Από την ανάλυση που επιχειρήσαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου μας οδηγούμαστε αναπόφευκτα στο παρακάτω συμπέρασμα: Από τη στιγμή που η αστική τάξη σπάει τα εθνικά όρια και επεκτείνεται έξω απ’ αυτά, και για να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους, έχουμε ως συνέπεια τη διεθνοποίηση της παραγωγής και του κεφαλαίου, με διαμορφωμένη την παγκόσμια αγορά. Παράλληλα με τη διαμόρφωση του ιμπεριαλισμού αυτή η διαδικασία βαθαίνει.
Η έννοια, επομένως, της αλληλεξάρτησης, ακόμη και όταν την καθορίζεις ως ανισότιμη, χωρίς την αναφορά στην εξάρτηση, δεν αποδίδει τους πραγματικούς όρους στις διαδικασίες διεθνοποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου, οι οποίες από τη μια μεριά, γενικά, σπάνε τα εθνικά όρια, από την άλλη μεριά τελούν κάτω από την επίδραση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού, γεγονός που καθορίζει τις ανισότιμες οικονομικές σχέσεις μεταξύ των εθνών, που αυτές αντανακλώνται και στις πολιτικές σχέσεις, αλλά και σ’ όλες τις άλλες σχέσεις μεταξύ των εθνών, δηλαδή, κατά τον Β. Ι. Λένιν, κατατείνουν στην εξάρτηση των αδύναμων χωρών από μια «χούφτα» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Πολύ περισσότερο η μονομερής αναφορά στην αλληλεξάρτηση δεν αποδίδει τους πραγματικούς όρους της διεθνοποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου στη σύγχρονη πραγματικότητα, όταν οι νέες τεχνολογίες διευκολύνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό το σπάσιμο των εθνικών ορίων και φραγμών των αγορών, αλλά, την ίδια στιγμή, παράλληλα, βαθαίνει και η εξάρτηση των αδύναμων χωρών.
Κάτω από τα κριτήρια, που πρέπει να υπάρχουν, για τις σύγχρονες συνθήκες η αποκλειστική αναφορά στην αλληλεξάρτηση είναι μια «γενίκευση», που τείνει να προσλαμβάνει στοιχεία από ξένες προς το Κομμουνιστικό Κίνημα επεξεργασίες, όπως αυτές περί οικουμενικότητας και παγκοσμιοποίησης, που αφαιρούν το πραγματικό και αντιφατικό περιεχόμενο της διεθνοποίησης της παραγωγής και του κεφαλαίου.
Αυτό το αντιφατικό προτσές δε μπορεί να διαφεύγει από την επαναστατική πρωτοπορία, γιατί δε θα μπορεί να καθορίσει σωστά τα επαναστατικά του καθήκοντα στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Αντιλαμβανόμαστε ότι στη σκέψη του Κόμματος η αποκλειστική του αναφορά στην έννοια της αλληλεξάρτησης προήλθε κυρίαρχα από πολιτικούς λόγους. Προσπάθησε, στο πλαίσιο της στρατηγικής του, να αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο πολιτικών συμμαχιών με την αστική τάξη, και για να εκφραστούμε καλύτερα, με τμήματα της αστικής τάξης, που θα συνέπιπταν, εάν συνέπιπταν, π.χ. στο στόχο της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια προσπάθεια αναπροσανατολισμού της γεωστρατηγικής της αστικής τάξης.
Εδώ η ηγεσία του Κόμματος διαπράττει ένα πολλαπλό λάθος. Παραβλέπει το γεγονός ότι η εξάρτηση δεν εκφράζεται αποκλειστικά και μόνο από την πρόσδεση με ιμπεριαλιστικές δυνάμεις – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη χώρα μας διαχρονικά «έχουν λόγο», για τις δικές τους γεωστρατηγικές επιδιώξεις και οι ΗΠΑ.
