Μετά την εκλογή Μητσοτάκη στη Νέα Δημοκρατία

Οι πολιτικοί σχολιαστές, σχεδόν όλοι, μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, προσπαθούν να ερμηνεύσουν την εκλογική εσωκομματική νίκη του, απέναντι στο Βαγγέλη Μεϊμαράκη, επικαλούμενοι, ως κύριο επιχείρημα, την κατάθεση «ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης», από την πλευρά του, για την πολιτική πορεία της Νέας Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση της χώρας μας, αφού έθεσε ως άμεσο στόχο του η Νέα Δημοκρατία να αναδειχτεί στη διακυβέρνηση, όσο το δυνατό πιο γρήγορα.

Άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχασε καμία ευκαιρία, κατά τη διάρκεια της εσωκομματικής προεκλογικής διαδικασίας, να προβάλλεται ως ο ικανότερος να αντιμετωπίσει τον Αλέξη Τσίπρα και το λαϊκισμό του.

Από εκεί και μετά, βέβαια, άρχισαν να αναρωτιούνται εάν η ανοιχτή υποστήριξη του Κώστα Καραμανλή προς το Βαγγέλη Μεϊμαράκη έβλαψε ή όχι το Βαγγέλη Μεϊμαράκη, καταλήγοντας οι περισσότεροι στη διαπίστωση ότι τον έβλαψε. Μερικοί μίλησαν και για το τέλος του Καραμανλισμού ή για σοβαρή ήττα του Καραμανλή.

Τόνισαν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «έκανε την κατάλληλη στιγμή τις κατάλληλες συμμαχίες» – έτσι ονομάζουν τις διάφορες συναλλαγές μεταξύ των υποψηφίων, και έτσι ανέτρεψε το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου, που έδινε σαφές προβάδισμα στο Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ενώ ιδιαίτερα στάθηκαν στην οργάνωση και στη μεθοδική προεκλογική δουλειά του.

Ουσιαστικά, δηλαδή, τα αστικά ΜΜΕ αντιμετώπισαν το Κυριάκο Μητσοτάκη ως έναν πολιτικό με σταθερές «κεντροδεξιές» απόψεις, καλό τεχνοκράτη, πολύγλωσσο και με λαμπρές σπουδές στις ΗΠΑ, με πολύ καλές σχέσεις με διεθνείς οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους, με απόψεις, που κυριαρχούν αυτήν τη στιγμή στην Ευρώπη.

Αν πάρουμε υπόψη και την υποστήριξη που του παρείχαν τα κυρίαρχα αστικά ΜΜΕ στη χώρα μας το προφίλ που καλλιεργήθηκε για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν του μελλοντικού πρωθυπουργού. Είναι μια εκδοχή που δε μπορεί να την αποκλείσει κανείς, έστω και εάν ακόμη και οι καλύτεροι σχεδιασμοί δεν πετυχαίνουν πάντα.

Από την πλευρά μας, ως «Νέα Σπορά», αφού υπενθυμίσουμε ότι τα πολιτικά συμπεράσματα για το ποια στάση θα κρατήσουν οι λαϊκές μάζες απέναντι στη Νέα Δημοκρατία δε μπορούν να εξαχθούν από το εσωκομματικό εκλογικό αποτέλεσμα της Νέας Δημοκρατίας (γιατί και οι λαϊκές μάζες, που ακολουθούν τη Νέα Δημοκρατία, βρίσκονται κάτω από τη μέγγενη της μνημονιακής πολιτικής, η οποία είναι η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας), θα τονίσουμε ότι η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη δε μπορεί να είναι αδιάφορη για το Εργατικό Κίνημα και για το ίδιο το Κόμμα, το ΚΚΕ.

Πριν απ’ όλα η πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται ως μια ουσιαστική «μεταρρυθμιστική πρόταση» ενάντια στον «αριστερό» λαϊκισμό της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, είναι μια βαθιά ταξική και αντιδραστική πολιτική.

Το συμπέρασμα αυτό δεν προκύπτει μόνο από τη θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη ως υπουργού της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά, αλλά από το ίδιο το περιεχόμενο της πρότασης που κατέθεσε, έστω και εάν προσπάθησε να αξιοποιήσει τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών από την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής της παρούσας κυβέρνησης.

Οι εργαζόμενοι θα περάσουν από το ίδιο καμίνι της μνημονιακής πολιτικής και με κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα αισθανθούν τη «φωτιά και το σίδερο» της ίδιας μνημονιακής πολιτικής, σ’ ότι αφορά τα οικονομικά μέτρα, μια και τα όρια της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας δεν ξεπερνάνε τα όρια του μνημονίου και της κυρίαρχης πολιτικής, που εφαρμόζεται γενικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επομένως ως προς την ανακούφιση των εργαζομένων από τα δυσβάστακτα μέτρα του μνημονίου, όπως εφαρμόζονται από τη σημερινή κυβέρνηση π.χ. στο ασφαλιστικό, δεν έχουν οι εργαζόμενοι να περιμένουν τίποτα.

