίρνονται αντιδραστικά οικονομικά μέτρα. Γι’ αυτό το λόγο και σ’ αυτήν τη γενική τάση αντιπαρατάσσει γενικά τη Λαϊκή Εξουσία και τη Λαϊκή Οικονομία, δηλαδή το σοσιαλισμό.

Δεν ήταν λάθος, πάντα μιλώντας γενικά. Όχι μόνο δεν ήταν λάθος αλλά ήταν και υποχρέωσή του Κόμματος να μιλάει για την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, κόντρα σε ένα γενικευμένο κλίμα ηττοπάθειας και απογοήτευσης των λαϊκών μαζών εξ αιτίας της ανατροπής του σοσιαλισμού.

Μόνο που δεν αρκούσε αυτή η απάντηση, πολύ περισσότερο που η κοινωνική συνείδηση δεν ήταν αναπτυγμένη σε εκείνον το βαθμό, αφού είχε υποχωρήσει, ώστε να προβάλει η λύση του σοσιαλισμού και ως η άμεση λύση στα προβλήματα των λαϊκών μαζών. Δεν την κατανοούσαν οι εργαζόμενοι ως τέτοια, κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν. Με αυτόν τον τρόπο κατέληγε να γίνεται η λάθος απάντηση στις συγκεκριμένες συνθήκες.

Απ’ αυτό και μόνο το γεγονός φαινόταν καθαρά ότι στην πολιτική του Κόμματος κάτι έλλειπε. Και αυτό που έλλειπε ήταν αυτό που με αυθαίρετο τρόπο κατάργησε η ηγεσία του Κόμματος. Η πρόταση που είχε επεξεργαστεί το 15ο Συνέδριο και που για τις συνθήκες της οικονομικής κρίσης και ιδιαίτερα του 2012 θα ήταν μια πραγματική πρόταση προσέγγισης των λαϊκών μαζών.

Ειδικότερα, όμως, το λάθος αυτό δεν έπαιρνε υπόψη, ότι το μνημόνιο δεν ήταν μόνο η γενική οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν ότι βάθυνε και την εξάρτηση και στο πολιτικό προσκήνιο εμφανίζονταν πολιτικά ζητήματα, τα οποία το Κόμμα μας δεν τα αντιμετώπιζε.

Μπορούμε να θυμηθούμε όλοι μας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στήριξε την πολιτική του παρουσία από το ’12 και μετά, μέχρι να γίνει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ σε τρεις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις.

Η πρώτη είχε να κάνει με το ότι κατάγγειλε τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ ότι είναι υποτελείς δυνάμεις και εκτελούν κατά γράμμα τις εντολές των δανειστών. «Φέρνετε και ψηφίζετε στη βουλή ό,τι σας δίνουν γραμμένο». Μίλησε για εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, ακόμη και για χώρα προτεκτοράτο, που δε μπορεί να βγει από την οικονομική κρίση κάτω από τα προγράμματα διάσωσης.

Αντιμετώπισε, δηλαδή, πλευρές της εξάρτησης πολύ φανερές για τον εργαζόμενο λαό, γι’ αυτό και έκανε πολύ συχνή χρήση της έννοιας της «περηφάνιας», για να συμπλεύσει με τα αισθήματα του Ελληνικού λαού. Η αλληλεξάρτηση δε μπορούσε να απαντήσει σ’ αυτά τα πολιτικά ζητήματα

Η δεύτερη είχε να κάνει με το ότι υποσχέθηκε ότι θα πάρει πίσω ό,τι μέτρα έχει ψηφίσει η μέχρι τότε η κυβέρνηση. Ότι θα προωθήσει μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων. Με δυο λόγια, στο επίπεδο των αντιθέσεων, πρόβαλε κυρίως ό,τι κυριαρχούσε στη συνείδηση του εργαζόμενου λαού. Τα άμεσα προβλήματά του.

