Στο πλευρό του κατακτητή…


Υ
ποτίθεται ότι στην τηλεμαχία των προέδρων του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Δημοκρατίας υπήρχε μια ολόκληρη ενότητα με αντικείμενο την εξωτερική πολιτική. Απ’ όσο διαπιστώσαμε, ποτέ δεν τέθηκε κάποιο σχετικό ερώτημα, πέραν, ίσως, κάποιων πραγμάτων, που θα μπορούσαν να λεχθούν με αφορμή το προσφυγικό, αλλά και αυτό αναλώθηκε σε κοκορομαχίες για τις ανάγκες του προεκλογικού θεάματος.

Η ουσία πάντως είναι ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ κάποια ερώτηση για σειρά ανοιχτών ζητημάτων της εξωτερικής μας πολιτικής και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να δοθεί απάντηση σε ανύπαρκτη ερώτηση. Προκαλεί ωστόσο απορία το γεγονός ότι δεν παρενέβη ούτε ο Αλέξης Τσίπρας, ούτε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης για να επαναφέρει στην τάξη τους ερωτώντες δημοσιογράφους, που είχαν ξεμείνει στην προηγούμενη ενότητα της εσωτερικής πολιτικής.

Το ζήτημα πέραν της αμάθειας και της ανικανότητας των συγκεκριμένων δημοσιογράφων-παρουσιαστών να χειριστούν τέτοια θέματα, της απώλειας επαφής τους με την σκληρή κοινωνική πραγματικότητα και τις πολιτικές αναζητήσεις των μαζών -από τη στιγμή που ως τηλεοπτικοί αστέρες έχουν διαλέξει να υπηρετούν τα συμφέροντα των αφεντικών τους και μάλιστα με πρωτοφανή ζήλο, που ούτε τα προσχήματα δεν κρατιούνται- αναδεικνύει και ένα συνολικότερο αδιέξοδο της αστικής τάξης στο πλαίσιο της χρεοκοπίας της.

Αναδεικνύεται η εξάντληση της αστικής τάξης, η αδυναμία της να τοποθετηθεί, έστω τυπικά «αυτόνομα» και να διαμορφώσει κάποιες δικές της θέσεις εξ’ ονόματος της χώρας, στο πλαίσιο σειράς γεωπολιτικών ανακατατάξεων απ’ αφορμή της έντασης του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για το μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς. Από την άποψη αυτή εξηγείται απόλυτα και η σιωπή και η έλλειψη ενόχλησης των δύο πολιτικών αρχηγών για την παραβίαση των συμφωνηθέντων της τηλεμαχίας από την πλευρά των δημοσιογράφων.

Εν ολίγοις, το περιστατικό αυτό φέρνει με το δικό του τρόπο στην επιφάνεια το πρόβλημα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης που εντάθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της υπαγωγής της χώρας σε διεθνή οικονομικό και πολιτικό έλεγχο. Και αυτό το πρόβλημα έρχεται να καταδείξει τη συνολική χρεοκοπία της αστικής τάξης, την αδυναμία της να διατηρήσει το ρόλο της ηγέτιδας εθνικής δύναμης.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά με βάση τα παραπάνω, η αστική τάξη της χώρας τραβηγμένη στην ιμπεριαλιστική πολιτική, οδηγείται στην πολιτική αντίδραση και στην εξωτερική της πολιτική κατά τον ίδιο τρόπο που το κάνει στην εσωτερική πολιτική ζωή, απέναντι στον εργαζόμενο λαό.

Θα σταθούμε σε ένα μόνο παράδειγμα, το πιο πρόσφατο, καθώς η είδηση πέρασε σχεδόν απαρατήρητη παρότι είναι εξαιρετικά σοβαρή. Πρόκειται για την επισημοποίηση της άρνησης της Ελληνικής κυβέρνησης να αναγνωρίσει ανεξάρτητο Παλα
ιστινιακό κράτος από το πιο επίσημο βήμα, αυτό του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Το γεγονός αυτό συνιστά ουσιαστική αλλαγή πλεύσης της Ελλάδας από ορισμένες πάγιες θέσεις της στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, που βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία με παλιότερα ψηφίσματα του ΟΗΕ.

Πιο συγκεκριμένα, την προηγούμενη εβδομάδα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ η ελληνική αντιπροσωπεία απείχε από την ψηφοφορία στην οποία αποφασίστηκε, με πλειοψηφία 119 υπέρ, 8 κατά και 45 αποχές, η ανάρτηση της σημαίας του κράτους της Παλαιστίνης στην έδρα του ΟΗΕ, ως κράτους-παρατηρητή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, μαζί με τις σημαίες των 193 κρατών-μελών του Οργανισμού.

Θυμίζουμε ότι ο απερχόμενος υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς είχε εκδώσει ανακοίνωση, όπου μιλούσε για «κοινές δημοκρατικές αξίες», που μοιράζεται η Ελλάδα με το κράτος του Ισραήλ, την Ισραηλινή κατοχή στα Παλαιστινιακά εδάφη την είχε χαρακτηρίσει «ισραηλοπαλαιστινιακή διένεξη»! Και στη συνέχεια ακολούθησε ο απερχόμενος υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος που υπέγραψε συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ, συμφωνία ανάλογη, που το Ισραήλ διαθέτει μόνο με τις ΗΠΑ! (Δείτε σχετικά, το άρθρο μας «Η “διπλωματική” συγκάλυψη ενός ειδεχθούς εγκλήματος»).

Είναι προφανές ότι η στάση της Ελλάδας στον ΟΗΕ αποτελεί ευθεία συμπαράταξη με το μέρος ενός κράτους κατακτητή ξένων εδαφών, που βαρύνεται με εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και αρνείται το δίκαιο αίτημα ενός λαού για πατρίδα και ελευθερία, που είναι πυρηνική δύναμη. Παραπέρα το γεγονός αυτό φέρνει τη χώρα μας αντιμέτωπη με τους αραβικούς λαούς.

Η εξέλιξη αυτή είναι δίχως άλλο μια τρανή απόδειξη ότι καθίστανται κενές περιεχομένου οι διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ – και της Νέας δημοκρατίας που συναινεί, για «πολυδιάστατη και ενεργητική εξωτερική πολιτική», από τη στιγμή που διατήρησε άθικτα τα βάθρα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της εξουσίας της αστικής τάξης εντός της χώρας.

Πέραν της υποκρισίας της αστικής τάξης και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ, που μιλάει για συνέχεια του αγώνα κατά της «επιτροπείας» και της «υποτέλειας», όταν αρνείται και επίσημα πλέον το δικαίωμα ενός άλλου λαού στην εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία, διερωτάται κανείς, πως θα χειριστεί η νέα κυβέρνηση το Κυπριακό στο νέο πλαίσιο των γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην περιοχή, το θέμα του Κοσσόβου και τις πιέσεις των ΗΠΑ για αναγνώρισή του από την Ελλάδα με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων, υπό το φως των έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ Αμερικανών, Γερμανών και Ρώσων, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πλαίσιο της αναζωπύρωσης του Κουρδικού προβλήματος.

COMMENTS