Τα «ταμπού» και η στροφή προς την πολιτική αντίδραση της αστικής τάξης

Η όξυνση του προσφυγικού ζητήματος στο πλαίσιο της γενικής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού και των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, που αυτή συνεπάγεται μεταξύ της ιμπεριαλιστικής Δύσης, πρωτίστως των ΗΠΑ και της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας ανέδειξε την Ευρωπαϊκή Ένωση, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ως «αδύναμο κρίκο» του ιμπεριαλισμού.

Η ίδια η οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οξυμένες αντιθέσεις που τη διαπερνούν, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι έφερε στην επιφάνεια όχι μόνο το αποκρουστικό, αντιδραστικό πρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και την εμφάνιση στο πολιτικό επίπεδο δικτατορικών τάσεων με κοινοβουλευτικό μανδύα στο εσωτερικό της, μπροστά στον κίνδυνο της αποσύνθεσής της.

Έτσι κι αλλιώς είχε προηγηθεί η ενεργός και η από κοινού με τις ΗΠΑ στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο φασιστικό πραξικόπημα στην Ουκρανία, που εμφανίστηκε με κοινοβουλευτικό μανδύα, αλλά και η επιθετική στάση της απέναντι στην κυβέρνηση Άσαντ, με προεξάρχουσα τη Γαλλία, του «σοσιαλιστή» Ολάντ, στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Συρία.

Γεγονός πάντως είναι ότι αυτήν τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε ένα τεράστιο αδιέξοδο, που αποτυπώνεται στα συρματοπλέγματα στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Το προσφυγικό ζήτημα έρχεται να προστεθεί στη χρόνια οικονομική κρίση και στασιμότητά της, ενώ παράλληλα οι τελευταίες αποφάσεις του ΝΑΤΟ να παραταχθεί κατά μήκος της Ανατολικής Ευρώπης στη συνοριακή γραμμή με τη Ρωσία -που χαιρετίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως τη Γερμανία- προσδένουν περισσότερο την Ευρωπαϊκή Ένωση με τις ΗΠΑ οξύνοντας τα αδιέξοδά της και τις φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό της. Ταυτόχρονα όλα αυτά αλληλοτροφοδοτούνται με την άνοδο της ακροδεξιάς στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτό το αδιέξοδο και σ’ αυτή τη διάστασή του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γίνεται αντιληπτό και από τον Ελληνικό λαό, που μέχρι στιγμής έχει επιδείξει ισχυρά αποθέματα δημοκρατικών αντανακλαστικών και αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, έχει βαθύνει η αντίθεσή του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ισχυρή είναι και η εναντίωσή του στην ανάθεση του συγκεκριμένου ρόλου στο ΝΑΤΟ με την παράταξη πολεμικών πλοίων στο Αιγαίο, που νομιμοποιεί τις διεκδικήσεις της Τουρκίας για συνδιαχείριση.

Στην πραγματικότητα αυτή η κατάσταση οξύνει την κρίση της αστικής τάξης στην Ελλάδα, φέρνει στην επιφάνεια το αδιέξοδο της πολιτικής και στρατηγικής της, του δόγματος «ανήκομεν εις την Δύσιν». Αυτό το αδιέξοδο, που καλείται να διαχειριστεί η αστική τάξη, μοιάζει με τον «τετραγωνισμό του κύκλου», καθώς αποδέχεται και εφαρμόζει μια αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική –με τη μορφή των μνημονίων- στο όνομα της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ με αντάλλαγμα την παροχή «ασφάλειας» απ’ αυτά τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, την ίδια στιγμή που αυτό της γυρίζει μπούμερανγκ.

Αυτή η πολιτική και αυτός ο διεθνής προσανατολισμός ούτε την οικονομική ανάκαμψη, ούτε την ασφάλειά της χώρας μας, ούτε τα κυριαρχικά της δικαιώματα εξασφαλίζουν, αλλά ούτε καν και την πολιτική σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος μπορούν να εγγυηθούν. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ ενισχύουν τα στοιχεία της αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, την ένταση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, που φυσικά έχουν να κάνουν σε τελική ανάλυση με την ίδια την εθνική της ανεξαρτησία. Παραπέρα, με την ένταση της πολιτικής αντίδρασης αμφισβητούνται τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι δημοκρατικές ελευθερίες των εργαζομένων.

