Μας ρωτάνε… Τι απαντάμε;…

Όποιος παρακολουθεί στοιχειωδώς τους πολιτικούς διαλόγους, που γίνονται στα ΜΜΕ, θα συνειδητοποιήσει ότι τα κύρια θέματα που αναδεικνύονται είναι κατά βάση δύο: Το ένα, εάν η κυβέρνηση χάσει τις εκλογές, όποτε γίνουν, ποια πολιτική πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας, σε σχέση με τη μνημονιακή λαίλαπα που υπέστησαν οι εργαζόμενοι, και το δεύτερο, το εάν θα πάει αυτός ο τόπος μπροστά με ανάπτυξη και ποια ανάπτυξη.

Φαίνεται καθαρά ότι η λαϊκή αγανάκτηση έχει ενταθεί πάρα πολύ, ότι η κυβέρνηση και η αστική τάξη ψάχνουν τρόπους να την εκτονώσουν, ότι ανησυχούν από το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αντέξει για πολύ ακόμη συνεχίζοντας την ίδια πολιτική, όσο και εάν προσπαθούν να τη διασκεδάσουν με διάφορες ψευδεπίγραφες παροχές – ανάσες.

Ταυτόχρονα, η αστική τάξη, τουλάχιστον ένα τμήμα της, φαίνεται να αποδέχεται να εμπιστευτεί το ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας, μετά και την εξαγγελία του κυβερνητικού προγράμματός του από τον Αλέξη Τσίπρα (που δε θίγει ουσιαστικά τα συμφέροντα της αστικής τάξης) και τις διαβεβαιώσεις που έδωσε ότι δεν πρόκειται να αμφισβητήσει το στρατηγικό της σχεδιασμό, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ευρώ.

Εξ άλλου ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται ότι μπορεί, σ’ αυτήν τη φάση, να συσπειρώσει πιο εύκολα τα μικροαστικά στρώματα, τα οποία έχουν υποστεί τις οδυνηρές συνέπειες της πολιτικής της κυβέρνησης και μεγάλο τους μέρος έχουν καταστραφεί, όπως και να απορροφήσει, επίσης, και μεγάλο μέρος της λαϊκής δυσαρέσκειας, δηλαδή ευρύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης. Αυτό άλλωστε δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, που τον φέρνουν σταθερά πρώτο σε σχέση με τη Νέα Δημοκρατία.

Αρχίζουν, λοιπόν, και μπαίνουν τα ερωτήματα – διλήμματα: Θα φύγει η τρόικα; Θα απαλλαγούμε από το μνημόνιο; Θα υπάρξει ανάπτυξη;

Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση η κυβέρνηση απαντάει μ’ ένα σχεδιασμό, και μετά τη συνάντηση του Αντώνη Σαμαρά με την Άνγκελα Μέρκελ και το ταξίδι του Ευάγγελου Βενιζέλου στις ΗΠΑ, που προβλέπει ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδεχτεί ένα νέο μνημόνιο, ότι θα προσπαθήσει να βγει στις διεθνείς αγορές για δανεισμό, νωρίτερα απ’ ότι αρχικά σχεδιαζόταν, να απαλλαγεί από την παρουσία του ΔΝΤ, ότι οι διαδικασίες για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας θα ανοίξουν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα κατά το Σύνταγμα και ότι οι εκλογές θα γίνουν στην ώρα τους.

Από την άλλη μεριά ο Μάριο Ντράγκι, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προϊδεάζει για μια πολιτική χαλάρωσης, που θα βοηθήσει τη ρευστότητα και επομένως μια πολιτική επενδύσεων, που θα φέρουν ανάπτυξη, με τον περιορισμό ότι θα πρέπει να υπάρχει και να μη διαταραχτεί το γενικό πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας. Εδώ εμπίπτει και η χώρα μας. Δηλαδή, μας λέει ο Μάριο Ντράγκι, πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας θα υπάρχει έτσι κι αλλιώς.

Αυτό το πρόγραμμα, που βεβαίως θα αφορά τη γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφορά και την κάθε χώρα χωριστά, ανεξάρτητα εάν θα ειπωθεί μνημόνιο ή όχι. Πράγμα που σημαίνει ότι η λιτότητα δεν τελειώνει και η χαλάρωση περιορίζεται στην εξασφάλιση, κατά το δυνατό, της ρευστότητας και μόνο. Και η ρευστότητα δεν αφορά τους εργαζόμενους. Αφορά τις τράπεζες.

