Πώς το Κόμμα μας δίνει τη μάχη των εκλογών; Από αρκετές ημέρες πριν ακόμη προκηρυχθούν οι εκλογές, από την παρέμβαση της Αλέκας Παπαρήγα στη βουλή για τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, είχε ξεκαθαρίσει το πώς θα πήγαινε το Κόμμα μας στις εκλογές. Το πρόσφατο Κάλεσμα του Κόμματος, «Ρ» 04/01/2015, δεν έρχεται να επιβεβαιώσει παρά τα όσα είχαν διαφανεί από τις παρεμβάσεις των στελεχών του Κόμματος σ’ όλο το προηγούμενο διάστημα. Από την πλευρά μας καταβάλαμε μια τελευταία προσπάθεια προς την ηγεσία του Κόμματος να διατυπώσει μια συγκεκριμένη πρόταση εξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία, μπροστά και στη φανερή προσπάθεια που πραγματοποιείται από την άρχουσα τάξη για μια νέα αναδιάταξη των κομματικών δυνάμεων και του πολιτικού συστήματος, με τη μορφή ενός εκλογικού προγράμματος.
Ο κόσμος του ΚΚΕ γνωρίζει πολύ καλά πως τα τελευταία χρόνια τα εκλογικά προγράμματα έχουν καταργηθεί σ’ όλα τα επίπεδα των εκλογικών διαδικασιών και το Κόμμα μας περιορίζεται στην έκδοση Διακηρύξεων ή Καλεσμάτων με το επιχείρημα ότι ένα εκλογικό πρόγραμμα αποσπά την πάλη της εργατικής τάξης από το κύριο καθήκον της, τη διεκδίκηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας, δηλαδή την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Θα δούμε στη συνέχεια αν με το τελευταίο Κάλεσμα του Κόμματος για τις εκλογές τηρείται ή δεν τηρείται αυτή η πολιτική θέση.
Ανεξάρτητα από το εάν το πρόσφατο κάλεσμα του Κόμματος έχει συγκεκριμένη αναφορά στην εργατική λαϊκή εξουσία και το πώς εντάσσει την εκλογική μάχη στην πορεία κατάκτησης αυτής της εξουσίας (οι αναγνώστες μας πρέπει να αποδώσουν και την ανάλογη σημασία στις διατυπώσεις και στο πως γίνονται αυτές οι αναφορές στην εργατική λαϊκή εξουσία) τρείς είναι οι κύριοι άξονες που δίνει την εκλογική μάχη το Κόμμα μας:
Ο πρώτος άξονας αφορά τη γενική του κατεύθυνση απέναντι στα κόμματα της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, που στηρίζεται στο γεγονός της ενιαίας στρατηγικής των κομμάτων αυτών απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ. Όπως έχουμε αναφερθεί στις προηγούμενες συνέχειες αυτού του άρθρου η γνώμη μας είναι ότι η αντιπαράθεση απέναντι στα δύο αυτά κόμματα θα είχε πολύ μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα εάν το Κόμμα μας κατέβαινε στις εκλογές με μια συγκεκριμένη πρόταση διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία. Αναλύσαμε το που σκοντάφτει η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Κόμμα μας μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια, η οποία εκφράζεται ακόμη και τώρα όχι μόνο μέσα από μια γενική άρνηση της πολιτικής που εφαρμόζεται, αλλά και με τη δυσπιστία απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ. Παραπέρα εκφράζεται και με συγκεκριμένους δείκτες, οι οποίοι, βέβαια είναι χαμηλότεροι απ’ ότι ήταν στις εκλογές του ’12.
Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ενώ αναδεικνύουν μια ταυτόχρονη άνοδο της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, σταθερά με πρώτο το ΣΥΡΙΖΑ, παράλληλα, σε ερωτήματα προς τους ψηφοφόρους για το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφουν ένα ποσοστό που ξεπερνάει το 20%, που απορρίπτουν το ευρώ και γενικά δεν διάκεινται φιλικά ως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την ίδια στιγμή καταγράφουν ένα ποσοστό, που πάλι ξεπερνάει το 20% και τάσσεται υπέρ της μονομερούς διαγραφής του δημόσιου χρέους. Ένας άλλος δείκτης, που έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι η απόρριψη της συμφωνίας, που έχει κάνει ήδη η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, το περίφημο ECCL, δηλαδή το νέο μνημόνιο, που απορρίπτεται μ’ ένα ποσοστό της τάξης περίπου του 60%. Σ’ αυτό το ποσοστό ο ένας στους τρεις ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας απορρίπτει το ECCL. Τέλος, ένας, επίσης, ιδιαίτερα ενδιαφέρον δείκτης είναι ότι ένα ποσοστό της τάξης του 60% περίπου απαιτεί σκληρή διαπραγμάτευση με την τρόικα και στην περίπτωση μη υποχώρησης της τρόικα απαιτεί ρήξη μ’ αυτήν.
