Η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές είναι πλέον γεγονός. Στην τρίτη ψηφοφορία η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να αποσπάσει ούτε ένα βουλευτή παραπάνω, δείγμα και αυτό μιας πολωτικής κατάστασης που επικράτησε. Μια πολωτική κατάσταση που θα ενταθεί στο έπακρο και λόγω της σύντομης προεκλογικής περιόδου, αλλά και λόγω των όσων θα κριθούν μετά την 25η του Γενάρη: Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, σχηματισμός νέας κυβέρνησης ή όχι, μια πιθανή επαναληπτική προσφυγή σε νέες εκλογές, πάνω απ’ όλα, το τι θα γίνει με την τρόικα και το νέο πρόγραμμα της πιστωτικής γραμμής, το ECCL – σε πολύ στενά χρονικά περιθώρια, και που από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας έχει γίνει ήδη αποδεκτό, όπως αποκαλύφθηκε από το δεύτερο απαντητικό e-mail προς την τρόικα του Γκίκα Χαρδούβελη.
Άλλωστε ο Γκίκας Χαρδούβελης, σε πρόσφατες δηλώσεις του, εστίασε στο γεγονός ότι οι εκλογές καθυστερούν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλά στην περίπτωση που προκύψει μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα ανακτηθεί ο «χαμένος χρόνος», γιατί τα πάντα είναι έτοιμα. Επομένως από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας γνωρίζουμε πολύ καλά το τι θα επακολουθήσει στην περίπτωση που θα αναδειχτεί πρώτο κόμμα και ξανασχηματίσει κυβέρνηση είτε μόνη της είτε με κάποιο άλλο κόμμα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, βέβαια, με τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων δε φαίνεται και τόσο πιθανό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις τελευταίες εμφανίσεις των στελεχών του έχει επαναφέρει στη ρητορική του την κατάργηση του υπάρχοντος μνημονίου, με διάφορους διφορούμενους τρόπους. Παραπέρα, ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται να αποδεχτεί ένα νέο μνημόνιο, εννοώντας το ECCL, ότι βάζει θέμα επαναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης και ότι θα κάνει διαπραγμάτευση αποκλειστικά για το δημόσιο χρέος, ενώ δε διαπραγματεύεται την εφαρμογή του δικού του προγράμματος που γνωστοποίησε, για πρώτη φορά, στη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτό, ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται να κάνει πίσω.
Όλη η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζεται στο γεγονός, ότι η μακροχρόνια λιτότητα, που επιβάλλουν τα μνημόνια, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα ως προς το δημόσιο χρέος, δεν το μείωσε, αντίθετα το αύξησε (και αυτό είναι αλήθεια), και επομένως υπόσχεται ότι με την επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους, τη μείωσή του και το «παρκάρισμά» του στην ΕΚΤ θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα δημοσιονομικά πλεονάσματα για την ανάπτυξη, που είναι και το ζητούμενο.
Μέσα απ’ αυτήν την επιχειρηματολογία ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ξεπεράσει τις αιτιάσεις της Νέας Δημοκρατίας, που ουσιαστικά συγκεντρώνονται σε δύο πρώτα βασικά επιχειρήματα: Στο εάν θα ζητήσει μια νέα παράταση μέχρι να αρχίσει τη νέα διαπραγμάτευση και στο τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τις υποχρεώσεις ως προς τι δόσεις που εκκρεμούν, ειδικά αυτές στις αρχές του καλοκαιριού του ’15, μια και οι υποχρεώσεις της χώρας μας για τον Μάρτιο μπορούν να αντιμετωπιστούν και με την έκδοση εντόκων γραμματίων του δημοσίου, πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Γκίκας Χαρδούβελης. Στη συνέχεια, βέβαια, θέτει το κυρίαρχο ζήτημα. Πως θα αντιδράσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια αρνητική στάση της τρόικας.
Που συγκεντρώνεται το άμεσο πρόβλημα με την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ; Στο ότι δεν καταγγέλλει τη δανειακή σύμβαση αλλά διαπραγματεύεται για το χρέος χωρίς να ξεκαθαρίσει εάν θα προκύψει μια νέα δανειακή σύμβαση. Είναι σαν να απομονώνει το χρέος από το σύνολο της δανειακής σύμβασης. Γιατί δανειακή σύμβαση και μνημόνιο είναι δύο πράγματα αλληλένδετα.