Τελικά με όλες αυτές τις εξελίξεις οι σχεδιασμοί της ιμπεριαλιστικής Δύσης κάνουν πιο κατανοητό στον ελληνικό λαό το γεγονός ότι για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης -και με αφορμή την προσφυγική κρίση- απαιτείται η υπέρβαση της αστικής στρατηγικής, του διεθνούς προσανατολισμού της αστικής τάξης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.

 Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση έχουν αρχίσει και εμφανίζονται, άλλοτε πιο συγκαλυμμένα και άλλοτε ανοιχτά και απροκάλυπτα, απόψεις στους κόλπους της αστικής τάξης, που ζυμώνονται και προσανατολίζουν προς δικτατορικού τύπου λύσεις, προς μια φασιστική δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα.

Οι απόψεις αυτές είτε διατυπώνονται, είτε υπονοούνται στον αστικό τύπο από αστούς σχολιαστές και αρθρογράφους και παράλληλα υιοθετούνται και από δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης, καλλιεργώντας το έδαφος για μια αποφασιστική στροφή σε περαιτέρω αντιδραστικές εξελίξεις στο πολιτικό εποικοδόμημα. Πρόσφατα σχολιάσαμε την παρότρυνση του Άρη Πορτοσάλτε του Σκάι, που έκανε λόγο για εμπλοκή του στρατού για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Η άποψη αυτή μόνο τυχαία δεν ήταν και έτσι την είχαμε αντιμετωπίσει.

Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να σημειώσουμε τον ιδιαίτερο ρόλο της Χρυσής Αυγής και ορισμένων ακροδεξιών εντύπων, φίλα προσκείμενων στη Χρυσή Αυγή, όπως το «Μακελειό». Τα πρωτοσέλιδα των δύο τελευταίων ημερών της εν λόγω φυλλάδας είναι χαρακτηριστικά: «ΕΠΙΒΟΛΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ. Τα πουλημένα τομάρια της κυβέρνησης έχασαν τον έλεγχο από τις ορδές των λαθραίων εισβολέων». Έτσι κυκλοφόρησε τη Δευτέρα 29 του Φλεβάρη. Δύο μέρες πριν, το Σάββατο 27 του Φλεβάρη, είχε φροντίσει αυτός ο φασιστικός οχετός να δείξει πιο είναι το τέλος αυτού του δρόμου: «ΑΝΟΙΞΤΕ ΠΑΛΙ ΤΑ ΞΕΡΟΝΗΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΙΟΥΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ. Ιούδες, πράκτορες, άθεοι και μισάνθρωποι άλωσαν τις ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΕΣ της πατρίδος και της ιστορίας μας. Από το σταλινοφασίστα Νίκο Ζαχαραριάδη, στον συμμορίτη Καπετάν-Γιώτη και στον χυδαίο Εφιάλτη Αλέξη Τσίπρα», περιλαμβάνοντας αρθρογραφία μεταξύ άλλων του Χρίστου Γούδη και του Κώστα Πλεύρη!

Θα μας επιτραπεί μια μικρή παρένθεση πριν συνεχίσουμε την καταγραφή. Αυτά τα πρωτοσέλιδα, που προτρέπουν σε επιβολή καθεστώτος εκτάκτων στρατοδικείων, παρανομίας της Αριστεράς και του ΚΚΕ και θανατική ποινή με βάση τους «αναγκαστικούς νόμους 375 και 509» περί «κατασκοπίας», εμπίπτουν στην κατηγορία της κατάλυσης του ισχύοντος αστικού συντάγματος; Σέβονται το ισχύον αστικό σύνταγμα; Τα ερωτήματα, βέβαια, είναι ρητορικά και δεν περιμένουμε κάποια απάντηση, αλλά, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται η σχετικότητα της Συνταγματικής αστικής νομιμότητας. Προπαντός δεν τα απευθύνουμε προς αντικομμουνιστικά και αντιδημοκρατικά έντυπα.