Βεβαίως αυτήν την κυρίαρχη αντίθεση δεν την τοποθετούσε σωστά, γιατί, ταυτόχρονα, την υπονόμευε με τη θέση της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, πράγμα για το οποίο εισέπραττε τη δικαιολογημένη κριτική από την πλευρά του Κόμματος. Έστω, όμως, και μ’ αυτόν το λαθεμένο τρόπο (και μπορούμε να πούμε και σκόπιμο ) έδειχνε να δίνει προτεραιότητα στην κυρίαρχη αντίθεση, στα κυρίαρχα προβλήματα που απασχολούσαν τον εργαζόμενο κόσμο.

Από την πλευρά του Κόμματος η απάντηση θα έπρεπε να ήταν η διαλεκτική ενότητα της βασικής με την κυρίαρχη αντίθεση, πράγμα το οποίο δεν το έκανε. Να εξηγεί υπομονετικά στις λαϊκές μάζες, και ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, ότι παρά το πισωγύρισμα ο σοσιαλισμός είναι αναγκαίος, είναι επίκαιρος και σε τελική ανάλυση είναι και η μόνη πραγματική διέξοδος στην οικονομική κρίση.

Ταυτόχρονα, όμως, έπρεπε να συνδέει αυτήν τη θέση του και με πρόταση, που θα αφορούσε τα κυρίαρχα προβλήματα των λαϊκών μαζών, που θα ήταν και πρόταση εξουσίας. Και μιλάμε για την κυρίαρχη αντίθεση θέλοντας να τονίσουμε με έμφαση το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κατάσταση στη χώρα μας, όχι γενικά, αλλά συγκεκριμένα.

Η τρίτη έχει να κάνει με το πώς παρουσιαζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο Κόμμα μας. Μίλαγε για την ενότητα της Αριστεράς. Φυσικά υποκριτικά. Η ενότητα της Αριστεράς ήταν ένα θέμα, που πάντα συγκινούσε τον προοδευτικό κόσμο της χώρας μας και γενικότερα τον εργαζόμενο λαό. Η δημαγωγική στάση του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτό το θέμα έπρεπε να ξεσκεπαστεί. Και σωστά έκανε το Κόμμα μας και την ξεσκέπαζε, τις περισσότερες φορές με λάθος τρόπο, γιατί δε στηριζόταν σε συγκεκριμένη πρόταση.

Το κριτήριο που έπρεπε να κυριαρχήσει στη στάση του Κόμματος, για να ξεσκεπάζεται η δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ ως προς την ενότητα της Αριστεράς, ήταν ότι οι λαϊκές μάζες που προσανατολίζονταν προς το ΣΥΡΙΖΑ ήταν τμήματα της εργατικής τάξης και μικροαστικά στρώματα. Η πρόταση που θα κατέθετε, επομένως, έπρεπε να τις αφορά και ταυτόχρονα να αποκαλύπτει τη δημαγωγική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Το γεγονός ότι το Κόμμα μας εγκατέλειψε τις επεξεργασίες του 15ου Συνεδρίου στερούσε αυτήν τη δυνατότητα, γιατί πρακτικά το Κόμμα μας με την πολιτική του απευθυνόταν σ’ ένα μικρό τμήμα της εργατικής τάξης, το πιο συνειδητοποιημένο και πρωτοπόρο. Ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, όμως, και ειδικά σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, πρέπει να απευθύνεται συνολικά στην εργατική τάξη και στα μικροαστικά στρώματα που καταστρέφονται, γιατί είναι οι άμεσοι σύμμαχοι της εργατικής τάξης.

Με τη στάση που κράτησε το Κόμμα μας δε βοηθούσε να διαμορφωθούν οι σχέσεις των τάξεων σε βάρος της αστικής τάξης και των κομμάτων της ούτε να μην παρασυρθούν τμήματα της εργατικής τάξης και των σύμμαχων κοινωνικών στρωμάτων από τη δημαγωγία του ΣΥΡΙΖΑ. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθούν οι σχέσεις των τάξεων σε βάρος της εργατικής τάξης και πολιτικά του Κόμματος. Αυτό συμβαίνει πολιτικά πλέον από τις εκλογές του Ιούνη του ’12 όπου η Νέα Δημοκρατία ανακάμπτει μερικώς και ο ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύεται αξιωματική αντιπολίτευση.

Το γεγονός αυτό επέδρασε στον εγκλωβισμό σημαντικών δυνάμεων της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων στο ΣΥΡΙΖΑ και το επακόλουθο αποτέλεσμα ήταν η εξέλιξη αυτή να έχει και την αντίστοιχη επίδραση και στους αγώνες του Εργατικού Κινήματος.

Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υιοθέτησε πλήρως την πολιτική των προκατόχων της. Αυτήν τη στιγμή μπορεί η αστική τάξη να μην έχει ακόμη μπορέσει να σταθεροποιήσει το πολιτικό της σύστημα έχει, όμως, απέναντί της ένα Εργατικό Κίνημα, του οποίου η συμμετοχή των εργαζομένων τόσο στους αγώνες όσο και στις συνδικαλιστικές διαδικασίες είναι σαφώς μειωμένη, παρά το γεγονός, κατά τη γνώμη μας, ότι αυτό το γεγονός δεν αντανακλά και τις πραγματικές αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζομένων. Και έχει και ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, που έχει και αυτό μειωμένες δυνάμεις, όσο και εάν δεν πρέπει κανείς να υποτιμάει έστω και αυτές τις δυνάμεις που διαθέτει.

Και το λέμε αυτό, γιατί την ίδια στιγμή οξύνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις, οι εργαζόμενοι δείχνουν πλέον τη μαζική τους αντίθεση απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης και η αντίθεσή τους σε σχέση με το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ακουμπήσει τη μεγάλη πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού.

Είναι φανερό ότι υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στην όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και στη δυνατότητα που έχει η πολιτική πρωτοπορία, το ΚΚΕ συγκεκριμένα για τη χώρα μας, και το Κομμουνιστικό Κίνημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, να δώσει μια διέξοδο στις υπάρχουσες κοινωνικές αντιθέσεις, οι οποίες θα συνεχίσουν να οξύνονται.

Και το χάσμα αυτό γίνεται όλο και πιο αποκαλυπτικό σήμερα, που η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, αποδέχτηκε πλήρως όλες τις απαιτήσεις των δανειστών και εταίρων μας. Και εάν μιλήσουμε στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύει σε πολύ χειρότερο βαθμό έχοντας πάντα υπόψη την κατάσταση που επικρατεί στις περισσότερες χώρες, με εξαίρεση αυτήν την περίοδο τη Γαλλία, όπου η CGT, ξεπερνώντας και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, δίνει τη μάχη για να μην περάσει το «Γαλλικό μνημόνιο» της κυβέρνησης του Φρανσουά Ολάντ, που απελευθερώνει τις απολύσεις, καταργεί τις συλλογικές συμβάσεις, επαναφέρει την εβδομάδα των 46 ωρών εργασίας, καταργώντας το 35ωρο, και επιβάλλοντας μια ακόμη πιο σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία, που θα έχει τον ανάλογο αντίχτυπο στους μισθούς και τις συντάξεις, στις κοινωνικές παροχές. Στο πολιτικό επίπεδο, βέβαια, έχουμε την ενίσχυση της ακροδεξιάς.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι σχέσεις των τάξεων δεν καλυτέρεψαν για την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, μάλλον πρέπει να πούμε ότι έχουν χειροτερέψει, και αυτό είναι το κατ’ εξοχήν μεγάλο πρόβλημα και για τη χώρα μας και για το Κόμμα μας, που βέβαια αντανακλάται και στην πολιτική του δύναμη, κυρίως, όμως, αντανακλάται στη δυνατότητά του να συσπειρώνει ευρύτερες λαϊκές μάζες της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και να τις κινητοποιεί ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης.

Η ζωή απέδειξε ότι το Κόμμα μας έχει εγκλωβιστεί στις αντιφάσεις των ίδιων των επεξεργασιών του και οι εκκλήσεις για να «κατέβει ο κόσμος στους δρόμους για να δείξει τη δύναμή του» δεν αρκούν.

Η σειρά αυτή των άρθρων γράφτηκε με αφορμή το γεγονός ότι η κυβέρνηση, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που ανέλαβε, δημιουργεί ένα «Υπερταμείο», στο οποίο θα εκχωρηθεί όλη η δημοσία περιουσία της χώρας και το οποίο θα ελέγχεται από τους εταίρους μας και δανειστές μας. Η διάρκειά του θα κρατήσει 99 χρόνια.