Το δεύτερο λάθος είναι ότι παραβλέπει τη στάση της ίδιας της αστικής τάξης. Αυτήν τη στιγμή συνολικά η αστική τάξη δεν προτίθεται να αλλάξει τη γεωστρατηγική της. Ακόμη και εάν υπάρχουν τμήματα της αστικής τάξης, που επιθυμούν την αναβάθμιση των σχέσεων της χώρας μας με τη Ρωσία ή και την Κίνα, δε θέτουν θέμα αποχώρησης της χώρας μας από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή δεν τίθεται ζήτημα συνολικής αλλαγής του γεωστρατηγικού προσανατολισμού της χώρας μας.
Παραπέρα παραβλέπει την ίδια την πρόθεση της αστικής τάξης για μια συμμαχία, που δεν θα της εξασφαλίζει τη σιγουριά των στόχων της και τη συνέχεια της ανεμπόδιστης παρουσίας της.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είναι υποχρεωμένο το Κόμμα μας να καθορίσει τη στρατηγική και την τακτική του, την καθημερινή του δράση, να αντιμετωπίζει τις συνέπειες από το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, το ΔΝΤ, τον ΟΟΣΑ, κτλ.. Συνέπειες που ξεκινάνε από την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και καταλήγουν μέχρι τις εργασιακές σχέσεις, τον πλήρη οικονομικό έλεγχο της χώρας μας από τους δανειστές.
Από αυτήν την άποψη το να παραβλέπεις την εξάρτηση της χώρας μας ως ένα γεγονός που εξελίσσεται «μπροστά στα μάτια σου» και να μιλάς αποκλειστικά και μόνο από την πλευρά της αλληλεξάρτησης, που αντανακλά – επί της ουσίας, τη γεωστρατηγική της αστικής τάξης και τις διεθνείς της διασυνδέσεις στην παγκόσμια διαμορφωμένη αγορά με συγκεκριμένους όρους, τουλάχιστον, υποτιμάς σοβαρά καθήκοντα, που προκύπτουν από την εντεινόμενη εξάρτηση.
Ας δούμε, όμως, με ποιους όρους αντιμετωπίζει ο Β. Ι. Λένιν ζητήματα στρατηγικής και τακτικής, στο πλαίσιο της γεωστρατηγικής εκείνης της εποχής και τις αντιθέσεις της, που αφορούν, βέβαια, την προεπαναστατική Ρωσία, από τα οποία μπορεί κανείς να αντλήσει τεράστια πείρα για μια επαναστατική στρατηγική και τακτική στις σύγχρονες συνθήκες. Ο Β. Ι. Λένιν:
- Εντάσσει την πτώση της τσαρικής απολυταρχίας, την αστικοδημοκρατική επανάσταση, στο γενικό πλαίσιο των επαναστατικών καθηκόντων συνολικά της εργατικής τάξης της Ευρώπης, ουσιαστικά της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας.
Αναφέρει συγκεκριμένα: «Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος σ ύ ν δ ε σ ε την επαναστατική κρίση της Ρωσίας, κρίση που ξέσπασε πάνω στη βάση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, με την αυξανόμενη κρίση της προλεταριακής σοσιαλιστικής επανάστασης στη Δύση. Η σύνδεση αυτή είναι τόσο άμεση, που δεν είναι δυνατή καμιά χωριστή λύση των επαναστατικών προβλημάτων της μιας ή της άλλης χώρας: η αστικοδημοκρατική επανάσταση της Ρωσίας σήμερα δεν είναι πια ο πρόλογος, αλλά αδιάσπαστο συστατικό μέρος της σοσιαλιστικής επανάστασης της Δύσης» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 27, σελ. 28).
- Καθορίζει το ποιο είναι το επαναστατικό καθήκον μιας Μαρξιστικής ανάλυσης. Συγκεκριμένα: «(…) το πρώτο καθήκον του μαρξιστή, δηλ. κάθε συνειδητού σοσιαλιστή, μπροστά στην επερχόμενη επανάσταση είναι να κατανοήσει τη θέση των διαφόρων τάξεων, να αναγάγει τις διαφωνίες τακτικής και αρχών γενικά σε διαφορές που αφορούν τη θέση των διαφόρων τάξεων» (στο ίδιο, σελ.28).
