Ψηφίστηκε στη βουλή το νομοσχέδιο, με τη διαδικασία του επείγοντος, για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Δε μας προκαλεί εντύπωση η σπουδή της κυβέρνησης να προχωρήσει σε άλλη μια ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Αυτή η σπουδή απορρέει από τις συμβατικές της υποχρεώσεις από την υπογραφή του μνημονίου.
Ούτε μας εντυπωσιάζει, επίσης, ότι άλλαξε θέσεις ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνητικό κόμμα. Από τη στιγμή που υπέγραψε το μνημόνιο ήταν φυσικό να αλλάξει τις θέσεις του και από τη δημιουργία του «Δημόσιου τραπεζικού πυλώνα», των τραπεζών υπό δημόσιο έλεγχο, να αναζητάει τη σωτηρία των τραπεζών στα ξένα κεφάλαια και στο δανεισμό (δανεισμός που θα φορτωθεί στις πλάτες των εργαζομένων εννοείται), γεγονός που οδηγεί αναπόφευκτα στον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος της χώρας μας από τα ξένα κεφάλαια και από το ESM.
Από μία άποψη δεν είναι καθόλου εντυπωσιακό ούτε το γεγονός ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο εξασφάλισε την υποστήριξη όλων των μνημονιακών κομμάτων, αυτών δηλαδή που ψήφισαν το μνημόνιο και τώρα καταγγέλλουν την κυβέρνηση για την πολιτική που εφαρμόζει, για τη φοροκαταιγίδα που έχει εξαπολύσει. Αντιλαμβάνονται πολύ καλά, ως αστικά κόμματα, το τι πρέπει να κάνουν.
Όποιος παρακολουθήσει από κοντά την πολιτική των κυβερνήσεων μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 θα διαπιστώσει ότι το κύριο μέλημα όλων των κυβερνήσεων ήταν να διασώσουν το τραπεζικό σύστημα με διάφορους τρόπους και πάνω απ’ όλα με κρατική παρέμβαση. Ορισμένες τράπεζες, οι οποίες ήταν αδύνατο να διασωθούν, τις άφησαν να χρεοκοπήσουν, αλλά αυτό δεν αναιρεί την κύρια οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων απέναντι στις τράπεζες.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δαπανήσει έως τώρα πάνω από 5 τρισ. ευρώ για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος. Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, με παλιότερα στοιχεία, υπολογιζόταν ότι είχαν δαπανήσει πολύ πάνω από το συνολικό τους ΑΕΠ. Σήμερα υπολογίζεται, από διάφορα οικονομικά ινστιτούτα ή Think tanks των ΗΠΑ ότι η κρατική παρέμβαση έχει ξεπεράσει το 155% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Εννοείται ότι τα τεράστια αυτά ποσά δεν αφορούν μόνο σε ρευστό χρήμα αλλά και σε κρατικές εγγυήσεις, εξαγορές ομολόγων κλπ.
Η ουσία του ζητήματος είναι – για να μην εμπλακούμε σε μια στατιστική των αριθμών, που έχει οπωσδήποτε την οικονομική σημασία της, ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει αποδυθεί σ’ ένα συνεχές κυνηγητό διάσωσης των τραπεζών, γιατί θεωρεί ότι οι τράπεζες είναι η ναυαρχίδα της ανάπτυξης και μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση της επιστροφής στην ανάπτυξη. Άποψη, βέβαια, η οποία δε δικαιώνεται, αν κρίνουμε και από τις επίσημες δηλώσεις αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως π.χ. της ίδιας της Άνγκελα Μέρκελ, ότι για το ξεπέρασμα των συνεπειών της οικονομικής κρίσης χρειάζεται ακόμη πολύς δρόμος.
