Γράφαμε στην προηγούμενη, τρίτη συνέχεια, για τις εξελίξεις στη Συρία ότι: «(…) είναι προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και της υπόθεσης της παγκόσμιας επανάστασης να ηττηθεί η ιμπεριαλιστική συμμαχία, που επιτίθεται σε βάρος της Συρίας. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται αυτήν τη διάσταση της πολιτικής στην περίπτωση της Συρίας δε μπορεί να καταλάβει και το πώς αξιοποιούνται οι αντιθέσεις μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων».
Αυτήν τη διάσταση, στη διεθνή της πτυχή, θα θέλαμε να τη δώσουμε υπό το πρίσμα του διεθνούς συσχετισμού των δυνάμεων μεταξύ του Δυτικού ιμπεριαλισμού, που αυτήν τη στιγμή επιτίθεται στη Συρία με σκοπό την ανατροπή του Άσαντ και το διαμελισμό της Συρίας και του υπό διαμόρφωση άξονα κυρίως μεταξύ Κίνας και Ρωσίας.
Και μιλάμε για έναν υπό διαμόρφωση άξονα, γιατί τα πράγματα μεταξύ της Κίνας και της Ρωσίας δεν είναι κατασταλαγμένα ακόμη. Μπορεί να υπάρχουν εμπορικές σχέσεις, που συνεχώς αναπτύσσονται, να έχουν φτάσει οι δύο χώρες ακόμη και σε κοινά στρατιωτικά γυμνάσια, κοινές στρατιωτικές παρελάσεις, να προσπαθούν να δημιουργήσουν κοινές συμμαχίες, που να παίζουν παγκόσμιο οικονομικό ρόλο, όπως οι BRICS, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι έχει δημιουργηθεί ένας απολύτως σαφής άξονας και μια ενιαία στάση απέναντι στο Δυτικό ιμπεριαλισμό.
Θα σημειώσουμε ακόμη ότι στην Κίνα βρίσκεται στην εξουσία το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, που παρά το γεγονός ότι έχει δώσει σημαντικό έδαφος στην καπιταλιστική παραγωγή, εν τούτοις δε μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ασήμαντο γεγονός ότι βρίσκεται στην εξουσία, ούτε είναι χωρίς σημασία ότι αυτήν τη στιγμή στην Κίνα συνυπάρχουν όλα τα παραγωγικά συστήματα, υπάρχει ένας εκτεταμένος κρατικός τομέας και στον αγροτικό τομέα έντονη η συνεταιριστική παραγωγή. Παραπέρα, μέχρι τώρα, επίσημα το ΚΚ Κίνας δεν έχει αρνηθεί τη σοσιαλιστική προοπτική. Αντίθετα θεωρεί ότι ο δρόμος που ακολουθεί είναι αυτός που θα την οδηγήσει στο σοσιαλισμό.
Δε συμβαίνει το ίδιο με τη Ρωσία, όπου ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι κυρίαρχος, ο κρατικός τομέας είναι σημαντικός, ενώ πρόσφατα ο Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επανέλθει στη Σοβιετική εποχή. Όσο και εάν αυτή η δήλωση έγινε για να υπενθυμίσει ότι δεν επιθυμεί μια επιστροφή στην εποχή του ψυχρού πολέμου στις διεθνείς σχέσεις, από την άλλη δεν παύει να δείχνει ότι έχει πάρει διαζύγιο από το σοσιαλισμό, έστω και εάν προσπαθεί να διαχειριστεί προς όφελός του τη σοσιαλιστική μνήμη και τις επιτυχίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στις οποίες στηρίζεται ακόμη και σήμερα.
Το ζήτημα της Δυτικής ιμπεριαλιστικής επεκτασιμότητας, με αφορμή το Συριακό ζήτημα, που ασφαλώς γίνεται σε βάρος τόσο της Ρωσίας όσο και της Κίνας, γεννάει ασφαλώς αντιθέσεις που μπορούν να πυροδοτήσουν μέχρι και πολεμικές συρράξεις ευρύτερου χαρακτήρα σ’ αυτήν την περιοχή.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πτυχή, που συνήθως δε λαμβάνεται καθόλου υπόψη, που αφορά στο καθαρά οικονομικό επίπεδο, όχι μόνο, δηλαδή, από την άποψη της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας.