Το εφεύρημα, λοιπόν, της πάλης ενάντια στο λαϊκισμό της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, που επικαλέστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο οποίος κήρυξε την «αντίστροφη μέτρηση» του Αλέξη Τσίπρα δε μπορεί να κρύψει την άλλη όψη του νομίσματος, που είναι ο «δεξιός» λαϊκισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη, που προσπαθεί μέσα από το δικό του λαϊκισμό να προσεταιριστεί τις λαϊκές μάζες και τα μικροαστικά στρώματα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε περιθώριο 111 ημερών για να προετοιμάσει τη Νέα Δημοκρατία για να δώσει τη μάχη ενάντια στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Όλως τυχαίως αυτές οι 111 ημέρες είναι οι τρεις μήνες (και κάτι παραπάνω), κατά τη διάρκεια των οποίων η κυβέρνηση Τσίπρα θα περάσει τις πιο δύσκολες στιγμές της σε σχέση με τις απαιτήσεις των «θεσμών» ως προς το ασφαλιστικό, το φορολογικό των αγροτών, την εφαρμογή άλλων μνημονιακών μέτρων, την αξιολόγηση και το άνοιγμα της συζήτησης για την απομείωση του χρέους.

Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα αναμένουν στη Νέα Δημοκρατία τη φθορά της κυβέρνησης και τη δοκιμασία της αντοχής της, σε συνάρτηση με τη στάση των εταίρων και των θεσμών, που κατά ορισμένες πληροφορίες απαιτούν τη λήψη πρόσθετων μέτρων ύψους 8.5δισ. ευρώ.

Από την άποψη αυτή, παρόλο που ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαγγέλθηκε ότι δε θα περιμένει να πέσει η κυβέρνηση ως «ώριμο φρούτο», ορολογία που χρησιμοποιεί και ο Άδωνις Γεωργιάδης και όλοι οι άλλοι ακροδεξιοί που συμπαρατάχθηκαν μαζί του, αλλά θα κηρύξει ανελέητο πόλεμο ενάντιά της, ουσιαστικά, με το περικάλυμμα της μάχης ενάντια στο λαϊκισμό, στην ουσία αναμένει να εισπράξει τη μεγάλη φθορά της κυβέρνησης μέσα σ’ αυτό το τρίμηνο.

Θα ήταν λάθος, όμως, να περιοριστούμε μόνο στο σχολιασμό σ’ αυτού του είδους την τακτική του νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας. Ο ερχομός του, πέρα από το γεγονός ότι είχε προαναγγελθεί από τον ξένο Τύπο, φανερώνει και τη διάθεση από την πλευρά της αστικής τάξης της χώρας μας και των διεθνών κύκλων, που τον στηρίζουν, για μια παραπέρα σκλήρυνση της πολιτικής του αυταρχισμού.

Η νέα χρονιά για τους εργαζόμενους θα είναι πολύ σκληρή με τα «εμπροσθοβαρή» μέτρα, που θα παρθούν σε βάρος τους. Οι οικονομικές προοπτικές, παρά τα όποια αισιόδοξα μηνύματα που εκπέμπει η κυβέρνηση, δεν είναι καλές. Υπάρχουν αστοί οικονομικοί αναλυτές, που προβλέπουν την ύφεση να πλησιάζει, για το 2016, στο 1.8%. Και όλοι πλέον μιλούν για τις διεθνείς οικονομικές ανακατατάξεις ακόμη και για το ενδεχόμενο μια νέας οικονομικής κρίσης. Πολλοί οικονομικοί αναλυτές θεωρούν ότι ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί η προηγούμενη κρίση, μπροστά στο ξέσπασμα μιας επόμενης.

Όλο και περισσότερο τίθεται από αστούς οικονομικούς αναλυτές ότι αυτή η κατάσταση δε μπορεί να τραβήξει για πολύ και ούτε μπορεί να περιοριστεί σε μια συμφωνία, που θα έχει ως κατάληξη την απομείωση του χρέους με τη χρονική μετατόπιση της αποπληρωμής του και να συνεχίζεται η ίδια πολιτική και στη χώρα μας και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δε γνωρίζουμε ποια θα είναι η στάση της αστικής τάξης της χώρας και των διεθνών κύκλων, που «περνάει» ο λόγος τους για το «Ελληνικό ζήτημα», απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση, εάν έχουν αποφασίσει να την «τελειώσουν» και έτσι προετοιμάζουν τη διάδοχη κατάσταση.