- Συγκεκριμενοποιεί τη θέση των τάξεων της Ρωσίας: «Μπροστά μας έχουμε την ξεκάθαρη θέση της μοναρχίας και των φεουδαρχών – τσιφλικάδων: “να μην παραδόσουν” τη Ρωσία στη φιλελεύθερη αστική τάξη˙ καλύτερα να έρθουν σε συνεννόηση με τη γερμανική μοναρχία. Εξίσου ξεκάθαρη είναι και η θέση της φιλελεύθερης αστικής τάξης: να επωφεληθεί από την ήττα και την αναπτυσσόμενη επανάσταση, για να πετύχει από την τρομοκρατημένη μοναρχία παραχωρήσεις και το μοίρασμα της εξουσίας με την αστική τάξη. Εξίσου ξεκάθαρη είναι και η θέση του επαναστατικού προλεταριάτου, που επιδιώκει να οδηγήσει την επανάσταση ως το τέλος, επωφελούμενο από τις ταλαντεύσεις και τις δυσκολίες της κυβέρνησης και της αστικής τάξης. Μα η μικροαστική τάξη, δηλ. η τεράστια μάζα του πληθυσμού της Ρωσίας, που μόλις ξυπνάει, βαδίζει ψηλαφητά, “στα τυφλά”, στην ουρά της αστικής τάξης, αιχμάλωτη των εθνικιστικών προλήψεων, ωθούμενη από το ένα μέρος προς την επανάσταση από τις ανείδωτες και ανήκουστες φρίκες και συμφορές του πολέμου, της ακρίβειας, της ερήμωσης, της εξαθλίωσης και της πείνας, και κοιτάζοντας, από το άλλο μέρος, σε κάθε βήμα της προς τα πίσω, προς την ιδέα της υπεράσπισης της πατρίδας ή προς την ιδέα της κρατικής ακεραιότητας της Ρωσίας, ή προς την ιδέα της μικροαστικής ευημερίας που θ’ ακολουθούσε τη νίκη ενάντια στον τσαρισμό και ενάντια στη Γερμανία, χωρίς νίκη ενάντια στον καπιταλισμό» (στο ίδιο, σελ. 29).
- Ξεκαθαρίζει ότι οι ταλαντεύσεις της μικροαστικής μάζας είναι αποτέλεσμα «της οικονομικής της θέσης», ότι «δεν είναι φρόνιμο να κλείνουμε τα μάτια μπροστά σ’ αυτή την “πικρή”, μα βαθιά αλήθεια» (στο ίδιο, σελ. 29), και τέλος ως προς τη στάση του προλεταριάτου απέναντι στη μικροαστική μάζα καθορίζει τη θέση του: «Το προλεταριάτο θα γίνει ανίσχυρο, αν επιτρέψει στο κόμμα του να ταλαντεύεται, όπως η μικροαστική τάξη. Το προλεταριάτο θα εκπληρώσει το καθήκον του τότε μόνο, όταν μπορέσει να βαδίσει προς το μεγάλο του σκοπό χωρίς ταλαντεύσεις, σπρώχνοντας προς τα μπρος τη μικροαστική τάξη, προσφέροντάς της τη δυνατότητα να διδαχτεί από τα λάθη της, όταν αυτή κλίνει προς τα δεξιά, και χρησιμοποιώντας όλες της τις δυνάμεις για τον αγώνα, όταν η ζωή την αναγκάζει να βαδίζει προς τ’ αριστερά» (στο ίδιο, σελ.29/30).
- Διαφοροποιεί τη στάση της επαναστατικής πρωτοπορίας από τα διάφορα ιδεολογικοπολιτικά μικροαστικά ρεύματα: «Όποιος δεν κατάλαβε ότι προς το συμφέρον της επιτυχίας της επανάστασης, είναι αναγκαίος ο ολοκληρωτικός διαχωρισμός του κόμματος του προλεταριάτου από τα μικροαστικά ρεύματα, αυτός θα φέρνει άδικα το όνομα του σοσιαλδημοκράτη» (στο ίδιο, σελ 30).