Απ’ αυτούς τους δείκτες φαίνεται ότι ο εργαζόμενος λαός, παρά το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις, σήμερα, δίνουν ποσοστά της τάξης του 75% υπέρ της παραμονής της χώρας μας στο ευρώ, εμφανίζει ακόμη αντιστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να εκδηλωθούν με πολύ πιο διαφορετικό τρόπο εάν οι εργαζόμενοι είχαν μπροστά τους μια συγκεκριμένη πρόταση, που δε θα άφηνε τη δικομματική διαμάχη Νέας Δημοκρατίας – ΣΥΡΙΖΑ στο επίπεδο μιας γενικόλογης απόρριψης.
Όπως γίνεται φανερό το Κόμμα μας με μια τέτοια πρόταση, όπως την έχει προτείνει η «Νέα Σπορά», το έχουμε ξανατονίσει, θα μπορούσε να διεμβολίσει δυνάμεις τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και στο σημερινό διαμορφωμένο πολιτικό τοπίο, και να ανακτήσει πιο γρήγορα την εκλογική του δύναμη, να ενισχύσει τους δεσμούς του με τις λαϊκές μάζες «σπάζοντας» το δικομματικό σκηνικό, το οποίο από καιρό τώρα οικοδομείται μεθοδευμένα και από τη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ.
Ο δεύτερος άξονας αφορά στην ισχυροποίηση του Κόμματος. Αυτός είναι ένας πάγιος στόχος του Κόμματος. Ποιος θα μπορούσε να φέρει την παραμικρή αντίρρηση σ’ αυτόν το στόχο; Κανείς.
Για να έχει αντίκρισμα, όμως, αυτός ο στόχος στους εργαζόμενους πρέπει να βλέπουν στο πρόσωπο του Κόμματος τον εγγυητή μιας άλλης πορείας της χώρας μας, που θα απαντάει στα ζωτικά προβλήματα του εργαζόμενου λαού. Και αυτό το γεγονός πριν απ’ όλα πρέπει να εκφράζεται στην πολιτική αντιπαράθεση που διεξάγεται. Η γενική εντύπωση που επικρατεί στον κόσμο, όχι μόνο του ΚΚΕ αλλά και γενικότερα, είναι ότι το Κόμμα μας δεν πρωταγωνιστεί σ’ αυτήν την πολιτική αντιπαράθεση που διεξάγεται. Δεν την «παίρνει πάνω του».
Στην πολιτική αντιπαράθεση έχουν επιστρατευτεί «επιχειρήματα», ειδικά από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, που δε συνιστούν μόνο μια κινδυνολογική προπαγανδιστική εκστρατεία. Έχουν βαθύτατες ιδεολογικές ρίζες, επαναφέρουν άλλες εποχές και αποτελούν το υπόστρωμα όχι μόνο για μια πρόσκαιρη ακροδεξιά ρητορεία αλλά για μια μόνιμη πολιτική κατάσταση του «νόμου και της τάξης», που να θυμίζει εποχές ’61.
Η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του εργαζόμενου λαού είναι υπόθεση του ΚΚΕ και αυτό σημαίνει ισχυρό, ισχυρότατο άνοιγμα μετώπου ενάντια στη Νέα Δημοκρατία, η οποία επιχειρεί μια σαφή στροφή προς την πολιτική αντίδραση, που σχετίζεται και με την επόμενη ημέρα των εκλογών, την οποία πολιτική αντίδραση ο ΣΥΡΙΖΑ την αντιμετωπίζει με τις επικλήσεις δημοσιευμάτων παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα «συνομιλήσει» με τη νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί από τη μια να παρουσιαστεί ότι θα συγκρουστεί με τις πολιτικές της λιτότητας, «τολμάει» να τα βάλει και με την Άνγκελα Μέρκελ, και από την άλλη διανθίζει την υποτιθέμενη σύγκρουση με «καλλωπιστικά πολιτικά φυτά» – παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δηλώνουν ότι θα γίνει αποδεκτός, ξεχνώντας ο ίδιος, βέβαια, ότι τα «μεγάλα κεφάλια – αφεντικά» της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιμένουν στους όρους τους. Και οι όροι είναι σταθεροί και αξεπέραστοι.