Συνεχίζοντας την καταγραφή και την ανάλυση πρέπει να συμπληρώσουμε ότι κατά την έναρξη των αγροτικών κινητοποιήσεων ο Νίκος Μιχαλολιάκος είχε μιλήσει για «παρελθόν ποινικό μητρώο» του «μπολσεβικισμού» στην Ελλάδα, το οποίο είχαμε σχολιάσει στο άρθρο μας «Υπάρχουν ακόμα μπολσεβίκοι;».

Ωστόσο όλα αυτά τα συναντά κανείς και σε «καθώς πρέπει» συγκροτήματα του αστικού τύπου όπως π.χ. η «Καθημερινή», με κάποιους αρθρογράφους να έχουν αναλάβει εργολαβικά την απενοχοποίηση των φασιστικών δικτατοριών στην Ελλάδα.

Μία τέτοια περίπτωση είναι και ο αρθρογράφος Τάκης Θεοδωρόπουλος ο οποίος στις 16 του Φλεβάρη με άρθρο του υπό τον τίτλο: «Είναι ταμπού ο Μεταξάς;»(3) κατέληγε, πως «η επιβολή της Ενιαίας Σκέψης, που οδήγησε στην παρούσα πνευματική αφασία απαιτεί την καλλιέργεια ταμπού. Έχει δίκιο ο κ. Δένδιας: Ο Μεταξάς είναι ένα από τα κεφάλαια της σύγχρονης Ιστορίας μας και ως προσωπικότητα δεν είχε καμία σχέση με τους καραβανάδες που προσπάθησαν να τον μιμηθούν το ’67. Μην ξεχνάμε ότι και τον Καποδίστρια “τύραννο” τον αποκαλούσαν. Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε κάπως τη ζωτικότητα της πνευματικής μας ζωής, να τη βγάλουμε από τη νεκροφάνεια που την έριξε η “ηθική υπεροχή” των προοδευτικών και οι ενοχές των συντηρητικών, το πρώτο βήμα είναι να την απαλλάξουμε απ’ τα ταμπού της».

Κατά την Καθημερινή λοιπόν μια φασιστική δικτατορία και ο θαυμασμός προς το ναζισμό δεν είναι ταμπού. Είναι σαφής η πρόθεση αν και υπάρχει μια ενδιαφέρουσα «λεπτομέρεια», στη σκέψη του Τ. Θεοδωρόπουλου, στην οποία θα επανέλθουμε σε λίγο.

Η ακραία αυτή εκδοχή αυτών των απόψεων, ενισχύονται από αρθρογραφία στο σύνολο του αστικού τύπου, που επιχειρεί να εμπεδώσει με κάθε αφορμή και για κάθε πολιτικό ζήτημα στη λαϊκή συνείδηση την πολιτική διαμάχη ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας, ως «σύγκρουση δύο κόσμων», ως «εθνικό διχασμό», επιχειρώντας ανιστόρητες ιδεολογικές αντιστοιχίες με την εποχή του «ψυχρού πολέμου», μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να εμφανίζεται η αστική τάξη, ως υπερασπίστρια την «ελευθερία» (αστική εννοείται) έναντι του υποτιθέμενου «σταλινικού ολοκληρωτισμού».

Παρά τα φτιασιδώματα και τις λαθροχειρίες με τις ιστορικές καταβολές του ΣΥΡΙΖΑ, η λασπολογία κατά του Κομμουνιστικού Κινήματος και του «υπαρκτού σοσιαλισμού» βγάζει μάτι.

Σ’ αυτό το πλαίσιο συνεχίζεται η επίθεση από τους ίδιους αρθρογράφους, όπως ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ενάντια στα «προοδευτικά ταμπού»(4), που προφανώς κατά τους ίδιους πρέπει να σπάσουν, όπως είναι: «τα δύο μεγάλα ταμπού της μεταπολιτευτικής μας ψυχής. Το πρώτο είναι το συρματόπλεγμα – κακό όπως όλες οι απαγορεύσεις, ακόμη κι όταν προστατεύει το παρτέρι από το μηχανάκι. Το δεύτερο είναι ο στρατός, ο οποίος δεν πρέπει επ’ ουδενί να συμμετέχει σε καιρό ειρήνης σε καμία επίλυση προβλήματος. Ακόμη κι αν αυτό το πρόβλημα αφορά την προστασία των συνόρων».