Την ίδια στιγμή ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Παπαδημούλης, με ερώτησή του ενδιαφέρεται να μάθει ποιοι θα είναι εκείνοι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα αντικαταστήσουν την τρόικα, ενώ από την πλευρά της κυβέρνησης, εκπρόσωποί της, σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι το πρόγραμμα για το οποίο έκανε λόγο ο Μάριο Ντράγκι δε σημαίνει αναγκαστικά και ένα νέο μνημόνιο για τη χώρα μας. Είναι απλώς ένα πρόγραμμα.

Παράλληλα από τα ΜΜΕ σημειώνεται ότι η τρόικα, που διενεργεί αυτή τη στιγμή έλεγχο στην πορεία εφαρμογής του προγράμματος, που έχει συμφωνηθεί με το μνημόνιο, δε δείχνει να είναι τόσο αυστηρή, ακούει περισσότερο και μιλάει λιγότερο. Ενώ η κυβέρνηση επιστράτευσε και τους λεγόμενους κοινωνικούς φορείς για να συμφωνήσουν ότι δε χρειάζεται, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, να αλλάξει ο νόμος για τις απολύσεις και την κήρυξη των απεργιών, ούτε το ασφαλιστικό.

Όλη, λοιπόν, η αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνεται στο ποιος θα απαλλάξει τη χώρα από την παρουσία της τρόικας και του μνημονίου, στο ποιος, υποτίθεται, θα την οδηγήσει σε ανάπτυξη.

Και η μεν κυβέρνηση υπόσχεται ότι θα το κάνει μέσα από τη δική της πολιτική, που θα σεβαστεί τις θυσίες του Ελληνικού λαού αλλά δε θα φέρει τη χώρα σ’ ένα νέο πισωγύρισμα, στην εποχή των ελλειμμάτων και των χρεών, και καταγγέλλει το ΣΥΡΙΖΑ ότι υιοθετεί μια πολιτική που ισοδυναμεί με το «λεφτά υπάρχουν».

Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι διαιωνίζει την πολιτική των μνημονίων, ότι δε διαπραγματεύεται με την τρόικα αλλά υπακούει στις εντολές της Άνγκελα Μέρκελ, ότι ακολουθεί μια πολιτική που την αντιστρατεύεται ο Ευρωπαϊκός Νότος, με τις χώρες του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνάψει τις απαραίτητες συμμαχίες, ως κυβέρνηση, για να αλλάξει συνολικά η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την ανάπτυξη.

Ας το ξεκαθαρίσουμε. Και η κυβέρνηση με τις «δικές» της συμμαχίες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και ο ΣΥΡΙΖΑ με τις «δικές» του, ως κυβέρνηση, δεν πρόκειται να παραβιάσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία στη γενική της κατεύθυνση. Τουτέστιν η λιτότητα θα συνεχιστεί. Και η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζονται στις «ανάσες».

Και ο Αντώνης Σαμαράς έχει δεσμευτεί ότι θα παραμείνει στη γραμμή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και ο Γιάννης Δραγασάκης, για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ, έχει δεσμευτεί για το ίδιο πράγμα. Και η κυβέρνηση μιλάει για 70 χρόνια επιμήκυνσης του χρέους και ο Γιάννης Δραγασάκης μιλάει για πάγωμα του χρέους απροσδιόριστης διάρκειας.

Η δέσμευση αυτή, όμως, υπακούει στην εξίσωση: Όποια κυβέρνηση και εάν υπάρξει στη χώρα μας, θα σεβαστεί τη δημοσιονομική πειθαρχία, αυτό διαβεβαιώνει ο Μάριο Ντράγκι εκ μέρους της ΕΚΤ, θα καταθέτει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, αυτό διαβεβαιώνουν και ο Αντώνης Σαμαράς και ο Γιάννης Δραγασάκης, επομένως η λιτότητα θα συνεχιστεί, άλλωστε αυτήν την κριτική έκανε ο Κώστας Λαπαβίτσας για το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, άρα, η όποια χαλάρωση δεν αφορά στους μισθούς των εργαζομένων. Αυτή είναι η γενική κατεύθυνση της πολιτικής τους.

 Οι όποιες αποκλίσεις απ’ αυτήν τη γενική κατεύθυνση αφορά στη διαφορά χρόνου. Ακόμη και η άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν αναιρεί τις σχέσεις εργασίας που επικρατούν, όπως η μερική απασχόληση, ούτε το υπάρχον νομικό πλαίσιο για τις απολύσεις, που οι λεγόμενοι κοινωνικοί εταίροι συμφώνησαν να μην αλλάξει. Και το υπάρχον νομικό πλαίσιο δεν αποκλείει τις ομαδικές απολύσεις.

