Γύρω από το δίλημμα : «Ευρώ ή δραχμή» (3.1)

Και το επαναστατικό πρόγραμμα  στη χώρα μας

Από τη στιγμή που οι υλικές, αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό από την άποψη της στρατηγικής ένα επαναστατικό πρόγραμμα δε μπορεί παρά να βάλει ως άμεσο στόχο του το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Από μόνο του αυτό, όμως, όπως ήδη έχουμε σημειώσει, δεν αρκεί. Χρειάζεται και οι υποκειμενικές συνθήκες, οι υποκειμενικές διαθέσεις της εργατικής τάξης, οι μισοπρολετάριοι και τα πιο φτωχά στρώματα της πόλης και του χωριού να θέλουν, σε κοινωνική συμμαχία, να περάσουν στο σοσιαλισμό.

Και όπως είπαμε στην προηγούμενη συνέχεια τέτοιες συνθήκες δεν υπάρχουν στη χώρα μας και σε καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα της Ευρώπης, για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτήν.

Κύριος παράγοντας για την ωρίμανση των υποκειμενικών συνθηκών είναι η κατάσταση του Κομμουνιστικού Κινήματος, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας, η ικανότητά του να οργανώσει την πάλη της εργατικής τάξης να αναπτύξει τους αγώνες της, και ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, να αποτελέσει τον πόλο συσπείρωσης των άλλων κοινωνικών δυνάμεων, των μισοπρολετάριων και των φτωχών μικροαστικών στρωμάτων.

Εδώ, όμως, πρέπει να προσθέσουμε και έναν άλλο παράγοντα, που παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της επαναστατικής διαδικασίας για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και που δε μπορεί να αγνοείται από ένα επαναστατικό πρόγραμμα. Έναν παράγοντα στον οποίο δεν αναφερθήκαμε στην προηγούμενη συνέχεια του άρθρου μας και επιλέξαμε να αναφερθούμε σ’ αυτήν τη συνέχεια, γιατί έχει να κάνει με ανοιχτές συζητήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη.

Είναι οι διεθνείς συνθήκες που επικρατούν σήμερα και που περιλαμβάνουν: το πώς εκφράζεται η παγκόσμια γεωστρατηγική σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο (την τρέχουσα) και ως απόρροια αυτής της γεωστρατηγικής το πώς εκφράζονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες δυνάμεις, που καθορίζουν αυτήν τη γεωστρατηγική. Τη θέση της κάθε χώρας, και συγκεκριμένα της χώρας μας, στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και κατ’ επέκταση στην παγκόσμια γεωστρατηγική. Ιδιαίτερη πλευρά της θέσης της χώρας μας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα είναι η ένταξή της στους παγκόσμιους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, κυρίως η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. Τέλος, την ένταξη της επαναστατικής διαδικασίας στη χώρα μας για τη σοσιαλιστική επανάσταση, στην παγκόσμια επαναστατική διαδικασία για την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση, . Έχει σημασία, λοιπόν. Να αποσαφηνίσουμε το πώς έχει διαμορφωθεί το διεθνές περιβάλλον μέσα στο οποίο εντάσσεται και η χώρα μας.

Η σημαντικότερη πλευρά της σύγχρονης παγκόσμιας γεωστρατηγικής είναι η προσπάθεια των ΗΠΑ να διατηρήσουν την παγκόσμια ηγεμονία τους. Στην κατεύθυνση αυτή επιδιώκουν τον άμεσο περιορισμό του ρόλου της Ρωσίας και της Κίνας στα παγκόσμια πράγματα. Σημειώνουμε ότι η Ρωσία είναι η μόνη πυρηνική δύναμη που αντιτάσσεται στην στρατιωτική ηγεμονία των ΗΠΑ, ενώ η Κίνα, ήδη, και πολύ πιο νωρίς απ’ ότι υπολογιζόταν μέχρι τώρα, είναι η πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο, ενώ έχει ξεπεράσει εδώ και αρκετά χρόνια τις ΗΠΑ στη βιομηχανική παραγωγή.

Ο άξονας Ρωσίας – Κίνας και η δημιουργία των BRICS είναι ένα σημαντικό αντίβαρο για τις ΗΠΑ και συνολικά για το Δυτικό καπιταλισμό.

