Κλείνουμε τα τέσσερα χρόνια ως «Νέα Σπορά», ως Κομμουνιστική Ιστοσελίδα. Καλά – καλά δεν το πιστεύουμε ούτε εμείς οι ίδιοι, το πώς πέρασε μια πολύ – πολύ γεμάτη τετραετία από πολιτικές εξελίξεις και γεγονότα, που μας πρόσφεραν αναντικατάστατη γνώση και εμπειρία. Και είχε προηγηθεί η περίοδος από το 2008, που ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση, με επίκεντρο το Δυτικό καπιταλισμό μέχρι το 2012, που πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές του Μάη στη χώρα μας.
Δεν πρόκειται να «γιορτάσουμε» τα γενέθλια μας ούτε να εκφράσουμε τη χαρά μας για το γεγονός. Και αυτό γιατί, ταυτόχρονα, είχαμε συνείδηση, αλλά στην πορεία το συνειδητοποιήσαμε πολύ περισσότερο, πως είναι πολύ μεγάλη η ευθύνη που αναλαμβάνει κανείς, όταν πρέπει να «εκτεθεί» στο δημόσιο λόγο και ειδικά κάτω από τις συνθήκες που το επιχειρήσαμε ως Κομμουνιστική Ιστοσελίδα.
Ο κίνδυνος να γλιστρήσει κανείς σε μια ρηχή και ανεπαρκή ανάλυση και τοποθέτηση για εξελίξεις, που όλοι καταλαβαίνουν ότι είναι σημαντικές, παραμονεύει πάντα και εάν κάνεις το λάθος να τον υποτιμήσεις, τότε, αυτομάτως έχεις πάψει να παίζεις το ρόλο για τον οποίο πήρες την πρωτοβουλία και την αντίστοιχη ευθύνη της εμφάνισης της ιστοσελίδας.
Μια υπενθύμιση και μια δέσμευση προς τους αναγνώστες μας θα επιθυμούσαμε να επαναλάβουμε, που, προφανώς, το ενδιαφέρον που δείχνουν για την αρθρογραφία μας, αντανακλά το γεγονός ότι νοιάζονται για την πορεία του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος γενικότερα σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Δύσκολους υπό μία έννοια, γιατί και οι δυσκολίες με τη σωστή αντιμετώπιση φέρνουν τους καρπούς τους.
Από την πλευρά μας, βέβαια, νοιαζόμαστε ιδιαιτέρως για την πορεία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας (ΚΚΕ), μια και από την αρχή έχουμε την εκτίμηση – και τη διατηρούμε, ότι είναι εκείνη η πολιτική δύναμη, που από τη στάση της θα κριθεί αντίστοιχα και η πορεία του Εργατικού Κινήματος, γενικότερα η πορεία προς το σοσιαλισμό.
Θέλουμε να υπενθυμίσουμε ότι ο αντικειμενικός στόχος της «Νέας Σποράς» είναι η υπεράσπιση του Μαρξισμού – Λενινισμού, της μόνης κοσμοθεωρίας που άντεξε στο χρόνο, που χρησιμεύσει ως «οδηγός για δράση», που αποδείχτηκε ότι είναι η μόνη κοσμοθεωρία για την ανάλυση και την ανατροπή του καπιταλισμού. Και μέσα από αυτήν την οπτική γωνία κρίνουμε και την πολιτική του Κόμματος, του ΚΚΕ.
Νομίζουμε ότι όλα τα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που εμφανίστηκαν ιστορικά είτε υπερασπίζοντας, υποτίθεται, το Μαρξισμό – Λενινισμό ή αναθεωρώντας τον ή και ως θεωρητική προέκτασή του έχουν ήδη κριθεί. Σήμερα μπορούμε να πούμε, ακόμη περισσότερο με βεβαιότητα – και κάτω από το δραματικό πισωγύρισμα της Αντεπανάστασης, της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, ότι η βασική αιτία του πισωγυρίσματος ήταν είτε η εγκατάλειψη – στη χειρότερη περίπτωση, ή η απομάκρυνση από τις βασικές αρχές του Μαρξισμού – Λενινισμού. Και αυτή η διαπίστωση αφορά και στα Κομμουνιστικά Κόμματα, που δεν πήραν την εξουσία και εκείνα που κατέκτησαν την εξουσία και προσπάθησαν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό, το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε.
