Η κυβέρνηση προσέρχεται στο σημερινό Eurogroup με την προσδοκία να αποσπάσει μια πολιτική απόφαση, θετική, όπως η ίδια την προσδιορίζει, για την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ελπίζει μ’ αυτόν τον τρόπο να ανοίξει ο δρόμος της χρηματοδότησης για να αρχίσει η αποκατάσταση της ρευστότητας στη χώρα μας, που, ομολογουμένως, βρίσκεται στα κακά της χάλια.
Η κυβέρνηση, από την «ελεγχόμενη ασφυξία», που της έχει επιβάλει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχει αναγκαστεί να αποσπά τα αποθεματικά των Ταμείων και άλλων δημόσιων οργανισμών, προκειμένου να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της χώρας μας ως προς την εξόφληση των δόσεων για το χρέος, αυτή τη στιγμή προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Απ’ ότι φαίνεται, όμως, στην καλύτερη περίπτωση, θα αποσπάσει μόνο μια ανακοίνωση, «χλιαρή» την εκτιμούν όλοι οι πολιτικοί παρατηρητές. Βασίζονται, για την εκτίμησή τους αυτή, στις δηλώσεις ανώτατων αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι κι αλλιώς αυτό που όλοι γνωρίζουν, συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης, είναι ότι δεν πρόκειται να δοθεί και «πολύ θάρρος» στην κυβέρνηση, πολύ περισσότερο δεν πρόκειται να ανακοινωθεί κάτι, που θα παραπέμπει σε συμφωνία, πέραν της έκφρασης μιας αισιοδοξίας για κατάληξη σε συμφωνία. Και κατά πάσα πιθανότητα αυτή η έκφραση αισιοδοξίας δε θα οδηγήσει και στο άμεσο άνοιγμα της χρηματοδότησης, έστω και μιας δόσης.
Όλη η διαδικασία της διαπραγμάτευσης τελεί κάτω από το βάρος της γενικότερης οικονομικής κατάστασης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των γεωστρατηγικών της επιδιώξεων. Αυτή τη στιγμή ο Ζαν – Κλοντ Γιουνκέρ έχει στα χέρια του τη μελέτη – έκθεση του Κέντρου Οικονομικής Έρευνας της Ευρώπης (CEER), η οποία χαρακτηρίζει «απογοητευτικές» τις προοπτικές της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε οικονομική κρίση είτε στη “γραμμή διαχωρισμού” κρίσης – ανάπτυξης για περίοδο πέντε ως οκτώ ακόμη ετών – δηλαδή, ως το 2023 – και αυτό με την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ θα συμφωνήσουν, επεξεργαστούν και θέσουν σε εφαρμογή ένα “πρόγραμμα με βαθύ χρονικό ορίζοντα” στη βάση του οποίου θα βρίσκονται δύο “οικονομικές σταθερές”: η διακοπή παροχής δανείων και η με κάθε τρόπο “δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης σε όλον τον χώρο της Ευρώπης” πέραν της ευρωζώνης. Η οποία ευρωζώνη, σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, “οπωσδήποτε” χρειάζεται “αναμόρφωση με στόχο την ευρύτερη αποδοτικότητα”», (e-Βήμα, 11/05/2015).
Την ίδια στιγμή αναπτύσσεται πολύ μεγάλος προβληματισμός στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τα πλεονάσματα της Γερμανίας, τα οποία, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Κομισιόν, θα κινηθούν στο 7.9% επί του ΑΕΠ για το 2015 και στο 7.7% για το 2016 (Capital, 09/05/2015). Πρόκειται για την πέμπτη συνεχή χρονιά, που τα Γερμανικά πλεονάσματα κυμαίνονται πάνω από το 6%, όριο το οποίο έχει τεθεί από τις ίδιες τις Κοινοτικές Συνθήκες.
Το γεγονός αυτό, στην απλή λαϊκή γλώσσα, σημαίνει ότι όλες οι χώρες «δουλεύουν» για τα πλεονάσματα της Γερμανίας, η οποία παραβιάζει τους «κανόνες» της Ευρωπαϊκής ‘Ένωσης, την ίδια στιγμή, που απαιτεί από τους άλλους εταίρους να τους εφαρμόζουν.
Τα πλεονάσματα της Γερμανίας, από οικονομική τώρα άποψη, έρχονται να υπογραμμίσουν την οικονομική ανισομετρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ επέκταση την πολιτική ανισομετρία.
Έρχονται, όμως, να υπογραμμίσουν και ένα άλλο γεγονός. Εκ των πραγμάτων τα Γερμανικά πλεονάσματα καθιστούν προβληματική την προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης των άλλων χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και εδώ γίνεται λόγος για χώρες με ισχυρές οικονομίες, όπως η Γαλλία, την οποία τη χαρακτηρίζουν ως «ασθμαίνουσα», ή την Ιταλία, που βρίσκεται σε στασιμότητα και αντιμετωπίζει, ταυτόχρονα, και το μεγάλο πρόβλημα του χρέους.
Παράλληλα η Μεγάλη Βρετανία, που φιλοδοξεί να προσπεράσει τη Γαλλία σε οικονομική ισχύ και να γίνει η δεύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στηρίζει την οικονομική της ανάκαμψη στην σκληρή πολιτική της λιτότητας με τις κοινωνικές δαπάνες να έχουν καταρρεύσει. Η επανεκλογή του Ντέιβιντ Κάμερον προδιαθέτει, σύμφωνα και με τις δικές του δηλώσεις, ότι θα συνεχιστεί η ίδια πολιτική.