Την ίδια στιγμή η θέση του ως προς το υπάρχον μνημόνιο – αυτό που εφαρμόζεται με τους εκατοντάδες νόμους που έχουν ψηφιστεί και τα εφαρμοστικά προγράμματα, έχει απομακρυνθεί από την άμεση κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων και μιλάει «για βάθος χρόνου». Η υπάρχουσα δανειακή σύμβαση, όμως, προβλέπει την ύπαρξη μνημονίου, που για την παρούσα χρονική στιγμή σημαίνει πιστωτική γραμμή στήριξης. Παραπέρα δεν απαντάει σαφώς στο τι θα κάνει στην περίπτωση που θα βρει απέναντί του την άρνηση της τρόικας – και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τη διαπραγμάτευση για το χρέος, έτσι όπως την επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ – με δεδομένη τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μη περικοπή του χρέους, για την ανάγκη ύπαρξης ενός νέου μνημονίου, του ECCL.
Τη διαπραγμάτευση που ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει την αντιμετωπίζει στο πλαίσιο ότι το υπάρχον μνημόνιο έχει λήξει και ότι δε δέχεται την υπαγωγή της χώρας μας σ’ ένα νέο πρόγραμμα πιστωτικής γραμμής στήριξης, το ECCL, που σαφώς θα είναι ένα νέο μνημόνιο και θα προβλέπει νέα μέτρα, που όμως ήδη έχουν συμφωνηθεί από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό το λόγο τόσο ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε όσο και ο Πιέρ Μοσκοβισί υπενθύμισαν ότι η οποιαδήποτε κυβέρνηση και εάν προκύψει πρέπει να σεβαστεί τα ήδη συμφωνηθέντα.
Εν κατακλείδι, ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι, αφού το μνημόνιο έχει λήξει και η ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με νωπή τη λαϊκή εντολή, που ο λαός θα έχει εγκρίνει το πρόγραμμά του που δε προβλέπει ένα νέο μνημόνιο, αυτός αρχίζει μια νέα διαπραγμάτευση από την αρχή, που η τρόικα είναι υποχρεωμένη να δεχτεί. Αυτή η διαπραγμάτευση θα προβλέπει μια νέα ρύθμιση στο χρέος. Επομένως μέσα από τη νέα ρύθμιση για το δημόσιο χρέος θα καλύψει και τις υποχρεώσεις της χώρας ως προς την αποπληρωμή του. Άρα δε δεσμεύεται ούτε με παρατάσεις ούτε και με το ECCL. Αυτή είναι η «λογική» του ΣΥΡΙΖΑ.
Η Νέα Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι όλα αυτά που έχει σχεδιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ η τρόικα τα έχει ήδη απορρίψει, επομένως θέτει τη χώρα σε περιπέτειες με αποτέλεσμα να διακινδυνεύεται η έξοδος από το ευρώ. Και εδώ πάνω στηρίζεται όλη η κινδυνολογία που αναπτύσσει η Νέα Δημοκρατία, που αιτιάται το ΣΥΡΙΖΑ ότι προκάλεσε την ανησυχία των διεθνών αγορών (και προεξοφλεί το χάος και την έξοδο από το ευρώ, στην περίπτωση που θα ανέβει στη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και την επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων.
Ανεξάρτητα από το εάν οι εξελίξεις μέχρι τώρα ήταν ή δεν ήταν έτσι σχεδιασμένες από την πλευρά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, με τη βοήθεια και της τρόικα, ώστε να επιταχυνθούν οι πολιτικές εξελίξεις, μπροστά μας έχουμε ένα συγκεκριμένο γεγονός: Υπάρχει μια συμφωνία από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, ότι η χώρα μας μπαίνει σ’ ένα νέο μνημόνιο με νέα μέτρα, που θα φέρουν νέα εξαθλίωση για τον εργαζόμενο λαό, μνημόνιο που κατά την Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ θα εξασφαλίσει στη χώρα μας να βγει στις διεθνείς αγορές για να δανείζεται, προκειμένου να εξυπηρετεί το χρέος και που θα φέρει ανάπτυξη.
