Ήταν μια μεγάλη συγκέντρωση. Μια συγκέντρωση που σαφώς δεν πέρασε απαρατήρητη, και πριν απ’ όλα, γιατί συσπείρωσε εκατοντάδες εργατικά σωματεία. Οι εργαζόμενοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του ΠΑΜΕ στη βάση ότι η κινητοποίηση αφορούσε στα άμεσα και καυτά τους προβλήματα. Στην ανεργία, στις πλημμύρες, στους μισθούς τους, στις συντάξεις τους, στα νέα μέτρα που έρχονται.
Η πολιτική των μνημονίων δε θα έχει τέλος. Οι εργαζόμενοι αν δεν κινητοποιηθούν θα χάσουν και το ουσιαστικότερο όπλο που έχουν κατακτήσει για να αντιστέκονται στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής. Το δικαίωμα στην απεργία. Και μάλιστα σε μια περίοδο που η κυβέρνηση κλιμακώνει επικίνδυνα τον αυταρχισμό της, τόσο ως πολιτικό λόγο όσο και στην πρακτική της.
Αυτό που αποδείχτηκε από τη συγκέντρωση της 1ης Νοέμβρη είναι ότι οι αγωνιστικές διαθέσεις υπάρχουν και μπορούν να δυναμώσουν. Αυτό υποστήριζε πάντα η «Νέα Σπορά». Γι’ αυτό το λόγο στις εκτιμήσεις, από την πλευρά του Κόμματος, για την ύφεση του Εργατικού Κινήματος, έδινε διαφορετική ερμηνεία. Την εξαρτούσε και από την ίδια τη στάση του Κόμματος και του ΠΑΜΕ. Από την πολιτική του Κόμματος και το ρόλο του ΠΑΜΕ. Και εδώ υπάρχουν πολύ σοβαρές ευθύνες.
Δεν υποτιμούσε η «Νέα Σπορά» τις υπαρκτές δυσκολίες ούτε επίσης αποδεχόταν τις αιτιάσεις της ηγεσίας του Κόμματος απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ ότι με το εκλογικό ποσοστό, που πήρε αυτός, καθήλωσε το Εργατικό Κίνημα. Συνέβαλε ασφαλώς κι αυτό το γεγονός, ήταν ένας σοβαρός παράγοντας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκε και εξ αιτίας της πολιτικής, που άσκησε η ηγεσία του Κόμματος σε καθοριστικές στιγμές ανάπτυξης του ευρύτερου Λαϊκού Κινήματος. Κυρίως τη διετία του 2010/12.
Ούτε αποτελεί δικαιολογία το επιχείρημα αυτό για την κατάσταση του Εργατικού Κινήματος σήμερα, γιατί κανείς δε θα περίμενε να συμβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ στην ανάπτυξη των αγώνων του Εργατικού Κινήματος, πολύ περισσότερο, όταν οι εκτιμήσεις των επίσημων οργάνων του Κόμματος κατατάσσουν το ΣΥΡΙΖΑ σα δύναμη του νέου διπολισμού. Πως, λοιπόν, περιμένει κανείς να συμβάλει στην ανάπτυξη του Εργατικού Κινήματος μια δύναμη που αποτελεί τον έναν από του δύο πυλώνες του νέου διπολισμού; Το έργο αυτό έπεφτε στις πλάτες του Κόμματος έτσι κι αλλιώς.
Η ύφεση του Εργατικού Κινήματος είναι αποτέλεσμα της έλλειψης ορατής διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος και ο σημαντικότερος. Οι εργαζόμενοι δε βλέπουν διέξοδο με τις υπάρχουσες πολιτικές και αυτό το γεγονός αφορά και στην πολιτική του Κόμματος. Το Κόμμα πρέπει άμεσα να καταθέσει μια τέτοια προγραμματική πρόταση διεξόδου. Αυτή θα είναι και η βάση της ανάπτυξης του Εργατικού Κινήματος.
Αυτό που βλέπουν οι εργαζόμενοι είναι να περνάνε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα, το ένα μετά το άλλο, και να μην αντιτάσσεται μια πρόταση διεξόδου πίσω από την οποία θα συνταχτούν, μια πρόταση πάνω στην οποία θα στηριχτεί το Εργατικό Κίνημα για να αναπτύξει τους αγώνες του. Η έλλειψη μιας τέτοιας πρότασης είναι η βάση της απογοήτευσής τους. Του «δε γίνεται τίποτα». Γι’ αυτό ακριβώς δε βρίσκουν το λόγο να συμμετέχουν στη δράση του Εργατικού Κινήματος.