Πίσω από τις έννοιες της εξάρτησης και της αλληλεξάρτησης προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι υπάρχουν οι σχέσεις των τάξεων, οι κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις, η θέση της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αντιθέσεις μεταξύ των κυρίαρχων δυνάμεων, που έχουν γεωστρατηγικό χαρακτήρα.

Σαφώς στο πλαίσιο της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια καπιταλιστική διακρατική συμμαχία, που επιχειρεί να αναπτύξει ενιαία έκφραση και στάση στο διεθνή ανταγωνισμό, που επιχειρεί να προωθήσει την πολιτική ένωση, τον ενιαίο στρατό και ενιαίους κανόνες οικονομικής πολιτικής, υπάρχει η αλληλεξάρτηση των κρατών και των οικονομιών. Δεν είναι, όμως, αυτό το κυρίαρχο γεγονός όσο και εάν φαίνεται από μια πρώτη ματιά.

Η περίοδος της οικονομικής κρίσης έδωσε τη δυνατότητα να φανούν πολύ πιο καθαρά οι πραγματικές σχέσεις που επικρατούν στο επίπεδο των τάξεων, των σχέσεων μεταξύ των κρατών – μελών, των κυρίαρχων δυνάμεων σε σχέση με τις μικρότερες χώρες. Έδωσε τη δυνατότητα να εκφραστούν οι αντιθέσεις τόσο μεταξύ των κρατών – μελών όσο και στο εσωτερικό της κάθε χώρας και να δοκιμαστούν πολιτικές θέσεις και στρατηγικές.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας το βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι βάθυνε η εξάρτησή της, πολιτική και οικονομική, από τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το ΔΝΤ (διάβασε ΗΠΑ), ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε παράγοντας όξυνσης της οικονομικής κρίσης της χώρας μας και συρρίκνωσης της παραγωγικής της βάσης, ότι η χώρα μας έγινε αντικείμενο λεηλασίας της δημόσιας περιουσίας.

Το βασικό πρόβλημα, επομένως, ενός Κομμουνιστικού Κόμματος είναι το πώς θα εκφράσει στις υπάρχουσες συγκεκριμένες συνθήκες όλες αυτές τις σχέσεις, το πώς θα ιεραρχήσει τις αντιθέσεις, το πώς θα τις συνδέσει, παίρνοντας πάντα υπόψη του το επίπεδο συνείδησης των λαϊκών μαζών, τους διεθνείς συσχετισμούς των δυνάμεων, τη θέση της χώρας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.

Αυτό το καθήκον σκοντάφτει για το Κόμμα μας πάνω στο γεγονός ότι έχει εγκαταλείψει την επαναστατική Λενινιστική τακτική. Δε θέλει η ηγεσία του Κόμματος να αναγνωρίσει ότι μπορεί να υπάρξει λαϊκή εξουσία, που θα εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, η οποία θα είναι μια επαναστατική εξουσία, η οποία θα εκφράζει μια Λαοκρατική Δημοκρατία, ενάντια στην αστική τάξη, με τους δικούς της κρατικούς και αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, που θα στηρίζεται στις λαϊκές μάζες, που το βασικό καθήκον της εργατικής τάξης και του Κόμματός της θα είναι να την ωθήσουν προς τα μπρος, στην κατεύθυνση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού με πλήρη επικράτηση της εργατικής τάξης, με εργατική εξουσία, τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Η «Νέα Σπορά» έχει επισημάνει πολλές φορές ότι αυτή η πορεία δεν είναι μια σταδιολογία, είναι μια ενιαία επαναστατική διαδικασία. Δεν πρόκειται για μια τεχνητά κατασκευασμένη «ενδιάμεση» εξουσία αλλά είναι μια εξουσία στην οποία το πρώτο λόγο θα τον έχει η εργατική τάξη, και από αυτήν την άποψη θα είναι εργατική εξουσία, με τους συμμάχους της. Δε θα είναι άμεσα η δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά επειδή το προλεταριάτο θα είναι η κυρίαρχη δύναμη θα εξελιχθεί σε δικτατορία του προλεταριάτου. Θα στηρίζεται στις λαϊκές οργανωμένες και κινητοποιημένες μάζες, που δε θα επιτρέψουν την επάνοδο της αστικής τάξης στην εξουσία. Θα παίρνει μια σειρά μέτρα με άμεσο αντιμονοπωλιακό και αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, που θα στρέφονται ενάντια στο μονοπωλιακό κεφάλαιο ντόπιο και ξένο. Θα αποδεσμεύσει τη χώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, θα πάρει μέτρα ελέγχου της κίνησης των κεφαλαίων, θα ανασυγκροτήσει την οικονομία περνώντας βασικούς παραγωγικούς τομείς υπό κρατική ιδιοκτησία, θα πάρει μέτρα για την ανακούφιση των εργαζομένων, για τη λαϊκή παιδεία, την υγεία, την ασφάλιση, θα αναλάβει τα εργαλεία χάραξης οικονομικής πολιτικής, που τώρα είναι εκχωρημένα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πάρει μέτρα για τη διασφάλιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, θα αναπροσανατολίσει τις διεθνείς της σχέσεις, θα αποδεσμευτεί από το ΝΑΤΟ, θα εξασφαλίσει διεθνείς συνεργασίες, που θα της δίνουν τη δυνατότητα να κατοχυρώνει την εθνική της ανεξαρτησία.

