Στην τελική ευθεία

Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία προς τις κάλπες της 25ης του Γενάρη. Στην πρώτη φάση της προεκλογικής αντιπαράθεσης και διαπάλης η αστική τάξη έθεσε στην κρίση του ελληνικού λαού τη συνολική στρατηγική της για «πάση θυσία» παραμονή στο ευρώ και την ΕΕ και αυτό εκφράστηκε με τη στάση της ΝΔ και του πρωθυπουργού που εγκαλούσε το ΣΥΡΙΖΑ, σε υπέρμετρα οξείς τόνους, ότι οδηγεί τη χώρα σε έξοδο από το ευρώ (Grexit).

Αυτή η γραμμή του «φόβου» στην οποία επένδυσε αρχικά η ΝΔ βοηθούμενη και από τις τοποθετήσεις αξιωματούχων της ΕΕ και του ευρωπαϊκού Τύπου δεν ανέστρεψε το πολιτικό κλίμα. Απεναντίας ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε και παγίωσε το προβάδισμα που του δίνουν όλες ανεξαίρετα οι δημοσκοπήσεις. Η εκλογική του νίκη θεωρείται πλέον μη αναστρέψιμη.

Η ΝΔ, υπό το βάρος αυτής της εξέλιξης, αναπροσάρμοσε τη στάση της, έριξε τους τόνους της «κινδυνολογίας» και απέσυρε από την πρώτη γραμμή της ρητορικής της το «Grexit». Ο Αντώνης Σαμαράς μάλιστα έφτασε στο σημείο να μιλάει για «βελτιώσεις» μισθών και συντάξεων και μειώσεις φόρων αν η ΝΔ κερδίσει τις εκλογές! Η επιχειρηματολογία της ΝΔ πλέον εγκαλεί το ΣΥΡΙΖΑ ότι ακολουθεί μια ανεδαφική γραμμή που οδηγεί στη σύγκρουση και τη ρήξη με τους εταίρους της ΕΕ και κατευθύνει τη χώρα στην ανάγκη ενός νέου μνημονίου.

Παράλληλα, σ’ αυτό το διάστημα άλλαξε και η στάση των εταίρων της ΕΕ αλλά και του ευρωπαϊκού Τύπου. Οι χονδροειδείς παρεμβάσεις-δηλώσεις των αξιωματούχων των Βρυξελλών με τις οποίες εξέφραζαν τη στήριξή τους στη ΝΔ έφυγαν από το προσκήνιο, τα δημοσιεύματα των ξένων εφημερίδων ισορρόπησαν ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Η ίδια η γερμανική κυβέρνηση και ηγετικοί παράγοντες της ΕΕ στο μόνο που αρκούνται πλέον, είναι να θυμίζουν, σε ήπιους σχετικά τόνους, ότι πρέπει να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα, δηλώνοντας παράλληλα ότι είναι έτοιμοι να συνεργαστούν με οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση.

Μετά απ’ όλα αυτά η κεντρική γραμμή στην οποία αντιπαρατίθεται η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η εξής: Από τη μια ο Αντώνης Σαμαράς εμφανίζεται ως ο εγγυητής μιας ομαλής εξόδου από το μνημόνιο με «ασφάλεια και σταθερότητα» στο πλαίσιο της ευρωζώνης και από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας δίνει νέες διαβεβαιώσεις, χαρακτηρίζοντας «αδιανόητη» μια έξοδο από το ευρώ, αλλά ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι η γραμμή του για αλλαγή των πολιτικών λιτότητας στην ευρωζώνη γίνεται αποδεκτή στους ηγέτες της ΕΕ, προσθέτοντας ότι σε διαφορετική  περίπτωση δεν είναι βιώσιμη η ΟΝΕ. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο ΣΥΡΙΖΑ αντεπιτίθεται και θέτει υπό τη μορφή διλήμματος το στόχο της αυτοδυναμίας με την «απειλή» ή και τη «διαβεβαίωση» πως αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυτοδύναμος θα υποχρεωθεί να κάνει σκόντο από την «αντιμνημονιακή» γραμμή.

Από την εξέλιξη της προεκλογικής αντιπαράθεσης και έχοντας διανύσει τα 2/3 της σύντομης προεκλογικής περιόδου μπορούμε να εξάγουμε ένα βασικό συμπέρασμα: Η γραμμή της «πάση θυσία» παραμονής στο ευρώ, είναι αδύνατο για την άρχουσα τάξη της χώρας μας να την υπερασπιστεί με τη συνέχιση της σημερινής μνημονιακής πολιτικής. Η αστική τάξη χωρίς να παραιτείται από την στρατηγική της παραμονής στην ΕΕ και στο ευρώ έχει σοβαρές δυσκολίες να πείσει με την άκρατη κινδυνολογία και αυτό συνδέεται με τη στάση των λαϊκών μαζών, υποδηλώνει, από μία άποψη, άνοδο της πολιτικής και ταξικής συνείδησης των εργαζομένων.

