Και πάλι για το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο

Επανήλθε και πάλι στην πολιτική διαπάλη το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Αυτή τη φορά, βέβαια, από την πλευρά της Λαϊκής Ενότητας, η οποία επιμένει να το έχει κάνει τον κεντρικό άξονα της πολιτικής της και η οποία θεωρεί ότι μια συνεπής αντιμνημονιακή πολιτική καταλήγει στην αποχώρηση της χώρας μας από την ευρωζώνη, στην έξοδο από το ευρώ. Έχουμε ήδη τοποθετηθεί πάνω σ’ αυτό το θέμα και δε θα δώσουμε συνέχεια σ’ αυτό το άρθρο μας.

Η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που ψήφισαν το νέο μνημόνιο, που έφερε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, βρήκαν την ευκαιρία να ισχυριστούν ότι το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ήταν που ήταν πλαστό τώρα έπαψε πλέον να υπάρχει και τυπικά, μια και στη μνημονιακή πολιτική προσχώρησαν και τα δύο κόμματα, που συγκροτούσαν την προηγούμενη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και που είχαν σχηματίσει κυβέρνηση στη βάση του συνθήματος ότι: «αυτή η κυβέρνηση δε θα ψηφίσει ποτέ ένα νέο μνημόνιο».

Τα κόμματα αυτά προσπαθούν τώρα να αποδείξουν ότι η αποδοχή της μνημονιακής πολιτικής ήταν μονόδρομος για τη χώρα μας και φέρνουν σαν απόδειξη το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, που αν και με διαφορετικές δεσμεύσεις – αντιμνημονιακές – αναδείχτηκαν στη διακυβέρνηση της χώρας, στο τέλος «αναγκάστηκαν» να προσχωρήσουν και να ακολουθήσουν το μονόδρομο της μνημονιακής πολιτικής.

Το επιχείρημα αυτό είναι ιδιαίτερα βολικό γι’ αυτές τις πολιτικές δυνάμεις, μια και ακολουθούν την αστική στρατηγική της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, την ίδια στρατηγική, που, παρά την αντιμνημονιακή τους ρητορεία, ακολούθησαν και ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ.

Η βάση, επομένως, της επιχειρηματολογίας της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού στηρίζεται στο ότι όποια πολιτική δύναμη θέλει να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ είναι υποχρεωμένη να περάσει από τη μέγγενη των μνημονίων για να ξεπεραστούν οι δυσκολίες της οικονομικής κρίσης και του δημόσιου χρέους της χώρας μας.

Φυσικά, ταυτόχρονα, Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, βρήκαν, επίσης, την ευκαιρία, να κατηγορήσουν το ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ ότι έλεγαν ψέματα στον Ελληνικό λαό, ότι παρέσυραν τη χώρα σε μια επτάμηνη περιπέτεια, που πρόσθεσε νέες θυσίες στους εργαζόμενους και ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ πρέπει να ζητήσουν τώρα συγγνώμη από τον Ελληνικό λαό.

Θέλουμε, επίσης, να θυμίσουμε ότι το πρώτο Κόμμα που καθόρισε ως πλαστό το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ήταν το ΚΚΕ, που στήριξε την επιχειρηματολογία του στη βάση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα συμφέροντα της ντόπιας αστικής τάξης επιβάλλουν τη μνημονιακή πολιτική και ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αδύνατον να ξεφύγει η χώρα μας από την πολιτική των μνημονίων. Με την έννοια αυτή η ηγεσία του ΚΚΕ θεωρεί ότι δικαιώθηκε ως προς το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο και στηρίζει αυτήν τη δικαίωση στην κατάληξη της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Κάτω από αυτό το γενικό σκεπτικό η ηγεσία του Κόμματος στηρίζει και την επιχειρηματολογία της και για τη Λαϊκή Ενότητα.

Η «Νέα Σπορά» είχε διαφωνήσει με την εκτίμηση – άποψη ότι το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ήταν πλαστό για τους παρακάτω βασικούς λόγους:

Πρώτος λόγος: Τι ήταν η μνημονιακή πολιτική; Πολύ έγκαιρα, και θεωρούμε πολύ πιο νωρίς από κάθε άλλη είτε πολιτική δύναμη είτε ιστοσελίδα γνώμης, καθόρισε το χαρακτήρα της μνημονιακής πολιτικής, ως τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσαρμοσμένης πάνω στην ιδιαίτερη οικονομική κατάσταση της χώρας μας, και με βάση τις απαιτήσεις της ντόπιας αστικής τάξης αλλά και στο πλαίσιο της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης της χώρας μας.