Σ’ ότι αφορά στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα αυτή η ανακεφαλαιοποίηση είναι η τρίτη που διεξάγεται και η μέχρι τώρα κρατική παρέμβαση για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος, που αφορά κατά βάση τις τέσσερες συστημικές, όπως λέγονται, τράπεζες ξεπερνάει τα 200δισ. ευρώ. Σ’ αυτό το ποσό πρέπει να προστεθεί και το κόστος που θα υποστεί το δημόσιο, δηλαδή οι φορολογούμενοι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα, από την τωρινή ανακεφαλαιοποίηση.
Με το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στη βουλή αλλά και τη σχετική απόφαση που πήρε το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΠ), που αφορά τον τρόπο της κάλυψης των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών από ιδιώτες και το ΤΧΣ οι τέσσερες συστημικές τράπεζες έχουν περιθώριο μέχρι την 6η του Νοέμβρη να παρουσιάσουν τα σχετικά τους προγράμματα για την ανακεφαλαιοποίησή τους.
Οι επικεφαλής των τραπεζών δήλωναν αρχικά ότι βρίσκονταν σε πολύ καλό δρόμο για την εξεύρεση ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων, ενώ η κυβέρνηση τους «ενθαρρύνει» να απευθυνθούν και σε ντόπιους επενδυτές! Στη συνέχεια και ενώ τα ποσά που πρέπει να εξασφαλίσουν αφορούν στα 4.4 δισ. ευρώ από τα 14.4 δισ. ευρώ, που αφορούν στην ανακεφαλαιοποίηση, δηλώνουν ότι δεν θα είναι και εύκολη η εξεύρεση ενός τέτοιου ποσού σε τόσο λίγο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση η συμμετοχή του ΤΧΣ είναι βέβαιη, πράγμα που σημαίνει, σύμφωνα με όσα ψηφίστηκαν στη βουλή, ότι το τραπεζικό σύστημα περνάει υπό τη διαρκή εποπτεία του ESM.
Το ζήτημα που ανακύπτει είναι ποια θέση πρέπει να πάρει κανείς απέναντι σε όλη αυτήν τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με δεδομένο ότι οι τράπεζες ουσιαστικά ανήκαν στο δημόσιο και με δεδομένο το ρόλο του ΤΧΣ και του ESM;
Παραπέρα πρέπει να πάρει υπόψη του κανείς ότι μέσω των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, δανείων που δεν εξυπηρετούνται από τις επιχειρήσεις και επιβαρύνουν τις τράπεζες, όλη αυτή η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων αφορά και τον παραγωγικό τομέα της χώρας μας.
Ουσιαστικά οι τράπεζες ελέγχουν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγικής διαδικασίας. Σε συνάρτηση με το ρόλο του ΤΧΣ και του ESM, στο «Βήμα της Κυριακής» (01/11/2015) αναφέρεται συγκεκριμένα: «Είναι προφανές ότι μέσω της αγοράς αυτής το ΤΧΣ θα έχει στα χέρια του όλα τα απαραίτητα… εργαλεία για την αναμόρφωση του εγχώριου επιχειρηματικού χάρτη μέσω της αναδιάρθρωσης των δανείων».
Αν τα αναφέρουμε όλα αυτά το κάνουμε για να διαπιστώσουμε ότι τα πράγματα έχουν οδηγηθεί στο σημείο, που ή οι τράπεζες θα περάσουν υπό ουσιαστικό και τυπικό έλεγχο στην ιδιοκτησία του κράτους ή θα καταλήξουν στον έλεγχο του ESM και την ιδιοκτησία των ξένων Funds (την ώρα που το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης κατά σημαντικό μέρος θα επιβαρύνει το Ελληνικό δημόσιο) και μαζί με τις τράπεζες και ένας σημαντικός τομέας του παραγωγικού τομέα της χώρας μας. Η κυβέρνηση επιλέγει το δεύτερο, γιατί το πρώτο προϋποθέτει τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και την αποδέσμευση απ’ αυτήν και το ευρώ, δηλαδή την ανατροπή της αστικής στρατηγικής.
