Γράφαμε στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μας: «Το τι συμφώνησαν και το πώς γεφύρωσαν τις αντιθέσεις τους η Κριστίν Λαγκάρντ και η Άνγκελα Μέρκελ απομένει να το δούμε». Δεν πέρασαν δυο ημέρες και η Κριστίν Λαγκάρντ, σε νέα της συνέντευξη, αφού αναφέρθηκε στη θέση του ΔΝΤ για το κούρεμα του δημόσιου χρέους, τόνισε, όμως, την ανάγκη η Ελληνική κυβέρνηση να πάρει νέα μέτρα «για να μην πέσει πάνω σε τοίχο», αλλά κατέληξε και στη σύγκλιση της θέσης της για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους με την αντίστοιχη θέση της Άνγκελα Μέρκελ.
Μίλησε για τις «ωριμάνσεις» που πρέπει να υπάρξουν στην αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να δοθεί ο αναγκαίος χρόνος στην Ελλάδα προκειμένου να αποπληρώσει το χρέος της, με άλλα λόγια μίλησε για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους.
Με βάση τα παραπάνω η Ελλάδα θα έχει το βραχνά του χρέους για πολλά χρόνια μπροστά της και δεν πρόκειται να γλυτώσει με τίποτα από την υποχρέωση, σε σχέση με τις απαιτήσεις των δανειστών της, να πάρει τώρα νέα αντιλαϊκά μέτρα και όχι μόνο αυτό, αλλά η μέχρι τώρα η πείρα έχει αποδείξει ότι θα βρεθεί στην ανάγκη να ξαναπάρει νέα αντιλαϊκά μέτρα, γιατί Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ ταυτίζονται στην απαίτηση για λήψη μέτρων. Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που πρέπει να υπολογίζεται για πρόσθετα μέτρα. Οι εκτιμήσεις ακόμη και αστών οικονομολόγων ότι το λεγόμενο «πρόγραμμα διάσωσης», κατά το κοινώς λεγόμενο, «δε βγαίνει».
Τελικά η αξιολόγηση δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τους όρους που θα επιβάλουν οι δανειστές μας προκειμένου να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Το εάν η κυβέρνηση και οι «θεσμοί» θα κατέληγαν να υπογραφούν δύο κείμενα ξεχωριστά, το ένα με τους «θεσμούς» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άλλο με το ΔΝΤ, αυτό λίγη σημασία θα είχε.
Το σημαντικό ζήτημα που προβάλλει μπροστά μας είναι ότι οι συμφωνίες, που θα καθορίζουν την αξιολόγηση ως επιτυχή, θα είναι σε βάρος των εργαζομένων και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων. Τελικά κατέληξαν να μην υπογράψουν προς το παρόν καμία συμφωνία, να ταξιδεύσουν «μαζί και ομού» στην Ουάσιγκτον για τη Σύνοδο του ΔΝΤ και με την επιστροφή τους να καταλήξουν σε συμφωνία.
Ο αρμόδιος υπουργός Ευκλείδης Τσακαλώτος επιβεβαιώνει ότι: ««Μετά από όλες αυτές τις συζητήσεις, αποφασίστηκε σήμερα ότι θα έχουμε μια παύση για να πάμε όλοι στην Ουάσιγκτον. Συμφωνούν τόσο οι τέσσερις θεσμοί όσο και η ελληνική κυβέρνηση ότι υπήρξε πρόοδος ώστε να συμφωνηθεί ένα αμοιβαία αποδεκτό πακέτο και να ολοκληρωθεί η συμφωνία. Άρα θα επιστρέψουν αμέσως μετά την Ουάσιγκτον, δηλ. τη Δευτέρα, για να επιτευχθεί η συμφωνία μέχρι το Eurogroup στις 22 Απριλίου» (e-Βήμα 12/04/2016).
Ποιος μπορεί να υποθέσει ότι η κυβέρνηση θα ρισκάρει να μην υπάρξει συμφωνία μέχρι στις 22 Απριλίου, που θα συγκληθεί το Eurogroup; Να πάρουμε υπόψη, επίσης, ότι εάν χρειαστεί προετοιμάζεται να υπάρξει, μετά από μία εβδομάδα και νέα σύγκληση του Eurogroup για να κλείσει οριστικά η συμφωνία.
Εδώ χρειάζεται να αποσαφηνίσουμε τις θέσεις των αστικών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία επαναλαμβάνει συνεχώς τη θέση ότι η κυβέρνηση χρειάζεται να κλείσει την αξιολόγηση όσο το δυνατό πιο γρήγορα στο όνομα να λειτουργήσει η αγορά.