Τι ακριβώς σημαίνει μια ήττα του Δυτικού ιμπεριαλισμού, που θα του περιορίζει την επεκτατικότητα, σε ό,τι αφορά την καπιταλιστική ανάπτυξη γενικά αλλά και από την πλευρά της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας και της Ρωσίας ειδικά, σε σχέση με την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση.
Μπορεί, από πρώτη ματιά να φαντάζει αντιφατικό και παράδοξο να αναρωτιέται κανείς και μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές: τι ακριβώς σημαίνει η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και της Ρωσίας σε σχέση με το Δυτικό ιμπεριαλισμό και όλη αυτή η εξέλιξη με τη σοσιαλιστική επανάσταση;
Ήδη καταγράφουμε ότι η Κίνα έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ στη βιομηχανική ανάπτυξη, ότι ξεπέρασε τις ΗΠΑ και στο ΑΕΠ σε τιμές αγοραστικής δύναμης και ότι εάν θα συνεχίσει με τους ρυθμούς ανάπτυξης που σημειώνει τώρα, τότε, θα αφήσει πίσω της τις ΗΠΑ και αυτό θα είναι ένα σημείο καμπής για τις ΗΠΑ από κάθε άποψη.
Σημείο καμπής για το Δυτικό ιμπεριαλισμό είναι και να αποτυγχάνει στον επεκτατισμό του, στη Συρία συγκεκριμένα, γιατί σαφώς αυτό αφορά και την οικονομική του ανάπτυξη, στενεύουν τα όριά του. Στερείται της δυνατότητας να έχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, να κάνει εξαγωγή των οικονομικών του κρίσεων, να καταφεύγει στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους για να εξασφαλίζει την οικονομική του ανάπτυξη, τον φέρνει σε δυσκολία αναπαραγωγής του κεφαλαίου και ειδικά του παραγωγικού κεφαλαίου.
Η ανάπτυξη της Κίνας, ιδιαίτερα, ήταν ένα ζήτημα που το αντιμετώπιζαν οι Δυτικές καπιταλιστικές χώρες από πολύ παλιά. Και το αντιμετώπιζαν από την άποψη του ανταγωνισμού και των επιπτώσεων που θα είχε στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ η μετατροπή της Κίνας σε βιομηχανική δύναμη.
Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου ο Καρλ Μαρξ καταχωρεί μια υποσημείωση – στην τρίτη έκδοση, όπου περιέχει την τοποθέτηση ενός Άγγλου βουλευτή, του Στάμπλτον, που μιλώντας στους εκλογείς του λέει τα παρακάτω λόγια: «Αν η Κίνα γίνει μεγάλη βιομηχανική χώρα, δε βλέπω πως ο εργατικός πληθυσμός της Ευρώπης θα αντέξει στον αγώνα, χωρίς να κατέβει ίσαμε το επίπεδο των ανταγωνιστών του («Times», 3 Σεπτέμβρη 1873)», (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Πρώτος Τόμος, σελ. 622).
Με άλλα λόγια από τον 19ο Αιώνα το Αγγλικό κεφάλαιο βρίσκεται μπροστά στο ζήτημα του Κινέζικου ανταγωνισμού, πάντα στην περίπτωση που θα γινόταν βιομηχανική δύναμη και μάλιστα είχε προβλέψει και την απάντηση. Την πτώση των μισθών των εργατών.
Αργότερα, το 1894, ο Φρίντριχ Ένγκελς σημειώνει σ’ ένα γράμμα του προς τον Φρίντριχ Άντολφ Ζόργκε: «Ο Κινέζικος συναγωνισμός γρήγορα θα οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα και σε μας και σε σας (Σ.Σ. εννοεί και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη), εφ’ όσον γίνει μαζικός και με τον τρόπο αυτό η κατάκτηση της Κίνας από τον καπιταλισμό θα δώσει ταυτόχρονα ώθηση για το γκρέμισμα του καπιταλισμού στην Ευρώπη και στη Δύση», (Φ. Ένγκελς, 14/11/1894).
