Από τις διαρροές που μας εφοδιάζουν τα αστικά ΜΜΕ – και που φροντίζουν να τονίζουν ότι πρόκειται «για πλήρως εξακριβωμένες πληροφορίες», πρέπει να υποθέσουμε ότι έχει αρχίσει η προετοιμασία των εργαζομένων για τα χειρότερα, παρά τη σχετική φιλολογία της κυβέρνησης, δεδομένου ότι αυτές οι διαρροές έρχονται να βεβαιώσουν ότι έχει επέλθει συμφωνία ανάμεσα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τη Γερμανία σε ό,τι αφορά το «Ελληνικό ζήτημα».
Αυτή η συμφωνία προβλέπει τη «λύση» του χρέους της χώρας, όπως προτείνει η Γερμανία, προβλέπει επίσης τη λύση του ασφαλιστικού και των εργασιακών, όπως προτείνει το ΔΝΤ, προβλέπει, παραπέρα, ότι το ΤΑΙΠΕΔ θα περάσει στα χέρια των ξένων έχοντας την πλειοψηφία και τον πρόεδρο στο αντίστοιχο ΔΣ, ενώ η έδρα του θα μεταφερθεί εκτός Ελλάδας (μάλλον στο Λουξεμβούργο), τέλος η αξιολόγηση θα μεταφερθεί στο δεύτερο εξάμηνο του ’16, κοντά στα «μπάνια του λαού».
Στο μεταξύ στο τραπέζι μπαίνουν συνεχώς και νέες απαιτήσεις του κουαρτέτου που, τώρα, ανεβάζουν το συνολικό ποσό σε νέα μέτρα στα 9.3δισ. ευρώ, στην επόμενη τριετία, γιατί ανακαλύπτουν όλο και καινούργιες «τρύπες», που πρέπει να καλύψουν!
Αφού οι δανειστές μας πήραν τις τράπεζες για ένα κομμάτι ψωμί – και θα κάνουν και κουμάντο σ’ αυτές, τώρα επιδίδονται σ’ ένα κανονικό πλιάτσικο της δημόσιας περιουσίας και κανονίζουν μισθούς και συντάξεις. Όλα αυτά για να βγει η χώρα από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, υποτίθεται.
Τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε καλύτερα ορισμένες παράλληλες κινήσεις, που πραγματοποιήθηκαν στο ίδιο χρονικό διάστημα, όπως: την παρουσία του Πολ Τόμσεν στην Ευρώπη και τις ανάλογες συναντήσεις του. Τα ταξίδια των αρμόδιων υπουργών (Τσακαλώτος – Κατρούγκαλος) για ενημέρωση για την πορεία των μεταρρυθμίσεων. Τις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας και την άνοδο του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία της αγκαλιά με τους ακροδεξιούς. Την τρίμηνη προθεσμία, που ζήτησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να προετοιμάσει τη Νέα Δημοκρατία για να νικήσει το ΣΥΡΙΖΑ, που όλως τυχαίως αυτή η προθεσμία μας φέρνει κοντά στο δεύτερο εξάμηνο του ’16, που μερικοί πολιτικοί παρατηρητές, πάλι με τη γνωστή μέθοδο των διαρροών, δεν αποκλείουν και αιφνιδιαστικές εκλογές.
Όλες αυτές οι εξελίξεις, που αφορούν πρωτίστως την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, είναι ευνόητο ότι τροφοδοτούν αντίστοιχες πολιτικές εξελίξεις και στο επίπεδο των κομμάτων. Γι’ αυτό βλέπουμε να αναπτύσσεται μια κινητικότητα από την πλευρά τους, που στόχο έχει την κομματική διάταξη, στο φόντο, βέβαια, της προσπάθειας της αστικής τάξης για σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος.
Το πρόβλημα του πως εξελίσσεται η εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, του τι μας επιφυλάσσουν οι δανειστές μας, πάντα «για το καλό μας», του πως θα κατασταλάξει η κομματική διάταξη και κατ’ επέκταση του πως θα εξασφαλιστεί η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος έχει ιδιαιτέρως μεγάλη σημασία για το Εργατικό Κίνημα, για το ΚΚΕ.
Το γεγονός αυτό έρχεται να ακυρώσει, επί της ουσίας, όλη την τρέχουσα επιχειρηματολογία του Κόμματος και δεν του επιτρέπει να διεξάγει την ιδεολογικοπολιτική του αντιπαράθεση τόσο με το ΣΥΡΙΖΑ όσο και με τα αστικά κόμματα. Δίνει τη δυνατότητα στη Νέα Δημοκρατία να αναδεχτεί στον κύριο παίχτη και αντίπαλο της κυβέρνησης πατώντας και αξιοποιώντας τη μεγάλη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών.
Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης θα είναι η μετατόπιση συνολικά του πολιτικού σκηνικού σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση, έστω και εάν το Κόμμα μας κερδίσει μέρος των δυσαρεστημένων από την πολιτική της κυβέρνησης.
Το ουσιαστικό πρόβλημα, επομένως, δεν είναι μια μικρή ή λίγο μεγαλύτερη αύξηση της δύναμης του ΚΚΕ, όταν γενικά η μετατόπιση των μικροαστικών στρωμάτων και τμημάτων της εργατικής τάξης θα κινείται σε τροχιά συσπείρωσης γύρω από τη Νέα Δημοκρατία, ούτε το πρόβλημα είναι μια συντήρηση δυνάμεων σε αναμονή της επόμενης οικονομικής κρίσης (που θα είμαστε, υποτίθεται, πιο δυνατοί και η κρίση πιο βαθιά).
Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι η στάση του ΚΚΕ να καθοριστεί με βάση τα σημερινά δεδομένα, με βάση το σημερινό κύκλο της κρίσης. Να καθορίσει αντίστοιχα τα πολιτικά του καθήκοντα, τις οικονομικές διεκδικήσεις των εργαζομένων, που θα οξύνουν την ταξική πάλη, θα προσθέτουν δυσκολίες στην αστική τάξη στο να φορτώνει τις συνέπειες της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων και με την έννοια αυτή να μη δώσει το περιθώριο στην αστική τάξη να αντιμετωπίσει την οικονομική της και αντίστοιχα την πολιτική της κρίση με πολιτική ισχυροποίηση της θέσης της και του αστικού πολιτικού συστήματος*.
Και αυτό δε μπορεί να επιτευχθεί εάν, μετά από εφτά χρόνια κρίσης, οικονομικής και πολιτικής, όπως ακριβώς την καταμέτρησε και ο Δημήτρης Κουτσούμπας στην εκδήλωση του Κόμματος στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, δεν αλλάξει η πολιτική του Κόμματος, κυρίως στη σχέση του με τις ίδιες τις κομματικές δυνάμεις, με τις ίδιες τις λαϊκές μάζες, στην αναγωγή της πολιτικής του κόμματος στις παρούσες συνθήκες και στις αντίστοιχες σχέσεις των τάξεων, με δυο λόγια, εάν η ηγεσία του Κόμματος δεν επανεξετάσει την τακτική του, το ρόλο του ΠΑΜΕ στο Εργατικό Κίνημα και των άλλων μετωπικών οργανώσεων, που έχει δημιουργήσει, προκειμένου να συσπειρώσει τις λαϊκές μάζες σε μια κοινωνική συμμαχία, πριν απ’ όλα να καταφέρει να βάλει σε κίνηση τις λαϊκές μάζες, τώρα και μπροστά στα μέτρα που παίρνονται και θα παρθούν.
Με την έννοια αυτή, όταν ακόμη και αστοί πολιτικοί σχολιαστές ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα είναι πλέον μια πλήρως εξαρτημένη χώρα από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΔΝΤ, ΝΑΤΟ κλπ., «ένα ξέφραγο αμπέλι από πάνω έως κάτω», η ηγεσία του Κόμματος δε μπορεί να επιμένει σε μια επιχειρηματολογία, που αποπροσανατολίζει και σπέρνει συγχύσεις σε σχέση με τον ιμπεριαλιστικό ρόλο της Ελλάδας.
Ούτε η άρνηση της ηγεσίας του Κόμματος να αποδεχτεί την επικαιρότητα της Λενινιστικής επεξεργασίας για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, που θέτει το Κόμμα μπροστά σε συγκεκριμένα καθήκοντα σ’ ό,τι αφορά την οικονομική και πολιτική κρίση, πάντα στη σχέση αυτής της επεξεργασίας με το σοσιαλισμό, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη του Εργατικού Κινήματος, γιατί στερεί τη βάση της ανάπτυξης της δράσης τόσο του Κόμματος όσο και του Εργατικού Κινήματος.
Θεωρούμε ότι οι ίδιες οι εξελίξεις έχουν επιβεβαιώσει την κριτική στάση της «Νέας Σποράς» απέναντι στην ηγεσία του Κόμματος και πολύ πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτήν την επιβεβαίωση ήταν η στάση του Κόμματος απέναντι στο τεράστιο πρόβλημα, που παρουσιάστηκε με την Eldorado Gold, που αφορά ένα στρατηγικό τομέα της οικονομίας της χώρας. Το ίδιο πρόβλημα μπορούμε να αναφέρουμε και με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Όσο περνάει ο χρόνος και η ηγεσία του Κόμματος αδυνατεί να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις στα καυτά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι λαϊκές μάζες, παραπέρα αδυνατεί να δώσει τις δικές του απαντήσεις σε ζητήματα ευρύτερης σημασίας τόσο για την πορεία του καπιταλισμού όσο και στο πως εξελίσσεται ο παγκόσμιος ανταγωνισμός σ’ όλα τα επίπεδα, το αποτέλεσμα που θα προκύπτει για το Κόμμα θα είναι η ενασχόλησή του περισσότερο με το ιστορικό του παρελθόν παρά με το ιστορικό του μέλλον. Και ο σοσιαλισμός μπορεί να εμφανίστηκε στο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν αλλά κυρίως είναι ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα του μέλλοντος. Και αυτό ενδιαφέρει περισσότερο.
* Ορισμένοι αναγνώστες μας διερωτήθηκαν εάν με την προηγούμενη φράση που είχαμε στο κείμενο: «Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι η στάση του ΚΚΕ να καθοριστεί με βάση τα σημερινά οικονομικά και πολιτικά δεδομένα, να μην επιτραπεί η έξοδος από την οικονομική κρίση και αντίστοιχα από την πολιτική κρίση στην αστική τάξη να σταθεροποιήσει το αστικό πολιτικό σύστημα.», εννοούσαμε ότι η οικονομία βρίσκεται σε πορεία εξόδου από την οικονομική κρίση. Όχι δεν το εννοούσαμε. Γι’ αυτό και προχωράμε σε αναδιάρθρωση της φράσης με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά είναι περισσότερο σαφής.
COMMENTS