Μπροστά μας πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι θα υπάρξουν πολιτικές εξελίξεις. Το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε είναι ποια πρέπει να είναι η στάση του ΚΚΕ σ’ αυτήν την πολιτική συγκυρία.
Η κυβέρνηση οδεύει σε μια νέα συμφωνία. Αυτό αποφασίστηκε και από την πρόσφατη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ. Η ρευστότητα που επικρατεί στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία, το ενδεχόμενο μιας νέας προσφυγής στις κάλπες, η ανάγκη της αστικής τάξης να κατασταλάξει σ’ ένα νέο πολιτικό σύστημα, και σύντομα, ώστε να εφαρμοστεί μια νέα αντιλαϊκή συμφωνία, ένα νέο μνημόνιο, μας φέρνει μπροστά στο να ασχοληθούμε μ’ αυτό το θέμα.
Στον ΣΥΡΙΖΑ επικρατούν αυτήν τη στιγμή αποσταθεροποιητικές τάσεις. Η «δυσθυμία» του πρωθυπουργού, για την οποία κάνει λόγο ο αστικός τύπος, ήταν τόσο εμφανής και μάλλον ευανάγνωστη για τους λόγους που την προκάλεσαν. Δεν του αρέσει η κατάσταση που επικρατεί στο κόμμα του. Αναπτύσσονται φυγόκεντρες δυνάμεις, παρά τη στάση της «Αριστερής Πλατφόρμας», η οποία και πάλι περιορίστηκε στην κατάθεση μιας τροπολογίας.
Και αυτή η κατάθεση της τροπολογίας, όμως, είναι πρόβλημα για τον Αλέξη Τσίπρα, γιατί οι συσχετισμοί των δυνάμεων δείχνουν ότι η νέα συμφωνία δε θα γίνει δεκτή τόσο εύκολα όσο μπορεί να ελπίζει. Όχι τόσο από τα ηγετικά στελέχη της «Αριστερής Πλατφόρμας» όσο από τον κόσμο που αντιπροσωπεύει και συσπειρώνει και το πνεύμα, έστω και ατελές, που εκφράζει.
Άλλωστε σε δημοσκόπηση που δημοσίευσε η «Αυγή της Κυριακής» φαίνεται καθαρά ότι το 60% του Ελληνικού λαού απαιτεί από την κυβέρνηση να μην υποχωρήσει στις αξιώσεις των δανειστών. Αυτό είναι το μείζον πρόβλημα που πρέπει να διαχειριστεί ο Αλέξης Τσίπρας.
Μετά από τόση ενορχηστρωμένη πίεση τόσο των λεγόμενων εταίρων μας, των ξένων και ντόπιων αστικών ΜΜΕ, των υπερατλαντικών συμμάχων μας, που η κυβέρνηση έχει σπεύσει να τους ικανοποιήσει με το άνοιγμα μιας νέας στρατιωτικής βάσης στην Κάρπαθο κα με την επέκταση της βάσης στη Σούδα, αυτό το 60% δεν είναι ευκαταφρόνητο ποσοστό. Αντίθετα είναι ένας παράγοντας, που θα παίξει ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.
Την ίδια στιγμή στο στρατόπεδο της Νέας Δημοκρατίας επικρατεί μια ανάλογη, ίσως και χειρότερη κατάσταση. Δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις που φέρνουν τη Νέα Δημοκρατία να χάνει «από χέρι» τις εκλογές αν γίνουν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Είναι και οι αντιθέσεις που επικρατούν σε σχέση με την ψήφιση της συμφωνίας, που θα φέρει η κυβέρνηση. Προς το παρόν ο Αντώνης Σαμαράς συγκρατεί τις αντιθέσεις για να μην ξεσπάσουν σε ανοικτή κρίση με το επιχείρημα ότι δε γνωρίζει τη συμφωνία και τι περιέχει. Αν, όμως, έρθει η συμφωνία;…
Το ζήτημα, λοιπόν, πως το ΚΚΕ θα προσεγγίσει αυτόν τον κόσμο, που ακόμη αντιστέκεται, δεν επιστρέφει στη Νέα Δημοκρατία και, ταυτόχρονα, δείχνει τη δυσαρέσκειά του προς την κυβέρνηση για την πολιτική που εφαρμόζει και την υποχωρητική της στάση απέναντι στους δανειστές είναι θεμελιώδες πρόβλημα, το οποίο το Κόμμα πρέπει να το αντιμετωπίσει άμεσα.
Η ηγεσία του Κόμματος καταγγέλλει την κυβέρνηση για την πολιτική που εφαρμόζει και για την αντιλαϊκή συμφωνία, που προτίθεται να υπογράψει, και σωστά κάνει. Η άποψή μας, όμως, είναι ότι δε δημιουργεί τις συνθήκες για μια διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση, και πολιτική, που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και που σταθερά θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο με την επικείμενη συμφωνία με αποτέλεσμα το βάθεμα της εξαθλίωσης.
