Λαοκρατική δημοκρατία, η διεθνής της σημασία και ο σοσιαλισμός
Η συζήτηση γύρω από το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» έχει ανοίξει από καιρό και δε διεξάγεται μόνο μέσα στη χώρα μας. Είναι μια διεθνής συζήτηση, που επικεντρώθηκε, κατ’ αρχάς, πάνω στη χώρα μας, σε σχέση με την υπογραφή της νέας συμφωνίας – μνημόνιο, αλλά με το δίλημμα «ευρώ ή εθνικό νόμισμα» αφορά και στις άλλες χώρες, γιατί κατά κύριο λόγο περιστρέφεται γύρω από το ρόλο του ευρώ και από αυτήν την άποψη, κατά προέκταση, δημιουργεί την αντανακλαστική συζήτηση για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.
Η συζήτηση αυτή δεν είναι τελείως αδικαιολόγητη. Μπορεί να μη δίνει, τουλάχιστον μέχρι τώρα, τη σωστή απάντηση, πάντως υπάρχει συγκεκριμένη βάση πάνω στην οποία διεξάγεται και είναι η ωφελιμότητα του ευρώ.
Οι κυρίαρχοι κύκλοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρώτη τη Γερμανία, για να μπορέσει αυτή να ανταποκριθεί στο διεθνή ανταγωνισμό με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και να γίνει η κυρίαρχη οικονομική δύναμη στον πλανήτη, υπό την ηγεμονία της Γερμανίας, έχουν επιβάλει το ευρώ και παράλληλα στα κράτη – μέλη την εσωτερική υποτίμηση της εργατικής δύναμης.
Μια τέτοια σχέση, όμως, η οποία συνοδεύεται για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την εφαρμογή μιας σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, πριν απ’ όλα, αποβαίνει υπέρ της Γερμανίας, εξ αιτίας της υψηλότερης παραγωγικότητας που διαθέτει.
Σε τελική ανάλυση, και λόγω της οικονομικής ανισομετρίας, η Γερμανία ως ισχυρότερη οικονομική δύναμη, καθίσταται ο ρυθμιστής της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον έλεγχο των κεφαλαίων, που ασκεί μέσα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επομένως και ο τελικός ρυθμιστή της ίδιας της ανταγωνιστικότητας, όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τα άλλα κράτη μέλη.
Οι μεγάλοι χαμένοι από την οικονομική και πολιτική ανισομετρία είναι τα μικρότερα κράτη – μέλη, όπως η Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι η επιλογή της ένταξης στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντί να ανοίξει τις προοπτικές των οικονομιών τους έφερε το ακριβώς ανάποδο αποτέλεσμα, τον κατακλυσμό των αγορών τους από ξένα προϊόντα.
Αυτό, όμως, δε συμβαίνει μόνο με τα μικρότερα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμβαίνει και με τις πιο οικονομικά ισχυρές χώρες, που δέχονται μεγάλες πιέσεις στην οικονομία τους, όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία κυρίως από τη Γερμανία με τις εξαγωγές της.
Δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι μια άλλη μεγάλη οικονομική δύναμη, η Μεγάλη Βρετανία, προτίμησε να παραμείνει εκτός ευρώ, ακριβώς επειδή κυρίως το χρηματοπιστωτικό της σύστημα θα ελέγχεται από την ΕΚΤ στην οποία κυριαρχεί η Γερμανία.
Ούτε επίσης τυχαίο είναι ότι παλιότερα, επί πρωθυπουργίας Μπερλουσκόνι, συζητήθηκε η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, κυρίως λόγω των μεγάλων πιέσεων, που δεχόταν η Ιταλική βιομηχανία, από την αντίστοιχη Γερμανική, λόγω ευρώ, ούτε επίσης ότι αυτήν την περίοδο αναζωπυρώνονται οι συζητήσεις στη Γαλλία γύρω από το ευρώ παίρνοντας ένα διλημματικό χαρακτήρα «ευρώ ή εθνική ανεξαρτησία».