Το πρόγραμμα αυτής της εξουσίας δεν είναι δυνατό να χαρακτηρίζεται ως αστικό πρόγραμμα. Και η κυβέρνηση που θα αναλάβει να το διεκπεραιώσει να θεωρείται ότι θα είναι αστική. Άλλωστε στην κυβέρνηση θα βρίσκεται το ΚΚΕ, γιατί το πρόγραμμα αυτό θα είναι πρόγραμμα του ΚΚΕ. Αυτό θα έχει την πολιτική ευθύνη για την υλοποίησή του.

Το πάρσιμο της πολιτικής εξουσίας από την κοινωνική συμμαχία δεν θα υπακούει στον αστικό κοινοβουλευτισμό. Μπορεί να χρησιμοποιήσει όλες τις μορφές πάλης. Εάν προκύψει και κοινοβουλευτικά αυτό το γεγονός θα αντικατοπτρίζει τη δύναμη της κοινωνικής συμμαχίας.

Αυτό το πρόγραμμα μπορεί να το υποστηρίξουν και άλλες πολιτικές δυνάμεις, που θα απελευθερωθούν από το καμίνι της ταξικής πάλης. Μην ξεχνάμε ότι την πρώτη Σοβιετική κυβέρνηση την υποστήριξαν οι Μπολσεβίκοι, που είχαν αποσπάσει την πλειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ, οι Αριστεροί Εσέροι, αλλά και ένα μέρος, μικρό, αλλά υπαρκτό, των Μενσεβίκων.

Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί τώρα είναι το ποια παραγωγικά συστήματα θα υπάρχουν. Η απάντηση είναι ότι θα υπάρχει εκτεταμένη και πλειοψηφούσα κρατική ιδιοκτησία σε βασικούς κλάδους παραγωγής (άλλωστε μόνο η επαναφορά των ιδιωτικοποιημένων παραγωγικών μονάδων υπό κρατικό έλεγχο ήδη είναι ένα σοβαρό τμήμα του κρατικού τομέα), θα υπάρχει εάν χρειάζεται κρατικός καπιταλισμός, θα υπάρχει υπό τον πολιτικό έλεγχο της νέας εξουσίας καπιταλισμός ενταγμένος σ’ έναν καταμερισμό εργασίας, που θα υπηρετεί τη χώρα, θα υπάρχει η συνεταιριστική και η κρατική γεωργική ιδιοκτησία. Και όλα αυτά στο πλαίσιο ενός νέου Συντάγματος, που θα κατοχυρώνει την προτεραιότητα της κρατικής ιδιοκτησίας και την πορεία προς το σοσιαλισμό, θα κατοχυρώνει νέες μορφές λαϊκής αντιπροσώπευσης και εργατικού ελέγχου, θα έχει καταργήσει τον αστικό κοινοβουλευτισμό.