Η απάντηση των ΗΠΑ και γενικότερα των Δυτικών δυνάμεων είναι η επέκταση της δραστηριότητας του ΝΑΤΟ σε παγκόσμιο επίπεδο, η ένταξη σ’ αυτό χωρών που ανήκαν πριν στη Σοβιετική Ένωση ή το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η περίσφιξη της Ρωσίας αποκλειστικά στα γεωγραφικά της όρια με απώτερο σκοπό το διαμελισμό της, η παρεμβολή εμποδίων στην οικονομική της ανάπτυξη.

Στο πλαίσιο αυτό οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται να κρατήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη ενωμένες μειώνοντας, ταυτόχρονα, το ρόλο της Γερμανίας ως ηγεμονικής δύναμης, που δραστηριοποιείται στο να επεκτείνει το ρόλο της σε παγκόσμιο επίπεδο έχοντας προηγούμενα κυριαρχήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται να έχουν τον «πρώτο λόγο» στην Ευρώπη, κυρίως στρατιωτικοπολιτικά, αλλά, ταυτόχρονα επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια νέα θεσμοθετημένη ζώνη οικονομικών ανταλλαγών με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ενιαίας αγοράς και ως αντιστάθμισμα απέναντι στην άνοδο της οικονομικής και στρατιωτικής συνεργασίας της Ρωσίας και της Κίνας και γενικότερα των BRICS.

Ήδη, δηλαδή, διαγράφονται οι άξονες της παγκόσμιας αντιπαράθεσης, χωρίς να μπορεί να πει κανείς με απόλυτη σιγουριά ότι έχουν και σχηματοποιηθεί εντελώς. Το βέβαιο είναι ότι, αυτή τη στιγμή, η συμμαχία του Δυτικού καπιταλισμού είναι πιο στέρεα και πιο μορφοποιημένη, χωρίς βέβαια να στερείται φαινόμενα έντονων αντιθέσεων ακόμη και αποσυσπείρωσης.

Τέτοια φαινόμενα είναι οι αντιθέσεις, που παρουσιάζονται στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας, όχι μόνο για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και για άλλες περιοχές, όπως π.χ. η Βαλκανική ενδοχώρα, οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ, Γερμανίας και Ρωσίας, όπου οι ΗΠΑ επιδιώκουν να παρασύρουν τη Γερμανία σε μια αντιρωσική κατεύθυνση, οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας και στη συνέχεια και Ιταλίας, οι σχέσεις της Μεγάλης Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το κύριο, που πρέπει να κρατήσουμε από όλες αυτές τις αντιθέσεις είναι ότι οι ΗΠΑ έχουν καθορίσει και επισήμως ως τον κυριότερο εχθρό για την ασφάλειά τους τη Ρωσία και επομένως πάνω σ’ αυτήν την κύρια κατεύθυνση προσπαθούν να επιβάλουν τις συμμαχίες τους και να εξασφαλίσουν την ηγεμονία τους, να χειριστούν τις επί μέρους αντιθέσεις, που προκύπτουν στο Δυτικό καπιταλισμό, με κύριο στόχο τη μείωση του ρόλου της Γερμανίας. Άμεση επιδίωξή τους είναι: συνολικά να στρέψουν το Δυτικό καπιταλισμό ενάντια στη Ρωσία για να μείνουν όσο το δυνατόν απερίσπαστες στην αντιμετώπιση της Ανατολής, της Κίνας, κατά πρώτο λόγο, και της Ινδίας.

Σ’ αυτό το γεωστρατηγικό παζλ, που δίνεται σε αδρές γραμμές, η γνώμη μας είναι ότι ο πιο αδύνατος κρίκος, παίρνοντας υπόψη και την οικονομική της κατάσταση είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία δυναμώνουν οι αντιθέσεις, παρουσιάζονται έντονα φαινόμενα διαφορετικών ταχυτήτων στο εσωτερικό της και διαφορετικά σχέδια για το μέλλον της. Τίποτα δεν μπορεί να μας σιγουρέψει ότι η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης δε θα παρουσιάσει πιο έντονα φαινόμενα, που θα έχουν διαλυτικό χαρακτήρα.