Βρισκόμαστε παραπάνω από έναν αιώνα μετά από το 1894, χρονιά που Φ. Ένγκελς απέστειλε την επιστολή, που παραθέσαμε, προς τον Φ. Α. Ζόργκε. Η Κίνα σήμερα είναι μια βιομηχανική δύναμη, που έχει ξεπεράσει σε όγκο τη βιομηχανική παραγωγή των ΗΠΑ, το ΑΕΠ της αυξάνεται σταθερά και ήδη το ΑΕΠ των ΗΠΑ χάνει έδαφος σε ποσοστό ως προς το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Εάν παρακολουθήσουμε τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ Κίνας, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το ΑΕΠ, τότε, έχουμε: 17.617.321 τρισ. δολάρια για την Κίνα, 17.418.925 τρισ. δολάρια για τις ΗΠΑ και 18.526.477 τρισ. δολάρια για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κίνα και Ρωσία έχουν μαζί 21.181.870 τρισ. δολάρια ΑΕΠ. ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν μαζί 35.945.402 τρισ. δολάρια ΑΕΠ σε σχέση με τα 32.526.114 τρισ. δολάρια ΑΕΠ των BRICS (τα στοιχεία αντλούνται από το ΔΝΤ και αφορούν το 2014).
Είναι φανερό ότι οι οικονομικές τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκονται σ’ ένα μεταίχμιο. Έχει εμφανιστεί η τάση το βάρος της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας να μετακινείται προς την Ανατολή, που, ταυτόχρονα, υπάρχει και το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι ζήτημα χρόνου χώρες όπως η Κίνα αλλά και η Ινδία, με την προϋπόθεση ότι θα διατηρήσουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, να πάρουν τα ηνία της παγκόσμιας ανάπτυξης από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακριβώς αυτή η μετακίνηση φαίνεται να οδηγεί «τα πράγματα στα άκρα», από την άποψη των οικονομικών επιπτώσεων, γεγονός που σημαίνει ότι ο ανταγωνισμός με την Κίνα και τη Ρωσία, που είναι δυνάμεις που παίζουν παγκόσμιο ρόλο (και τις άλλες χώρες δίπλα σ’ αυτές, όπως η Ινδία), καθιερώνει σε μόνιμη βάση, στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια οικονομική πολιτική, που όχι μόνο καθηλώνει την τιμή της εργατικής δύναμης αλλά σταθερά την απομειώνει, την ίδια στιγμή που δημιουργούνται συνθήκες μείωσης της επεκτατικής ικανότητας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα και της οικονομικής τους επέκτασης.
Είναι αδύνατον οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση να μην εισπράξουν τη δυσαρέσκεια των λαών τους για αυτήν την οικονομική πολιτική. Είναι αδύνατον η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας και της Ρωσίας να μην έχει την αντίστοιχη επίδραση στην ανάπτυξη των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πολύ περισσότερο όταν περιορίζεται ο επεκτατισμός τους, όπως στην περίπτωση της Συρίας και της ευρύτερης περιοχής, που έχει τεράστια οικονομική σημασία για το Δυτικό ιμπεριαλισμό.
Στην πράξη έχουμε μια ανακατανομή της παγκόσμιας αγοράς με μόνο το γεγονός της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας και της Ρωσίας, των άλλων χωρών των BRICS, που οξύνει τις αντιθέσεις μεταξύ αυτών των χωρών με το Δυτικό ιμπεριαλισμό. Και αυτή η ανακατανομή έχει τις επιπτώσεις και στους ρυθμούς ανάπτυξης των χωρών του Δυτικού ιμπεριαλισμού, στους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου, στους όρους εμφάνισης των οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής αλλά και στους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Και σε ότι αφορά ειδικά το τελευταίο ζήτημα δημιουργεί συνθήκες επανάκαμψης του Εργατικού και Κομμουνιστικού Κινήματος.
Το Κομμουνιστικό Κίνημα, επομένως, πέρα από το πώς θα αξιοποιήσει τις υπάρχουσες αντιθέσεις, έτσι όπως εμφανίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση της Συρίας και της ευρύτερης περιοχής, αξιοποίηση που θα έχει στο κέντρο της προσοχής του Κομμουνιστικού Κινήματος την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και την εθνική της ανεξαρτησία, τη ματαίωση των επεμβατικών σχεδίων του Δυτικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή, πρέπει να έχει, επίσης, στο κέντρο της προσοχής του και το πώς η αξιοποίηση των αντιθέσεων επιδρά γενικά στην προώθηση της υπόθεσης της εργατικής τάξης γενικά, της παγκόσμιας επανάστασης και του σοσιαλισμού με την επίδραση που ασκούν αυτές οι εξελίξεις στο εσωτερικό των ίδιων των χωρών του Δυτικού ιμπεριαλισμού.
Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια ήττα του Δυτικού ιμπεριαλισμού στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή θα έχει θετική επίδραση για την εργατική τάξη στις ΗΠΑ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
COMMENTS