Θα μπούμε κατ’ ευθείαν στο θέμα μας. Ποιοι ήταν οι λόγοι που υπαγόρευσαν στον Αλέξη Τσίπρα στο να καταφύγει στη λύση του δημοψηφίσματος; Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί, γιατί από την απάντηση αυτού του ερωτήματος θα εξαρτηθεί και η στάση, που πρέπει να πάρει το Επαναστατικό Κίνημα.
Και εδώ δε χωράνε, σε τέτοιου είδους ιστορικές στιγμές, οι απλοποιήσεις. Δε χωράνε οι διαφυγές από την πραγματικότητα. Η αρχή που κυριαρχεί είναι μία: «η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Και όχι μόνο αυτό. Συγκεκριμένη ανάλυση στο πλαίσιο των σχέσεων των τάξεων σε όλα τα επίπεδα και πάνω απ’ όλα στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό επιβάλλεται από την ανάγκη το Επαναστατικό Κίνημα να δράσει ως επαναστατικό υποκείμενο, πράγμα που σημαίνει στην πράξη να καθοδηγήσει τις λαϊκές μάζες, να δώσει διέξοδο στις αγωνίες τους και στα προβλήματά τους.
Είναι πλέον καθαρό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίαρχα η Γερμανία, κινείται σε μια γενικότερη γεωστρατηγική γραμμή. Αναζητάει επίμονα να αποκαταστήσει ένα πολιτικό σύστημα στη χώρα μας, που θα της επιτρέπει να υλοποιήσει όχι μόνο την πολιτική της τρόικας, που προβλέπεται για τη χώρα μας, αλλά και να την χρησιμοποιήσει για τους γενικότερους γεωστρατηγικούς της στόχους.
Μια τέτοια γραμμή, επέσειε ακόμη και το Grexit, ως μοχλό πίεσης πάνω στο αστικό πολιτικό σύστημα, δηλαδή πρακτικά η τρόικα απειλούσε την ίδια την αστική τάξη με την ακύρωση της ίδιας της στρατηγικής της, στην περίπτωση, που δε θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της. Γι’ αυτό το λόγο και η «Νέα Σπορά» από την πρώτη στιγμή είχε ξεκαθαρίσει ότι το ζήτημα ενός Grexit θα εξακολουθήσει να υπάρχει και να αποτελεί ένα βασικό πρόβλημα για την αστική τάξη της χώρας μας.
Αυτό το παιχνίδι παίχτηκε και με την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά. Θα θυμόμαστε όλοι ότι η επίσημη θέση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο ήταν να φύγει η Ελλάδα από την ευρωζώνη και το ευρώ, πράγμα που το αρνήθηκε η τότε κυβέρνηση.
Πέρα, όμως, από ένας μοχλός πίεσης, το ζήτημα του Grexit είναι και ένα πραγματικό πρόβλημα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, από την άποψη του εάν η Ελλάδα μπορεί να είναι, με τα οικονομικά προβλήματα που έχει, μέλος της ευρωζώνης, γιατί εκ των πραγμάτων αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στους γενικότερους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και κυρίως της Γερμανίας, και παίζει ρόλο και ως προς τη σταθερότητα του ευρώ, ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος.
Θα θυμίσουμε, σ’ αυτό το σημείο, ότι το ζήτημα της κωλυσιεργίας της χρηματοδότησης και της αξιολόγησης ήταν ένα ζήτημα στο οποίο συμμετείχε και η τρόικα. Δεν ήταν μόνο ότι το πρόγραμμα και την αξιολόγηση δεν την «έκλεινε» η Νέα Δημοκρατία, αλλά την ανέβαλαν και οι τροϊκανοί. Αυτό πλέον έχει ομολογηθεί από τον ίδιο τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Αυτό, όμως, δεν άλλαζε τα πράγματα για τη Νέα Δημοκρατία, γιατί τα 18 σημεία, που κατέθετε η τρόικα το Φθινόπωρο του 2014, σήμαιναν για τη Νέα Δημοκρατία την πλήρη της πολιτική κατάρρευση, στην περίπτωση που τα δεχόταν, αλλά, ταυτόχρονα, σήμαιναν ότι η επόμενη κυβέρνηση, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, θα βρισκόταν μπροστά σε μια διαμορφωμένη κατάσταση, την οποία εκ των πραγμάτων θα ήταν υποχρεωμένη να την υπηρετήσει.
Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να επιταχυνθούν οι πολιτικές εξελίξεις, η χώρα να πάει σε εκλογές, να γίνει η εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, που από μόνο το γεγονός του προσώπου, που προτάθηκε από την πλευρά της νέας κυβέρνησης, προσανατόλιζε και εξηγούσε τη γενική κατεύθυνση, που ήταν αποφασισμένη να κινηθεί, με ποιους συμμάχους, αλλά και κάτι άλλο, σε ποια κατεύθυνση προωθούσε η νέα κυβέρνηση τη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Πριμοδοτούσε ανατροπές στην ίδια τη Νέα Δημοκρατία. Σε μια νέα αναδιάταξη.
Ξεκινώντας τη διαπραγμάτευση η νέα κυβέρνηση βρέθηκε μπροστά στην απαίτηση των εταίρων να ολοκληρωθεί το προηγούμενο πρόγραμμα, να πραγματοποιηθεί η αξιολόγηση και να παρθούν νέα μέτρα συνολικού ύψους κατ’ άλλους 9δισ. ευρώ και κατ’ άλλους 11δισ. ευρώ. Τελικά φαίνεται ότι η «διαφορά» μεταξύ της πρότασης των εταίρων και αυτής της κυβέρνησης προσδιορίζεται σε 800εκτ. Ευρώ.
Η κυβέρνηση, βέβαια, ισχυρίζεται ότι στη δική της πρόταση δε θα υπάρχουν μειώσεις μισθών και συντάξεων και θα προστατευθούν τα βασικά τρόφιμα. Αυτός ο ισχυρισμός της κυβέρνησης, βέβαια, είναι ένα χοντρό ψέμα, γιατί οι αυξήσεις στο ΦΠΑ, η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ και άλλοι φόροι, που προβλέπονται, εκ των πραγμάτων θα επιφέρουν τις μειώσεις στα εισοδήματα των εργαζομένων και στις συντάξεις. Επομένως η πρόταση δεν έχει κανένα κοινωνικό χαρακτήρα και δεν αναδιανέμει τα βάρη σε βάρος των ισχυρών. Το περίεργο είναι ότι και οι εταίροι ισχυρίζονται ότι δεν επιθυμούν τη μείωση των μισθών και των συντάξεων.
Τελικά οι εργαζόμενοι βρίσκονται μπροστά σε δύο μνημόνια, τα οποία και τα δύο είναι απεχθή, και τα δύο θα φέρουν νέα εξαθλίωση στους εργαζόμενους, τα οποία και τα δύο πρέπει το Επαναστατικό κίνημα να τα απορρίψει. Η «αρχή» του «μικρότερου κακού» δεν ισχύει για την ιστορική στιγμή, που περνάει η χώρα μας, γιατί και οι δύο προτάσεις εγκλωβίζουν τη χώρα μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, που ευθύνονται για τη χρεοκοπία της χώρας μας, γιατί ήταν αποφασιστικοί παράγοντες για την οικονομική κρίση της χώρας μας, για την οξύτητά της και τη διάρκειά της, γιατί η χώρα μας θα εξακολουθήσει να τελεί σε κατάσταση ελεγχόμενης χρεοκοπίας και οικονομικής στασιμότητας, και μάλιστα για μακροχρόνιο διάστημα.
Επειδή τα αστικά ΜΜΕ αυτές τις δύσκολες στιγμές παίζουν ένα βρώμικο και διεφθαρμένο ρόλο για τους εργαζόμενους και διασπείρουν την κινδυνολογία, την ανησυχία, την καταστροφολογία και πάνω απ’ όλα προσπαθούν να πείσουν τον Ελληνικό λαό στο δημοψήφισμα (εάν γίνει τελικά) να ψηφίσει «ναι», χρειάζεται να προσδιορίσουμε τους πραγματικούς όρους, με τους οποίους το Επαναστατικό Κίνημα θα πρέπει να τοποθετηθεί απέναντι στο δημοψήφισμα.
Πρώτο: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση απέδειξε ότι εγκλωβίστηκε στην ίδια της τη στρατηγική, δηλαδή, την αστική στρατηγική, με αποτέλεσμα να φτάσει να προτείνει ως εναλλακτική «λύση» απέναντι στο μνημόνιο της Κομισιόν ένα δικό της μνημόνιο.