Εκκρεμεί επίσης η αξιολόγηση για την ολοκλήρωση του υπάρχοντος μνημονίου και που κατ’ απαίτηση της τρόικα η όποια κυβέρνηση και εάν έρθει στην εξουσία πρέπει να την υποστεί και παραπέρα πρέπει να ολοκληρώσει ό,τι προβλεπόταν στο υπάρχον μνημόνιο και δε νομοθετήθηκε, συν τα πρόσθετα μέτρα που κάθε φορά η τρόικα συμπλήρωνε, για να μπορέσει να υπάρξει η συνέχεια του ECCL. Διαφορετικά η Ελλάδα απειλείται με σταμάτημα της χρηματοδότησης και κόβεται η ρευστότητα από την ΕΚΤ.
Ακόμη και εάν θέλει να αναγνωρίσει κανείς τις καλύτερες προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο που θέλει να διαπραγματευτεί, ακόμη και εάν διεξάγει σκληρή διαπραγμάτευση, με ό,τι εννοεί, και διεκδικήσει μια νέα ρύθμιση στο χρέος που θα δίνει το περιθώριο για ανάπτυξη, ακόμη και εάν του αναγνωρίσει κανείς ως σωστό το επιχείρημα ότι όλα αυτά τα κάνει, γιατί πρέπει να σπάσει ο φαύλος κύκλος του δανεισμού, παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ορισμένοι βασικοί παράγοντες που ακυρώνουν την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ:
Πρώτος: Δεν είναι καθόλου σαφής ο ΣΥΡΙΖΑ με το τι ακριβώς θα κάνει με τη δανειακή σύμβαση. Μια διαπραγμάτευση για το χρέος ασφαλώς και αφορά τη δανειακή σύμβαση, πολύ περισσότερο που ο ίδιος επιδιώκει ένα κούρεμα του χρέους. Γι’ αυτό το ζήτημα περιορίζεται να τοποθετείται με μία γενικότητα στο πλαίσιο της θέσης: «ότι θέλουμε μια νέα σχέση με τους εταίρους μας». Πρακτικά αυτή η θέση δε δίνει καμία συγκεκριμένη ερμηνεία.
Δεύτερος: Ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται ένα γενικό πνεύμα που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι η συνέχιση της πολιτικής της λιτότητας είναι αδιέξοδη. Το επιχείρημα αυτό είναι σωστό μεν πάρα πολύ ασθενές δε και διαψεύδεται από την επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία επιμένει στην πολιτική της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας με λιτότητα. Αυτή είναι η πολιτική της Γερμανίας, και όχι μόνο της Γερμανίας, η οποία όσο και εάν αμφισβητείται αυτή εφαρμόζεται και πίσω από την οποία δεν πρόκειται να υποχωρήσει η Γερμανία, γιατί μια υποχώρησή της αλλάζει τις οικονομικές της σχέσεις με τους άλλους εταίρους και τη φορτώνει με οικονομικές υποχρεώσεις που δε θέλει να πάρει πάνω της. Ο λόγος είναι απλός. Θα της αμφισβητηθεί η ηγεμονία της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν, εκτός από την Ελλάδα, και άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Ιταλία, η Γαλλία κλπ..