- Θεωρεί απαραίτητη την ενιαία δράση σε διεθνή κλίμακα, αλλά: «Αυτό είναι απαραίτητο και από άποψη αρχών και από στενά πρακτική άποψη, γιατί, για να πραγματοποιηθεί ενιαία δράση σε διεθνή κλίμακα απαιτείται να είναι και σαφείς οι βασικές ιδεολογικές απόψεις και αυστηρά καθορισμένες αυτές ή εκείνες οι πρακτικές μέθοδοι δράσης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεγάλη κρίση που περνάει η Ευρώπη και το εργατικό κίνημα της Ευρώπης ιδιαίτερα, δεν μπορεί να οδηγήσει παρά μόνο σε αργούς ρυθμούς στο ξεκαθάρισμα και των δύο πλευρών του ζητήματος από τις μάζες˙ το καθήκον όμως της I.S.K. (Σ.Σ. Διεθνής Σοσιαλιστική Επιτροπή), μαζί με τα κόμματα που ανήκουν σ’ αυτήν, είναι ακριβώς να συμβάλει σ’ αυτό το ξεκαθάρισμα. Χωρίς να περιμένουμε τα αδύνατα – δηλ. μια γρήγορη ένωση όλων, στηριγμένη σε αντιλήψεις αλληλέγγυες και επεξεργασμένες με ακρίβεια, πρέπει να πετύχουμε ένα ακριβολογημένο ξεκαθάρισμα των βασικών ρευμάτων και κατευθύνσεων του σύγχρονου διεθνιστικού σοσιαλισμού και έπειτα να πετύχουμε ώστε οι εργατικές μάζες να γνωρίσουν αυτά τα ρεύματα, να τα εξετάσουν ολόπλευρα, να τα ελέγξουν με την πείρα του πρακτικού κινήματος» (στο ίδιο, σελ. 32/33).
Αυτές τις κατευθύνσεις ο Β. Ι. Λένιν, που πολύ συμπυκνωμένα προσπαθήσαμε να αποδώσουμε, τις συνδυάζει με τη θέση για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο και τις ακολουθεί μέχρι και το ξέσπασμα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης του Φλεβάρη, αλλά και μετά από αυτήν. Είναι λάθος η άποψη ότι οι κατευθύνσεις αυτές έπαψαν να ισχύουν μετά την επανάσταση του Φλεβάρη.
Παραπέρα, σε καμία περίπτωση αυτές οι κατευθύνσεις δεν υπερπηδούν τις θέσεις των συνεδριακών ντοκουμέντων του Μπολσεβίκικου Κόμματος, που έχουν ως προτεραιότητα την πτώση της τσαρικής απολυταρχίας, δεν αγνοούν τις σχέσεις των τάξεων στις δοσμένες συνθήκες, που εξακολουθεί συντριπτικά να υπερτερεί η μικροαστική μάζα, δεν αλλάζουν τη βασική επεξεργασία του Β. Ι. Λένιν για το ζήτημα της εξουσίας και τη «δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς».
Και εδώ, πλέον, έρχεται να καταπέσει κάθε ευφυολόγημα της ηγεσίας του Κόμματος για «ενδιάμεση εξουσία» (παλιότερα μας απέδιδαν και την κατηγορία ότι είχαμε εφεύρει και έναν ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό μεταξύ του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού!!!), γιατί, σε τελική ανάλυση, θα πρέπει να δεχτεί η ηγεσία του Κόμματος ότι οι αναλύσεις και οι θέσεις του Β. Ι. Λένιν ήταν λάθος.
Το ζήτημα του χαρακτήρα της εξουσίας που θα προκύψει έχει τεθεί από την επανάσταση του 1905. Εκεί ο Β. Ι. Λένιν έρχεται σε σφοδρή αντιπαράθεση με όλους εκείνους, που υποστήριζαν τη θέση «σοσιαλισμός και χωρίς τσάρο», με κορυφαίο τον Λ. Τρότσκι. Η απάντηση που έδινε ο Β. Ι. Λένιν ήταν σαφής και υπακούει στη γενικότερη εξέλιξη της σκέψης του, ότι «δε μπορείς να υπερπηδήσεις πάνω από τους μικροαστούς». Υποστηρίζει σταθερά την εξουσία της δημοκρατικής δικτατορίας της εργατικής τάξης και της αγροτιάς.