Ας πάρουμε ως παράδειγμα τη χώρα μας (ανάλογο παράδειγμα μπορεί να είναι και η Πορτογαλία και άλλες χώρες). Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως στην ευρωζώνη είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των παραγωγικών της δυνάμεων, μια τεράστια εσωτερική υποτίμηση της εργατικής δύναμης και αύξηση της μερικής απασχόλησης, ταυτόχρονα, σημειώθηκε μια, επίσης, μεγάλη μείωση της ανταγωνιστικότητας (γιατί δε μπορούσε να πετύχει αντίστοιχες συνθήκες παραγωγικότητας), που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των δεικτών της οικονομίας της χώρας μας στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, με παράλληλη μείωση των εξαγωγών και αύξηση των εισαγωγών και εκτόξευση του δημόσιου χρέους. Επομένως το βασικό οικονομικό δόγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν την ωφέλησε. Όλη αυτήν την κατάσταση ήρθε να την επιδεινώσει στο έπακρο η οικονομική κρίση.
Η συζήτηση, λοιπόν, γύρω από την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα έχει ως βάση υπαρκτά οικονομικά προβλήματα γενικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δε μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικούς δείκτες ανάπτυξης και ειδικά οικονομικά προβλήματα, που έχουν να κάνουν με τα κράτη – μέλη.
Η Γαλλία π.χ. μπορεί να θεωρεί πολύ ικανοποιητικό το γεγονός – προφανώς για προπαγανδιστικούς λόγους, ότι θα παρουσιάσει για το 2015 ένα ποσοστό ανάπτυξης γύρω στο 1% (!), η Ιταλία γύρω στο 0.6% (!), την ίδια στιγμή, όμως, ένα μεγάλο τμήμα των αστικών τάξεων της Γαλλίας και της Ιταλίας δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους για την πολιτική, που κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για το ευρώ, για το ρόλο της Γερμανίας, θεωρώντας ότι αυτή η πολιτική καταδικάζει την οικονομία της Γαλλίας και της Ιταλίας στην ουσιαστική οικονομική στασιμότητα ή δεν της δίνει το περιθώριο να παίξουν το ρόλο που παίζει σήμερα η Γερμανία.
Γι’ αυτό το λόγο και ο πολιτικός λόγος της Μαρί Λεπέν, που κάνει, ταυτόχρονα, και μια προσπάθεια να απογαλακτιστεί από το πατρικό παρελθόν, βρίσκει απήχηση στη Γαλλική κοινωνία, γιατί κυρίαρχα βάζει σε επανεξέταση το θέμα του ευρώ και την ίδια τη θέση της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την ίδια στιγμή, όμως, με κύριο μοχλό την εσωτερική υποτίμηση, έχουν οξυνθεί όλα τα προβλήματα των εργαζομένων σ’ όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε βρέθηκαν υπό μνημονιακό καθεστώς είτε όχι.
Έχουμε, ως «Νέα Σπορά», τοποθετηθεί γύρω από αυτό το θέμα και έχουμε διευκρινίσει ότι τα μνημόνια, που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία, δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο, παρά η γενική οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προσαρμόζεται στις ιδιομορφίες της κάθε χώρας, στο γενικό πλαίσιο της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης. Την ίδια στιγμή, όμως, ουσιαστικά μνημόνια εφαρμόζουν και η Ιταλία και η Ισπανία αλλά και οι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και αυτό δεν είναι τυχαίο, γιατί η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκεται μέσα από τρεις βασικούς παράγοντες: την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, την εσωτερική υποτίμηση της εργατικής δύναμης σε κάθε κράτος – μέλος και το βάθεμα των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων, που αφορούν στις εργασιακές σχέσεις και τα ασφαλιστικά δικαιώματα.
Το αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής είναι να αφαιρούνται οι κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων, να οξύνονται όλα τα άμεσα προβλήματά τους να καταστρέφονται ή να χειροτερεύει η θέση των μικροαστικών στρωμάτων, ταυτόχρονα, να παρουσιάζονται τα ίδια φαινόμενα ως προς τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα.
Στην Ισπανία π.χ. εκδίωκαν από τα σπίτια τους εργαζόμενους, που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να εξυπηρετούν τα δάνεια, που πήραν από τις τράπεζες, οι οποίες είχαν δρομολογήσει τις κατασχέσεις των σπιτιών. Ανάλογο φαινόμενο υπάρχει και στη χώρα μας, που δεν έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, εξ αιτίας της κινητοποίησης των εργαζομένων.
Σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικά της ευρωζώνης έχουν προχωρήσει οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Σήμερα στη Γερμανία υπάρχουν περίπου 6εκατ. άνεργοι και 8εκατ. εργαζόμενοι, ανασφάλιστοι, με το θεσμό των mini jobs. Οι εργασιακές σχέσεις αυτές επεκτείνονται συνεχώς σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οδηγούν εκατομμύρια εργαζόμενους στην εξαθλίωση. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στη χώρα μας.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να φέρουμε παραδείγματα για τα ζητήματα δημοκρατίας, για την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών – μελών στο διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ιμπεριαλιστικού κέντρου (παράδειγμα η Ουκρανία) κ.α..
Με δυο λόγια αναδεικνύονται αιτήματα για όλους τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχουν κοινή βάση και έχουν αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό χαρακτήρα (ιδιαίτερα για τις πιο αδύνατες οικονομικά χώρες), που αναδεικνύουν ως κυρίαρχη αντίθεση τη στάση των εργαζομένων απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ.
Ακριβώς εδώ συγκεντρώνεται η δυσαρέσκεια των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από το Κομμουνιστικό Κίνημα, εξ αιτίας της πολύ αδύνατης θέσης που έχει περιέλθει, μετά και τις αντεπαναστατικές ανατροπές, αλλά και γιατί δε μπορεί να επεξεργαστεί μια ενιαία στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ζήτημα που κυριαρχεί στους εργαζόμενους, λόγω της πολιτικής που εφαρμόζεται. Καταρρέει το Ευρωπαϊκό όραμα στα μάτια των λαών, γιατί η θέση των εργαζομένων χειροτερεύει συνεχώς.
Ακριβώς εδώ εστιάζεται και η συζήτηση, που διεξάγεται στα επιτελεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το μέλλον της, γιατί νιώθουν τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών, μια συζήτηση, που επικεντρώνει στο βάθεμα της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης.
Από την πλευρά μας έχουμε επισημάνει πολλές φορές, ότι όσο οι κυρίαρχες δυνάμεις προσπαθούν να εμβαθύνουν πολιτικά και οικονομικά την ενοποίηση τόσο περισσότερο, ταυτόχρονα, θα ενδυναμώνουν οι φυγόκεντρες δυνάμεις, οι τάσεις διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξ αίτιας της πολιτικής και οικονομικής ανισομετρίας αλλά και της επίδρασης του παγκόσμιου ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η στάση π.χ. των ΗΠΑ απέναντι στη Γερμανία επιδρά στη συνοχή της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από την άποψη αυτή δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση αποκλειστικά γύρω από την έξοδο από το ευρώ ή μια αντίστοιχη συζήτηση, που διεξάγεται την ίδια στιγμή, με βασικό επιχείρημα, ότι προηγείται το κοινωνικό ζήτημα της εξόδου του ευρώ και κατ’ επέκταση της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επομένως μια έξοδος από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση πολλαπλασιάζει τα προβλήματα των εργαζομένων, σε σχέση με το κοινωνικό ζήτημα, δηλαδή την προοπτική του σοσιαλισμού.
Θα θυμίσουμε δύο αντίθετες απόψεις μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, πριν τη διάσπασή του. Η μία του Παναγιώτη Λεφαζάνη, που υποστήριζε την έξοδο από το ευρώ, θέση που παίζει κεντρικό ρόλο στη Λαϊκή Ενότητα μετά τη διάσπαση, η δεύτερη, νεοτροτσκιστικής προέλευσης, την άποψη του Γιάννη Μηλιού, που ενώ και αυτός ήταν ενάντια στα μνημόνια, την ίδια στιγμή τασσόταν υπέρ της παραμονής στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγω της θέσης του ότι το κοινωνικό ζήτημα προηγείται της εξόδου από το ευρώ και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και εδώ πλέον ερχόμαστε στην καρδιά του ζητήματος, που αφορά τη σοσιαλιστική προοπτική του κάθε μέλους – κράτους χωριστά και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τη σχέση της λαοκρατικής δημοκρατίας με τη σοσιαλιστική προοπτική. Θα σταθούμε προηγουμένως σε ορισμένες διαπιστώσεις ως συνόψιση των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω.