Θεωρούμε ότι η πολιτική του Κόμματος παρεκκλίνει από τις βασικές αρχές του Μαρξισμού – Λενινισμού, ότι αυτή συνιστά μια «αριστερή» παρέκκλιση και ότι τα προγραμματικά του ντοκουμέντα δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες συνθήκες. Αποπνέουν μια δογματική αντίληψη του Κόμματος στη σχέση του με τις συνθήκες που επικρατούν, στη σχέση του με τις λαϊκές μάζες, αδυνατούν να εκφράσουν την πολυσυνθετότητα της εποχής, να καθορίσουν τις αντιθέσεις σε παγκόσμιο επίπεδο και στη χώρα μας, να διεξάγουν αποτελεσματικά την ταξική πάλη, να τοποθετηθούν απέναντι σε καίριες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις και γεγονότα, που θα αναδείκνυαν τον πρωτοπόρο ρόλο του.
Είναι λογικό το ιστορικό φορτίο που φέρει στους ώμους του το ΚΚΕ να παίζει ρόλο και στη σύγχρονη πραγματικότητα. Η κριτική αποτίμησή του είναι απαραίτητη. Όχι υπό τις συνθήκες που έγινε και που εξακολουθεί να γίνεται. Προφανώς δεν ήταν απαλλαγμένο από λάθη και αδυναμίες, από παραλείψεις και διαστρεβλώσεις.
Σε καμία περίπτωση, όμως, δε μπορεί να κρίνεται έξω και πέρα από τις τότε συνθήκες που επικρατούσαν, πολύ περισσότερο δε μπορεί να χρησιμοποιείται σήμερα για αναθεωρήσεις και την εγκατάλειψη βασικών επεξεργασιών του Μαρξισμού – Λενινισμού, και κυρίως του Λενινισμού, για την αναδρομική υιοθέτηση θέσεων, που ιστορικά έχουν κριθεί τόσο για την έλλειψη της θεωρητικής τους τεκμηρίωσης και επάρκειας όσο και για την πρακτική τους αποτελεσματικότητα.
Είναι και αυτή μια ανομολόγητη αναθεώρηση, που υποτίθεται ότι γίνεται από τα «αριστερά». Το τίμιο θα ήταν να τίθενται τα ζητήματα ανοιχτά, να ακολουθήσουμε τη μεθοδολογία και την πρακτική των μεγάλων Κλασσικών μας, που πάντα προσπαθούσαν να εμπλουτίσουν τη θεωρία αλλά και πάντα τεκμηρίωναν τις θέσεις τους δημοσίως. Δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή σ’ αυτούς, που είτε «έκοψαν και έραψαν» εν κρυπτώ, πολύ περισσότερο να επέβαλαν επεξεργασίες που δεν τεκμηρίωσαν ποτέ.
Έχουμε τη γνώμη ότι στην ιστορική διαδρομή του Κόμματος ο μικροαστισμός, είτε αυτός εκφραζόταν προς τα δεξιά είτε προς τα «αριστερά», έπαιξε πάντα σοβαρό ρόλο, γι’ αυτό και στο διάβα του Κόμματος παρουσιάζονται σοβαρές ιδεολογικές μεταπτώσεις. Φυσικά δεν ήταν μόνο ο μικροαστισμός.
Πολύ σοβαρό ρόλο έπαιξε και η μη επαρκής γνώση της κοσμοθεωρίας μας αλλά και η ήττα του Κομμουνιστικού Κινήματος, που από τη μια μεριά ανέδειξε τη θεωρητική ανεπάρκεια του Κόμματος, της ηγεσίας του κατά κύριο λόγο, από την άλλη έβαλε τη δικιά της σφραγίδα και στις επεξεργασίες του Κόμματος. Το σύνδρομο της ήττας ακόμη σημαδεύει την πορεία του Κόμματος. Σ’ αυτό το τοπίο ήρθε να προστεθεί και η Αντεπανάσταση που πρόσθεσε περαιτέρω δυσκολίες σε όλους τους τομείς , και στο θεωρητικό.
Και σήμερα αυτός ο μικροαστισμός παρουσιάζεται κυρίως ως ανυπομονησία για τη σοσιαλιστική επανάσταση, πέρα και έξω από τις πραγματικές επικρατούσες συνθήκες, τις αντιθέσεις και πως εκφράζονται αυτές. Οι επεξεργασίες του Κόμματος εμφανίζουν ένα βασικό χαρακτηριστικό: να εκβιάζουν τις συνθήκες που επικρατούν και να επιδιώκουν να πραγματοποιήσουν στόχους, που από την άποψη των υλικών συνθηκών φαίνονται ώριμοι, και είναι, ενώ από την άποψη των υποκειμενικών διαθέσεων και των διεθνών συσχετισμών να είναι μη πραγματοποιήσιμοι.
