Το ερώτημα δεν αφορά την κυβέρνηση, γιατί γι’ αυτήν το ερώτημα έχει απαντηθεί. Είναι εγκλωβισμένη στην ίδια της την πολιτική και τακτική. Προσπάθησε να πείσει τους εργαζόμενους ότι το μνημόνιο τελείωσε. Πήγε να το «σχίσει» πρώτη πριν την «προλάβει» ο ΣΥΡΙΖΑ (υποτίθεται) και έρχεται τώρα η τρόικα και σε ρυθμό υπαγόρευσης της απαιτεί «να τελειώσουν τ’ αστεία», όπως ακριβώς ισχυρίστηκε κάποιος σχολιαστής ραδιοφωνικού σταθμού, και να υλοποιήσει πάραυτα τις δεσμεύσεις, που απορρέουν από το υπάρχον και ισχύον μνημόνιο. Να εφαρμόσει τα όσα έχει ρητά δεσμευτεί.
Και θα λέγαμε ότι η κυβέρνηση έχει ξεπεράσει πια το όριο της αυτογελοιοποίησης, όταν ψηφίζει νόμους, που σε δύο ημέρες τους παίρνει πίσω, όταν η τρόικα της στέλνει με e-mail 19 σημεία, στα οποία πρέπει να δώσει άμεσα απαντήσεις, και όχι μόνο αυτό, αλλά να είναι και γραπτές για να είναι και δεσμευτικές, όταν θα πρέπει να συμμορφωθεί προς «τας υποδείξεις» και έχει καταπατήσει όλες τις κόκκινες γραμμές, που υποτίθεται ότι η ίδια έχει τοποθετήσει, όταν θα πρέπει να πάρει νέα μέτρα 1.5δισ. και να βάλει μπροστά το ασφαλιστικό, το συνδικαλιστικό νόμο, το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, τους πλειστηριασμούς κ.α., διαφορετικά «κινδυνεύει» να μην υπάρξει συμφωνία και να παραμείνει στο υπάρχον μνημόνιο. Ο εγκλωβισμός της κυβέρνησης και το αδιέξοδο που βρίσκεται αποκαλύφθηκε καταφανώς στον εργαζόμενο λαό.
Πέρα, όμως, από την κυβέρνηση το ερώτημα δεν αφορά και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί και αυτή παραδέχεται ανοιχτά πλέον ότι η τρόικα προσπαθεί να δημιουργήσει τετελεσμένα, που θα τα κληρονομήσει μια δική της, ενδεχομένως, κυβέρνηση. Ούτε λίγο ούτε πολύ η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραδέχτηκε ότι η τρόικα επιδιώκει να δέσει για τα καλά και την επόμενη κυβέρνηση. Να της προσδιορίσει από τώρα τα πραγματικά της όρια. Την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Και τότε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο της στρατηγικής της, τι θα κάνει; Θα έρθει σε σύγκρουση με την ίδια τη στρατηγική της, την οποία, όμως, την επαναλαμβάνει συνεχώς, αλλά, ταυτόχρονα, φροντίζει να την υπενθυμίζει και μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο, όπως με την ευκαιρία της επετείου του Πολυτεχνείου με τη μέθοδο της «ορθής επανάληψης»; Είναι προφανές και το αδιέξοδο της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και ο εγκλωβισμός της στην ίδια τη στρατηγική της.
