Αφήσαμε για λίγο το χρόνο να περάσει, γιατί ήταν τόσο πυκνός σε εξελίξεις, και νομίζουμε φανερά υποστηρικτικές των απόψεων, που εκφράζουμε σ’ αυτήν τη σειρά των άρθρων, προκειμένου να τεκμηριώσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα την τελευταία συνέχεια. Βρισκόμαστε, ως χώρα, σ’ ένα κρίσιμο σημείο, όπου έχει επανέλθει στη συζήτηση η έξοδος από την ευρωζώνη είτε από την έλλειψη συμφωνίας πάνω στα μέτρα, που πρέπει να πάρει η κυβέρνηση είτε και από «ατύχημα». Έχει σημασία επομένως, στο φως αυτών των εξελίξεων να είμαστε, πάντα σύμφωνα με τις δυνάμεις μας, όσο το δυνατό πιο τεκμηριωμένοι. Γι αυτό και η τελευταία συνέχεια θα είναι πιο εκτεταμένη απ’ ότι αρχικά την υπολογίζαμε. Αυτήν την τελευταία συνέχεια θα τη δημοσιεύσουμε σε τρία μέρη.
Από το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης δεν είχαμε μόνο την πυκνότητα των πολιτικών εξελίξεων, αλλά είχαμε, παραπέρα, και την περισσότερο δυνατή καθαρή εικόνα όλων των αντιθέσεων στην Ελληνική κοινωνία. Σ’ αυτό «βοήθησε» και το γεγονός ότι και μ’ αυτήν την κυβέρνηση, που δεσμεύτηκε να βάλει τέλος στη λιτότητα, να ξεπεράσει την ύφεση, να αλλάξει την Ευρωπαϊκή Ένωση, που μίλησε και υπερασπίστηκε τις «αξίες της Ενωμένης Ευρώπης», φαίνονται πολύ καθαρά και τα όρια, που μπορεί να κινηθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας κυβέρνησης, που, υποτίθεται, ότι θα πήγαινε κόντρα στην κυρίαρχη πολιτική, που χρησιμοποίησε έντονη αντιμνημονιακή ρητορεία. Θυμίζουμε σ’ αυτό το σημείο, ότι η «Νέα Σπορά» θεωρεί ως μνημόνιο τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι όπως προσαρμόστηκε αυτή για την περίπτωση της χώρας μας και από αυτήν την οπτική γωνία κάνει τις αναλύσεις της. Η θέση αυτή πλέον έχει επαληθευτεί στην πράξη.
Με δυο λόγια από το σύνολο των εξελίξεων, και ειδικά των τελευταίων, διαπιστώσαμε τη σχέση πολιτικής και οικονομίας, τα πραγματικά όρια της πολιτικής, που μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο μιας ιμπεριαλιστικής ένωσης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και με αυτήν την έννοια και τα πραγματικά όρια της οικονομίας.
Διαπιστώσαμε, όμως, ταυτόχρονα, και το σημείο ρήξης αυτής της πολιτικής, ως αρχής μιας πορείας για να υπάρξει η δυνατότητα εφαρμογής μιας άλλης φιλολαϊκής οικονομικής πολιτικής. Το σημείο ρήξης αυτής της πολιτικής είναι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Από μόνες τους οι εξελίξεις ανέδειξαν το πραγματικό δίλημμα. Ή η χώρα μας θα υποταχθεί τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε μια χωρίς ημερομηνία λήξης λιτότητα που καταδικάζει τους εργαζόμενους στην εξαθλίωση ή ο Ελληνικός λαός θα απαιτήσει την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια πορεία αυτοτελούς οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης.
Με την έννοια αυτή μπορούμε να προσεγγίσουμε πολύ καλύτερα και όλο το σύστημα των αντιθέσεων, με αναφορά πάντα στις σχέσεις των τάξεων, στην κίνηση των λαϊκών μαζών και στο συγκεκριμένο συσχετισμό των δυνάμεων, έτσι όπως προσδιορίζεται αυτός από το σύνολο των παραγόντων που τον καθορίζουν, εσωτερικών και διεθνών.