Με άλλα λόγια η ίδια η ζωή επαναφέρει συνεχώς στην επικαιρότητα το ζήτημα μιας συνολικότερης πρότασης, για την οποία τόσες φορές έχει κάνει λόγο η «Νέα Σπορά», κατά το πρότυπο της προγραμματικής πρότασης του 15ου Συνεδρίου του ΚΚΕ – σαφώς στο πλαίσιο της σημερινής πραγματικότητας, που πρόβλεπε την αποδέσμευση και το πέρασμα βασικών παραγωγικών τομέων υπό δημόσια – κρατική ιδιοκτησία και εργατικό έλεγχο. Για το μέλλον της χώρας η πρόταση αυτή είναι πλέον αδήριτη εθνική αναγκαιότητα στο πλαίσιο μιας Λαϊκής Εξουσίας και μιας κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, των κατώτερων και μεσαίων.
Δυστυχώς η ηγεσία του Κόμματος, καθώς φαίνεται και από την ομιλία του Γραμματέα του Κόμματος Δημήτρη Κουτσούμπα στη βουλή, δεν εννοεί να καταλάβει αυτήν την αναγκαιότητα. Και όχι μόνο αυτό. Πέφτει και σε τραγικές αντιφάσεις.
Από τη μια μεριά καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι: «Προκαλείτε επίσης όταν λέτε ότι η νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών γίνεται με γνώμονα το συμφέρον του λαού. Και κοροϊδεύετε ταυτόχρονα… Αλήθεια, μήπως τάχα προωθείτε αυστηρούς όρους για την προστασία της λαϊκής οικογένειας που έχει φορτωθεί “κόκκινα” δάνεια και δεν μπορεί να τα αποπληρώσει; Περιλαμβάνει το νομοσχέδιό σας μέτρα και δικλείδες για να προστατέψει τους εργαζόμενους του τραπεζικού κλάδου από απολύσεις και μειώσεις μισθών το επόμενο διάστημα; Τίποτα από όλα αυτά δεν περιλαμβάνει. Κινείται στην ίδια αντιλαϊκή κατεύθυνση των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων που υλοποίησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε γι’ αυτό μάλλον σας στηρίζουν σήμερα».
Από την άλλη μεριά δημιουργείται το ερώτημα: Τι ακριβώς περίμενε η ηγεσία του Κόμματος; Κάποια ανακεφαλαιοποίηση που θα έπαιρνε υπόψη της όλα αυτά για τα οποία καταγγέλλει την κυβέρνηση;
Και ενώ η ηγεσία του Κόμματος έχει πλήρη επίγνωση του περιεχομένου της ανακεφαλαιοποίησης, αφού αναφέρει ότι: «Η νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που προωθείται σήμερα σε βάρος του φορολογούμενου λαού, δεν υπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των τραπεζικών ομίλων, αλλά συνολικά του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη χώρα μας», ενώ αναφέρεται πολύ συγκεκριμένα στο το τι έλεγαν παλιότερα σημερινά κυβερνητικά στελέχη: «Πιστεύετε ότι μπορεί κανείς να ξεχάσει τόσο γρήγορα τι λέγατε όταν καταψηφίζατε όλες τις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις; Ο σημερινός αντιπρόεδρος της κυβέρνησης εξηγούσε γιατί αποτελεί σκάνδαλο οι τράπεζες να μένουν στα χέρια ιδιωτών, ενώ σώζονται με κρατικό χρήμα και παράλληλα δεν μπορούν να εγγυηθούν ούτε καν τις καταθέσεις, για τις οποίες εγγυάται το κράτος. Ο σημερινός πρωθυπουργός δήλωνε ότι όσες τράπεζες ανακεφαλαιοποιηθούν με κρατικούς πόρους, πρέπει να τεθούν υπό κρατική ιδιοκτησία