Τι αναδεικνύει πλέον με πολύ καθαρότερους όρους αυτή η συζήτηση, που διεξάγεται γύρω από το ευρώ, έστω και εάν καταλήγει σε λάθος συμπεράσματα;
- Ότι το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευνόησε πρωταρχικά τη Γερμανία, ως την ισχυρότερη οικονομική δύναμη, και τις δικές της εξαγωγές, μια και η κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν η στροφή προς τις εξαγωγές για να έρθει η ανάπτυξη.
Η κατεύθυνση αυτή στην πράξη δεν έφερε αποτελέσματα για τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να ευνόησε τη Γερμανία ως προς τις εξαγωγές της αλλά τελικά δεν έφερε και την ανάπτυξη, που θα ανέμενε κανείς και στην ίδια τη Γερμανία.
Ουσιαστικά η ευρωζώνη και γενικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονται σε οικονομική στασιμότητα. Το ζήτημα της ανάπτυξης βρίσκεται, μετά από επτά χρόνια από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, σε εκκρεμότητα και μάλιστα ήδη αστοί οικονομολόγοι μιλάνε για το ξέσπασμα μιας νέας οικονομικής κρίσης, πριν ουσιαστικά «κλείσει» η προηγούμενη.
- Ότι η εσωτερική υποτίμηση της εργατικής δύναμης έχει αναδείξει τα ίδια προβλήματα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που οδηγούν στο άνοιγμα συζητήσεων, που στο δίλημμα «ευρώ ή εθνική ανεξαρτησία» απαντάνε: εθνική ανεξαρτησία. Το δίλημμα αυτό έχει τεθεί από δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς, αλλά, κυρίως, γίνεται προσπάθεια να το οικειοποιηθεί η άκρα Δεξιά και οι φασιστικές δυνάμεις.
- Ότι η πολιτική και οικονομική ανισομετρία έχει ενταθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αποτέλεσμα κάθε κίνηση για εμβάνθυνση της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης να ευνοεί τις κυρίαρχες δυνάμεις, τη Γερμανία, αλλά να οξύνει τις αντιθέσεις μεταξύ των βασικών εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν αποκλείουν και αναδιάρθρωση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Ότι, ειδικά για τη χώρα μας, η ένταξη στην ΕΟΚ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην ευρωζώνη, αποτέλεσαν μαζί με την οικονομική κρίση καταστροφή για τη χώρα μας που την οδήγησε σε μείωση του ΑΕΠ της τάξης πολεμικών περιόδων.
Ύστερα από όλα αυτά που αναπτύξαμε μέχρι τώρα, τι έρχεται να εκφράσει η λαοκρατική δημοκρατία στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια και η χώρα μας ανήκει σ’ αυτήν. Εκφράζει την αντίθεση των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, μια αντίθεση που σταθερά ενισχύεται, εξ αιτίας της οικονομικής και γενικότερης πολιτικής που εφαρμόζεται, με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, στον αντίποδα της πολιτικής που εφαρμόζεται, την αντίθεση ενάντια στην αστική τάξη της κάθε χώρας, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ουσιαστικά η αντίθεση αυτή είναι η προέκταση της κυρίαρχης αντίθεσης, όπως εκφράζεται στη χώρα μας, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στηρίζεται στις ίδιες κοινωνικές δυνάμεις, την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, και αποτελεί μια, με διαφορετική μορφή, έκφραση της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε είναι εάν μια τέτοια «προέκταση» που κάνουμε στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να είναι σωστή σε θεωρητικό επίπεδο με δεδομένο ότι όλα τα φαινόμενα που περιγράψαμε παραπάνω δεν κάνουν τίποτα λιγότερο από το να τονίζουν την όξυνση της βασικής αντίθεσης και επομένως την ανάγκη ως άμεσου στρατηγικού στόχου το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Στο ερώτημα αυτό για να απαντήσουμε πρέπει να πάρουμε υπόψη όλους τους αντικειμενικούς παράγοντες που συνθέτουν τη σημερινή πραγματικότητα σε σχέση με το στρατηγικό στόχο της επαναστατικής πρωτοπορίας, το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Υπ’ αυτό το πρίσμα και στο πλαίσιο της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης» έχουμε να καταθέσουμε τις παρακάτω παρατηρήσεις:
Πρώτη: Σοσιαλισμός στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δε μπορεί να οικοδομηθεί. Επομένως η πρώτη παράμετρος, και η πιο βασική, που είναι προϋπόθεση για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι η αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδέσμευση κάθε χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που συντελεί στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λαοκρατική δημοκρατία θα γενικεύσει ως αίτημα τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεύτερη: Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι ισχύει η Λενινιστική θέση ότι είναι δυνατό το πέρασμα μιας χώρας ή ομάδας χωρών στο σοσιαλισμό, μόνο που πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αυτή η θέση δεν έχει καμία σχέση με το πέρασμα (συνολικά όλων των χωρών) στο σοσιαλισμό στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή για να το πούμε σε πιο απλή γλώσσα «με την άλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα μέσα» με σκοπό το σοσιαλισμό.