Δεύτερο: Η κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει κατ’ επανάληψη ότι εάν οι εταίροι δεχτούν το δικό της μνημόνιο, τότε, στο δημοψήφισμα θα προτείνει αντί του «όχι» το «ναι», δηλαδή, θα αλλάξει το χαρακτήρα του δημοψηφίσματος, πράγμα που σημαίνει ότι η προκήρυξη του δημοψηφίσματος, στην «καλύτερη» περίπτωση οδηγούσε τη χώρα σ’ ένα μνημόνιο, που δεν απέκλειε σε καμία περίπτωση τη λήψη νέων μέτρων στη συνέχεια. Απ’ αυτήν την άποψη η κυβερνητική πρωτοβουλία κρύβει σκοπιμότητες και αναζητεί άλλοθι για το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε.
Τρίτο: Οι εταίροι ωθούσαν συνεχώς την κυβέρνηση μπροστά σε νέα διλήμματα προσθέτοντας νέα μέτρα, θεωρώντας τελικά ότι η μόνη πρόταση, που υπάρχει στο τραπέζι ήταν η πρόταση της Κομισιόν. Το γεγονός αυτό έφερε τον Αλέξη Τσίπρα μπροστά στο να υπογράψει τον πρόωρο πολιτικό του θάνατο τόσο για τον ίδιο όσο και για την κυβέρνησή του.
Τέταρτο: Η Νέα Δημοκρατία, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ πίεζαν όλο αυτόν τον καιρό την κυβέρνηση να καταλήξει σε συμφωνία με τους εταίρους, δηλαδή πίεζαν στο να αποδεχτεί η κυβέρνηση την πρόταση της Κομισιόν, την ίδια στιγμή, που εξασκούσαν κριτική προς την κυβέρνηση, ότι αυτή η συμφωνία θα ήταν πολύ χειρότερη από αυτήν που θα έφερνε η Νέα Δημοκρατία.
Στην κατεύθυνση αυτή αθώωναν του εταίρους, ταυτίζονταν μ’ αυτούς, φροντίζοντας, ταυτόχρονα, να διαχωρίζονται από την πρόταση των εταίρων όχι, γιατί έφταιγαν οι εταίροι, αλλά, γιατί έφταιγε η κυβέρνηση. Δηλαδή, η αστική αντιπολίτευση φρόντιζε να ενισχύει τον πολιτικό χαρακτήρα της πρότασης της Κομισιόν, γιατί η πρόταση της Κομισιόν δεν είχε μόνο οικονομικό χαρακτήρα αλλά και πολιτικό χαρακτήρα.
Ουσιαστικά προωθούσε την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης και σχετιζόταν με το «αύριο» της συμφωνίας, τις πολιτικές δυνάμεις που θα εφάρμοζαν τη συμφωνία, με το εάν θα υπήρχε οικουμενική κυβέρνηση, εάν θα άλλαζε η σύνθεση η κυβέρνηση, εάν θα άλλαζε η κατάσταση μέσα στον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ. Η Κομισιόν με λίγα λόγια «έβαζε χέρι» στο πολιτικό σύστημα της χώρας μας.
Πέμπτο: Η Νέα Δημοκρατία, το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ, τα αστικά ΜΜΕ, μετέτρεψαν το ερώτημα του δημοψηφίσματος σε ερώτημα «όχι ή ναι στο ευρώ», «όχι ή ναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Την ίδια στιγμή προσπαθούν να κινητοποιήσουν την «κατσαρολία» του Κολωνακίου για να δημιουργήσουν γενικότερη κατάσταση αποσταθεροποίησης της χώρας, πατώντας και πάνω στα μέτρα, που πήρε η κυβέρνηση για το capital control, ώστε να ματαιώσουν το δημοψήφισμα. Ειδικά η Νέα Δημοκρατία ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει με τίποτα την αλλαγή του γεωστρατηγικού προσανατολισμού της χώρας μας και όλοι καταλαβαίνουμε το τι σημαίνει αυτό.