Η στρατηγική της αστικής τάξης της χώρας μας είναι σαφώς η συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, στο ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και σ’ αυτό το στόχο είναι μέχρι τώρα ενωμένη. Με την έννοια αυτή η χώρα μας είναι τραβηγμένη πλήρως από την ιμπεριαλιστική πολιτική, που επιβάλλουν οι ΗΠΑ και οι κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επειδή, όμως, αυτή η παγκόσμια γεωστρατηγική των Δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δεν εξελίσσεται ομαλά, επειδή δημιουργούνται έντονες αντιθέσεις και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε σχέση με τον παγκόσμιο ρόλο των ΗΠΑ, η χώρα μας δέχεται τις άμεσες συνέπειες αυτών των αντιθέσεων. Δύο παραδείγματα είναι αρκετά. Η «διαπραγμάτευση» γύρω από το νέο μνημόνιο φέρει τη σφραγίδα αυτών των αντιθέσεων, ενώ το όποιο «άνοιγμα» επιχειρήθηκε προς τη Ρωσία, πραγματικό ή όχι, συνάντησε την άμεση αντίθεση των εταίρων μας και των ΗΠΑ.

Στο πλαίσιο αυτής της περιγραφής το κύριο συμπέρασμα, που βγαίνει για τη χώρα μας, είναι ότι με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, στο ΝΑΤΟ και στους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς έχει παραπέρα ενταθεί η πολιτική και οικονομική εξάρτησή της, γεγονός που έχει να κάνει και με το πώς θα ξεφύγει από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, πως θα σπάσει το φαύλο κύκλο του δανεισμού, της εσωτερικής υποτίμησης και του ασφυκτικού οικονομικού ελέγχου, που της επιβάλλεται.

Και εξ αυτού του γεγονότος η συζήτηση και η αντιπαράθεση γύρω από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ έχει πάρει οξύτατο χαρακτήρα με την αστική τάξη να υπερασπίζεται μανιωδώς την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, όπου εκεί νιώθει πιο ασφαλής, ενώ να παρουσιάζονται διάφορες εναλλακτικές προτάσεις, που έχουν να κάνουν με την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε πρώτο βαθμό από το ευρώ.

Εδώ ασφαλώς πρέπει να διευκρινίσουμε ότι έχουν καταρρεύσει όλα εκείνα τα ιδεολογήματα περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, περί ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, της Ελλάδας σε ρόλο «μικρού ιμπεριαλιστή» και περί αλληλεξάρτησης, που δεν ήταν θέσεις αποκλειστικά και μόνο των επεξεργασιών της ηγεσίας του ΚΚΕ. Έχει επίσης καταρρεύσει και η αστική στρατηγική, που ήθελε τη χώρα μας να επιλύει τα βασικά της οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, που θα εξασφάλιζε την οικονομική της ανάπτυξη, το δόγμα της «ισχυρής Ελλάδας». Η χώρα μας ποτέ στη νεώτερη ιστορία της δε βρέθηκε σε πιο δεινή κατάσταση γενικευμένης κρίσης και χρεοκοπίας, η οποία θα σφραγίσει την πορεία της για ολόκληρο το 21ο Αιώνα.

Πρέπει, σ’ αυτό το σημείο, να προσθέσουμε, για να έχουμε τη συνολική εικόνα μπροστά μας, ότι τα αστικά ΜΜΕ, από καιρό τώρα, έχουν ήδη ανοίξει και αυτά τη συζήτηση για το κατά πόσον εξυπηρετεί η αστική στρατηγική που έχει υιοθετηθεί μέχρι τώρα, μπροστά στην κατάσταση που επικρατεί και κυρίως για το μέλλον, διατυπώνοντας ερωτηματικά, ενστάσεις, απορίες, αλλά, ταυτόχρονα υπερασπίζοντας τη σημερινή στρατηγική της αστικής τάξης, ως μοναδική, «γιατί δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση».

Τέλος, μέρος αυτών των διεθνών συνθηκών που επικρατούν είναι και η κατάσταση στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Αυτό το οποίο έχει βαρύνουσα σημασία, κατά τη γνώμη μας είναι ότι οι συνέπειες από τις αντεπαναστατικές αλλαγές δεν έχουν ξεπεραστεί, κυρίως βαραίνουν στη συνείδηση της εργατικής τάξης αλλά και στην πολιτική των Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Πρέπει να πούμε ότι η κατάσταση στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα δεν είναι απλώς δύσκολη με τα Κομμουνιστικά Κόμματα να αδυνατούν, τουλάχιστον μέχρι τώρα, να διαμορφώσουν μια ενιαία αντίληψη στο επίπεδο της στρατηγικής, για τις αιτίες των ανατροπών, στη στάση τους απέναντι στην οικονομική κρίση, στη στάση τους απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα τους επέτρεπε όχι μόνο να πρωτοστατήσουν στους αγώνες της εργατικής τάξης για να διεκδικήσουν λύσεις στα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων, αλλά και για να ανακάμψουν και να αποτελέσουν μια διεθνή υπολογίσιμη δύναμη απέναντι στο διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο.