Με την επανάσταση του Φλεβάρη προκύπτει η δυαδική εξουσία. Από τη μια πλευρά η αστική τάξη και ο τσάρος με τους φεουδάρχες και τους τσιφλικάδες από την άλλη μεριά τα Σοβιέτ, που συσπειρώνουν τους εργάτες, τους στρατιώτες και τους ναύτες, τη φτωχή και μεσαία αγροτιά.
Αν θέλουμε να δώσουμε μια συμπυκνωμένη, με πολύ λίγες λέξεις, απάντηση στο ερώτημα: τι ήταν η δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε τα Σοβιέτ, έτσι όπως προέκυψαν μετά την επανάσταση του Φλεβάρη.
Γι’ αυτό το λόγο και ο Β. Ι. Λένιν με τις Θέσεις του Απρίλη ξεκαθαρίζει τα καθήκοντα που προκύπτουν από τη νέα κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Υποστηρίζει τη θέση ότι η «αστιδημοκρατική επανάσταση τελείωσε». Έρχεται σε αντιπαράθεση με τους «παλαιούς Μπολσεβίκους», που κατανοούν λαθεμένα τα καθήκοντα της στιγμής, θεωρώντας ότι πρέπει, μετά την επανάσταση του Φλεβάρη, να αναπτυχθεί ο καπιταλισμός, άρα η εξουσία να είναι αστική, και μετά να μπει το καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ο Β. Ι. Λένιν διευκρινίζει ότι «η δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς πραγματοποιήθηκε με το δικό της τρόπο» (βλέπε εξουσία των Σοβιέτ) και ότι το καθήκον που έχει μπροστά της η επανάσταση είναι να περάσει «από το πρώτο στάδιο στο δεύτερο». Την προλεταριακή επανάσταση.
Στην πορεία αυτή και για την επιτυχία αυτού του στόχου βάζει σε προτεραιότητα την «υπομονετική δουλειά» για το κέρδισμα της τεράστιας μικροαστικής μάζας και την οργάνωση των λαϊκών μαζών στα Σοβιέτ και στο Κόμμα των Μπολσεβίκων, την αντιμετώπιση της «ασύγγνωστης ευπιστίας» των λαϊκών μαζών, που έχουν παρασυρθεί από τη συμβιβαστική πολιτική των Εσέρων και των Μενσεβίκων, «το πέρασμα όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ», γεγονός που ισοδυναμεί με την εκδίωξη της αστικής τάξης και του τσάρου από την εξουσία, την κατάλυση της δυαδικής εξουσίας υπέρ της Σοβιετικής εξουσίας.
Στο πρόγραμμα που επεξεργάζεται και καταθέτει ο Β. Ι. Λένιν, μετά από απόφαση της Συνδιάσκεψης του Απρίλη, συγκεντρώνοντας όλες τις προτάσεις των μελών του Κόμματος, που είχαν κατατεθεί, μπορεί κανείς να σταθεί σε ορισμένα σημεία αποφασιστικής σημασίας.
- Πρώτο: Το πρόγραμμα συμπληρώνεται με τις εξελίξεις που έχουν επέλθει στον καπιταλισμό. Μιλάει πλέον για την εποχή του ιμπεριαλισμού και ως κατάληξη αυτής της συμπλήρωσης περιλαμβάνει τη θέση ότι η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων άνοιξε.
- Δεύτερο: Το πρόγραμμα επικαιροποιείται ως προς αιτήματα που έχουν άμεσο χαρακτήρα και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην πάλη των λαϊκών μαζών ενάντια στην προσωρινή κυβέρνηση.
- Τρίτο: Το πρόγραμμα συμπληρώνεται καλύτερα με ορισμένα σημαντικά μέτρα, που γενικά αποκαλούνται «μεταβατικά» και έχουν το χαρακτήρα της ωρίμανσης της υλικής βάσης, πάνω στην οποία θα οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός. Τέτοια μέτρα είναι η εθνικοποίηση των τραπεζών και η δημιουργία του ενιαίου τραπεζικού μονοπωλίου, το μονοπώλιο των σιτηρών κ.α..