Στην κατεύθυνση αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξε ο ρόλος του ΠΑΜΕ στην εξέλιξη της ίδιας του της δράσης. Στην πορεία του το ΠΑΜΕ άλλαξε, επί της ουσίας, χαρακτήρα. Δεν πραγματοποιούσε το ρόλο του ως πόλος συσπείρωσης των εργατικών σωματείων, των δευτεροβάθμιων οργανώσεων, επιτροπών αγώνα ακόμη και προσωπικοτήτων γύρω από συγκεκριμένους στόχους.
Κατέληξε να δρα ως δεύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα μέσα στο Εργατικό Κίνημα. Να ταυτίζει τα συνδικάτα με το Κόμμα. Αδυνάτισε μ’ αυτόν τον τρόπο και ο κυρίαρχος στόχος του, που ήταν η διεκδίκηση και η επίλυση των συγκεκριμένων αιτημάτων των εργαζομένων, αδυνάτισε η αντιμετώπιση του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, συσπείρωση των εργαζομένων, η εκλαΐκευση της διεκδικητικής εργατικής πολιτικής του Κόμματος μέσα στο Εργατικό Κίνημα.
Ένας άλλος σημαντικός λόγος, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη του ΠΑΜΕ, ήταν το γεγονός ότι δεν πάρθηκε υπόψη ότι τα σωματεία και οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις, που πλειοψηφούσαν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ, δεν ήταν σωματεία και δευτεροβάθμιες οργανώσεις του ΠΑΜΕ. Ήταν, πριν απ’ όλα, συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων. Του Εργατικού Κινήματος συνολικά.
Μέσα σ’ αυτά τα σωματεία και τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις υπήρχαν και άλλες δυνάμεις και η εργατική πολιτική του Κόμματος έπρεπε να λαμβάνει σοβαρά υπόψη αυτήν τη διάσταση, γιατί συντελούσε στον κάθετο οργανωτικό διαχωρισμό στο εσωτερικό των σωματείων και των δευτεροβάθμιων οργανώσεων με αποτέλεσμα το ΠΑΜΕ, τελικά, να ταυτίζεται με τις δυνάμεις του ΚΚΕ και της επιρροής του και να μην είναι σε θέση να παίξει το ρόλο του ως πόλος συσπείρωσης ευρύτερων εργατικών δυνάμεων. Την τέχνη των συμβιβασμών, φυσικά όχι σε πάνω σε θέματα αρχών, φαίνεται ότι δεν την ξέρουμε ακόμη.
Αυτός ο κάθετος διαχωρισμός επεκτάθηκε και στις μορφές δράσης του ΠΑΜΕ. Σωστό ήταν να διαχωρίζει τη θέση του από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, που ως πλειοψηφίες του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού έπρεπε να είναι απέναντι όχι μόνο στην πολιτική τους αλλά και στις μορφές δράσης. Η τακτική αυτή, όμως, δεν έπρεπε να επεκταθεί στις δευτεροβάθμιες ομοσπονδίες, πολύ περισσότερο, στα πρωτοβάθμια σωματεία.
Σε μια περίοδο που τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων και των μικροαστικών δυνάμεων έχουν οξυνθεί κατακόρυφα δεν είναι δυνατό να παρακαμφθούν και να μην αποτελούν την πρώτη αιτία των αγωνιστικών κινητοποιήσεων των εργαζομένων. Με την έννοια αυτή η διεκδίκηση της επίλυσης των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για τη δράση του Εργατικού Κινήματος και του ΠΑΜΕ. Και δεν είναι βέβαια οικονομισμός.
Παραπέρα, η επίλυση αυτών των προβλημάτων δεν είναι μόνο ένα οικονομικό θέμα. Είναι και πολιτικό. Και ως πολιτικό θέμα πρέπει να υπακούει στην κατάθεση μιας συγκεκριμένης προγραμματικής πρότασης, που θα παίρνει υπόψη τα αιτήματα των εργαζομένων, σε συνδυασμό με τα γενικότερα προβλήματα της χώρας μας, για να δώσει διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση που αντιμετωπίζουν και που όλα δείχνουν ότι θα γίνει ακόμη χειρότερη και θα διαρκέσει για πολλά χρόνια.