Όπως, επίσης, το πέρασμα μιας χώρας στο σοσιαλισμό δε μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη τις γενικότερες γεωπολιτικές συνθήκες, που επικρατούν, την ίδια τη χώρα και τη θέση της στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Από αυτήν την άποψη η έξοδος της χώρας μας από το ευρώ μόνο, αλλά την ίδια στιγμή να παραμένει στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια πολιτική θέση εχθρική για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Όπως επίσης η θέση της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που χρησιμοποιεί το επιχείρημα της προτεραιότητας του κοινωνικού ζητήματος, δηλαδή του περάσματος στο σοσιαλισμό, είναι εχθρική για το πέρασμα στο σοσιαλισμό γιατί ταυτίζει τη Λενινιστική θέση του περάσματος ομάδας χωρών στο σοσιαλισμό με το πέρασμα συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σοσιαλισμό και «από τα μέσα», πράγμα αδύνατον, γιατί η πολιτική και ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης δεν ωριμάζει το ίδιο σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ταυτόχρονα, όμως, εχθρική ως προς το πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι και η θέση της αναμονής της δημιουργίας των συνθηκών της σοσιαλιστικής επανάστασης για την πραγματοποίηση της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΝΑΤΟ, κ.α.). Η γενίκευση αυτής της άποψης έρχεται να ταυτιστεί με την άποψη ότι παραμένουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί προτεραιότητα, υποτίθεται, έχει το κοινωνικό ζήτημα, το οποίο, όμως με τις συνθήκες που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση συναντάει πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες στην πραγματοποίησή του.
Ουσιαστικά μια τέτοια άποψη στη γενίκευσή της δε μας παρέχει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την αντιστροφή των όρων, που αποτελούν προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Αντί να έχει ως προτεραιότητα την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση (και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς) για να ανοίξει ο δρόμος προς το σοσιαλισμό, καθιστά την αποδέσμευση αποτέλεσμα του περάσματος στο σοσιαλισμό.
Τρίτη: Κανείς δεν μπορεί να υποτιμάει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρίσκεται σήμερα το Κομμουνιστικό Κίνημα, να αφαιρείται από την επίδραση που άσκησαν οι αντεπαναστατικές αλλαγές στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη στους λαούς όλου του κόσμου γενικότερα και στην εργατική τάξη ειδικότερα, να αφαιρείται από τους υπάρχοντες συσχετισμούς μεταξύ των τάξεων και τα νέα εμπόδια, που έχει ορθώσει ο ιμπεριαλισμός για να εμποδίσει την έλευση του σοσιαλισμού.
Έχουμε τονίσει ότι από την άποψη των υλικών, αντικειμενικών συνθηκών ο άμεσος στρατηγικός στόχος του Κομμουνιστικού Κινήματος πρέπει να είναι το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Οι υποκειμενικές συνθήκες, όμως, δεν το επιτρέπουν. Ούτε το Εργατικό Κίνημα βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση ώστε με τους αγώνες του να συντελεί στην άμεση πραγματοποίηση του στρατηγικού στόχου της επαναστατικής πρωτοπορίας.
Τέταρτη: Είναι αδύνατο το πέρασμα στο σοσιαλισμό εάν η επαναστατική πρωτοπορία δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσει την κυρίαρχη αντίθεση στη διαλεκτική της ενότητα με τη βασική αντίθεση.