Τρίτος: Η συνολική οικονομική κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – και της ευρωζώνης ιδιαίτερα, δεν είναι η καλύτερη, πράγμα που αντανακλάται στους αναπτυξιακούς δείκτες. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι ισχυρίζονται ότι στην παγκόσμια οικονομία η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί τον αδύνατο κρίκο. Η «λογική» μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δε θα βρει ανταπόκριση από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα να επιλέξει εάν θα δεχτεί ή δε θα δεχτεί ένα πρόγραμμα πιστωτικής στήριξης, το ECCL. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει απάντηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι νυν παράγοντες της ΕΚΤ ισχυρίζονται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προσαρμοστεί σε μια οικονομία με ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1% με χαμηλό πληθωρισμό κάτω από το 2%. Σε ποιο περιβάλλον, λοιπόν, μπορεί να στηριχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ για να πετύχει την ανάπτυξη;
Τέταρτος: Ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει πολλά πάνω στην πρόθεση του Μάριο Ντράγκι για την αγορά κρατικών ομολόγων και τη ρευστότητα. Η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, περίπου 262δισ. ευρώ, σε σχέση με το συνολικό χρέος, είναι με τη γενική έννοια του όρου διακρατικό. Απ’ αυτήν την άποψη, γενικά, διευκολύνεται μια περικοπή στο χρέος. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτή είναι και η δυσκολία του, γιατί όσοι κατέχουν το Ελληνικό χρέος αρνούνται την περικοπή του. Παραπέρα οι εξαγγελίες του Μάριο Ντράγκι παραμένουν ακόμη …στο επίπεδο των εξαγγελιών και των προθέσεων, γιατί η Γερμανία αντιδρά σφόδρα και μπλοκάρει μια τέτοια προοπτική. Το βέβαιο είναι ότι για να υπάρξει η αγορά ομολόγων και η περίφημη ρευστότητα ο Μάριο Ντράγκι έχει ξεκαθαρίσει ότι η χώρα μας πρέπει να έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα πιστωτικής στήριξης. Δηλαδή η χώρα μας να αποδεχτεί το ECCL. Επομένως όσο και εάν ο ΣΥΡΙΖΑ επιστρατεύει το επιχείρημα ότι το τραπεζικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ανεξάρτητο και ότι οι Ελληνικές τράπεζες έχουν περάσει επιτυχώς τα stress tests, άρα δε χρειάζεται η ένταξη της χώρας μας σε πρόγραμμα πιστωτικής γραμμής για να υπάρξει ρευστότητα, αυτό το επιχείρημά του δεν ισχύει.
Πέμπτος: Ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέτει ένα σωστό επιχείρημα. Ότι κάποτε πρέπει να διακοπεί ο φαύλος κύκλος του δανεισμού, που φέρνει τη χώρα μας στη θέση να δανείζεται συνεχώς για να αποπληρώνει ένα δημόσιο χρέος, το οποίο με την υπάρχουσα πολιτική όχι μόνο δε μειώνεται αλλά αυξάνεται. Μόνο που όλη αυτή η επιχειρηματολογία, έστω και εάν περιέχει την πρόθεση μέσα από έναν καινούργιο διακανονισμό του χρέους να χρησιμοποιήσει τα πλεονάσματα για την ανάπτυξη και κατ’ επέκταση να αντιμετωπιστεί και το πρόβλημα της ανεργίας, σκοντάφτει πάνω στο στρατηγικό προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν αμφισβητεί ούτε το ευρώ ούτε την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεπώς με τους όρους που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ αποκλείεται να «σπάσει» τους γενικούς όρους που λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί αυτό ακριβώς είναι το «παιχνίδι» που παίζεται από τις ηγετικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που αυτοί οι όροι θέλουν τη χώρα μας να έχει τη θέση του «αγκιστρωμένου ψαριού», δηλαδή να βρίσκεται σε μια διαδικασία αέναου δανεισμού. Να εντείνουν, δηλαδή, την οικονομική και πολιτική εξάρτηση της χώρας μας.
Έκτος: Το ευρώ, ως επίσημο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πέραν των άλλων συνεπειών που έχει επιφέρει με την εσωτερική υποτίμηση κ.α., έχει οξύνει στο έπακρο την οικονομική ανισομετρία ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συνέπεια να έχει αποδιαρθρώσει και συρρικνώσει την παραγωγική βάση της χώρας μας. Η οποιαδήποτε παραγωγική ανασυγκρότηση που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ως προϋπόθεση την άρνηση του ευρώ και κατ’ επέκταση την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως και αυτή η εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ «μένει στα χαρτιά», ως μια προγραμματική εξαγγελία του χωρίς αντίκρισμα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματικά επιθυμούσε μια παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας, το πρώτο που θα επεδίωκε θα ήταν να επαναφέρει τα οικονομικά εργαλεία, που απαιτούνται για την ανάπτυξη και την παραγωγική ανασυγκρότηση, πίσω στη χώρα μας, τα οποία έχουν εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη από την ίδια την πράξη της ένταξης. Και αυτό δεν το υποστηρίζει ούτε και ξεκαθαρίζει ότι θα το κάνει. Επομένως χωρίς τα οικονομικά εργαλεία στα χέρια της μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τι οικονομική πολιτική μπορεί να σχεδιάσει;
