Μετά από τρία μνημόνια

Το τρίτο μνημόνιο ήρθε, αυτήν τη φορά από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, και έφερε μια νέα κυβερνητική κρίση. Στο προεκλογικό πρόγραμμα για τις εκλογές της 6ης του Μάη του ’12 η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμούσε: «Η έξοδος από την κρίση, για να μην αφήσει πίσω της ερείπια, χρειάζεται τολμηρά βήματα και μέτρα που θα εμποδίσουν τους υπαίτιους της κρίσης και της καταστροφής να ασκούν την επιβλαβή δραστηριότητά τους. Εμείς επιδιώκουμε η παραγωγή και η διανομή του πλούτου να είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας, η μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία να γίνει δημόσια και η οικονομία να διευθύνεται δημοκρατικά. Ο σοσιαλισμός με πλήρη άνθηση της δημοκρατίας και της ελευθερίας είναι ο σκοπός μας».

Από την πλευρά μας είχαμε χαρακτηρίσει το ΣΥΡΙΖΑ ως ένα κόμμα του μικροαστικού σοσιαλισμού, που την πολιτική του τη σφραγίζουν τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα, γι’ αυτό άλλωστε είχε υιοθετήσει την αστική στρατηγική. Όχι μόνο από την άποψη του προσανατολισμού του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και από την άποψη ότι η ηγεσία του είχε ως πρώτο της στόχο τη σταθεροποίηση της οικονομίας, που στη συνέχεια θα έφερνε την ανάπτυξη.

Το διαφορετικό που υποσχέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αυτή η σταθεροποίηση της οικονομίας θα ερχόταν χωρίς ένα νέο μνημόνιο. Θα θυμούνται οι αναγνώστες μας πως είχαμε σχολιάσει, ότι η υιοθέτηση της αστικής στρατηγικής από την πλευρά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, η αποδοχή της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, η προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας – που κατά την αστική πολιτική οικονομία σημαίνει την οικονομική κρίση την πληρώνουν οι εργαζόμενοι και τα μικροαστικά στρώματα – δε θα οδηγούσε στην απαλλαγή της χώρας μας από τη μνημονιακή πολιτική.

Δύο ήταν οι βασικές μας εκτιμήσεις, τις οποίες πολύ γρήγορα και έγκαιρα είχαμε προβάλει και καταθέσει: Η πρώτη, αφορούσε στο χαρακτήρα του μνημονίου. Είχαμε προσδιορίσει το μνημόνιο, ως την γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσαρμοσμένης πάνω στη χώρα μας, που έπαιρνε υπόψη της και τη θέση της χώρας μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, γεγονός που βάθυνε την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας.

Η δεύτερη, αφορούσε το ζήτημα της σταθεροποίησης και της ανάπτυξης. Πολύ έγκαιρα και πάλι είχαμε ξεκαθαρίσει ότι η πολιτική των μνημονίων δεν οδηγεί στην ανάπτυξη, επομένως και η άμεση επιδίωξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να σταθεροποιήσει την οικονομία σε πρώτη φάση για να περάσει, στη συνέχεια, στην ανάπτυξη δεν ήταν εφικτή.

Προσθέταμε και έναν άλλο παράγοντα, που πολύ αργότερα, ακόμη και αστοί οικονομικοί σχολιαστές αποδέχτηκαν, ότι η ίδια η οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα της ευρωζώνης δε μπορεί να στηρίξει μια αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας, αφού δε μπορεί να ξεφύγει από την οικονομική στασιμότητα.

Έναν πρώτο σταθμό της προϊούσας αρνητικής πορείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μας το είχε περιγράψει ο Γιάννης Βαρουφάκης, όταν υπέγραψε τη συμφωνία της 20ης του Φλεβάρη. Τότε είχε ισχυριστεί ότι προέχει η σταθεροποίηση της οικονομίας και αυτό το καθήκον υποχρέωνε να συνυπολογίζονται τα συμφέροντα της αστικής τάξης, των επιχειρήσεων. Μετέθεσε για αργότερα την επίλυση της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας. Δεν αρνήθηκε την ύπαρξή της, δεν αρνήθηκε την ανάγκη επίλυσής της, απλώς δεν ήταν καθήκον αυτής της στιγμής.

Τώρα, βέβαια, γνωρίζουμε ότι αυτός ο σταθμός δεν ήταν ο τελευταίος. Η τελική πράξη αυτής της πορείας ήταν η υιοθέτηση ενός νέου μνημονίου, του τρίτου, η ψήφισή του, η υπεράσπισή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα ότι τώρα θα υπάρξει ανάπτυξη, παρά τα υφεσιακά μέτρα που περιέχει, και η δίκαιη κατανομή των βαρών.

Το συμπέρασμα είναι απολύτως σαφές. Η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ είναι ένας από τους όρους – προϋποθέσεις για να ξεφύγει η χώρα μας από τη μνημονιακή πολιτική, την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Αυτό πρέπει να είναι το καταστάλαγμα των πέντε χρόνων μνημονιακής πολιτικής, αυτό πρέπει να είναι το καταστάλαγμα και από την πορεία του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ.