Αυτό ακριβώς αντανακλάται στις αναλύσεις αστών δημοσιολόγων που διατυπώνουν την άποψη ότι «η οργή κυριαρχεί έναντι του φόβου». Διαφορετικά δεν μπορεί να ερμηνευτεί η αναπροσαρμογή της ρητορικής της ΝΔ που υπόσχεται μέχρι και αυξήσεις στα εισοδήματα και μειώσεις φόρων, όταν ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε πριν από λίγες εβδομάδες προβλέπει τα ακριβώς αντίθετα!

Αλλά και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν εξαντλείται σε απλές διαβεβαιώσεις για «πάση θυσία» παραμονή στο ευρώ και σε τοποθετήσεις που απορρίπτουν «μονομερείς ενέργειες» από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, όπως ισχυρίζεται. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ την ίδια στιγμή που η ίδια προωθεί πιο αποφασιστικά την ενσωμάτωσή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο παιχνίδι της αστικής διαχείρισης, εμφανίζεται ως πολιτική δύναμη που θα συμβάλλει ενεργητικά στην αλλαγή των πολιτικών λιτότητας ως προϋπόθεση για τη διάσωση της ευρωζώνης. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να απευθύνει προσκλήσεις συνεργασίας στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έχουν σαφή αντι-ΕΕ τοποθέτηση.

Και κατ’ αυτό τον τρόπο και ελλείψει μιας ουσιαστικής εναλλακτικής πρότασης διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία στην προοπτική του σοσιαλισμού από το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως η πολιτική δύναμη που δίνει «ελπίδα» – έστω για τα «απλά», αλλά πολύ άμεσα και οξυμένα καθημερινά προβλήματα – στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα.

Η πολιτική και ιδεολογική κρίση της άρχουσας τάξης, το γεγονός ότι το «ευρωπαϊκό όραμα» στην πραγματικότητα είναι ένα αδειανό πουκάμισο, οδηγεί σε πιο αποφασιστική στάση της αστικής τάξης αλλά και των δυνάμεων του ιμπεριαλισμού για την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πολιτικό σύστημα. Εξέλιξη, που πατάει στις αντιφάσεις και τα αστικά όρια της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος του μικροαστικού σοσιαλισμού, αλλά και στο γεγονός ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδεχτεί το ρόλο του πολιτικού πλυντηρίου της αστικής τάξης και της ΕΕ. Η τοποθέτηση του στενού συνεργάτη του Αλέξη Τσίπρα, Νίκου Παππά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι διατεθειμένος να προτείνει ακόμη και κεντροδεξιό πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι ενδεικτική αυτού του γεγονότος.

Την ίδια στιγμή το ΠΑΣΟΚ δηλώνει έτοιμο να συνεργαστεί με το ΣΥΡΙΖΑ, όχι όμως για να εφαρμόσει το προεκλογικό του πρόγραμμα, αλλά την «εθνική στρατηγική», ενώ αντίστοιχη, ως προς την ουσία της, θέση διατυπώνει τόσο το Ποτάμι που διεκδικεί την τρίτη θέση, αλλά και η ΔΗΜΑΡ που με ελάχιστες ελπίδες παλεύει για να μπει στη βουλή.

Ποιες είναι οι βάσεις της ιδεολογικής και πολιτικής κρίσης της αστικής τάξης; Γιατί το όραμα της ΕΕ έχει ξεθωριάσει σε ανησυχητικό για την άρχουσα τάξη βαθμό; Όποιος παρακολουθήσει με προσοχή την αντιπαράθεση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία εβδομάδα για τη «μεσαία τάξη» με αιχμή τη φορολογία και επίκεντρο τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας (ΕΝΦΙΑ) θα διαπιστώσει ότι η καταστροφή μεγάλου μέρους των μικροαστικών στρωμάτων ακόμα και ενός τμήματος της αστικής τάξης από τη μνημονιακή πολιτική, που είναι η γενική οικονομική πολιτική της ΕΕ, είναι ο αποφασιστικός παράγοντας αυτής της εξέλιξης.

Αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι τέτοιες κοινωνικές δυνάμεις κατευθύνονται απευθείας από τη ΝΔ προς το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις όπως το ΠΑΣΟΚ και λιγότερο το Ποτάμι για να επιτύχουν τους εκλογικούς τους στόχους αποστασιοποιούνται από τη ΝΔ και προσπαθούν να ρίξουν γέφυρες σε έναν «υπεύθυνο» και «ρεαλιστή» ΣΥΡΙΖΑ.

Αντίστοιχα, άλλα αστικά κόμματα όπως οι ΑΝΕΛ που κινούνται στο χώρο της Δεξιάς έχουν δομήσει την εκλογική τους τακτική πάνω στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και εμφανίζονται από τη μια ως συμμαχική του ΣΥΡΙΖΑ δύναμη και ταυτόχρονα ως εγγυήτρια δύναμη της αστικής τάξης με τη συμμετοχή της σε μια κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ.

Ζητούν μάλιστα ψήφο που θα στερήσει όχι τη νίκη αλλά την αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Πάνος Καμμένος δηλώνει χαρακτηριστικά ότι με το ΣΥΡΙΖΑ συμφωνεί στα κεντρικά ζητήματα της οικονομικής πολιτικής που αφορούν τις σχέσεις με τους εταίρους όπως αυτά συμπυκνώνονται στο ζήτημα του δημόσιου χρέους και του μνημονίου, αλλά θέτει «κόκκινες γραμμές» στο μεταναστευτικό και τα «εθνικά ζητήματα».

Ειδικά για τη στάση των ΑΝΕΛ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκφράζουν εκείνο το τμήμα της αστικής τάξης, ειδικά της μη μονοπωλιακής, που έχει εισπράξει τα επίχειρα της χρεοκοπίας. Από την άλλη μεριά οι ΑΝΕΛ εκφράζουν μια αστική άποψη που υπήρχε κατά κύριο λόγο στο χώρο της ελληνικής Δεξιάς και ειδικότερα στο εσωτερικό της ΝΔ.

Αυτή η στάση επιχειρούσε μια μεγαλύτερη «ποικιλία» στους διεθνείς προσανατολισμούς της αστικής τάξης, είτε γιατί διακρινόταν από μια πιο ρεαλιστική αστική προσέγγιση και επίγνωση των αρνητικών συνεπειών της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης της χώρας, είτε γιατί είχε καθαρά εθνικιστικούς-αντιδραστικούς προσανατολισμούς.

Οι αποχρώσεις των διαφορών στις τοποθετήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για ζητήματα όπως το Κυπριακό (σχέδιο Ανάν), οι ελληνοτουρκικές σχέσεις (συμφωνίες Ελσίνκι-Μαδρίτης) και τα ανοίγματα σε Ρωσία και Κίνα είναι πολύ χαρακτηριστικά από την άποψη αυτή. Αυτά λοιπόν τα τμήματα της άρχουσας τάξης τα προβληματίζει ο αστικός κοσμοπολιτισμός του ΣΥΡΙΖΑ και από εκεί προκύπτουν και οι «κόκκινες γραμμές» των ΑΝΕΛ.

Έτσι εξηγούνται επίσης, τα ανοίγματα των ΑΝΕΛ στο λεγόμενο «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ» και η επίθεση που δέχτηκε και δέχεται ο ΣΥΡΙΖΑ από τα μνημονιακά αστικά κόμματα, – τα οποία εκφράζουν έναν καθαρόαιμο και χωρίς αστερίσκους αστικό κοσμοπολιτισμό (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι) – για το γεγονός ότι η μόνη πολιτική δύναμη που δηλώνει διατεθειμένη να συνεργαστεί μαζί του είναι οι ΑΝΕΛ.

Σε κάθε περίπτωση η ιδεολογικοπολιτική κρίση της αστικής τάξης που βασίζεται στο γεγονός της εκτεταμένης καταστροφής των μικροαστικών στρωμάτων είναι και η βάση της εκλογικής αντοχής της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής που δημοσκοπικά δείχνει, δυστυχώς, να διεκδικεί με αξιώσεις το ρόλο της τρίτης πολιτικής δύναμης της χώρας.

Όλες, όμως, αυτές οι διεργασίες και το τι αντιπροσωπεύει η στάση του κάθε κόμματος, το τι στην πραγματικότητα αποκαλύπτει, από την άποψη της προσέγγισης της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, η πολιτική ρητορική του κάθε κόμματος, δε θα έπρεπε να έχουν απασχολήσει την ηγεσία του Κόμματος και να έχουν κατασταλάξει σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο προγραμματικών στόχων, που θα έδινε τη δυνατότητα να απεγκλωβίσει δυνάμεις εργαζομένων και μικροαστικών στρωμάτων;

COMMENTS