Ξεκινώντας από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι στη χώρα μας οξύνεται όλο και πιο πολύ η βασική αντίθεση της κοινωνίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Έχουμε ήδη σημειώσει σε προηγούμενη συνέχεια ότι η οικονομική κρίση οφείλεται στη βασική αντίθεση της κοινωνίας, την οποία η οικονομική κρίση έρχεται να την οξύνει παραπέρα.
Η άνοδος στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δεν ανέστειλε αυτήν την όξυνση με δεδομένο ότι η κρίση συνεχίζεται και τις συνέπειες της κρίσης εξακολουθούν να τις υφίστανται η εργατική τάξη, πριν απ’ όλα, αλλά και τα μικροαστικά στρώματα, η άτακτη χρεοκοπία της χώρας μας είναι πάντοτε παρούσα και με τη σημερινή κυβέρνηση. Θυμίζουμε ότι αυτήν τη στιγμή η χώρα μας τελεί υπό καθεστώς ελεγχόμενης χρεοκοπίας στην πραγματικότητα.
Ουσιαστικά, για να είμαστε απολύτως ακριβείς, με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στη διακυβέρνηση αυτό που δεν αναστέλλεται – και κατοχυρώνεται ως τέτοιο, είναι το “πλαφόν” της λιτότητας, που κληρονόμησε η νέα κυβέρνηση από την προηγούμενη, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Δηλαδή, συνεχίζεται η μεταφορά των συνεπειών της κρίσης πάνω στους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα, και με την έννοια αυτή συνεχίζεται η εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής. Και όχι μόνο αυτό.
Με βάση τη μέχρι τώρα πολιτική της νέας κυβέρνησης – την παράταση της Δανειακής Σύμβασης, την αναγνώριση του χρέους και την αποπληρωμή του – θα υπάρξουν και νέα αντιλαϊκά μέτρα. Το γεγονός αυτό είναι αναπόφευκτο να συμβεί. Η απόδειξη γι’ αυτό το γεγονός είναι η επ’ αόριστο αναστολή ακόμη και αυτού του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, το οποίο αφορούσε ακραία φαινόμενα φτώχιας.
Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης είναι ένα άκρως περιοριστικό πρόγραμμα, που ο κύριος στόχος του είναι η νομιμοποίηση της μέχρι τώρα πολιτικής, που εφαρμόστηκε, ανοίγοντας μερικές «βαλβίδες ασφαλείας» – τις λεγόμενες «ανάσες», για να μην υπάρξουν οι λαϊκές εκρήξεις.
Το βάθος και η διάρκεια αυτής της κρίσης επιβεβαιώνουν και την ένταση της αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Τα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης είναι άκρως αποκαλυπτικά και καταστρεπτικά για την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα.
Το ΑΕΠ της χώρας μας μειώθηκε κατά 25% σωρευτικά, πράγμα που υποδηλώνει και την πτώση της παραγωγής. Το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων μειώθηκε αποφασιστικά. Η εξαθλίωσή τους πήρε εκρηκτικές διαστάσεις. Πάνω από 250.000χιλ. μικροεπιχειρήσεις έκλεισαν, προκαλώντας μια πρωτοφανή καταστροφή στα μικροαστικά στρώματα. Η επίσημη γενική ανεργία έφτασε και ξεπέρασε το 27%. Η ανεργία στη νεολαία έφτασε το 60% (η πραγματική ανεργία γενικά και στη νεολαία ειδικά είναι πολύ μεγαλύτερη, γιατί δεν καταγράφεται επίσημα το σύνολο των ανέργων). Η μετανάστευση των νέων επιστημόνων πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις. Για πρώτη φορά στη χώρα μας η εξαθλίωση και οι καταστρεπτικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης οδήγησαν χιλιάδες ανθρώπους στο απονενοημένο διάβημα.
Είναι, κατά συνέπεια, εύλογο – και με δεδομένη την ωριμότητα και το βαθμό ανάπτυξης των υλικών συνθηκών της Ελληνικής κοινωνίας, ένα επαναστατικό κόμμα να κατευθύνει την πολιτική του για το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης μέσα από την επίλυση της βασικής αντίθεσης της κοινωνίας, να υποτάξει το σύνολο της πολιτικής του δράσης στο καθήκον η εργατική τάξη, μέσα από την όξυνση της ταξικής πάλης, να κατακτήσει την πολιτική εξουσία.