Είναι σαφές πια ότι από εκεί που αφήνουν το νήμα εφημερίδες όπως η υποτιθέμενη δημοκρατική Καθημερινή, το πιάνουν και συνεχίζουν φασιστικές φυλλάδες όπως το «Μακελειό».

Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δύο μαζί το πρόσωπο, που λέει ο λαός μας. Κάπως έτσι ζυμώνεται η «ανάγκη» για μια φασιστική κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης αν προκύψουν λόγοι …«εθνικής ασφάλειας», όπως συνηθίζουν να λένε κομψά οι αστοί αρθρογράφοι αναφερόμενοι στην προστασία του κοινωνικού καθεστώτος τους.

Τώρα αρχίζει να λύνεται και η απορία όσων αναρωτιούνταν για ποιο λόγο το τελευταίο διάστημα εφημερίδες δεξιές όπως η «Δημοκρατία» μοιράζουν δώρο βιογραφίες και βιβλία αποκατάστασης του φασίστα δικτάτορα Μεταξά, ενώ το συγκρότημα του Σταύρου Ψυχάρη μέσω του επίσης …δημοκρατικού «Κυριακάτικου Βήματος», διακινούσε την αυτοβιογραφία του πρώην βασιλιά, φιλοτεχνώντας το προφίλ του Κοκού εν μέσω σεναρίων για τη δημιουργία κόμματος από το γιό του και τμήμα της Νέας Δημοκρατίας, που εκφραζόταν μέσω της υποψηφιότητας Τζιτζικώστα!

Ερχόμαστε τώρα στη «λεπτομέρεια» της παρέμβασης του Τάκη Θεοδωρόπουλου στην Καθημερινή για την οποία είχαμε κάνει λόγο προηγούμενα. Το συγκεκριμένο άρθρο «Είναι ταμπού ο Μεταξάς;», όπου η απάντηση από τη μεριά του αρθρογράφου, δηλαδή της αστικής τάξης, ήταν πως δεν αποτελεί ταμπού, γράφτηκε με αφορμή την παρέμβαση του Νίκου Δένδια στη βουλή την προηγούμενη μέρα, κατά την οποία ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας είχε δηλώσει ότι «ο Μεταξάς δεν πρέπει να χαρίζεται στην Χρυσή Αυγή» (!), σχολιάζοντας σχετική αντιπαράθεση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΚΚΕ με τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής.

Πριν από οτιδήποτε άλλο τίθενται ορισμένα ερωτήματα: Η Νέα Δημοκρατία είναι ή δεν είναι κόμμα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Γιατί ο Νίκος Δένδιας θεωρεί ότι δεν πρέπει να χαρίζεται ο Μεταξάς στη Χρυσή Αυγή; Του ανήκει ο δικτάτορας Μεταξάς; Έχει σκοπό της η Νέα Δημοκρατία τη φασιστική δικτατορία; Και αν το άλλοθι για να μη χαρίζει ο Νίκος Δένδιας, και κατ’ επέκταση η Νέα Δημοκρατία, το φασίστα δικτάτορα Μεταξά στη Χρυσή Αυγή, είναι το «Όχι» του 1940 (για την οικονομία της συζήτησης και μόνο, κάνουμε την παραχώρηση να δεχθούμε ως ιστορικά «ακριβή» την παραχάραξη των ιστορικών γεγονότων για τον πόλεμο Ιταλίας-Ελλάδας), τότε, θα πρέπει η Νέα Δημοκρατία, αλλά και τα άλλα αστικά κόμματα, για να διαπιστώσουμε την «ειλικρίνειά τους», να μας εξηγήσουν γιατί δεν θεωρούν κληρονομιά τους την ΕΑΜική Εθνική αντίσταση κατά του φασίστα κατακτητή και δεν κατακρίνουν τις διώξεις κατά του ΚΚΕ εξαιτίας ακριβώς αυτής της δράσης του;

Η λεπτομέρεια του άρθρου λοιπόν του Τάκη Θεοδωρόπουλου έγκειται στο γεγονός ότι «ο Μεταξάς είναι ένα από τα κεφάλαια της σύγχρονης Ιστορίας μας και ως προσωπικότητα δεν είχε καμία σχέση με τους καραβανάδες που προσπάθησαν να τον μιμηθούν το ’67».