Και για να γίνουμε συγκεκριμένοι:
Πως θα επιλυθεί το πρόβλημα των μισθών των εργαζομένων, της ανεργίας, εάν δεν υπάρχει ορατή και χειροπιαστή πρόταση, που θα ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες συνθήκες, που να αφορά την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας, που θα φέρει και την ανάπτυξη;
Πως θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των οικογενειών με κομμένο το ρεύμα, εάν το τομέας της ενέργειας δεν γίνει κρατικός;
Πως θα προμηθευτούν οι εργαζόμενοι, και κυρίως οι συνταξιούχοι, το φτηνό φάρμακο, εάν δεν υπάρξει η κρατική φαρμακοβιομηχανία;
Πως θα ρυθμιστούν τα κόκκινα δάνεια, που αφορούν τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα, τους μικρέμπορους και τους μικροεπιχειρηματίες, εάν το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν γίνει κρατικό;
Πως θα επιλυθεί το διατροφικό πρόβλημα των εργαζομένων εάν δεν επιστρέψουν οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις, πρώην συνεταιριστικές, σ’ ένα νέο καθεστώς παραγωγικού συνεταιρισμού;
Ατέλειωτος μπορεί να είναι ο κατάλογος ανάλογων παραδειγμάτων που μπορεί να παρατεθεί με βασικά ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της διαπάλης.
Από μόνη της η σημερινή κατάσταση αναδεικνύει την ανάγκη μιας ανάλογης προγραμματικής πρότασης, που θα συνδυάζει τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων με άμεσα μέτρα, που πρέπει να παρθούν για την επίλυσή τους. Και η κρατικοποίηση των τραπεζών, που άλλωστε τις ακριβοπλήρωσε ο εργαζόμενος λαός, η δημιουργία κρατικού φορέα φαρμάκου, η κρατικοποίηση της ενέργειας κ. α. είναι άμεσα μέτρα, τα οποία πρέπει να παρθούν για την επίλυση των προβλημάτων των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων.
Μια τέτοια προγραμματική πρόταση θα δώσει νέα πνοή και στο Εργατικό Κίνημα. Θα μπορεί αυτό να διεκδικεί συγκεκριμένες λύσεις στο πλαίσιο των συγκεκριμένων προβλημάτων των εργαζομένων. Δε θα τις παραπέμπει στο μέλλον. Λύσεις βέβαια που θα έρχονται σ’ αντίθεση με την πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΣΥΡΙΖΑ. Ιδιαίτερα για τον τελευταίο θα του κόψει κάθε περιθώριο να σπεκουλάρει πάνω στα προβλήματα των εργαζομένων.
Αυτή η προγραμματική πρόταση θα φέρει στο προσκήνιο και τη συσπείρωση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων. Τη δημιουργία και σφυρηλάτηση της κοινωνικής τους συμμαχίας, της μετωπικής τους πορείας.
Παραπέρα, θα ανανεώσει το ρόλο του ΠΑΜΕ, γιατί στα επίμονα ερωτήματα των εργαζομένων πώς θα διεκδικήσουν την επίλυση των προβλημάτων τους και σε ποια κατεύθυνση θα υπάρχει άμεση απάντηση, που θα συμβάλει στην άνοδο της ταξικής τους συνείδησης και διεκδίκησης.
Το ΠΑΜΕ μέσα στο Εργατικό Κίνημα θα προβάλει τις λύσεις και τον τρόπο επίλυσης, θα διεκδικεί, θα προβάλει την εργατική πολιτική του Κόμματος. Το ΚΚΕ στη γενική του πολιτική θα αναλάβει να εξηγήσει ότι θα χρειαστεί η εξουσία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, η δημιουργία της αντίστοιχης κυβέρνησης.
Η συγκέντρωση, λοιπόν, του ΠΑΜΕ την 1η του Νοέμβρη δε μπορεί να είναι μια υπενθύμιση «ότι το ΠΑΜΕ είναι εδώ». Δεν απευθυνόμαστε «στους μέσα» για να τους πείσουμε ότι υπάρχουμε. Υπάρχουμε! Αλλά πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με «τους έξω», τους εργαζόμενους και το Εργατικό Κίνημα, με τα μικροαστικά στρώματα. Με τα σωματεία και τις ομοσπονδίες.
Η συγκέντρωση του ΠΑΜΕ στη 1η του Νοέμβρη δε μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα άλλοθι για τη σημερινή πολιτική του Κόμματος και τη στάση του ΠΑΜΕ. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ξαναδούμε συνολικά την πολιτική μας ως Κόμμα, να ξαναδούμε την πορεία του ΠΑΜΕ, το ρόλο του και τους στόχους του, την τακτική του και τη στάση του μέσα στο Εργατικό Κίνημα. Και να την αποκαταστήσουμε. Η Πανελλαδική συγκέντρωση μπορεί να ήταν μια μεγάλη συγκέντρωση αλλά υπάρχουν και αξιόλογες «παρατηρήσεις», που είναι σημαντικές για να μην πούμε καθοριστικές.
Ο όγκος της συγκέντρωσης θα ήταν λάθος να οδηγήσει στο συμπέρασμα της δικαίωσης, γιατί δε μπορεί να παρακάμψει τον όγκο των λαϊκών προβλημάτων και της αναγκαίας πολιτικής για την επίλυσή τους.
COMMENTS