Σήμερα δε μπορεί να υπάρχει προοδευτικός άνθρωπος, που να αμφιβάλει για το χαρακτήρα της μνημονιακής πολιτικής, ότι αυτή αποτελεί τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για όλες τις χώρες και ότι διακρίνεται για πάρα πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, παραπέρα, δε μπορεί να αμφισβητηθεί η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας, που και αυτή βάθυνε και έπαιξε ρόλο στην τελική διαμόρφωση της μνημονιακής πολιτικής, που αφορούσε στην «εξειδίκευση» στη χώρα μας.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που το πρώτο σκέλος του διλήμματος ήταν πραγματικό, και όχι μόνο αυτό, επαληθεύτηκε ότι δεν ήταν μόνο πραγματικό αλλά έφερε και την εξαθλίωση στους εργαζόμενους και την καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων (ακόμη και τμημάτων της αστικής τάξης) τουλάχιστον κατά το ήμισυ και το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ήταν πραγματικό και όχι πλαστό.

Δεύτερος λόγος: Από τη στιγμή που η μνημονιακή πολιτική, ως η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι υπαρκτή, επίσης υπαρκτή είναι και η απάντηση σ’ αυτήν την πολιτική. Η επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης θα έπρεπε να σχεδιάσει τη δική της πολιτική απάντηση απέναντι στη μνημονιακή πολιτική. Το εάν είναι σωστή ή λάθος η απάντηση στη μνημονιακή πολιτική δεν καθορίζει τη μη ύπαρξη του διλήμματος. Η απάντηση, λοιπόν, συμπυκνωμένα, ήταν ένα αντιμνημόνιο. Το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι εάν είναι σωστή η απάντηση.

Φυσικά υπάρχει ένας ισχυρός λόγος να προβλέψει μια συγκεκριμένη Μαρξιστική – Λενινιστική ανάλυση την κατάληξη μιας λαθεμένης πολιτικής, ειδικά όταν αυτή εξαγγέλλεται από ένα κόμμα, που δεν αμφισβητεί την αστική στρατηγική και συμπλέει μ’ αυτήν. Και πάλι, όμως, αυτός δεν είναι λόγος για την επαναστατική πρωτοπορία να υποστηρίξει την ανυπαρξία ενός πραγματικού διλήμματος. Γιατί αυτό το δίλημμα κατ’ εξοχήν την αφορά. Είναι διαφορετικό πράγμα η ύπαρξη ενός διλήμματος και διαφορετικό πράγμα η στάση ενός κόμματος απέναντι σ’ ένα δίλημμα, εάν είναι σωστή ή λάθος.

Τρίτος λόγος: Από πού θα ξεκινήσει η επαναστατική πρωτοπορία για να πείσει για τη δική της πολιτική απάντηση, σε σχέση με τη μνημονιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Από τη γενική εκτίμηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια διακρατική καπιταλιστική αντιδραστική συμμαχία ή από τις συνέπειες που έχει η αντιλαϊκή πολιτική, που εφαρμόζεται, πάνω στους εργαζόμενους, στα μικροαστικά στρώματα και στην ίδια τη χώρα;

Προφανώς, η επαναστατική πρωτοπορία την πολιτική απάντηση και την ανάπτυξη της δράσης της – και των λαϊκών μαζών, πρέπει να τις ξεκινήσει από το δεύτερο για να πείσει τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα για το πρώτο.

Εδώ δεν έχουμε και δεν πρέπει να έχουμε έναν απόλυτο διαχωρισμό ανάμεσα στη γενική εκτίμηση αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής, που παίζει και το ρόλο της πρόβλεψης, και στις συνέπειες, που θα φέρει η εφαρμογή της. Αλλά αυτό που γίνεται άμεσα αντιληπτό από τις λαϊκές μάζες είναι οι συνέπειες μιας πολιτικής, συνέπειες, που οφείλονταν και οφείλονται στα μνημόνια. Αυτές καταλαβαίνουν πρώτες οι εργαζόμενοι.