Και για να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το ΚΚΕ. Το λάθος του δε βρίσκεται εδώ, στο ότι κατευθύνει την πάλη του στην επίλυση της βασικής αντίθεσης. Το λάθος του βρίσκεται στο πως προσεγγίζει την επίλυση της βασικής αντίθεσης, με άλλα λόγια στην τακτική του, γεγονός, που το οδηγεί και σε λάθος στάση μέσα στο Εργατικό Κίνημα, στην εργατική του πολιτική, πράγμα, που εκφράζεται και στην κατάσταση του Εργατικού Κινήματος, που σε περίοδο οξύτατης οικονομικής κρίσης δεν αντιστοιχούν οι αγώνες του με τις πραγματικές ανάγκες.
Ταυτόχρονα, όμως, η οικονομική κρίση του καπιταλισμού δεν οφείλεται μόνο στην ταξική φύση του καπιταλισμού, στον τρόπο της καπιταλιστικής παραγωγής. Στην ιμπεριαλιστική εποχή ιδιαίτερα υπάρχει και μια δεύτερη αιτία, που συχνά υποτιμάται ή δεν αντιμετωπίζεται όπως πρέπει.
Η δεύτερη αιτία της οικονομικής κρίσης είναι ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αγορών. Ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, που στη σύγχρονη εποχή έχει οξυνθεί στο έπακρο, παίρνοντας υπόψη το σημερινό βαθμό διεθνοποίησης της παραγωγής και γενικά του κεφαλαίου. Και αυτόν τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό η χώρα μας τον νιώθει για τα καλά, εξ αιτίας της γεωστρατηγικής της θέσης.
Στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού οι συνέπειες για τη χώρα μας είναι πριν απ’ όλα οικονομικές, συνέπειες, που προέρχονται από το διεθνή καταμερισμό εργασίας και από τη θέση της στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αυτή η τελευταία είναι ο παράγοντας, που προκάλεσε κυρίαρχα τη συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας μας, γεγονός, που επέδρασε αποφασιστικά στην περαιτέρω ένταση της οικονομικής εξάρτησης αλλά και στην ένταση και στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Η οικονομική εξάρτηση της χώρας μας από τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο, που να μπορούν αυτές, μέσα από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προκαλούν τον οικονομικό στραγγαλισμό της, να την εκβιάζουν ανά πάσα στιγμή με οικονομική χρεοκοπία, να της στερούν τη ρευστότητα, να την απειλούν ότι θα της επιβάλουν οικονομικά μέτρα, όπως στην περίπτωση της Κύπρου.
Πέρα, όμως, από τις οικονομικές συνέπειες υπάρχουν και πολιτικές – με την ένταση της πολιτικής εξάρτησης, αλλά και στρατιωτικές, διπλωματικές, στα ζητήματα των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας και με την έννοια αυτή στην κατοχύρωση των συνόρων, της ασφάλειας και της εθνικής ανεξαρτησίας της, στα ζητήματα των δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, στην κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών τους.
Οι συνέπειες αυτές επηρεάζουν τις συνθήκες ανάπτυξης και της διεκδικητικής δράσης των εργαζομένων, τις συνθήκες πολιτικής δράσης του επαναστατικού παράγοντα, παραπέρα, αφορούν στη συντριπτική πλειοψηφία του λαού με κορμό την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα.
Πρέπει να σημειώσουμε, ότι ειδικά η πάλη για την κατοχύρωση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων των εργαζομένων και γενικότερα του λαού αποτελεί ένα «καθημερινό σχολείο» για την εργατική τάξη, που δεν αφορά μόνο στη διαμόρφωση των σύγχρονων συνθηκών διεξαγωγής της ταξικής πάλης, αλλά επεκτείνεται ως συστατικό στοιχείο της πάλης μέχρι και το σοσιαλισμό, γιατί διδάσκει την εργατική τάξη με το δημοκρατισμό, που θα επικρατήσει με την κατάληψη της εξουσίας εκ μέρους της. Μαθαίνει η εργατική τάξη από τώρα για τη δημοκρατική άσκηση της εξουσία της.
Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να δώσει την αίσθηση στον Ελληνικό λαό ότι κατοχυρώνει τις δημοκρατικές ελευθερίες του με την απόσυρση των κιγκλιδωμάτων μπροστά από τη βουλή, με την απόσυρση της αστυνομίας από τις διαδηλώσεις, ότι προσπαθεί να παρουσιαστεί ότι αντιστέκεται στις πιέσεις των λεγόμενων εταίρων – ακριβώς για να δείξει ότι εναντιώνεται στην πολιτική εξάρτηση, ότι δεν εκβιάζεται και δεν υποχωρεί στην οικονομική της πολιτική, ως προς το ζήτημα της λεγόμενης ανθρωπιστικής κρίσης. Επιδιώκει να διασκεδάσει τα αισθήματα δυσαρέσκειας, που του είχε προκαλέσει ο αυταρχισμός και η πολιτική της υποτέλειας της προηγούμενης κυβέρνησης.
Μέσα από την αλύτρωτη περηφάνια του Ελληνικού λαού και τις δημοκρατικές του ευαισθησίες η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να αποσπάσει την πολιτική του ανοχή, αλλά αυτό ακριβώς δείχνει τη σημασία που έχουν για τον Ελληνικό λαό η υπεράσπιση των δημοκρατικών του δικαιωμάτων και ελευθεριών, αυτών των αστικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, η υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της κυβέρνησης.
Αυτή η ανάγκη υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του εργαζόμενου λαού, υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας αποκαλύπτεται πολύ περισσότερο τώρα, που η κυβέρνηση έχει αποδυθεί σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι δεν ασκεί την πολιτική της καθ’ υπαγόρευση των κυρίαρχων κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μεταμφίεσε την τρόικα σε «θεσμούς», που παρουσιάζει τις «μεταρρυθμίσεις» ως δική της πρωτοβουλία, τα αντιλαϊκά μέτρα, που της υπαγορεύονται, ως «προωθητικό συμβιβασμό», προκειμένου να παραμείνει στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακόμη και στην εξωτερική πολιτική η κυβέρνηση, την παραπέρα εμπλοκή της χώρας μας στα πλοκάμια της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στην Ουκρανία, συνολικά στις επιχειρησιακές ανάγκες του ΝΑΤΟ, την παρουσιάζει και ως στοιχείο της δικής της εξωτερικής πολυδιάστατης πολιτικής, όπως, άλλωστε και η προηγούμενη κυβέρνηση.
Είναι φανερό, πως δεν υπάρχει καμία εκδήλωση της πολιτικής, που γενικά εφαρμόζεται στη χώρα μας, της πολιτικής που εφάρμοζαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά και η σημερινή κυβέρνηση, που δεν συναρτάται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, με τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, με το ΔΝΤ, τον ΟΟΣΑ, κλπ.. Και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί η αστική τάξη της χώρας μας αισθάνεται να διασφαλίζει την εξουσία της και μέσα από τη συμμετοχή της σ’ αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Σ’ αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς δεν ισχύει η έννοια της οικονομικής και πολιτικής ισοτιμίας, και αυτό λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια χώρα που είναι ιμπεριαλιστική δύναμη, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, η Γερμανία κλπ., και σε μια χώρα που είναι τραβηγμένη στην ιμπεριαλιστική πολιτική, ανάμεσα σε ένα ιμπεριαλιστικό κέντρο ή άλλως σε μια ιμπεριαλιστική ένωση, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, που συμμετέχει η χώρα μας και που κυριαρχούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός και ταυτόχρονα η εξάρτηση των μικρότερων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Όλες οι αστικές τάξεις των χωρών αυτών συνασπίζονται για να αντιμετωπίσουν το σοσιαλισμό, την εργατική τάξη σα διεθνή δύναμη με στόχο το σοσιαλισμό. Το συμφέρον της αστικής τάξης της Ελλάδας είναι να βρίσκεται μέσα σ’ αυτούς τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Δεν είναι μια στρατηγική της επιλογή, που εξαναγκάζεται να κάνει. Το θέλει και το κάνει. Εξυπηρετεί τα ταξικά της συμφέροντα.