Η κατάσταση αυτή είναι πολύ δύσκολη και ασφαλώς και παίζει σημαντικό ρόλο, γιατί επηρεάζει τους αγώνες της εργατικής τάξης, δε βλέπουμε, μπροστά και στα τεράστια οικονομικά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, το Εργατικό Κίνημα να έχει βρει το αναγκαίο προσανατολισμό του και να αναπτύσσει τους αγώνες του, δε βλέπουμε να εμφανίζεται έστω και σπερματικά κάποιο επαναστατικό κύμα, παρά μόνο ορισμένες σπίθες χωρίς συνέχεια, ενώ διάχυτος είναι ο φόβος των αστικών δυνάμεων για αυθόρμητες κοινωνικές εκρήξεις

Και ενώ η εποχή μας παρουσιάζει όλο και πιο έντονα την ανάγκη περάσματος στο σοσιαλισμό, ενώ από ιστορική άποψη και από την ιστορική θέση στην εξέλιξη του καπιταλισμού η εποχή μας εξακολουθεί να είναι η εποχή περάσματος στο σοσιαλισμό, αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως αυτήν την εποχή είναι η ενίσχυση της πολιτικής αντίδρασης του καπιταλισμού και η έλλειψη της ωρίμανσης των αντίστοιχων υποκειμενικών διαθέσεων, που θα αντιστοιχηθούν πάνω στις ώριμες υλικές, αντικειμενικές συνθήκες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.

Οφείλουμε, όμως, να ξεκαθαρίσουμε ακόμη κάτι, που σχετίζεται με τις υποκειμενικές διαθέσεις των λαϊκών μαζών. Η έλλειψη ωρίμανσης των υποκειμενικών συνθηκών, των υποκειμενικών διαθέσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό δε σημαίνει και αναγκαστική ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών στην κυρίαρχη αστική πολιτική, έλλειψη διαθέσεων αντίστασης.

Αυτό που διαπιστώνουμε είναι η αυξανόμενη ένταση της δυσαρέσκειας των λαϊκών μαζών σε σχέση με την κυρίαρχη πολιτική που εφαρμόζεται. Στη χώρα μας ιδιαίτερα, για να φέρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, αυτό εκφράστηκε πολύ πρόσφατα με το δημοψήφισμα, όπου διαπιστώθηκε ο σαφής ταξικός διαχωρισμός και η κοινωνική πόλωση ανάμεσα στο «ΟΧΙ» και το «ΝΑΙ».

Με την έννοια αυτή δεν είναι οι λαϊκές μάζες, που «καθυστερούν» ως προς την ωρίμανση των υποκειμενικών διαθέσεων. Εδώ, έχει σημασία να τονίσουμε, είναι ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κινήματος, που πρέπει να παρέμβει και να εξασκήσει την πρωτοπόρα και καθοδηγητική του ικανότητα.

Η ζωντανή πραγματικότητα είναι πολύ πιο πλούσια από το καλύτερο επαναστατικό πρόγραμμα. Μέχρι τώρα περιγράψαμε τις ελάχιστες αναγκαίες προϋποθέσεις που πρέπει να παίρνει υπόψη του ένα επαναστατικό πρόγραμμα. Η ζωντανή πραγματικότητα είναι αυτή, που θα παίξει τον καθοριστικότερο ρόλο στη διαμόρφωση ενός επαναστατικού προγράμματος, αλλά, κυρίως, η ζωντανή πραγματικότητα είναι αυτή, που θα δώσει και τη διέξοδο στην πάλη του Κομμουνιστικού Κινήματος.

Αυτήν τη ζωντανή πραγματικότητα θα προσπαθήσουμε στις επόμενες συνέχειες να αποτυπώσουμε, πάντα σε σχέση με τη διατύπωση ενός επαναστατικού προγράμματος, απαντώντας, από τη δική μας οπτική γωνία, σε καίρια ερωτήματα που υπάρχουν και απασχολούν πρωτοπόρους αγωνιστές, που ενδιαφέρονται για την πορεία του Κομμουνιστικού Κινήματος στη χώρα μας και διεθνώς.

Στο επόμενο άρθρο: Το δίλημμα δραχμή ή ευρώ, το επαναστατικό πρόγραμμα και τα μεταβατικά μέτρα.

COMMENTS