Στο πλαίσιο αυτό:
- Όταν ο Γιώργος Τράγκας ωρύεται στην πρωινή του ζώνη για «τη ρεβάνς του ‘49» και στη βραδινή του τηλεοπτική εκπομπή αναρωτιέται «Που θα μας στείλετε; Στα ξερονήσια;», αποδίδοντας αυτήν την πρόθεση στο ΣΥΡΙΖΑ, την απάντηση πρέπει να την παίρνει από το ΚΚΕ, γιατί εδώ αναβιώνει μια αντικομμουνιστική χυδαιολογία, η οποία αντιστρέφει τους ρόλους και την Ιστορία, η οποία χρησιμοποιείται για να εκμηδενίσει το αγωνιστικό φρόνημα του εργαζόμενου λαού. Και αυτό το ζήτημα αφορά κυρίως το ΚΚΕ, την ίδια στιγμή που βήμα το βήμα χτίζεται η στροφή προς την πολιτική αντίδραση, γεγονός που θα δυσκολέψει πάνω απ’ όλα τη δράση του ΚΚΕ και του Εργατικού Κινήματος.
- Όταν η εκπρόσωπος τύπου της Νέας Δημοκρατίας υποστηρίζει την παραμονή της χώρας μας «πάση θυσία» στο ευρώ και ο παρευρισκόμενος εκπρόσωπος του Κόμματος δεν παρεμβαίνει να τη ρωτήσει: «Πάση θυσία;! Και με πεθαμένο τον εργαζόμενο λαό;», μήπως και τυχόν «μπλεχτεί» στη δικομματική αντιπαράθεση Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, κάτω από το «βάρος της υποψίας» ότι πιθανώς μια τέτοια παρέμβαση θα ευνοήσει το ΣΥΡΙΖΑ, επειδή ο εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ στο ίδιο ερώτημα απάντησε με ερώτηση «τι σημαίνει πάση θυσία;», τότε, το ΚΚΕ αρνείται να πάρει επάνω του αυτό το ερώτημα και να το βάλει ως δικό του ερώτημα προς τη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ.
- Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορείται από τη Νέα Δημοκρατία για μια ενδεχόμενη στάση πληρωμών είναι το ΚΚΕ που πρέπει να βγει και να πει ότι η Νέα Δημοκρατία είναι μια υποτελής δύναμη, η οποία εντείνει την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας, που αδιαφορεί για τους εργαζόμενους, να εξηγήσει το χαρακτήρα του χρέους και να αποκαλύψει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αφήνει « αριστερές σπόντες» σ’ ένα ακροατήριο απ’ όπου ευελπιστεί ότι θα αντλήσει δυνάμεις. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν απαντάει για το τι θα κάνει στην περίπτωση απόρριψης, έστω κι αυτών των προτάσεων που καταθέτει. Και το βέβαιο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε αδιέξοδο ως προς την αντιμετώπιση που θα συναντήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Φέραμε μερικά παραδείγματα για να ισχυριστούμε ότι για να διεκδικείς την ενίσχυση του Κόμματος πρέπει παράλληλα να διεκδικείς να πρωταγωνιστείς και στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση. Σε όλα τα επίπεδα. Στα άμεσα προβλήματα του εργαζόμενου λαού και τα απώτερα, σ’ αυτά που θα προκύψουν από τις επερχόμενες εξελίξεις.
Ο τρίτος άξονας αφορά στο Εργατικό Κίνημα. Το επιχείρημα είναι απλό. «Ενισχύστε το ΚΚΕ για να γίνει παράγοντας ανάκαμψης του Εργατικού Κινήματος». Ούτε και σ’ αυτό το επιχείρημα θα μπορούσε κανείς να διαφωνεί. Άλλωστε γίναμε «αυτόπτες μάρτυρες» της κατάστασης που περιήλθε το Εργατικό Κίνημα μετά τα εκλογικά αποτελέσματα του Ιούνη του ’12. Η δύναμη του Κόμματος παίζει, ασφαλώς, ρόλο για τη δράση του Εργατικού Κινήματος, αν και εμείς θεωρούμε σωστό μέσα από ένα δυνατό Εργατικό Κίνημα να αντλεί δυνάμεις το Κόμμα μας.