Την απαραίτητη ωρίμανση των υποκειμενικών συνθηκών η ηγεσία του Κόμματος την αντιμετωπίζει με ένα σχηματικό τρόπο, που υπακούει σε μια δογματική αντίληψη ότι οι λαϊκές μάζες δεν κατανοούν, επί της ουσίας, τα ιστορικά τους καθήκοντα.
Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται το φαινόμενο η δράση του Κόμματος να φαίνεται ότι θέλει να κερδίσει έναν πόλεμο τη στιγμή που χάνει τις επιμέρους μάχες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πώς το Κόμμα αντιμετώπισε την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας μας. Δε μπόρεσε να εμποδίσει την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, την πολιτική, δηλαδή, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι προσαρμοσμένη στα οικονομικά δεδομένα της χώρας μας σε καμία της πτυχή. Ο απολογισμός είναι δραματικός.
Η οικονομική κρίση ήταν μια δοκιμασία για το Κόμμα σε όλα τα επίπεδα. Έδειξε το εάν το Κόμμα διέθετε την ικανότητα και το βαθμό ετοιμότητας του να αντιμετωπίζει κορυφαία γεγονότα του καπιταλισμού. Και δεν υπάρχει πιο κορυφαίο γεγονός από το ξέσπασμα μιας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και τον πόλεμο. Από αυτήν τη μάχη το Κόμμα έχασε δυνάμεις και το Εργατικό Κίνημα αποδυναμώθηκε, παρά τις αγωνιστικές διαθέσεις που υπήρξαν.
Το αποτέλεσμα είναι η πολιτική του Κόμματος να εμφανίζεται ως ένας επαναστατικός βερμπαλισμός, που σαφώς είχε τις επιπτώσεις του τόσο στην αυτοτελή του δράση όσο και στη δράση των εργαζομένων. Πολιτική που δεν παίρνει υπόψη της ότι οι επιμέρους μάχες, πολύ περισσότερο όταν εμποδίζουν, αναστέλλουν ή σημειώνουν και νίκες ενάντια στην αντιδραστική πολιτική που εφαρμόζεται, ότι προσθέτουν στη διαμόρφωση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών, στην ενότητα της εργατικής τάξης στην πραγματοποίηση της κοινωνικής συμμαχίας, βοηθάνε στην προσέγγιση και την πραγματοποίηση της στρατηγικής.
Δε μιλάμε εκ του ασφαλούς. Δεν υποτιμούμε τις ίδιες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Αυτό, όμως, που πιστεύουμε κυρίως είναι ότι η σκέψη του Κόμματος έχει «φύγει μπροστά», ότι μεταθέτει ευθύνες στους εργαζόμενους, που δεν τις έχουν, ότι τους φορτώνει με καθήκοντα που δεν τους αντιστοιχούν για τη συγκεκριμένη συγκυρία, ενώ, παράλληλα υπερβάλλει ως προς τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις, που τρέφουν οι λαϊκές μάζες, και που πάντα έτρεφαν και δε θα πάψουν να τρέφουν, σε σχέση με τις κυβερνητικές εναλλαγές στη διακυβέρνηση.
Από ένα σημείο και μετά μια τέτοια τοποθέτηση δεν αποτελεί εξήγηση ή ανάλυση των εξελίξεων. Αποτελεί δικαιολογία, γιατί οι επεξεργασίες που κάνεις, που υπερασπίζεσαι ως Κόμμα και πάνω απ’ όλα ως ηγεσία του Κόμματος, είναι, τουλάχιστον «μισές». Σου στερούν τη δυνατότητα να παίξεις τον πρωτοπόρο ρόλο σου.
Και η κατάληξη είναι ότι σε καιρό μιας παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτύχει παταγωδώς στους οικονομικούς της στόχους, σε μια εποχή που οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ παρεχώρησαν τη θέση τους στην «κυβερνώσα Αριστερά» και όλοι μαζί έχουν εξαντλήσει την πολιτική τους επιχειρηματολογία, που απόδειξαν ότι ο μονόδρομος της μνημονιακής πολιτικής εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το Κόμμα που κυβερνά, εσύ να θέτεις, ως πολιτικό υποκείμενο, το καθήκον της ανάγκης της ανασυγκρότησης του Εργατικού Κινήματος και να παραδέχεσαι ότι βρίσκεσαι ακόμη σε αδύνατη θέση και σε εμβρυώδη κατάσταση ως κοινωνική συμμαχία.