Η κυβερνητική κρίση οδήγησε στη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και στην εμφάνιση της «Λαϊκής Ενότητας» (ΛΑΕ), που η βάση της είναι η «Αριστερή Πλατφόρμα», και που η επιδίωξη της ΛΑΕ είναι να εξελιχτεί σ’ ένα Μέτωπο, που θα αντιπαλέψει τη λιτότητα και τη μνημονιακή πολιτική.

Από την πλευρά μας δεν επιθυμούμε να υποβαθμίσουμε το γεγονός ότι οι 25 βουλευτές, που σχημάτισαν τη νέα κοινοβουλευτική ομάδα και που αποτελούν την τρίτη πολιτική κοινοβουλευτική δύναμη αυτήν τη στιγμή, έφτασαν να καταψηφίσουν το μνημόνιο και τη νέα δανειακή σύμβαση (μεταξύ άλλων του ίδιου κόμματος), που διαχώρισαν τη θέση τους από το ίδιο το κόμμα τους.

Μόνο που ο πολιτικός διαχωρισμός δεν καταξιώνεται αυτός καθ’ εαυτός από την ίδια την πράξη του διαχωρισμού αλλά από το πολιτικό της περιεχόμενο. Και τώρα, πλέον, δεν είμαστε στη φάση των υπαινικτικών τοποθετήσεων, που υποδηλώνουν διαφωνία, ή και των καταψηφίσεων, που δηλώνουν ανοικτή διαφωνία.

Βρισκόμαστε στη φάση που η ΛΑΕ, σύμφωνα και με την πρώτη συνέντευξη τύπου, που παραχώρησαν τα ηγετικά της στελέχη, φιλοδοξεί να αναδειχτεί σε μια μεγάλη πολιτική μετωπική δύναμη με στόχο την απαλλαγή της χώρας μας από τα μνημόνια, που θα αποκαταστήσει την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία της χώρας μας.

Σ’ αυτήν τη συνέντευξη ο επικεφαλής της ΛΑΕ, Παναγιώτης Λαφαζάνης, αφού κατέθεσε τις προγραμματικές κατευθύνσεις της ΛΑΕ ισχυρίστηκε ότι: «Προκειμένου η ”Λαϊκή Ενότητα” να εφαρμόσει το πρόγραμμά της θα αποφασίσει την αποχώρηση από την ευρωζώνη, εφόσον χρειαστεί». Και τόνισε: «Έξω από την ευρωζώνη δεν είναι η κόλαση. Υπάρχουν και άλλες χώρες έξω από την ευρωζώνη».

Εφ’ όσον χρειαστεί! Γεγονός που μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η ΛΑΕ εξακολουθεί να έχει την ίδια εκτίμηση, που είχε αρχικά και ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά της μέσα στην ευρωζώνη, κατ’ επέκταση δε χρειάζεται ούτε και η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση! Και πράγματι στη συνέντευξη τύπου δεν έγινε ούτε μία αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ περισσότερο στην ανάγκη της αποδέσμευσης.

Το ερώτημα, που πρέπει να μας απαντήσει τώρα η ΛΑΕ, είναι: πως θα απαλλαγεί η χώρα μας από τη μνημονιακή πολιτική, από τις δανειακές συμβάσεις, πως θα γίνει η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας, πως θα κατοχυρωθεί η εθνική μας κυριαρχία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή και στο ευρώ και γιατί μέχρι τώρα δεν έγιναν όλα τα παραπάνω;

Η αντίφαση αυτή της ΛΑΕ δεν επιλύεται με την επίκληση της πολιτικής βούλησης, που υποσχέθηκε να επιδείξει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ είναι αντικειμενικοί παράγοντες, που πρέπει να ξεπεραστούν για να κατοχυρωθεί η εθνική κυριαρχία της χώρας μας και η παραγωγική της ανασυγκρότηση.

Η πολιτική βούληση, που χρειάζεται να επιδείξει ένας πολιτικός φορέας, είναι στο να αποφασίσει την αποχώρηση από το ευρώ μαζί και την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαφορετικά δε μπορεί να εξηγήσει και την αρνητική πορεία της χώρας μας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ.

Αυτό το «εφ’ όσον χρειαστεί» φέρνει τη ΛΑΕ σε μια θέση επανάληψης της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ την κατάληξη της οποίας ήδη τη γνωρίζουμε. Ποιο είναι επομένως το νόημα μιας τέτοιας τοποθέτησης, όταν έχουμε μπροστά μας το τρίτο μνημόνιο προς εφαρμογή;

Και αυτό το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο σοβαρό, γιατί αυτή η τοποθέτηση επαναλαμβάνεται και στην «Αυγή της Κυριακής» της 23ης του Αυγούστου από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της ΛΑΕ Δημήτρη Στρατούλη! Και όλα αυτά λέγονται την ώρα που τονίζεται, ότι η κατεύθυνση της ΛΑΕ είναι ο σοσιαλισμός!!!

Ενώ, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεκινήσει στο προεκλογικό του πρόγραμμα – με τα 10 σημεία, με μια σαφή αναφορά στο στρατηγικό του στόχο, στο σοσιαλισμό, δε μπόρεσε να πραγματοποιήσει, λόγω της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, όχι μόνο το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αλλά ούτε καν και αυτές τις κουτσουρεμένες προγραμματικές του δηλώσεις.

Το ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει: εκεί που απέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ πως θα πετύχει η ΛΑΕ, όταν το ξεδίπλωμα της πορείας της αρχίζει με το «εάν χρειαστεί»;

COMMENTS