Επομένως και οι λαϊκές μάζες από τη στιγμή που υφίστανται τις συνέπειες μια αντιλαϊκής πολιτικής, της μνημονιακής πολιτικής, αναζητούν και την πραγματική απάντηση, που θα τις απαλλάξει από τις συνέπειες που υφίστανται. Δηλαδή και στη συνείδηση των λαϊκών μαζών το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο κατασταλάζει ως πραγματικό δίλημμα. Δεν το αντιμετωπίζουν ως πλαστό.

Τα μικροαστικά κόμματα (αλλά και τα αστικά), όπως αρχικά ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ συνήθως, προκειμένου να δώσουν μιαν απάντηση στην αντιλαϊκή πολιτική, που εφαρμόζεται, ξεκινάνε και αυτά από τις συνέπειες, που υφίστανται οι εργαζόμενοι. Πάνω σ’ αυτήν τη βάση οικοδομούν την πολιτική τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε μια αντιμνημονιακή ρητορεία για να καταλήξει στο πρόγραμμα των δέκα σημείων και στη συνέχεια στην κυβερνητική πρόταση της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο, πάντα, της αποδοχής της αστικής στρατηγικής. Ήταν σαφώς βέβαιο ότι δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Η κριτική μας, ως «Νέας Σποράς» ήταν έγκαιρη και είναι γνωστή.

Το γεγονός, όμως, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έδινε μια πλαστή απάντηση σ’ ένα πραγματικό δίλημμα δεν καθιστούσε το δίλημμα πλαστό. Αντίθετα υποχρέωνε την επαναστατική πρωτοπορία να αποκαλύψει την πλαστότητα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό και η «Νέα Σπορά» υποστήριξε τη θέση του κάθετου διαχωρισμού από την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι οι λαϊκές μάζες καταλάβαιναν αμέσως τον εξωπραγματικό χαρακτήρα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ τόσο σε ό,τι αφορούσε το μνημόνιο όσο και σ’ ό,τι αφορούσε την αλλαγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ.

Από τη στιγμή, όμως, που καταγγέλλεις ένα πραγματικό δίλημμα ως πλαστό, επειδή δίνει πλαστή απάντηση ένας πολιτικός φορέας σ’ αυτό το δίλημμα, το μόνο που πετυχαίνεις είναι να έρθεις σε αντιπαράθεση με τις λαϊκές μάζες, που στη συνείδησή τους το κατανοούν, λόγω των συνεπειών που υφίστανται, ως πραγματικό αυτό το δίλημμα.

Επομένως εδώ προβάλλει ένα ζήτημα τακτικής που συγκεντρώνεται στο ποια πρέπει να είναι η στάση ενός επαναστατικού κόμματος απέναντι σ’ ένα μικροαστικό κόμμα, που είχε ενσωματώσει η ηγεσία του την αστική στρατηγική, γεγονός που θα το έσπρωχνε εν δυνάμει σταθερά στην αλλαγή του ταξικού του χαρακτήρα και από μικροαστικό να μεταβληθεί σε αστικό (όπως και έγινε με το ΣΥΡΙΖΑ), το πώς και σε ποια βάση θα αντιμετώπιζε την πολιτική του, ώστε να παρεμβάλλονται εμπόδια σε μια τέτοια μετατόπιση, πολύ περισσότερο σε μια μετατόπιση των λαϊκών μαζών.

Η απάντηση σ’ αυτό το θέμα δεν είναι μόνο ζήτημα που καθορίζει τη στάση της επαναστατικής πρωτοπορίας απέναντι σ’ ένα κόμμα, που έχει υιοθετήσει την αστική στρατηγική.

Αφορά, ταυτόχρονα, και στη στάση της ίδιας της εργατικής τάξης απέναντι στα μικροαστικά στρώματα, που ταλαντεύονται.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που θα αναγνωριζόταν το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο ως πραγματικό, η διαπάλη με τη ρεφορμιστική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ εκ μέρους της επαναστατικής πρωτοπορίας θα επικεντρωνόταν στη λάθος απάντηση, που δίνει σ’ ένα πραγματικό δίλημμα και όχι στην καταγγελία του διλήμματος ως πλαστού και εξ αυτού του γεγονότος να βγάζουν οι λαϊκές μάζες το συμπέρασμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει λάθος πολιτική. Πράγμα που αυτό δεν ήταν και δυνατό να επιτευχθεί, γιατί η αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ γινόταν πάνω στις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής. Αυτή η τακτική δεν εμπόδισε τις λαϊκές μάζες να προσανατολιστούν προς το ΣΥΡΙΖΑ, όπως αποδείχτηκε και από τις εκλογικές αναμετρήσεις.

