Με ποιες προοπτικές;

Η Σύνοδος Κορυφής δεν πρόκειται να ασχοληθεί με το Ελληνικό ζήτημα. Δεν είναι καν στην ημερήσια διάταξη. Άλλωστε πως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο, όταν οι «θεσμοί» αρνούνται να καταλήξουν σε μια συμφωνία, κρατώντας μια τακτική, που συνεχώς εξαναγκάζει την κυβέρνηση να μετατοπίζεται σταθερά προς όσα μέτρα θέλουν να επιβάλλουν.

Οι «θεσμοί» αρνούνται να αποδεχτούν ακόμη και αυτές τις προτάσεις, που καταθέτει η κυβέρνηση, με συγκεκριμένους αριθμούς, και που πρακτικά ακυρώνουν όλες τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ακόμη και αυτές τις  προγραμματικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, που είναι πίσω από τις προεκλογικές δεσμεύσεις και που η κυβέρνηση τις έριξε στον κάλαθο των αχρήστων. Επιμένουν να «ρίξουν» την κυβέρνηση πάνω στο e-mail Χαρδούβελη και ακόμη χειρότερα.

Σε τι ελπίζει, επομένως, η κυβέρνηση; Αυτό είναι ένα ερώτημα, που για εμάς έχει ήδη απαντηθεί, αλλά η ίδια η κυβέρνηση ελπίζει και πάλι στην πολιτική διαπραγμάτευση με την οποία ανακυκλώνεται συνεχώς.

Και για να πούμε πλήρως την αλήθεια, μέχρι τώρα η πολιτική διαπραγμάτευση δεν έχει φέρει και κάποιο ευνοϊκό αποτέλεσμα για την κυβέρνηση, που να μπορεί να το αξιοποιήσει και η ίδια, έστω επικοινωνιακά. Αντίθετα και η πολιτική διαπραγμάτευση, στο επίπεδο των κορυφών ηγετών, «σπρώχνει» προς όσα απαιτούν οι «θεσμοί».

 Έτσι, λοιπόν, ο πρωθυπουργός κομίζει και πάλι πρόταση για ενιαία συμφωνία, που αφορά και το χρέος, προς την Άνγκελα Μέρκελ, τον Φρανσουά Ολάντ και πιθανόν με τον Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, ελπίζοντας σε μια συμφωνία που θα ξεκλειδώσει και τη χρηματοδότηση με ένα επόμενο Eurogroup.

Οι ηγέτες αυτοί, όμως, έχουν φροντίσει η κυβέρνηση να έχει πάρει, έστω και δια της τεθλασμένης, εκ των προτέρων την απάντηση: «Η μπάλα βρίσκεται στα χέρια της κυβέρνησης».

Υπάρχει και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που επισημαίνει, με τελευταία δήλωσή του, ότι: «Αυτό που γνωρίζω από τις συζητήσεις με τους τρεις θεσμούς δεν δικαιολογεί την αισιοδοξία που προκύπτει από τις ανακοινώσεις της Αθήνας».

Την ίδια στιγμή τα αστικά ΜΜΕ φροντίζουν από τη μια μεριά να «ξεκρεμάνε» την κυβέρνηση,  γιατί δεν υλοποιεί τις δεσμεύσεις της, από την άλλη να την πιέζουν να αποδεχτεί τους όρους των λεγόμενων εταίρων, γιατί «η χώρα είναι εξαρτημένη από τα λεφτά των ξένων» (e-Βήμα, 21/05/2015).

Παράλληλα απευθύνονται στον πρωθυπουργό και του συνιστούν «να προετοιμασθεί για την υιοθέτηση της συμφωνίας στο εσωτερικό της χώρας, κυρίως την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του, η οποία σε σημαντικό βαθμό δεν έχει συνείδηση της κρισιμότητας των περιστάσεων» (στο ίδιο).