Αυτό σημαίνει – κάτι που πρέπει να είναι καθαρό στον καθένα, ότι η θέση αυτή ισοδυναμεί, ακόμη και κατά την άποψη αστών σχολιαστών υπεράνω υποψίας, αποδοχή των όποιων όρων τίθενται από την πλευρά των δανειστών. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η Νέα Δημοκρατία αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση με βάση τα μέτρα που πρόκειται να πάρει κατ’ απαίτηση των δανειστών και της ντόπιας αστικής τάξης.
Πρόκειται για υποκριτική στάση που τη συνοδεύει με την αποδόμηση της κυβέρνησης στο προπαγανδιστικό επίπεδο κατηγορώντας την για ανικανότητα και εκμεταλλευόμενη κάθε πτυχή την προβλημάτων που παρουσιάζονται. Την ίδια στάση κρατούν και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, όπως το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και η Ένωση Κεντρώων.
Η Χρυσή Αυγή προσπαθεί να σπεκουλάρει πάνω στο ίδιο μοτίβο κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι «ξεπουλάει την Ελλάδα στους δανειστές» προσπαθώντας να προβάλει το υποτιθέμενο αντιμνημονιακό της προφίλ, ενώ το νέο ακροδεξιό κόμμα που ίδρυσαν ο Γιώργος Καρατζαφέρης και ο Παναγιώτης Μπαλτάκος, η Εθνική Ενότητα, προβάλλεται ως ένα κόμμα της ακραιφνούς Δεξιάς, με καθαρά αντιμνημονιακό προφίλ, που προωθεί τη θέση ότι: «με το ευρώ θα γίνουν πιο φτωχοί οι Έλληνες» και που οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής και οι «Βασιλικοί» «είναι δικοί τους άνθρωποι». «Άπλωμα» προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις για τη συσπείρωση της ακροδεξιάς.
Κατά τη γνώμη μας ούτε η προσπάθεια της Χρυσής Αυγής ούτε οι προσπάθειες του Γιώργου Καρατζαφέρη – να προβληθούν ως αντιμνημονιακά κόμματα, πρέπει να υποτιμηθούν, γιατί επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν την ολοένα αυξανόμενη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών και τα αντιευρωενωσιακά τους αισθήματα σε αντιδραστική κατεύθυνση και να αποκτήσουν λαϊκή μαζική βάση.
Δύο ζητήματα αναδεικνύονται ως κυρίαρχα. Το ένα είναι ότι το μέλλον της χώρας μας καθορίζεται κατά κύριο λόγο από τα συμφέροντα των δανειστών, που ταυτόχρονα εξυπηρετούν και την ντόπια αστική τάξη. Οι εργαζόμενοι καλούνται να επωμιστούν για μακρό χρονικό διάστημα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας. Επομένως μπαίνει ξεκάθαρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η ανάγκη της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, όπως επίσης και από κάθε άλλο ιμπεριαλιστικό οργανισμό.
Το δεύτερο ζήτημα που αναδεικνύεται είναι το πώς πρέπει να διαμορφωθεί η θέση του Κόμματος, του ΚΚΕ, σε σχέση με την πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Και εδώ παρουσιάζονται οι αντιφάσεις στην πολιτική του Κόμματος. Η θέση που έχει πάρει μέχρι τώρα η ηγεσία του Κόμματος είναι: αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση με μονομερή διαγραφή του χρέους, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και λαϊκή εξουσία, που σημαίνει στην πράξη αποδέσμευση με σοσιαλιστική επανάσταση.
Από την άλλη η ηγεσία του Κόμματος έχει καταδείξει σε αλλεπάλληλες τοποθετήσεις της ότι δεν προωθεί την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ – και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, κάτω από διαφορετικούς όρους, απ’ αυτούς που έχει ήδη ορίσει, κάτι που του δημιουργεί τεράστια προβλήματα στην καθημερινή πολιτική του δράση.
Κάνει μόνο μια διαφοροποίηση στην περίπτωση που η αποδέσμευση προέλθει από μια άλλη συγκυρία πολιτικών πρωτοβουλιών από άλλες πολιτικές δυνάμεις ή και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όλα αυτά για να μην παρεμβληθεί η αποδέσμευση ως «ενδιάμεσος» πολιτικός παράγοντας, και ταυτόχρονα και ανασταλτικός και αποπροσανατολιστικός παράγοντας, ως προς το κύριο στρατηγικό καθήκον του Κόμματος, που είναι η σοσιαλιστική επανάσταση.