Έχει σημασία, σ’ αυτό το σημείο, να τονίσουμε ότι ο Β. Ι. Λένιν ήρθε σε οξεία αντιπαράθεση με τον Ν. Μπουχάριν, ο οποίος είχε την απαίτηση το πρόγραμμα να αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από «μεταβατικά» μέτρα. Ο Β. Ι. Λένιν αρνήθηκε μια τέτοια πρόταση και υπενθύμισε στον Ν. Μπουχάριν ότι η μάχη της εξουσίας δεν έχει κριθεί και επομένως η πρότασή του δεν έχει αντικειμενικά νόημα, τονίζοντας πάντα ότι οι Μπολσεβίκοι δεν κρύβουν ότι θα προχωρήσουν πολύ πιο πέρα, στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
- Τέταρτο: Το πρόγραμμα αναφέρεται στο στόχο για περισσότερη «λαοκρατική δημοκρατία», απόδειξη ότι ο Β. Ι. Λένιν, ενώ προετοιμάζεται για την προλεταριακή επανάσταση κινείται πάνω στο έδαφος της πραγματοποιημένης δημοκρατικής δικτατορίας της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, επισημαίνοντας πάντα τον κίνδυνο να χάσουν τα Σοβιέτ τον επαναστατικό τους χαρακτήρα και να ενσωματωθούν στους αστικούς θεσμούς .
Εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να αναφερθούμε σε ορισμένες θέσεις του Β. Ι. Λένιν που αναδεικνύουν την τακτική που ακολουθούσε σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της επανάστασης.
Ο Β. Ι. Λένιν ξεσκεπάζει συστηματικά το συμβιβαστικό ρόλο των Εσέρων και των Μενσεβίκων, τις σχέσεις τους με την αστική τάξη, το γεγονός ότι δεν έκαναν τίποτα προκειμένου να κινητοποιήσουν τα Σοβιέτ, ακόμη και στην περίπτωση να αντιμετωπίσουν το Κορνιλοφικό πραξικόπημα.
Έχει σταθερή θέση ως προς τα Σοβιέτ, ότι «πρέπει να προχωρήσουν μπροστά» προς τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πορείας και της εκδίωξης της αστικής τάξης από την εξουσία φτάνει να διατυπώσει πρόταση προς τους Εσέρους και τους Μενσεβίκους για σχηματισμό της κυβέρνησης των Σοβιέτ, χωρίς τη συμμετοχή των Μπολσεβίκων, που αυτά θα έχουν αποκλειστικά αναλάβει την εξουσία στα χέρια τους, για την ειρηνική συνέχεια της επανάστασης.
Με βάση αυτήν την πρόταση – και στο πλαίσιο των Σοβιέτ, θα γίνεται η εναλλαγή των κυβερνήσεων μεταξύ των κομμάτων και θα διεξάγεται η ταξική πάλη, πρόταση που την αποσύρει, πριν ακόμη προλάβει δει το φως της δημοσιότητας, μετά την αρνητική στάση των Εσέρων και των Μενσεβίκων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η συνέχεια της επανάστασης μπορεί μόνο να εξασφαλιστεί με την προετοιμασία για την εξέγερση. Η πολιτική σημασία, όμως, μιας τέτοιας πρότασης έχει την αξία της, πράγμα που το επισημαίνει και ο ίδιος.
Μιλάει για το χαρακτήρα του κράτους, που το χαρακτηρίζει ως κράτος «τύπου Κομμούνας», δηλαδή κράτους που θα στηρίζεται στην ένοπλη βία των λαϊκών μαζών, κράτους που δε θα είναι ακριβώς η δικτατορία του προλεταριάτου, και επειδή θα έχει εκδιωχτεί η αστική τάξη από την εξουσία προφανώς δε θα είναι και αστικό κράτος.