Είναι σα να παραδέχεσαι ότι πέρασε μια ολόκληρη οικονομική κρίση και μια χρεοκοπία της χώρας «από πάνω σου», που ανέδειξε τη χρεοκοπία της αστικής πολιτικής, που οδήγησε και σε μια παρατεταμένη πολιτική κρίση (που η ηγεσία του Κόμματος ποτέ δεν την παραδέχτηκε), που στερεί το δικαίωμα στην αστική τάξη να είναι άρχουσα τάξη, και αντί να οδηγήσει στην καταδίκη της, στον παραμερισμό της, στην αποδυνάμωσή της, τουλάχιστον στο κέρδισμα θέσεων για το Επαναστατικό Κίνημα, για να δώσεις τις επόμενες μάχες από καλύτερες θέσεις, εσύ να μετράς τις απώλειες και να τοποθετείς τα παραπέρα καθήκοντα με βάση αυτές τις απώλειες και όχι τις κερδισμένες θέσεις που θα έπρεπε να έχεις.
Κατά τη γνώμη μας το γεγονός αυτό αποκαλύπτει το κύριο πρόβλημα του Κόμματος: την έλλειψη πολιτικής πρότασης, που να αντιστοιχεί στις συνθήκες που επικρατούν, πάντα στην προοπτική του σοσιαλισμού. Αποκαλύπτουν παράλληλα και μια υποτίμηση έως και περιφρόνηση των λαϊκών μαζών. Και αυτές σου γυρίζουν την πλάτη, τόσο ως Κομμουνιστικό Κίνημα και γενικότερα ως Εργατικό Κίνημα, γιατί οι απαιτήσεις τους είναι αυξημένες, απαιτήσεις που εδράζονται και σε ιστορικές συγκρίσεις. Στις ίδιες σου τις καταβολές, στις ιστορικές παρακαταθήκες, που είσαι «καταδικασμένος» να κουβαλάς.
Η δέσμευση είναι ότι θα συνεχίσουμε με την ίδια και περισσότερη ευθύνη να παρουσιάζουμε την άποψή μας για την πολιτική του Κόμματος και γενικότερα για τα πολιτικά πράγματα, πάντα με το στόχο να υπάρξουν και να εμφανιστούν οι ανάλογες αλλαγές και προγραμματικές προτάσεις από την πλευρά του Κόμματος. Δε θέλουμε να πιστέψουμε ότι ως Κόμμα «θα πέσουμε σε τοίχο». Άλλωστε είναι και οι ίδιες οι συνθήκες που σε ωθούν σε αλλαγές. Η πραγματικότητα είναι αμείλιχτη.
Τα χρόνια που πέρασαν πιστεύουμε ότι αποτελούν και μια επαλήθευση για πολλά γεγονότα και εξελίξεις που σχολιάσαμε. Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η ευθύνη μεγαλώνει. Και προπαντός περιέχει και την ευθύνη μιας «δισυπόστατης» παρουσίας. Από τη μια μεριά υπεράσπιση του Κόμματος απέναντι στην αστική τάξη από την άλλη μεριά κριτική στάση – αρκετές φορές και πολεμική, απέναντι στις επιλογές της ηγεσίας και την πολιτική που εφαρμόζει.
Μια τέτοια στάση ούτε εύκολη είναι ούτε και γίνεται πολλές φορές κατανοητή. Είναι, όμως, υποχρεωτική. Όχι για να γράψουμε ιστορία. Όχι για να καταγραφούμε για τον ιστορικό του μέλλοντος, αλλά για να έχουμε ένα άμεσο και απολύτως αναγκαίο πρακτικό αποτέλεσμα.
Να επανέλθει το Κόμμα μας στις αρχές του Μαρξισμού – Λενινισμού, να αποκαταστήσει τις Λενινιστικές αρχές λειτουργίας του, να παίξει τον πρωτοπόρο ρόλο του στην κοινωνία και να δώσει διέξοδο στην οικονομική κρίση και στη χρεοκοπία της χώρας με προοπτική το σοσιαλισμό.
Μπροστά σ’ αυτό το καθήκον, στον ιστορικό ρόλο που έχει παίξει μέχρι τώρα το ΚΚΕ, στον ιστορικό ρόλο που θέλουμε να παίξει και στο μέλλον, αρνηθήκαμε τον εύκολο δρόμο της υιοθέτησης απόψεων ότι «το ΚΚΕ είναι τελειωμένο», αρνηθήκαμε να μπούμε σε επικίνδυνους ατραπούς, όπως της συνωμοσιολογίας. Επιλέξαμε να δώσουμε μια μάχη σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο και θα τη συνεχίσουμε. Αναλαμβάνοντας τις ευθύνες μας απέναντι στην εργατική τάξη, που είναι και ο τελικός κριτής, και σε αντιστοιχία με τις δυνάμεις μας.
COMMENTS