Και επειδή πολύ συχνά μπαίνει το ερώτημα εάν θα υπάρχουν άλλα κόμματα θα πρέπει να θυμίσουμε ότι αυτό δε θα είναι πρόβλημα της νέας εξουσίας. Τα αστικά κόμματα, οι αστοί, σε περιόδους μεγάλων πολιτικών ανακατατάξεων και ανατροπών φροντίζουν να την «κοπανίσουν» πρώτοι. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό που εκφράζεται αδιαλείπτως στην πολιτική ιστορία. Το πρόβλημα δεν είναι «εάν θα τους αφήσουμε να υπάρχουν», το πρόβλημα είναι «εάν οι ίδιοι θα θελήσουν να μείνουν».

Η ιστορική μαρτυρία είναι καταλυτική. Από την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη του ’17 πολλοί γεωκτήμονες και αστοί εγκατέλειψαν τις ιδιοκτησίες τους και πήγαν στο εξωτερικό μέχρι να «ηρεμήσει η κατάσταση»! Οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν καταλάβει ακόμη την πολιτική εξουσία και ήταν μια μικρή μειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ. Παρόλα αυτά όσοι εγκατέλειπαν τη Ρωσία τότε είχαν καταλάβει πολύ καλά τη δύναμη των Σοβιέτ.

Ο Β. Ι. Λένιν τότε ενθάρρυνε τους εργάτες και τους αγρότες να καταλαμβάνουν τα εργοστάσια που τα εγκατέλειπαν οι αστοί και να τα λειτουργούν. Αυτό το φαινόμενο ιστορικά επαναλαμβάνεται ως πραγματικό ιστορικό γεγονός και όχι ως «φάρσα».

Θα πρέπει, επίσης, να θυμίσουμε ότι και μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους τον Οκτώβρη του ’17 εξακολουθούσαν να εκλέγονται στα νέα αντιπροσωπευτικά όργανα και αντιπρόσωποι των Μενσεβίκων και Εσέρων, Αναρχικών, ακόμη και Καντέτων, ενώ οι επίσημες ηγεσίες τους είχαν φύγει από τη χώρα.

Κλείνοντας αυτήν τη σειρά των άρθρων μας θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η πρόταση που καταθέτει η «Νέα Σπορά» δεν είναι ένας «άλλος δρόμος προς το σοσιαλισμό», πολύ περισσότερο δεν είναι «ο Ελληνικός δρόμος προς το σοσιαλισμό». Είναι όμως και ο μοναδικός δρόμος που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση και τη χρεωκοπία και που θα ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό. Το εάν θα φτάσουμε στο σοσιαλισμό δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τον αντίπαλο. Κυρίως θα εξαρτηθεί από το επαναστατικό υποκείμενο. Από την επαναστατική πρωτοπορία.

Και στο πλαίσιο αυτό, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα η κατάσταση στη χώρα μας, με τις προηγούμενες κυβερνήσεις να ακολουθούν κατά γράμμα τις απαιτήσεις των δανειστών και εταίρων μας, με τη σημερινή κυβέρνηση να έχει υποκλιθεί και να είναι το ίδιο υποτελής στους δανειστές και στην ντόπια αστική τάξη, η πρόταση αυτή είναι και επίκαιρη και αναγκαία.

Δεν περνάει πάνω από το επίπεδο της συνείδησης των λαϊκών μαζών, των διεθνών συσχετισμών, των μικροαστικών μικρομεσαίων στρωμάτων, αλλά δίνει κυρίως τη δυνατότητα της συσπείρωσης και ενότητας της εργατικής τάξης, αφού θα είναι το δικό της πρόγραμμα δράσης, που και το Εργατικό Κίνημα θα είναι σε θέση να το προωθήσει με τους αγώνες του, δίνει τη δυνατότητα της σφυρηλάτησης της κοινωνικής συμμαχίας με κορμό την εργατική τάξη – αυτής της κοινωνικής συμμαχίας, που προκύπτει από την καταστροφή της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, λόγω της οικονομικής κρίσης και της οικονομικής πολιτικής των μνημονίων – της διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας από μια άλλη κοινωνική συμμαχία ενάντια στην αστική τάξη. Και αυτή θα είναι μια πραγματική και επαναστατική ανατροπή στην ιστορική πορεία της χώρας μας.

COMMENTS