Προετοιμάζεται συστηματικά για την εξέγερση με πρακτικά μέτρα και δίνει την «τελευταία μάχη» πριν την πραγματοποίηση της εξέγερσης για να ξεπεραστούν ταλαντεύσεις από την πλευρά ηγετικών στελεχών του Μπολσεβίκικου Κόμματος τονίζοντας πάντα ότι οι λαϊκές μάζες είναι πιο μπροστά από τους Μπολσεβίκους.
Όλα τα παραπάνω πραγματοποιούνται στο έδαφος πάντα των Σοβιέτ, στα οποία εξασφαλίζει την πλειοψηφία των αντιπροσώπων, πρώτα στην Πετρούπολη και στη Μόσχα και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Ρωσία, γεγονός που αντανακλά ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν κερδίσει και την πλειοψηφία των λαϊκών μαζών ευρύτητα.
Ακριβώς το κέρδισμα της πλειοψηφίας των Σοβιέτ και των λαϊκών μαζών αποκλείει κάθε έννοια βολονταρισμού και μπλανκισμού, κατηγορίες που αποδόθηκαν στους Μπολσεβίκους και ιδιαίτερα στον Β. Ι. Λένιν.
Η παράθεση των Λενινιστικών θέσεων αναδεικνύει τη συνέχεια της στρατηγικής και τακτικής που ακολούθησε ο Β. Ι. Λένιν στο πλαίσιο μιας και ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, χωρίς σταδιοποιήσεις. Παραπέρα αναδεικνύει την αντίληψη του Β. Ι. Λένιν για το χαρακτήρα των Σοβιέτ και της εξελικτικής τους πορείας, αλλά και των κινδύνων που ελλοχεύουν να χάσουν αυτόν το χαρακτήρα και να ενσωματωθούν, εάν δε στηρίζονται στη λαϊκή αυτενέργεια και τον πρωτοπόρο ρόλο του επαναστατικού παράγοντα, της αυτοτελούς πολιτικής και ιδεολογικής του δράσης. Ξεκαθαρίζει τη σημασία της αυτοτελούς δράσης των λαϊκών μαζών και της εμπιστοσύνης, που πρέπει να δείχνουν οι κομμουνιστές στη δράση των λαϊκών μαζών. Τονίζει τη σημασία των «συγκεκριμένων βημάτων» προς τα μπρος και την εξασφάλιση της επιτυχίας τους. Δείχνει, από τη μια, ότι επιβάλλεται να εξαντλούνται οι δυνατότητες για την ειρηνική προώθηση της επανάστασης πάντα σε συνδυασμό, όταν αυτές δεν προκύπτουν, με την εξέγερση. Τέλος αναντικατάστατος όρος για την προώθηση της υπόθεσης της επανάστασης, κάθε συγκεκριμένου βήματος προς τα μπροστά είναι η εξασφάλιση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Θεωρούμε, ως «Νέα Σπορά» ότι αυτές οι θέσεις του Β. Ι. Λένιν, που οδήγησαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση, έχουν τη μεγάλη τους σημασία και για το σήμερα. Φυσικά δε μπορεί να ταυτίσει κανείς δύο διαφορετικές εποχές. Οι Θέσεις, όμως, αυτές του Β. Ι. Λένιν διατηρούν τη μεγάλη πολιτική τους σημασία και επικαιρότητα για τα ζητήματα της στρατηγικής και τακτικής και αποτελούν αναντικατάστατη πηγή πείρας για τη δράση της επαναστατικής πρωτοπορίας στις σύγχρονες συνθήκες.
Απομένει να σχολιάσουμε, με βάση τις θέσεις του Β. Ι. Λένιν, τις θέσεις της «Νέας Σποράς», την πρόταση που καταθέτει. Επειδή, παρά τη δέσμευσή μας, το δεύτερο μέρος, έστω και με τη συμπύκνωση που επιχειρήσαμε, πήρε αρκετά μεγάλη έκταση θα υπάρξει και ένα τρίτο μέρος, που θα αναφέρεται σε ζητήματα στρατηγικής και τακτικής, στις σύγχρονες συνθήκες, πάντα κατά τη γνώμη της «Νέας Σποράς», αφήνοντας ελεύθερο το ζήτημα της ανοιχτής κριτικής των θέσεών της.
COMMENTS