Απ’ αυτό το απόσπασμα προκύπτει υπόδειξη για συγκεκριμένη πολιτική λύση στο αδιέξοδο της αστικής τάξης. Η «απαξίωση» των «καραβανάδων του ’67» σε αντίθεση με την «προσωπικότητα-κεφάλαιο της σύγχρονης Ιστορίας μας», πολύ περισσότερο η ανιστόρητη αναφορά στον Καποδίστρια, που φέρνει τον Μεταξά δίπλα στον Καποδίστρια, δείχνει πως αρχίζει να ωριμάζει μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης η άποψη για μια φασιστική κοινοβουλευτική δικτατορία σε αντίθεση με την τυπική κατάλυση του κοινοβουλευτισμού από τη Χούντα των συνταγματαρχών.

Θυμίζουμε ότι ο Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός μέσα στη βουλή με την ψήφο εμπιστοσύνης των βουλευτών των αστικών πολιτικών δυνάμεων την Άνοιξη του 1934 και κήρυξε στις 4 Αυγούστου δικακτορία. Θυμίζουμε επίσης ότι, πριν από την κυβέρνηση Παπαδήμου στην οποία πρωτοστάτησε ο Γ. Καρατζαφέρης του ΛΑΟΣ οι βουλευτές του ακροδεξιού εκείνου κόμματος τιμούσαν το Μεταξά κατά την 28η του Οκτώβρη του 2011!

Απ’ αυτά τι να περιμένουμε; Μήπως να υποθέσουμε ότι η ζύμωση, που γίνεται για τέτοιου τύπου λύσεις, σχετίζεται και με τα σενάρια για μια «οικουμενική κυβέρνηση», που στον τύπο θα είναι αστική κοινοβουλευτική, στην πράξη, όμως, θα έχει καταρρίψει τα «ταμπού», προκειμένου να νομιμοποιηθεί πολιτικά η χρήση του «συρματοπλέγματος» και του «στρατού», που θα πάψουν να είναι ταμπού για την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής και την πλήρη πρόσδεση της χώρας στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ευρύτερη περιοχή;

Σε κάθε περίπτωση στις πλάτες της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων αστικών στρωμάτων πέφτει το βάρος της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων του ελληνικού λαού. Της αντιμετώπισης της πολιτικής αντίδρασης στην οποία ρέπει η αστική τάξη. Αλλά αυτό, είναι, πρώτα απ’ όλα, ένα πολιτικό καθήκον, το οποίο οφείλει να επωμιστεί το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, προσανατολίζοντας σ’ αυτήν την κατεύθυνση τη δράση των λαϊκών μαζών. Πρόκειται για ένα καθήκον που περνάει μέσα από την ανάπτυξη της αντιϊμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής δημοκρατικής γραμμής πάλης. Πρόκειται για ένα καθήκον, που ξεκλειδώνει το αίτημα κρίκο της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.

Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να διαπαιδαγωγείται η εργατική τάξη και τα σύμμαχα προς σ’ αυτήν μικροαστικά στρώματα για να διεκδικήσουν τη δική τους πολιτική εξουσία με την εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία. Στην κατεύθυνση αυτή η άρνηση της ίδιας της αστικής τάξης σε σοβαρές πλευρές της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, της δικής της δημοκρατίας δεν μπορεί να έχει άλλη απάντηση παρά τη διεκδίκηση των μαζών για τη Λαοκρατική Δημοκρατία με κατεύθυνση το σοσιαλισμό.

COMMENTS