Μόνο που αυτή η πολιτική έχει οξύνει στο έπακρο την εξαθλίωση του Βρετανικού λαού. Η έκθεση του CEER καταγράφει τις κοινωνικές συνέπειες, που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι στη Βρετανία. Αναφέρει ενδεικτικά ότι «οι οκτώ στους δέκα μαθητές των δημόσιων δημοτικών σχολείων υποσιτίζονται και ο ένας στους τέσσερις φθάνει στο σχολείο νηστικός το πρωί. Τα οκτώ στα δέκα νοικοκυριά μισθοβιωτών έχουν περιορίσει τα έξοδα διατροφής τους κατά μέσον όρο 13,3% επειδή οι μισθοί τους «κουρεύτηκαν» κατά 9,6% ως 21%. Η Βρετανία θεωρείται χώρα πλούσιων κατοίκων και ο πρωθυπουργός της Ντέιβιντ Κάμερον το υπογράμμιζε κατά κόρον ως αποτέλεσμα της πολιτικής του στην προεκλογική εκστρατεία του, αλλά ο μέσος Βρετανός ξοδεύει σήμερα 11% λιγότερα για την «πολιτιστική απόλαυσή» του από ό,τι το 2013 και 13,3% λιγότερα για τη διατροφή του με προοπτική να τα περιορίσει περισσότερο. Η εφημερίδα «Guardian» προβλέπει ότι στην ερχόμενη δεκαετία η Βρετανία “θα έχει ήδη εισέλθει στα πρόθυρα της γενικής κοινωνικής κρίσης”», (το ίδιο).
Η έκθεση του CEER κάνει και μια άλλη διαπίστωση. Οι συνέπειες αυτές δεν αφορούν μόνο τη Βρετανία. Διαχέονται σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης «σε ρυθμούς μη ελεγχόμενους και επιταχυνόμενους», (το ίδιο).
Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε, ότι οι προσδοκίες για ανάκαμψη, που βασίστηκαν πάνω στην «ποσοτική χαλάρωση», αρχίζουν να προβληματίζου. Μειώνεται η αρχική αισιοδοξία για την αποτελεσματικότητά της. Και αυτό έχει τη σημασία του για την οικονομική πολιτική, που θέλει να εφαρμοστεί για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κατ’ επέκταση, για τη χώρα μας η Ελληνική κυβέρνηση για να σταθεροποιήσει, σε πρώτο βαθμό, την οικονομία και στη συνέχεια να έρθει η ανάπτυξη.
Όλη αυτήν την κατάσταση την επιτείνουν οι διασταυρούμενες γεωπολιτικές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που και αυτές καταλήγουν στο να οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ τους, ενώ αποτελούν εμπόδιο για την έξοδο από την οικονομική κρίση.
Είναι φανερό ότι η οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γενικά, και της Ευρωζώνης, ειδικά, δεν είναι καλή. Και αυτό, τώρα, επιβεβαιώνεται και με τα ίδια τα στοιχεία, που, ήδη, έχει στα χέρια του ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Ο μύθος της οικονομικά ισχυρής Ευρώπης έχει καταρρεύσει προ πολλού και οι προοπτικές της χώρας μας σ’ αυτήν δε μπορούν, σε καμία περίπτωση, να συνδυάζονται με την οικονομική της ανάκαμψη, πολύ περισσότερο με την οικονομική ανάκαμψη προς όφελος των εργαζομένων.
Η κυβέρνηση βρίσκεται με «την πλάτη στο τοίχο». Η «σκληρή διαπραγμάτευση» το μόνο αποτέλεσμα που έφερε ήταν να εγκαταλείψει ακόμη και αυτές τις προγραμματικές της εξαγγελίες, οι οποίες είχαν περιορισμένο χαρακτήρα και δεν κάλυπταν παρά ελάχιστες ανάγκες των εργαζομένων.
Αναφέρουμε ενδεικτικά, ότι αύριο η χώρα μας πρέπει να καταβάλει στο ΔΝΤ 750εκ. ευρώ, ενώ όλο το πρόγραμμα για την ανθρωπιστική κρίση για το 2015 προβλέπει δαπάνες 200εκ. ευρώ! Και δε μιλάμε για τις άμεσα επόμενες υποχρεώσεις, τόσο προς το ΔΝΤ όσο και προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο μύθος της «ισχυρής Ελλάδας», που λανσάρισε πρώτος ο Κώστας Σημίτης και έκτοτε επαναλαμβάνουν μονότονα όλοι οι μετέπειτα πρωθυπουργοί, στο πλαίσιο μιας «ισχυρής Ευρώπης» έχει καταρρεύσει επίσης.
Μπροστά μας βρίσκεται μία και μοναδική εναλλακτική λύση. Ο δρόμος της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας μας, της μονομερούς διαγραφής του χρέους, της αλλαγής των τάξεων στην εξουσία, της απομάκρυνσης της αστικής τάξης απ’ αυτήν, γιατί η αστική τάξη οδήγησε τη χώρα μας στη χρεοκοπία, της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, τα κατώτερα και μεσαία.
Αν συνεχίσει αυτή η κατάσταση το μόνο μέλλον που διαγράφεται μπροστά στη χώρα μας είναι η οικονομική στασιμότητα, ο οικονομικός έλεγχος από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, η ένταση της εξάρτησης και η μονιμοποίηση για μεγάλο χρονικό διάστημα του καθεστώτος της ελεγχόμενης χρεοκοπίας.
COMMENTS