και κοινωνικό έλεγχο. Εμείς και τότε και τώρα εξηγούσαμε ότι η υπόσχεση για τραπεζικό κεφάλαιο προς όφελος του λαού στον καπιταλισμό αποτελεί το πιο σύντομο ανέκδοτο, στην καλύτερη περίπτωση. Όποια μετοχική σύνθεση και αν έχει μια τράπεζα στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής θα λειτουργεί με γνώμονα την κερδοφορία της. Όμως εσείς μέσα σε αυτό το σίριαλ πολιτικής εξαπάτησης τι έρχεσθε αλήθεια να εισηγηθείτε σήμερα; Ποιες είναι οι ριζοσπαστικές αλλαγές που προωθείτε τώρα; Είστε περήφανοι γιατί διασφαλίσατε ακόμα πιο ενεργό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΚΤ στη διακυβέρνηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος;», με τη θέση που παίρνει αφήνει ανοικτό το δρόμο της ανακεφαλαιοποίησης, αφού: «Εμείς και τότε και τώρα εξηγούσαμε ότι η υπόσχεση για τραπεζικό κεφάλαιο προς όφελος του λαού στον καπιταλισμό αποτελεί το πιο σύντομο ανέκδοτο, στην καλύτερη περίπτωση»!
Με δυο λόγια παραβλέπει το γεγονός ότι οι τράπεζες ουσιαστικά ανήκουν στο κράτος, αφού αυτό τις χρηματοδοτεί, παραβλέπει το γεγονός ότι με τα κεφάλαια που έχουν δοθεί στις τράπεζες θα μπορούσε το ίδιο να τις έχει αγοράσει δεκάδες φορές, ακόμη και χωρίς απαλλοτρίωση, στη χρηματιστηριακή τους τιμή, παραβλέπει το γεγονός ότι το παιχνίδι που παίζεται είναι ουσιαστικά η ιδιωτικοποίηση ξανά των τραπεζών υπό τον πλήρη έλεγχο της ΕΚΤ και του ESM.
Και στο πλαίσιο αυτών των απαράδεκτων παραβλέψεων δεν αναπτύσσει τη βασική πρόταση που η ίδια η ζωή αναδεικνύει, δηλαδή μια πρόταση εξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία, μια πρόταση εξουσίας που θα παραπέμπει στον άμεση κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, κατώτερα και μεσαία, και που στην εξέλιξή της θα οδηγεί στο σοσιαλισμό. Και στο πλαίσιο αυτό να απαιτήσει την άμεση κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, πράγμα που θα αφορούσε και τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις από τις σημερινές τράπεζες.
Ουσιαστικά, δηλαδή, η ηγεσία του Κόμματος δε βλέπει καμία διαφορά ανάμεσα σε ένα κρατικό – κεφαλαιοκρατικό τραπεζικό σύστημα, ανάμεσα σε μια κρατική – κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, σε καθεστώς μονοπωλιακού καπιταλισμού, από ένα ιδιωτικό κεφαλαιοκρατικό τραπεζικό σύστημα, από μια ιδιωτική κεφαλαιοκρατική επιχείρηση (πάντα σε καθεστώς μονοπωλιακού καπιταλισμού).
Αλλά μια τέτοια θέση σημαίνει, όπως θα έλεγε και ο Β. Ι. Λένιν «ρήξη με το Μαρξισμό». Σημαίνει πλήρη απόρριψη της θεωρίας του Β. Ι. Λένιν για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Σημαίνει, πρακτικά, την αφαίρεση της υλικής προετοιμασίας για το σοσιαλισμό. Σημαίνει πρακτικά τη μετατροπή του σοσιαλισμού σε μια απλή διακήρυξη. Και η αστική τάξη όσο και να παίρνει υπόψη της τις διακηρύξεις γνωρίζει ότι δεν κινδυνεύει όσο αυτές μένουν σ’ αυτό το επίπεδο.
COMMENTS