Έκτο: Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας θυμήθηκε να τοποθετηθεί για τα πολιτικά πράγματα της χώρας μας και να εκφράσει την ανησυχία της για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας μας. Ο δε Άνθιμος από τη Θεσσαλονίκη, στο κήρυγμά του, έκρινε σκόπιμο να ξεκαθαρίσει το τι θα ψηφίσει στο δημοψήφισμα και τάχτηκε υπέρ του «ναι».
Έβδομο: Η Νέα Δημοκρατία, τελικά, μετά από διάφορες προτάσεις που υπήρξαν, ξεκαθάρισε, με τοποθέτηση του κοινοβουλευτικού της εκπροσώπου Κυριάκου Μητσοτάκη, ότι δεν πρόκειται να απέχει αλλά θα ψηφίσει «ναι» στο δημοψήφισμα, γιατί το πραγματικό δίλημμα είναι: «ναι ή όχι στο ευρώ».
Όγδοο: Η κυβέρνηση, ενώ από τη μια μεριά, διατρανώνει, ότι στην περίπτωση, που οι εταίροι μας αποδεχτούν την πρόταση της κυβέρνησης τότε το «όχι» θα μετατραπεί σε «ναι», από την άλλη μεριά, με τοποθέτηση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου Νίκου Φίλη ισχυρίζεται ότι το «όχι» σημαίνει μηδενική βάση στη διαπραγμάτευση, που πρόκειται να ξαναρχίσει.
Ένατο: Αυτήν τη στιγμή εκπρόσωποι των εταίρων μας, όπως ο Φρανσουά Ολάντ, καλούν την κυβέρνηση να επανέλθει στη διαπραγμάτευση για να καταλήξουν σε συμφωνία, γιατί υπάρχει το περιθώριο ακόμη.
Δέκατο: Ακόμη και τώρα η κυβέρνηση διεξάγει υπόγειες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους για να βρεθεί μια λύση για την υπογραφή συμφωνίας.
Ενδέκατο: Ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, σε σημερινή του παρέμβαση, με το πρόσχημα της αποκατάστασης της αλήθειας, βγήκε ανοιχτά και ζήτησε ο Ελληνικός λαός να ψηφίσει «ναι» στο δημοψήφισμα, τονίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δε θα εγκαταλείψει την Ελλάδα αλλά ούτε η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ουσιαστικά, δηλαδή, ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ άλλαξε το ερώτημα του δημοψηφίσματος και το ταύτισε με αυτό της Νέας Δημοκρατίας, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ.
Είναι φανερό ότι αυτή η παρέμβαση του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ αποτελεί μια ευθεία παρέμβαση στα εσωτερικά πράγματα της χώρας μας, και μάλιστα υπέρ των πολιτικών δυνάμεων της αστικής αντιπολίτευσης. Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι ουσιαστικά χαρακτήρισε αναξιόπιστο τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και ότι σε ερώτηση που του υποβλήθηκε ξεκαθάρισε ότι ο Ελληνικός λαός δεν γνωρίζει την αλήθεια.
Δωδέκατο: «Γερμανοτσολιάδες» δεν υπάρχουν μόνο, όπως η κυβέρνηση ισχυρίζεται, στις δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης και στα αστικά ΜΜΕ. Υπάρχουν και μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, που προτείνουν:
- «να μεταβάλλει η κυβέρνηση την τοποθέτησή της εν όψει της προσεχούς Κυριακής και να δηλώσει ότι αφήνει τους πολίτες ελεύθερους και χωρίς απόπειρα χειραγώγησης της απόφασής τους, να προσέλθουν στο δημοψήφισμα (εφόσον αυτό εν τέλει διεξαχθεί).
- να προσέλθει ο Αλ. Τσίπρας το αργότερο έως την Τετάρτη στις Βρυξέλλες και να υπογράψει το κείμενο που δημοσιοποίησε την Κυριακή η Κομισιόν
- να δεσμευθεί ο Πρωθυπουργός ότι αμέσως μετά θα προτείνει τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας από την παρούσα Βουλή, για την διαχείριση της κρίσιμης φάσης που ακολουθεί και την διασφάλιση της παραμονής της χώρας στην Ευρώπη και την ευρωζώνη»(Άγγελος Κωβαίος, e-Βήμα).