Θα θυμίσουμε, επίσης, ότι κατά καιρούς στο παρελθόν είχαν υιοθετηθεί και ορισμένα επιχειρήματα, για να δικαιολογηθεί η άρνηση της προβολής της θέσης της αποδέσμευσης, τα οποία δεν άντεχαν και δεν άντεξαν σε καμία κριτική γι’ αυτό και αποσύρθηκαν.
Αντιλαμβανόμαστε ότι το ερώτημα το ποια εξουσία θα ακολουθήσει την αποδέσμευση ή με ποια εξουσία θα πραγματοποιηθεί η αποδέσμευση είναι ένα καίριας σημασίας ερώτημα και δικαιολογημένα πρέπει να απασχολεί το Κομμουνιστικό Κίνημα.
Κανείς δεν αμφισβητεί τη θέση ότι ζούμε κάτω από καπιταλιστικές συνθήκες και ότι έχουν ωριμάσει οι υλικές συνθήκες, που υποχρεώνουν ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, και συγκεκριμένα το ΚΚΕ, να έχει ως άμεσο στρατηγικό του στόχο τη σοσιαλιστική επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Μόνο που η θέση αυτή πρέπει να παίρνει υπόψη της ότι αναντικατάστατος παράγοντας για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι, ταυτόχρονα, να έχουν ωριμάσει και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις, πράγμα που δε συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Και αυτός ο παράγοντας της ωρίμανσης των υποκειμενικών προϋποθέσεων είναι αντικειμενικός παράγοντας για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Η ηγεσία του Κόμματος μπροστά σ’ αυτό το γεγονός καταφεύγει σ’ ένα ιδεολογικοπολιτικό τρυκ, που περιέχει τη «μισή αλήθεια». Αυτονομεί (και ταυτόχρονα υπερβάλλει υπερτονίζοντας) τον αντικειμενικό χαρακτήρα της επαναστατικής κατάστασης και αφήνει να εννοηθεί ότι τότε θα ωριμάσει και ο υποκειμενικός παράγοντας, ώστε να πραγματοποιηθεί η σοσιαλιστική επανάσταση.
Ούτε αυτό είναι βέβαιο, γιατί κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό που, όμως, φαίνεται βέβαιο είναι το γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος «αντικειμενοποιεί» σε τέτοιο βαθμό την επαναστατική κατάσταση, που ξεχνάει ότι η επαναστατική κατάσταση, πέρα από τον υπαρκτό αντικειμενικό της χαρακτήρα – και που κατά τη διάρκειά της αντιστρέφονται οι όροι εξουσίας της αστικής τάξης πάνω στις λαϊκές μάζες και αυξάνει κατά πολύ η αυτοτελής δράση τους, απαιτεί, ταυτόχρονα, και τη δράση του Κόμματος και την καθοδήγηση των λαϊκών μαζών από τα πριν, με τέτοιο τρόπο και με ανάλογο πρόγραμμα, που όταν δημιουργηθεί η επαναστατική κατάσταση – και κάτω από την καθοδήγηση του Κόμματος, οι λαϊκές μάζες να είναι σε θέση όχι μόνο να αμφισβητήσουν αλλά και να εγκαταλείψουν τους «από πάνω», να πεισθούν ότι η μόνη προοπτική είναι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και να πραγματοποιήσουν «από τα κάτω» τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η σύνδεση της σημερινής κατάστασης με την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης και την περίοδο της επαναστατικής κατάστασης είναι (και πρέπει να είναι) σταθερή, συνεχής και άμεση και αφορά κατά προτεραιότητα τον υποκειμενικό παράγοντα, αλλά και εκείνα τα μέτρα, που ωριμάζουν και τις υλικές συνθήκες (τον αντικειμενικό παράγοντα) όχι μόνο για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, ως πολιτικής πράξης για την κατάληψη της εξουσίας, αλλά και για τη διευκόλυνση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Ταυτόχρονα η προβολή αυτών των μέτρων διευκολύνει ταυτόχρονα και την ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να αντιμετωπίζεται η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, η προώθηση μέτρων όπως: η κρατικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η ματαίωση των ιδιωτικοποιήσεων, η επιστροφή σε καθεστώς κρατικής ιδιοκτησίας, με εργατικό έλεγχο, όλων των ΔΕΚΟ που ιδιωτικοποιήθηκαν, των αγροτικών συνεταιριστικών μονάδων, η κρατικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας κλπ.
(Ακολουθεί το τρίτο και τελευταίο μέρος)
COMMENTS