Η ηγεσία του Κόμματος αποφεύγει να παίρνει πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα καθιερώνουν το Κόμμα ως μια πολιτική δύναμη, που μπορεί να ανατρέψει τη σημερινή κατάσταση των εργαζομένων. Περιορίζεται να επαναλαμβάνει το σύνθημα της αποκατάστασης των απωλειών να επικεντρώνει την τακτική του Κόμματος κυρίαρχα πάνω σ’ αυτό το σύνθημα.
Και ενώ προσπαθεί, συνολικότερα το Κόμμα, να αναπτύξει την αγωνιστική δράση των εργαζομένων πάνω σ’ αυτό το σύνθημα, ταυτόχρονα, όταν μπαίνει το ζήτημα της εναλλακτικής πρότασης παραπέμπει στον άμεσο σοσιαλισμό με την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και τη Λαϊκή Εξουσία.
Η ηγεσία του Κόμματος δεν αντιλαμβάνεται ότι το σύνθημα για την αναπλήρωση των απωλειών περιέχει μια εγγενή αδυναμία. Ενώ από τη μια μεριά ανοίγει τη δυνατότητα για την ανάπτυξη της πάλης του Εργατικού Κινήματος, από την άλλη «σκοντάφτει» επάνω στην αίσθηση των εργαζομένων ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στη σημερινή πολιτική κατάσταση – με δεδομένη την πολιτική της κυβέρνησης, που την βλέπουν να προχωράει από υποχώρηση σε υποχώρηση, αλλά και την απόσταση, που χωρίζει τους εργαζόμενους από τη λύση, που προτείνει το Κόμμα.
Οι εργαζόμενοι δεν πιστεύουν ότι μπορούν να «επιστρέψουν» στην οικονομική κατάσταση που βρίσκονταν στην περίοδο πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους περιμένουν πολιτική λύση. Και εδώ, σ’ αυτό το σημείο, δεν είναι σε θέση να υιοθετήσουν την πρόταση του ΚΚΕ, γιατί τη θεωρούν ακόμη πολύ μακρινή.
Η άποψή τους αυτή, για όσους έχουν επαφή με τις λαϊκές μάζες, στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν οι όροι πραγματοποίησης αυτής της πρότασης, όπως τους κατανοούν και τους εκφράζουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, τόσο σε ό,τι αφορά το διεθνές περιβάλλον όσο και το εσωτερικό.
Όταν από τους εργαζόμενους παίρνεις πολύ σαφείς τοποθετήσεις, όπως: «με την κατάσταση που επικρατεί διεθνώς μπορούμε να κάνουμε εμείς στην Ελλάδα την ανατροπή που λέει το ΚΚΕ;», ή: «δεν βλέπεις δεν κουνιέται φύλλο, πως θα αλλάξει αυτή η κατάσταση έτσι όπως λέει το ΚΚΕ;», τότε, νομίζουμε από την πλευρά μας, ότι οι εργαζόμενοι έχουν μια ρεαλιστική προσέγγιση, που, τουλάχιστον, αφορά στις υποκειμενικές διαθέσεις των εργαζομένων στη χώρα μας. Και εάν θέλουν δε μπορούν ακόμη ή αισθάνονται ότι δε μπορούν. Αλλά αυτό το γεγονός προσδιορίζει τις υποκειμενικές διαθέσεις.
Άλλωστε και η ηγεσία του Κόμματος, στις επίσημες τοποθετήσεις της, ομολογεί ότι το Εργατικό Κίνημα βρίσκεται σε ύφεση, γεγονός που αντανακλά και στην εκλογική δύναμη του ίδιου του Κόμματος και στη γενικότερη κατάστασή του, αλλά και με τη δράση, που έχει αναπτύξει το Εργατικό Κίνημα μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει ακόμη να αποσπάσει κάτι από τις απώλειες, που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι.
Ανακύπτει και πάλι το ίδιο πρόβλημα: η ικανότητα του Κόμματος να αξιοποιεί τα άμεσα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, την πάλη για την επίλυσή τους, την αποκατάσταση των απωλειών, με την πάλη για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας στην προοπτική του σοσιαλισμού.
Πέρα, όμως, από αυτήν την αδυναμία παρατηρούμε ότι υπάρχουν και αντιφάσεις στην ίδια τη στάση, που κρατάει η ηγεσία του Κόμματος στο πλαίσιο της τακτικής, που η ίδια έχει επιλέξει.
Ένα παράδειγμα είναι ενδεικτικό: ο «Ρ» της 19ης του Μάη κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Κατάργηση τώρα της “ρήτρας μηδενικού ελλείμματος”». H κατάργηση της “ρήτρας μηδενικού ελλείμματος” είναι ένα ζήτημα άμεσης επικαιρότητας και πολύ σωστά έγινε «πρωτοσέλιδο» στο «Ρ», μπροστά και στις πιέσεις, που δέχεται η κυβέρνηση από τους δανειστές.