Η εξάρτηση, κατά προέκταση, δε βρίσκεται στο γεγονός ότι η αστική τάξη της χώρας μας εξαναγκάζεται, δήθεν, από κάποιες άλλες χώρες να συμμετέχει στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Είναι ανάγκη της να συμμετέχει σ’ αυτούς για να εξασφαλίζει πιο αποτελεσματικά την ταξική της κυριαρχία στη χώρα μας και να φέρνει σε πέρας το γεωστρατηγικό της ρόλο, στο πλαίσιο του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος και στο πλαίσιο των δικών της συμφερόντων, τα οποία βέβαια τελούν πάντα υπό αίρεση μπροστά στα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Η εξάρτηση βρίσκεται στο γεγονός ότι η χώρα μας εγκλωβίζεται σ’ ένα διεθνή καταμερισμό εργασίας, που καθορίζεται από τις αντιθέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων – γιατί είναι αυτές που έχουν τη δύναμη να κατανέμουν και να ανακατανέμουν την παγκόσμια αγορά, που, ταυτόχρονα, αυτός ο καταμερισμός εργασίας εμποδίζει να εξελιχτούν οι πραγματικές αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας μας, γιατί κυρίαρχα αυτός υποτάσσεται στις στρατηγικές επιλογές των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Αυτό το γεγονός στη χώρα μας το διαπιστώνουμε, σε μακροχρόνια βάση, με τη συρρίκνωση των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή ακριβώς η υποταγή, που είναι πριν απ’ όλα οικονομική υποταγή, γεγονός που ανάγλυφα το διαπιστώνουμε με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φέρνει και την παραπέρα πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική υποταγή. Είναι αυτό που παραδέχονται και επίσημα οι αστοί πολιτικοί, όταν μιλούν για την «παραχώρηση μέρους της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη βάση αυτή προωθείται η λεγόμενη πολιτική ένωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακριβώς εδώ εμφανίζεται η κυρίαρχη αντίθεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τον εργαζόμενο λαό. Η ύπαρξή της είναι αντικειμενική, ως άλλη μορφή της βασικής αντίθεσης της κοινωνίας, που, όμως, δεν επηρεάζει μόνο την εργατική τάξη αλλά και τα μικροαστικά στρώματα, ακόμη και τμήματα της αστικής τάξης, που μπορεί και να καταστραφούν. Σ’ αυτό το έδαφος δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα, κυρίως τα κατώτερα και μεσαία.
Αυτή είναι η φύση της κυρίαρχης αντίθεσης, που δε μπορεί να αγνοεί ένα επαναστατικό κόμμα, γιατί διαμορφώνει συνθήκες ζωής, την κοινωνική συνείδηση, την πολιτική στάση των λαϊκών μαζών, βοηθάει στην ωρίμανση της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων, μια και αποκαλύπτει το απεχθές πρόσωπο του ιμπεριαλισμού, δηλαδή του πιο αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Μόνο αν σκεφτεί κανείς το ερώτημα που διατρέχει και εκφράζεται από τους εργαζόμενους: «θα μας αφήσουν οι μεγάλοι;» καταλαβαίνει τη μεγάλη σημασία της κυρίαρχης αντίθεσης, το ρόλο της αλλά και τη σημασία της αντιιμπεριαλιστικής, αντιμονοπωλιακής, δημοκρατικής πάλης.
Εκεί, λοιπόν, που η ντόπια αστική τάξη προσβλέπει να εκμεταλλευτεί την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ΝΑΤΟ, στους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, τελικά, απέναντι στην επιδίωξή της να επεκταθεί υπερισχύει η υποταγή και η εξάρτηση, η υποτέλεια.
Και η απόδειξη γι’ αυτό το πράγμα ήρθε από μόνη της στην περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η χώρα μας μέσα από την ένταξη στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς χρεοκόπησε. Μ’ αυτόν τον τρόπο η αστική τάξη βγήκε και η ίδια χαμένη, γιατί τμήμα της καταστράφηκε, την ίδια στιγμή που χρεοκόπησε πολιτικά και ιδεολογικά. Το Ευρωπαϊκό όραμα έχει καταρρεύσει. Οι προσπάθειες που γίνονται αυτήν τη στιγμή από τους ιθύνοντες κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να το συμμαζέψουν, να το στεργιώσουν στα πόδια του. Μάταια όμως. Οι ρωγμές στις συνειδήσεις των εργαζομένων είναι μια πραγματικότητα. Το ζήτημα είναι η ρήξη.
COMMENTS