Επανέρχεται το κουαρτέτο για να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με την Ελληνική κυβέρνηση, μετά την Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ, αλλά η Κριστίν Λαγκάρντ έχει φροντίσει να περιορίσει τις όποιες προσδοκίες για γρήγορη συμφωνία, γιατί «χρειάζεται πολύ δουλειά ακόμη». Στο μεταξύ και από την κυβέρνηση, η οποία επείγεται για συμφωνία, επιβεβαιώνεται ότι έχει πέσει στο τραπέζι πρόταση για πρόσθετα μέτρα της τάξης των 3.6 δισ. ευρώ, τα οποία θα παίρνονται αυτόματα εάν δεν πιαστεί ο στόχος του 3.5% του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018. Οι δανειστές δε ζητάνε μόνο περισσότερα μέτρα.
Ζητάνε και πολιτικές εγγυήσεις. Ζητούν ρητή δέσμευση από την κυβέρνηση ότι θα πάρει τα πρόσθετα μέτρα (στην περίπτωση που το πρωτογενές πλεόνασμα δεν πιαστεί), ζητούν παραπέρα πριν την όποια οριστικοποίηση και νομοθετική ρύθμιση των μέτρων να υπάρχει η σύμφωνη γνώμη της Κομισιόν και του ΔΝΤ.
Η κυβέρνηση, βέβαια, ισχυρίζεται ότι δεν έχει αποδεχτεί την πρόταση που κατατέθηκε και η στάση της θα καθοριστεί από το συνολικό πακέτο, όπως τελικά θα διαμορφωθεί από τους θεσμούς. Ήδη, δηλαδή, η κυβέρνηση, με την τοποθέτηση που κάνει αφήνει περιθώρια συμφωνίας διευκρινίζοντας ότι τα πρόσθετα μέτρα θα αφορούν το ποσοστό της διαφοράς από το 3.5% του πρωτογενούς πλεονάσματος. Εάν δηλαδή η κυβέρνηση φτάσει στο 3% πρωτογενές πλεόνασμα θα υποχρεωθεί να πάρει 1.5% επί του ΑΕΠ πρόσθετα μέτρα. Και σαφώς, όταν η κυβέρνηση κάνει αναφορά για το συνολικό πακέτο που θα διαμορφωθεί ασφαλώς εννοεί, ταυτόχρονα, και μια τοποθέτηση και για το τι θα γίνει με το δημόσιο χρέος.
Πρέπει, όμως, να τονίσουμε ότι κατά τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις στο Χίλτον το κουαρτέτο έκανε καθαρό ότι απαιτεί την εφαρμογή μέτρων, με πολιτική δέσμευση, που ξεπερνάνε κατά πολύ τον ορίζοντα του τρίτου μνημονίου. Και πιθανόν και τον ορίζοντα και της σημερινής κυβέρνησης.
Ουσιαστικά η στάση του κουαρτέτου επιβεβαιώνει τη συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής πολύ πέρα από το 2018 καίγοντας κάθε πρόθεση της όποιας κυβέρνησης για να πάρει τα όποια, έστω και ανεπαίσθητα, ανακουφιστικά μέτρα, κυρίως για λόγους διασκέδασης της δυσαρέσκειας των εργαζομένων.
Δε γνωρίζουμε, και δεν έχει και πολύ σημασία, εάν η συμφωνία στην παραπάνω κατεύθυνση θα ονομαστεί τέταρτο μνημόνιο. Σημασία έχει ότι προβλέπονται μέτρα τα οποία ξεπερνάνε το τρίτο μνημόνιο, το οποίο λήγει το καλοκαίρι του 2018, και τα οποία θα χρειαστεί να επικαιροποιηθούν μέσα από μια συμφωνία, έξω από το τρίτο μνημόνιο. Μια νέα αντιλαϊκή συμφωνία.
Αυτό που φαίνεται από πρώτη ματιά είναι ότι εάν η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει για μέτρα της τάξης των 5.5 δισ. ευρώ (περίπου), σε μια πρώτη φάση, προσπαθώντας να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση με την αξιολόγηση με τρόπο, που να της δίνει ελπίδες για την πολιτική της επιβίωση, για τα πρόσθετα μέτρα και με την εκ των προτέρων πολιτική συμφωνία για μακροχρόνια εφαρμογή τους της πέφτουν «πολύ βαριά», πράγμα που το αναγνωρίζουν και οι ίδιοι οι δανειστές. Γι’ αυτό το λόγο πέρα από τις πολιτικές εγγυήσεις που ζητάνε προσπαθούν και να διαχειριστούν και πολιτικά τις απαιτήσεις τους, ώστε να μη φτάσουν και σε πολιτικά αδιέξοδα ή κοινωνικές εκρήξεις.
Φαίνεται, όμως, ότι οι δανειστές διαθέτουν μια σιγουριά στις κινήσεις τους και αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι διαθέτουν δύο βαριά χαρτιά στα χέρια τους. Το πρώτο είναι ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να καθορίζουν τη ρευστότητα της χώρας μας, το δεύτερο είναι το ζήτημα του χρέους και η διευθέτησή του. Είναι κατανοητό, και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το έχει εξηγήσει πολλές φορές, το επιβεβαίωσε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στην πρόσφατη συνάντηση μαζί του δηλώνοντας ότι: «δεν είναι και τόσο φανατικός με την ελάφρυνση του χρέους», ότι οι δανειστές χρησιμοποιώντας το χρέος και τη διευθέτησή του επιβάλλουν μέτρα των δικών τους επιλογών.
Εάν από τη μια μεριά οι δανειστές ζητάνε την εφαρμογή μιας μακροχρόνιας μνημονιακής πολιτικής από την άλλη ζητάνε, ταυτόχρονα, και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Ευκαιρία βρήκαν και θα αγοράσουν φτηνά, την ώρα που όλα τα μέτρα που παίρνονται αφορούν στην επιστροφή των δανεικών, που ο εργαζόμενος λαός δε θα τα πληρώσει μια φορά αλλά πολύ περισσότερες φορές.
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση οι εργαζόμενοι έχουν καταλάβει το παιχνίδι που παίζεται, τόσο από τους δανειστές όσο και από τις μέχρι τώρα κυβερνήσεις. Έχει ενταθεί η δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού και απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι ακόμη και με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις ομολογείται η αύξηση αυτής της δυσαρέσκειας αλλά και η δημιουργία ενός λαϊκού πυρήνα, που τάσσεται υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο πυρήνας αυτός είναι σημαντικός και ανέρχεται σχεδόν στο 25%.
Η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτάει αξιοσημείωτο λαϊκό έρεισμα και το γεγονός αυτό κανείς δε μπορεί να το παρακάμψει. Έχουμε αναφερθεί, ως «Νέα Σπορά», πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, πολλές φορές. Και η αντιμετώπιση αυτού του θέματος είναι τόσο επίκαιρη και αναγκαία, που δε μπορεί να το κρύψει καμία γενικολογία.
Καθημερινά ο κρίκος απονομιμοποίησης της αστικής πολιτικής αναδεικνύεται όλο και πιο πολύ η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη χώρα μας αλλά όλες τις χώρες – μέλη. Πάνω απ’ όλα, όμως, αφορά το Κομμουνιστικό Κίνημα, σ’ όλη την Ευρώπη, και πως θα εντάξει την αποδέσμευση και τη μνημονιακή πολιτική στην τακτική και στρατηγική του.
COMMENTS