Μόνο που το Εργατικό Κίνημα έχει περιέλθει στη σημερινή του κατάσταση και από άλλες αιτίες, που ήταν καθοριστικές και για τις οποίες η «Νέα Σπορά» κατ’ επανάληψη έχει κάνει λόγο. Και οι δυο παράγοντες που επέδρασαν αποφασιστικά στην πορεία του Εργατικού Κινήματος ήταν η ίδια η στάση του Κόμματος μέσα στο Εργατικό Κίνημα αλλά και η έλλειψη μιας συγκεκριμένης πρότασης διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία, που θα γινόταν η βάση για να αναπτύξει το Εργατικό Κίνημα τη δράση του και τους διεκδικητικούς αγώνες του μέσα από τους οποίους θα δυνάμωνε και το ΚΚΕ.
Κόκκινη γραμμή που ενοποιεί και υποστηρίζει και τους τρεις παραπάνω άξονες του Κόμματος είναι το επιχείρημα ότι ούτε η Νέα Δημοκρατία ούτε και ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθενται να επαναφέρουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στα προ κρίσης επίπεδα. Και αυτό το επιχείρημα είναι απολύτως αληθινό.
Ένα τέτοιο επιχείρημα, όμως, θα έπρεπε να εκλογικεύεται σε συγκεκριμένα άμεσα αιτήματα, συνεκτικά δεμένα μεταξύ τους, δεμένα, επίσης, και με τις γενικότερες προϋποθέσεις, που θα έδιναν τη δυνατότητα πραγματοποίησής τους. Και αυτή η εκλογίκευση θα ήταν μία πρόταση εξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία, η οποία δε θα ερχόταν σε καμία περίπτωση σε αντίθεση με την γενικότερη στρατηγική του Κόμματος, το σοσιαλισμό.
Άλλωστε αυτό το επιχείρημα που επιστρατεύεται για να πείσει τους εργαζόμενους να ενισχύσουν το Κόμμα μας εκλογικά, που είναι και το πιο χειροπιαστά άμεσο ως προς τις συνθήκες διαβίωσης και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, δεν αναφέρεται συνολικά στον καπιταλισμό στη χώρα μας αλλά στην περίοδο της κρίσης και της χρεοκοπίας. Ούτε αποκλείει μια αναπτυξιακή εξέλιξη του καπιταλισμού, που θα υπήρχε δυνατότητα καλυτέρευσης των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων. Από το ίδιο του το περιεχόμενο, λοιπόν, δεν είναι ένα επιχείρημα που απορρίπτει συνολικά τον καπιταλισμό και απαιτεί το σοσιαλισμό.
Το επιχείρημα αυτό όχι μόνο δεν αποτρέπει αλλά και επιβάλλει την κατάθεση μιας πρότασης που θα αφορούσε την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, που θα διεκδικούσαν την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία και μέσω αυτής της πρότασης θα συνεισέφερε στο να ξεκαθαρίσουν οι λαϊκές μάζες που ακολουθούν το ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμματος του μικροαστικού σοσιαλισμού, αλλά και οι λαϊκές μάζες που είναι εγκλωβισμένες στη Νέα Δημοκρατία πολύ πιο γρήγορα που βρίσκεται η πραγματική τους θέση και το ποιος υπερασπίζεται τα πραγματικά τους συμφέροντα.
Πέρα από το γεγονός ότι σ’ αυτές τις εκλογές κρίνεται η αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, όπως ήδη έχουμε τονίσει, ταυτόχρονα θα κριθεί για άλλη μια φορά και η πολιτική του Κόμματος. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν αθροιστικά ποσοστά στη Νέα Δημοκρατία και στο ΣΥΡΙΖΑ, που μπορούν να φτάσουν το 70% και ένα κατακερματισμό των άλλων κομμάτων (ακόμη και αυτών που έχουν πιθανότητα να εισέλθουν στη βουλή) με μικρά ποσοστά. Και η εξέλιξη αυτή πρέπει να προβληματίσει πάρα πολύ την ηγεσία για την πορεία του Κόμματος, για την πολιτική που ακολουθεί, αλλά πρέπει να προβληματίσει και τα μέλη του Κόμματος, τα στελέχη, τους φίλους και ψηφοφόρους του, που το στήριξαν μέχρι τώρα και θα το στηρίξουν και πάλι σε μια δύσκολη εκλογική αναμέτρηση.
COMMENTS