Σήμερα η κυρίαρχη αντίθεση και στη χώρα μας αλλά και σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι από τη μια μεριά η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, κατώτερα και μεσαία, ή εκείνα τα μικροαστικά στρώματα κατά χώρα, που είναι οι πιο κοντινοί σύμμαχοι της εργατικής τάξης και από την άλλη η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι άλλοι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί είναι εμπόδιο για την Ελλάδα για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Το ίδιο εμπόδιο, όμως, είναι και για τη Γερμανία και για την οποιαδήποτε άλλη χώρα. Αν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να φέρουμε ένα παράδειγμα, η κάθε επαναστατική πρωτοπορία έπρεπε να ταχθεί ενάντια στους πολεμικούς προϋπολογισμούς της «δικής» της πατρίδας, σήμερα πρέπει να ταχθεί ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ρόλο π.χ. της Γερμανίας ή της Γαλλίας – στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να ταχθεί υπέρ της αποδέσμευσής τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπέρ της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να δώσει απάντηση και διέξοδο στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, που δε «βλέπουν» ακόμη τη διέξοδο στο σοσιαλισμό, για να διευκολύνει την ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Το κοινωνικό ζήτημα, επομένως, που αφορά την εργατική τάξη και τους επαναστατικούς της στόχους εκφράζεται κυρίαρχα σήμερα μέσα από τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πρώτος της στόχος είναι η ματαίωση της έλευσης του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό το λόγο οικοδομήθηκε πρωταρχικά η Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά δεύτερο λόγο για να ανταπεξέλθει το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο στις ανάγκες του παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Πέμπτη: Η λαοκρατική δημοκρατία, στο επίπεδο των σχέσεων των τάξεων, που συσπειρώνει την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, τα κατώτερα και μεσαία (για τη χώρα μας), αναδεικνύει πρωταρχικά την ανάγκη αξιοποίησης της κυρίαρχης αντίθεσης, της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και της πάλης για την επίλυση των άμεσων προβλημάτων της εργατικής τάξης και των συμμαχικών προς αυτήν μικροαστικών στρωμάτων, στην κατεύθυνση της λύσης της βασικής αντίθεσης ενάντια στην αστική τάξη, γενικεύοντας την πάλη της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων στο επίπεδο όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παράλληλα αναδεικνύει την ανάγκη οργάνωσης της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, σ’ όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργεί τα δικά της αντιπροσωπευτικά κρατικά όργανα, όργανα, που θα αποτελέσουν τον πυρήνα του μελλοντικού εργατικού κράτους, όπως π.χ. τα Σοβιέτ.
Συσπειρώνει, παράλληλα, εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις σ’ ένα κοινωνικοπολιτικό μέτωπο, αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό, με στόχο την κατάκτηση της εξουσίας, εξασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, την αυτοτελή δράση της επαναστατικής πρωτοπορίας.
Οι δυνάμεις αυτές κοινωνικές και πολιτικές θα έχουν βασικό τους στόχο την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, το πέρασμα βασικών τομέων της οικονομίας υπό κρατική ιδιοκτησία, γεγονός που υπό προϋποθέσεις ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Έκτη: Η λαοκρατική δημοκρατία είναι ένα τεράστιο βήμα μπροστά για την υπόθεση του σοσιαλισμού, με την προϋπόθεση ότι η πάλη της επαναστατικής πρωτοπορίας και της εργατικής τάξης θα προωθεί επίμονα τα αντιπροσωπευτικά κρατικά όργανα να προχωράνε σταθερά στην κατεύθυνση να καταλήξουν να είναι τα κρατικά όργανα της εξουσίας της εργατικής τάξης, της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Αυτή η τοποθέτηση από την πλευρά μας, στις σημερινές συνθήκες και στην κατάσταση, που βρίσκεται το Κομμουνιστικό Κίνημα, δίνει διέξοδο στα άμεσα προβλήματα της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, χωρίς να παρεμβάλει εμπόδια στην πορεία προς το σοσιαλισμό, αντίθετα τη διευκολύνει.
Στο επόμενο: Ευρώ ή δραχμή, αντί επιλόγου.
COMMENTS