Την ίδια στιγμή, όμως, άμεσης επικαιρότητας ζήτημα είναι και η διαπραγμάτευση που κάνει η κυβέρνηση από την οποία εξαρτάται η «τύχη» της εν λόγω ρήτρας, και όχι μόνο. Από τη διαπραγμάτευση εξαρτάται η παραπέρα εξαθλίωση των εργαζομένων συνολικά, η παραπέρα όξυνση των προβλημάτων τους, των πιο βασικών και των πιο καυτών.
Ποιος είναι ο λόγος, που η ηγεσία του Κόμματος δεν έριξε το σύνθημα της άμεσης διακοπής της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους δανειστές;
Το σύνθημα αυτό, που δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τη γενικότερη τακτική του Κόμματος, και με τη σημερινή, μ’ αυτήν που εμείς διαφωνούμε, θα έδινε τη δυνατότητα να ευαισθητοποιήσει, ως πολιτική πρωτοβουλία, συνολικά τον Ελληνικό λαό. Θα αποκαθιστούσε τους πολιτικούς δεσμούς του Κόμματος με ευρύτατα στρώματα του Ελληνικού λαού.
Παραπέρα θα έδινε τη δυνατότητα να ανοίξει την πολιτική αντιπαράθεση στην κατεύθυνση που θα ήθελε το ΚΚΕ, δηλαδή, η αποχώρηση της κυβέρνησης από τη διαπραγμάτευση να συνδυαστεί με το σύνθημα της μονομερούς διαγραφής του χρέους και της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Άλλωστε, πως μπορεί να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος μπορεί να γίνει άμεσος στόχος διεκδίκησης και η διακοπή της διαπραγμάτευσης, από την οποία εξαρτάται η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος και συνολικά η κατάσταση των εργαζομένων, δε μπορεί να γίνει;
Προφανώς κρίθηκε, και κακώς, ότι το σύνθημα της αποχώρησης της κυβέρνησης από τη διαπραγμάτευση, δεν εναρμονίζεται με την τακτική του Κόμματος, ότι δημιουργεί απόσταση από το στρατηγικό στόχο του Κόμματος και επομένως ως τακτική δεν πρέπει να υιοθετηθεί.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αναδεικνύεται ένα ζήτημα. Η πρόταση του Κόμματος για τον άμεσο σοσιαλισμό, την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και τη Λαϊκή Εξουσία, δημιουργεί προβλήματα στην τακτική του Κόμματος και για τη διεκδίκηση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων.
Είναι φανερό πλέον, και κάθε μέρα που περνάει γίνεται ακόμη πιο φανερό, ότι, όταν δεν υπάρχει αντιστοιχία στόχων με το πολιτικό και ταξικό επίπεδο της συνείδησης των εργαζομένων, δημιουργούνται χάσματα στο συνδυασμό της πάλης για τη διεκδίκηση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων με την πάλη για το σοσιαλισμό, πολύ περισσότερο που τίθεται ως άμεσος στόχος.
Το αποτέλεσμα είναι οι εργαζόμενοι να δυσκολεύονται να κινητοποιηθούν τόσο για τα άμεσα προβλήματά τους, αφού δε βλέπουν ορατή πολιτική διέξοδο όσο, και πολύ περισσότερο, για το σοσιαλισμό και κάτω από τις σημερινές συνθήκες, εσωτερικές και διεθνείς.
Τι ακριβώς σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Αναδεικνύουν την ανάγκη το Κόμμα να αποκαταστήσει μια εσωτερική συνέχεια ανάμεσα στη στρατηγική του και την τακτική.
Να διακρίνει ποιοι άμεσοι στόχοι μπορούν να διευκολύνουν την ανάπτυξη της δράσης του Κόμματος και του Εργατικού Κινήματος, για την επίλυση των προβλημάτων των εργαζομένων, που με τη σειρά της αυτή η δράση θα συντελέσει και στην άνοδο της ταξικής και πολιτικής τους συνείδησης.
Ποιοι στόχοι μπορούν να «τροφοδοτήσουν» γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, που σχετίζονται με τα προβλήματα των εργαζομένων, αλλά, ταυτόχρονα, ωριμάζουν αλλαγές στις σχέσεις των τάξεων και στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας.
Ο συνδυασμός αυτών των στόχων με την προοπτική του σοσιαλισμού μπορεί να αποτυπωθεί σε μια συγκεκριμένη πρόταση με αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά, δημοκρατικά αιτήματα, πάντα σε συνάρτηση με την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία. Αυτή η πρόταση όχι μόνο ξεμπλοκάρει τη δράση του Κόμματος και του Εργατικού Κινήματος, αλλά ανοίγει και την προοπτική του σοσιαλισμού.
Αυτή η πρόταση αναδεικνύεται ως άμεσο καθήκον του Κόμματος και στο πλαίσιο αυτό πρέπει να καθορίσει και τη στάση του απέναντι στην κυβέρνηση και γενικότερα στις πολιτικές εξελίξεις που έρχονται. Ειδικά τώρα, που αποκαλύπτεται σε όλο της το εύρος η αποτυχία της πολιτικής της κυβέρνησης, ενώ δε «δικαιώνεται» ούτε και η Νέα Δημοκρατία για την πολιτική που ακολούθησε.
COMMENTS