Ύστερα από όσα παραθέσαμε γίνεται φανερό ότι ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να καταφύγει στο δημοψήφισμα έχοντας τους παρακάτω βασικούς στόχους:
1. Να εξασκήσει πολιτική πίεση στους εταίρους για να καταλήξουν σε μια πρόταση, που θα μπορούσε να την περάσει στον Ελληνικό λαό και να φανεί ότι η «αντίσταση» που επέδειξε είχε αποτελέσματα. Αυτή η εκδοχή είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Η στάση των εταίρων δε φαίνεται να μπορεί να αλλάξει ως προς την ουσία των πραγμάτων.
2. Να μπουν και άλλοι στο παιχνίδι των υπόγειων διαπραγματεύσεων. Επειδή, λοιπόν, οι υπόγειες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους δεν έχουν σταματήσει, αντίθετα έχουν ενταθεί, σ’ αυτές έχουν εμπλακεί οι ΗΠΑ, πολύ πιο αποφασιστικά απ’ ότι προηγούμενα, για να βρεθεί μια λύση, που πιθανά να περιλαμβάνει και κάποια ρύθμιση ως προς το χρέος.
3. Να επισημοποιήσει το δικό του μνημόνιο ώστε να επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις με νονιμοποιημένο το μνημόνιο και νωπή τη λαϊκή βούληση. Για να το πετύχει αυτό επανήλθε σε μια ρητορική, που θύμιζε την προεκλογική περίοδο, αλλά με μια λεπτομέρεια. Αυτή η ρητορεία αφορούσε το μνημόνιο, που πρότεινε ο ίδιος, γεγονός, που σημαίνει την πλήρη ανατροπή της έκφρασης του Ελληνικού λαού στις εκλογές της 25ης του Γενάρη, που απαίτησε το τέλος της μνημονιακής πολιτικής.
4. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε αντιληφθεί ότι πολύ γρήγορα είχε αρχίσει η φθορά της κυβέρνησης και η δική του. Ταυτόχρονα στις διαπραγματεύσεις, που γίνονταν για τη συμφωνία η συζήτηση δεν αφορούσε μόνο το οικονομικό της μέρος.
Στις συναντήσεις κορυφής, αλλά κυρίως στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις, γινόταν λόγος και για την υλοποίηση της συμφωνίας και με ποιες πολιτικές δυνάμεις. Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνουν οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ για το πώς πρέπει να είναι η επόμενη ημέρα της συμφωνίας. Αυτό επιβεβαιώνουν και οι πληροφορίες που έρχονται από τις Βρυξέλλες.
Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, που αφορούσε την πολιτική πρωτοβουλία των κινήσεων του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησή του, ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε το δημοψήφισμα, παρά το γεγονός ότι το είχε κατακεραυνώσει κατ’ επανάληψη, για να επανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία και για να βάλει τη δική του σφραγίδα στη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Χωρίς να αλλάζει τίποτα από τους άλλους όρους. Ούτε ως προς το ευρώ, ούτε ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε ως προς το μνημόνιο που προτείνει.
Καταλαβαίνουμε ότι είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να κυβερνάει ο Αλέξης Τσίπρας ως πρωθυπουργός της χώρας, από το να υπάρχει μια «εθνική κυβέρνηση» στην οποία δε θα συμμετείχε αλλά θα στήριζε. Μέσα σε πέντε μήνες θα έμπαινε στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
5. Να δείξει πυγμή απέναντι στις πολιτικές δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης, και κύρια απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, οι οποίες απαιτούν τη ματαίωση του δημοψηφίσματος και να επανέλθει στις διαπραγματεύσεις. Όπως γίνεται κατανοητό, μια τέτοια στροφή του Αλέξη Τσίπρα θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου για τον ίδιο, για το Κόμμα του και την ίδια την κυβέρνηση.
Μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις είναι μια απλοποίηση να απαιτεί κανείς η θέση του Επαναστατικού Κινήματος να είναι ένα «όχι» μόνο και μόνο για να δοθεί μια απάντηση κυρίαρχα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί αυτή είναι ο πρωταρχικός αντίπαλος. Το πολιτικό πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο.
Η «Νέα Σπορά» δεν έχει συνηθίσει να «μασάει» τα λόγια της γύρω από τις θέσεις που παίρνει. Στο αυριανό της άρθρο θα προσδιορίσει ακριβώς τη θέση της και μάλιστα σε σχέση και με τη θέση του Κόμματος.
COMMENTS