Πολλά θα κριθούν και από τις ίδιες τις εξελίξεις μέσα στη Νέα Δημοκρατία και τα άλλα κόμματα, από τις τελικές ισορροπίες, που θα επικρατήσουν στο πολιτικό σύστημα. Κυρίως θα κριθούν από την οργάνωση και τους αγώνες των εργαζομένων, που δεν πρέπει να βρεθούν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στη «σφύρα και τον άκμονα» της σημερινής κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας.

Αυτό, όμως, που πρέπει να θεωρούμε ως βέβαιο είναι ότι θα υπάρξουν νέες πρόσθετες δυσκολίες για τους εργαζόμενους, ότι θα επιχειρηθεί από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας ο «τελικός λογαριασμός» να πληρωθεί σε βάρος του «αριστερού λαϊκισμού», δηλαδή να πέσει στις πλάτες των εργαζομένων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία θεωρεί ως Αριστερά το ΣΥΡΙΖΑ, που της είναι ιδιαίτερα βολικό.

Και μαζί με την καταδίκη, κατά τη Νέα Δημοκρατία, του «αριστερού» λαϊκισμού και στο όνομα του «δεξιού» λαϊκισμού να τελειώνει η αστική τάξη και με το Εργατικό Κίνημα. Να καθηλώσει κάθε αντίσταση και διεκδίκηση από την πλευρά των εργαζομένων. Και αυτήν την πολιτική επιλογή έρχεται να αναδείξει η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η αστική τάξη σαφώς σκληραίνει τη στάση της και αποκαλύπτει τις προθέσεις της. Αυτό είναι το κεντρικό νόημα της εκλογής Μητσοτάκη.

Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση το Εργατικό Κίνημα, το ΚΚΕ, δε μπορεί να μείνει αδιάφορο. Πρώτα – πρώτα πρέπει να αποκαλύψει το «δεξιό» λαϊκισμό, την αντιδραστική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, που επιδιώκει να επαναπροσεγγίσει τις λαϊκές μάζες και τα μικροαστικά στρώματα με βάση τη δυσαρέσκεια από την πολιτική της κυβέρνησης και της υποτιθέμενης επαλήθευσης του μνημονιακού μονόδρομου.

Κατά δεύτερο, ταυτόχρονα, να αποκαλύπτει την πολιτική της κυβέρνησης και να καθορίσει συγκεκριμένη στάση απέναντι στις εργατικές και μικροαστικές μάζες, που ακολουθούν ακόμη την κυβέρνηση.

Κατά τρίτο, να γίνει συστηματική προσπάθεια να αποδοθεί η πραγματική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να απεμπλακούν οι εργαζόμενοι από το μύθο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «θα σώσει την Ελλάδα». Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Η Ελλάδα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν «έχει πέσει μόνο πάνω στα βράχια» αλλά βυθίστηκε στην οικονομική κρίση και στασιμότητα και οι εργαζόμενοι στην εξαθλίωση.

Κατά τέταρτο, πρέπει να οργανώσει τους αγώνες των εργαζομένων στη βάση των πραγματικών τους και οξύτατων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Και εδώ υπάρχουν οι περισσότερες «γωνίες» σε σχέση με το ρόλο του ΠΑΜΕ, την πλατύτητα και την ενότητα που μπορεί να εξασφαλίσει στη δράση και στη συσπείρωση των εργαζομένων. Απαιτούνται σοβαρές και τολμηρές πρωτοβουλίες, απαιτείται να ξεπεραστούν αριστερίστικες αντιλήψεις.

Τέλος, δε μπορεί η εργατική πρωτοπορία να αποφύγει να καταθέσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα προτάσεων, που θα αποτελεί και τον οδηγό δράσης του Εργατικού Κινήματος, που δε θα στηρίζεται σε μια απλή αιτηματολογία για λογαριασμό των εργαζομένων, αλλά θα προβλέπει την εξουσία των εργαζομένων και τις συμμαχίες με τα μικροαστικά στρώματα, θα είναι ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας και αναπροσανατολισμού της, ένα πρόγραμμα που θα έχει ως πρώτο και κυρίαρχο στόχο την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

Η «Νέα Σπορά» έχει δώσει το χαρακτήρα αυτού του προγράμματος και τις κινητήριες δυνάμεις του. Πρόκειται για ένα Αντιιμπεριαλιστικό, Αντιμονοπωλιακό, Δημοκρατικό Πρόγραμμα, που θα βγάλει τη χώρα από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, θα εξασφαλίζει το λαϊκό, εργατικό χαρακτήρα της εξουσίας, τη Λαοκρατική Δημοκρατία, με τη δική της κυβέρνηση και με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Πολιτική κινητήρια δύναμη αυτού του προγράμματος θα είναι το ΚΚΕ.

COMMENTS