Την ίδια στιγμή αυτό που ακούμε από την ηγεσία ΣΥΡΙΖΑ είναι η προτροπή του Δ. Παπαδημούλη: «Η τρόικα δεν βιάζεται να γυρίσει και απαιτεί. Απάντηση. Συνάντηση Τσίπρα – Σαμαρά και συμφωνία πακέτο για ΠτΔ (Σ.Σ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας), εκλογές και απομείωση του χρέους». Μια προτροπή που παρουσιάζεται ότι ερμηνεύει τα όσα δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας εξερχόμενος από το προεδρικό μέγαρο μετά τη συνάντηση που είχε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτή είναι η απάντηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά ποια πολιτική συμφωνία μπορεί να προκύψει μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και κυβέρνησης, όταν υποτίθεται ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται ότι θα καταργήσει όλους τους εφαρμοστικούς νόμους του μνημονίου, τους οποίους η κυβέρνηση και η τρόικα θέλουν να διατηρήσουν για να υπάρξει η πολυπόθητη ανάπτυξη για να κατορθώσει η χώρα μας να βγει από την οικονομική κρίση και να αντιμετωπίσει το δυσβάστακτο χρέος;
Σημειώνουμε, από την πλευρά μας, ότι, ταυτόχρονα, η κυβέρνηση διατείνεται ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις όχι επειδή τις επιβάλλει η τρόικα μέσα από το μνημόνιο, αλλά επειδή από μόνη της χώρα μας πρέπει να τις κάνει, οι οποίες, βέβαια, κινούνται στην κατεύθυνση της αντιλαϊκής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η μόνη πολιτική συμφωνία που μπορεί να υπάρξει μετά από μία συνάντηση Αντώνη Σαμαρά και Αλέξη Τσίπρα είναι μια συμφωνία που θα πρέπει να ικανοποιεί και την κυβέρνηση και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Και το ερώτημα είναι: Πως μπορεί να υπάρξει μια τέτοια συμφωνία που θα ικανοποιεί μια αντιλαϊκή κυβέρνηση με μια πολιτική που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την προβάλλει ότι είναι φιλολαϊκή και ενάντια στο υπάρχον μνημόνιο, αλλά και στο νέο μνημόνιο που ετοιμάζεται;
Αν, λοιπόν, υπάρχει έδαφος μιας πολιτικής συμφωνίας, η οποία θα προκύψει επειδή «θα σηκώσει το τηλέφωνο ο Αντώνης Σαμαράς για να καλέσει τον Αλέξη Τσίπρα να συναντηθούν», όπως τον κάλεσε να κάνει ο Γιάννης Μιχελάκης, η Ντόρα Μπακογιάννη, ο Δημήτρης Παπαδημούλης κ.α., αν υπάρχει έδαφος για να εκφραστεί η «εθνική συναίνεση», για την οποία γίνεται τόσος λόγος τελευταία, αυτή η πολιτική συμφωνία μπορεί να γίνει μόνο στο έδαφος μιας αντιλαϊκής πολιτικής.
Το ερώτημα, όμως, που διατυπώθηκε εάν δεν αφορά την κυβέρνηση και τις πολιτικές δυνάμεις που τη στηρίζουν, εάν δεν αφορά την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη συνηθισμένη πολιτική του ρητορεία, παρά το γεγονός ότι υπόσχεται ότι σε 15 ημέρες θα ολοκληρώσει το κυβερνητικό του πρόγραμμα, αφορά κυρίαρχα το Κόμμα μας, το ΚΚΕ. Και αυτό γιατί είναι το μόνο Κόμμα που μπορεί να δώσει διέξοδο στη σημερινή κατάσταση της προφανούς πολιτικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας.
Που βρισκόμαστε λοιπόν; Βρισκόμαστε στο σημείο που τα κόμματα της κυβέρνησης και ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, που από τη μια στιγμή στην άλλη υπάρχουν και δεν υπάρχουν) από τις ίδιες τις εξελίξεις, ανέδειξαν το αδιέξοδο της πολιτικής που ακολουθούν και τον εγκλωβισμό τους σ’ αυτήν, στο πλαίσιο της στρατηγικής που έχουν υιοθετήσει. Ένα αδιέξοδο που έχει αρχίσει να γίνεται ορατό πλέον στον εργαζόμενο λαό. Το Κόμμα μας οφείλει να του δείξει τη συγκεκριμένη διέξοδο. Και αυτήν τη διέξοδο η «Νέα Σπορά» την έχει ήδη περιγράψει αλλά στην αμέσως επόμενη αρθρογραφία της θα επανέλθει πολύ πιο συγκεκριμένα.
COMMENTS