Πιέσεις, όμως, δέχεται και η Νέα Δημοκρατία από τους «κομματικούς εταίρους». Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα έχει πάρει απόφαση με βάση την οποία συστήνει στη Νέα Δημοκρατία να ψηφίσει στη βουλή τη συμφωνία που θα φέρει η  κυβέρνηση, εφόσον καταλήξουν οι «θεσμοί» με την κυβέρνηση σ’ αυτή. Είναι φανερό περί τίνος πρόκειται.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην περίπτωση που υπάρξει συμφωνία, δεν επιθυμεί να γίνει αυτή πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας. Κατά προέκταση αυτή η απαίτηση αφορά και στο ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Καταλαβαίνουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να «δέσει» για τα καλά όλο το αστικό κομματικό σύστημα για να προχωρήσει η εφαρμογή της συμφωνίας όσο το δυνατόν απρόσκοπτα.

Παράλληλα, όμως, πληθαίνουν οι πληροφορίες, ότι, σε περίπτωση μη συμφωνίας και μπροστά στον κίνδυνο που διαγράφεται για την παραμονή της χώρας μας στο ευρώ,  οι εταίροι ευνοούν – στο ενδεχόμενο εθνικών εκλογών, την κοινή κάθοδο της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού σ’ αυτές.

Μέχρι τώρα οι σχολιασμοί που υπάρχουν γι’ αυτό το θέμα από στελέχη, τουλάχιστον από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας δεν διαψεύδουν αυτό το ενδεχόμενο, δεν το επιβεβαιώνουν, αλλά αντίθετα δηλώνουν ότι θα γίνει ό,τι πρέπει για να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη (Μισέλ Ασημακοπούλου) αφήνοντας ανοιχτή μια τέτοια επιλογή.

Αυτό που επιβεβαιώνεται κάθε ημέρα είναι ότι δεν υπάρχουν ελπίδες μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση να αποφύγει η χώρα μας την εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών, την εφαρμογή νέων μνημονίων.

Παίρνοντας υπόψη ότι η οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι καλή – ενδεικτικά είναι τα τελευταία στοιχεία για την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη αλλά και στη Γερμανία ειδικά – γίνεται καθαρό ότι τα νέα μέτρα για τη χώρα μας θα είναι πιο σκληρά.

«Το ελληνικό πρόβλημα είναι βαθύ και δύσκολο» μας πληροφορούν τα αστικά ΜΜΕ και καλούν την κυβέρνηση να απαλλαγεί ακόμη και απ’ αυτό το πρόγραμμά της, ορισμένα, μάλιστα, στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης την καλούν να ομολογήσει ότι έλεγε ψέματα στον Ελληνικό λαό για να ανοίξει ο δρόμος της συνεργασίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων.

Αποδεικνύεται ότι η αστική τάξη της χώρας, με τα αστικά ΜΜΕ και τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, επιχειρεί να ενσταλάξει μέσα στον Ελληνικό λαό την ιδέα ότι δεν υπάρχει καμία άλλη εναλλακτική πρόταση στην πολιτική της κυβέρνησης και των άλλων κομμάτων της αστικής αντιπολίτευσης. Οπότε το μόνο που απομένει είναι να αποδεχτεί μοιρολατρικά τις αντιλαϊκές πολιτικές, που εφαρμόζονται στο όνομα μιας αβέβαιης ανάκαμψης.

Ειδικά αυτήν την περίοδο επανέρχεται στην επικαιρότητα η αναγκαιότητα μιας κεντρικής πολιτικής παρέμβασης, η αναγκαιότητα της κατάθεσης μιας συγκεκριμένης πρότασης με βασικούς στόχους: την αποχώρηση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση,  την ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της χώρας μας, την αξιοποίηση των παραγωγικών και αναπτυξιακών δυνατοτήτων της προς όφελος των εργαζομένων και με την εξουσία τους, την εξουσία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, κατώτερων και μεσαίων. Το βάρος αυτό πέφτει στις πλάτες του ΚΚΕ. Είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να το σηκώσει.

COMMENTS