Αυτή η τακτική, να μην καταγγέλλεις ένα πραγματικό δίλημμα ως πλαστό, δίνει το πλεονέκτημα στην επαναστατική πρωτοπορία να αποκαθιστά επαφή με τις λαϊκές μάζες, που έχει παρασύρει ένα μικροαστικό κόμμα. Να αντιλαμβάνονται τα μικροαστικά στρώματα ότι το πραγματικό τους στήριγμα είναι η εργατική τάξη και το κόμμα της. Και στην ταλάντευσή τους να τείνουν προς την εργατική τάξη.

Στην περίπτωσή μας, όμως, είχαμε και έναν άλλο παράγοντα, που έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στον προσανατολισμό των λαϊκών μαζών. Δεν αρκούσε ότι η ηγεσία του Κόμματος έδινε λάθος απάντηση απέναντι σ’ ένα πραγματικό δίλημμα, ταυτόχρονα αντιμετώπιζε τη λάθος πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και με λάθος αντίστοιχη δική του πολιτική.

Ο στόχος του άμεσου σοσιαλισμού, που οδηγούσε ακόμη και σε «τραβηγμένες θέσεις», όπως π.χ. για τον καταστροφικό χαρακτήρα της εξόδου από το ευρώ, δεν έδινε τη δυνατότητα να κατανοηθεί ούτε η ανάγκη του περάσματος στο σοσιαλισμό, που γενικά ως αντικειμενική ανάγκη ήταν μια σωστή θέση, αλλά σκόνταφτε πάνω στις υποκειμενικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών, ούτε και η λάθος πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Δυστυχώς το ίδιο λάθος γίνεται και σήμερα με την αντιμετώπιση της Λαϊκής Ενότητας, που στηρίζει όλη την πολιτική της παρουσία πάνω στο δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο και θέλει να παρουσιάζεται ως ο «συνεπής ΣΥΡΙΖΑ».

Σήμερα, βέβαια, οι λαϊκές μάζες έχουν πολύ μεγαλύτερη εμπειρία απ’ ότι στις εκλογές του ’12. Βοηθάει αυτή η εμπειρία να καταλάβουν ότι ο δρόμος που έχει επιλέξει η Λαϊκή Ενότητα είναι αδιέξοδος. Το παράδειγμα της κατάληξης του ΣΥΡΙΖΑ είναι ισχυρό.

Με δεδομένη, όμως, την επιμονή του Κόμματος στην πολιτική του άμεσου σοσιαλισμού – έτσι όπως γίνεται, με δεδομένη την εμμονή της ηγεσίας ότι το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο είναι πλαστό, επειδή προηγούμενα ο ΣΥΡΙΖΑ και τώρα η Λαϊκή Ενότητα δίνουν πλαστή απάντηση σ’ ένα πραγματικό δίλημμα, δε δίνεται η δυνατότητα να αποκαλυφθεί ολόπλευρα πλέον μια πολιτική στάση, που ήδη οι λαϊκές μάζες την έχουν ζήσει. Δε βοηθιούνται οι λαϊκές μάζες να απεγκλωβιστούν γενικότερα όχι μόνο από μικροαστικές δυνάμεις αλλά και από αστικές.

Και φυσικά η βασική αιτία γι’ αυτό βρίσκεται στο γεγονός ότι η πρόταση για τον άμεσο σοσιαλισμό αξιολογεί κάθε πραγματικό δίλημμα, που παρουσιάζεται και έχει σχέση με την κυρίαρχη αντίθεση, που επικρατεί στη χώρα μας, ως εμπόδιο για τη συνειδητοποίηση εκ μέρους των λαϊκών μαζών της βασικής αντίθεσης.

Ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Κάθε πραγματικό δίλημμα να χρησιμεύει για την προώθηση της αλλαγής των τάξεων στην εξουσία, με βάση τις προτάσεις, που έχει κατ’ επανάληψη καταθέσει η «Νέα Σπορά», για μια λαοκρατική εξουσία, μια αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή, δημοκρατική εξουσία, που θα ανοίγει το δρόμο στο σοσιαλισμό. Δηλαδή η κυρίαρχη αντίθεση να υπηρετεί την επίλυση της βασικής αντίθεσης.

COMMENTS