Έβδομος: Τελευταία ορισμένα οικονομικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επαναφέρουν τη συνεδριακή θέση περί στάσης πληρωμών. Άμεση υπήρξε η αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας, που με μια στημένη δήλωση του ίδιου του Αντώνη Σαμαρά επανήλθε δριμύτερη στην καλλιέργεια της κινδυνολογίας και κατηγόρησε το ΣΥΡΙΖΑ ότι οδηγεί τη χώρα σε μια νέα χρεοκοπία. Κατά τη γνώμη μας, ακόμη και εάν εντάξουμε τις δηλώσεις αυτές στο πλαίσιο των αντιθέσεων που υπάρχουν μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και που επιτρέπουν στο συγκρότημα Λαμπράκη να αντιδρά με κύριο άρθρο της εφημερίδας «Τα Νέα» και να ισχυρίζεται ότι ο λαός «θα ψηφίζει Τσίπρα αλλά θα έχει πρωθυπουργό τον Λαφαζάνη», μια τέτοια θέση έρχεται σε αντίθεση με τη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ ότι «δεν θα υπάρξουν μονομερείς ενέργειες» από την πλευρά του ως κυβέρνηση, παραπέρα έρχεται σε αντίθεση με την ίδια του τη στρατηγική για το ευρώ και τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί στο ενδεχόμενο μιας στάσης πληρωμών εκ μέρους της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δε μας εξηγείται ποια θα είναι η αντίδραση και εκ μέρους των δανειστών. Το σημαντικότερο. Μια στάση πληρωμών δεν αμφισβητεί το ίδιο το χρέος. Απλώς «λέει» στους δανειστές «δεν έχουμε και δε σας πληρώνουμε». Από την πλευρά μας δεν υποτιμάμε μια στάση πληρωμών, πολύ περισσότερο που τη θέση αυτή θα τη θέλαμε ως «στάση πληρωμών για ολόκληρο το χρέος», δηλαδή, μονομερή διαγραφή του χρέους. Πράγμα που ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλες του τις εκφάνσεις απορρίπτει μια τέτοια θέση.
Όγδοος: Ο ΣΥΡΙΖΑ «κινείται» σ’ ένα φάσμα θέσεων που «περιέχει τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα». Από τη μια θέλει να προβάλλεται ως μια πολιτική δύναμη που θα σταθεροποιήσει το πολιτικό σύστημα και ότι με την πολιτική του δε θα προκύψει καμία αποσταθεροποίηση της οικονομίας. Από την άλλη προβάλλει θέσεις που εκ των πραγμάτων τον φέρνουν σε αντίθεση με τα όσα έχει δεσμευτεί η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ και για τα οποία η επίσημη Ευρωπαϊκή Ένωση επιμένει ότι πρέπει να τηρηθούν έτσι κι αλλιώς και για όποια κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές. Μ’ αυτόν τον τρόπο τροφοδοτείται ένα γαϊτανάκι θέσεων και αντιπαραθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Δημοκρατία (κυρίως), που από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει καμία σαφήνεια και διέξοδος στο τι προτίθεται να κάνει στην περίπτωση που η τρόικα απορρίψει τις θέσεις του, από την άλλη μεριά, της Νέας Δημοκρατίας, αξιοποιείται για την εξαπόλυση μιας άκρατης κινδυνολογίας, που δεν έρχεται να βεβαιώσει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο παρά την υποτελή στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στους δανειστές και την τρόικα και το ακόμη πιο ζοφερό μέλλον που περιμένει τους εργαζόμενους.
Συμπέρασμα: Αυτή η αντιπαράθεση ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ που καταλήγει τελικά; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα μας δώσει παράλληλα και το τι κρίνεται στις προσεχείς εκλογές. Η αντιπαράθεση αυτή καταλήγει σε μια πόλωση ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ και που τα δύο κόμματα χρησιμοποιούν πραγματικά στοιχεία της πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας και που με τη σειρά της αυτή η πόλωση οδηγεί στη μεθοδευμένη προσπάθεια αναβίωσης ενός νέου δικομματισμού με κύριους πολιτικούς φορείς τη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το γεγονός θα κριθεί τελικά και στις εκλογές. Η απεμπλοκή από ένα τέτοιο ενδεχόμενο ή, τουλάχιστον, η αντιμετώπισή του είναι και το βασικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος σήμερα. Αλλά αυτό το θέμα θα το αντιμετωπίσουμε στη δεύτερη συνέχεια του άρθρου μας.
COMMENTS