Επομένως δε νομίζουμε ότι η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πάρει άλλο χαρακτήρα, παρά να περιορίζεται στο ποιος θα δώσει τις απαραίτητες «ανάσες» στους εργαζόμενους, προκειμένου να συνεχιστεί η γενική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της λιτότητας.

Παρ’ όλα αυτά η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ έφερε στην επιφάνεια δύο βασικά ζητήματα: Το ένα είναι το πολιτικό ζήτημα, το οποίο έχει να κάνει και με τη στάση των κομμάτων απέναντι στα μικροαστικά στρώματα που έχουν καταστραφεί και, πρωτίστως, απέναντι στην εργατική τάξη. Το δεύτερο αφορά στην ανάπτυξη.

Ως προς το πρώτο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα προβάδισμα στο να συσπειρώσει τα μικροαστικά στρώματα, αλλά και να επεκτείνει την επιρροή του στην εργατική τάξη, εξ αιτίας της πλατιάς δυσαρέσκειας που επικρατεί. Απ’ αυτήν την επιδίωξη, όμως, δεν έχει παραιτηθεί ούτε και η κυβέρνηση, απόδειξη ότι στη δεύτερη ομιλία  του, για τα 40χρονα της Νέας Δημοκρατίας (θα υπάρξει ιδιαίτερο άρθρο γι’ αυτήν την ομιλία), ο Αντώνης Σαμαράς έκανε ειδική αναφορά τόσο στη «μεσαία αστική τάξη» όσο και στους εργαζόμενους, που τους υποσχέθηκε ότι με την ανάπτυξη θα καλυτερεύσουν τη θέση τους.

Αυτό, λοιπόν, που μπαίνει ως κυρίαρχο ζήτημα, ως προς το πρώτο θέμα, και αφορά κατ’ εξοχήν το δικό μας κόμμα, το ΚΚΕ, είναι το πώς τα μικροαστικά στρώματα αλλά και η ίδια η εργατική τάξη δεν θα εγκλωβιστούν σε μια πολιτική αντιπαράθεση, που εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια και την εξαθλίωση των εργαζομένων, την καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων, που προκλήθηκαν από μια πολιτική που θα συνεχιστεί στη γενική της κατεύθυνση, με όποιες και σε όποιο βαθμό διαφοροποιήσεις. Αυτό ακριβώς το θέμα έρχεται να συγκαλύψει η αντιπαράθεση με τις «ανάσες» που υπόσχονται τόσο η κυβέρνηση όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ως προς το δεύτερο θέμα είναι βέβαιο ότι αφορά στην καπιταλιστική ανάπτυξη που μέσα απ’ αυτήν θα επαναφέρει τα κέρδη της ολιγαρχίας με υπονομευμένη την υλική βάση της χώρας μας.

Μ’ αυτά τα «μικροπράγματα», όμως, όπως πολύ καυστικά τα χαρακτήριζε ο Β. Ι. Λένιν, πρέπει να ασχοληθεί το Κόμμα μας. Δεν αρκεί να ξεπερνάει αυτό το θέμα, το τόσο ουσιώδες, με μια «ατάκα» του τύπου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει «ψίχουλα».

Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το πόσο σημασία παίζουν στην πολιτική ζωή αυτά τα μικροπράγματα παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από το άρθρο του Β. Ι. Λένιν «Για την αναθεώρηση του Προγράμματος του Κόμματος», που σημειωτέον το έγραψε στις 6 του Οχτώβρη του 1917 (στις 24 του Οχτώβρη το βράδυ πραγματοποιείται η νικηφόρα εξέγερση και στις 25 του Οχτώβρη το πρωί έχει ανατραπεί η κυβέρνηση): «Δεν πρέπει όμως να παινευόμαστε όταν πηγαίνουμε στον πόλεμο, δεν πρέπει να πετάμε το πρόγραμμα – μίνιμουμ, γιατί αυτό το πράγμα θα ισοδυναμούσε με κούφιο κομπασμό: δεν θέλουμε “να ζητήσουμε” τίποτε “από την αστική τάξη”, αλλά να δημιουργούμε οι ίδιοι, δεν θέλουμε να ασχολούμαστε με τα μικροπράγματα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος. Αυτό θα ήταν κούφιος κομπασμός, γιατί πρώτα πρέπει να κατακτήσουμε την εξουσία, ενώ εμείς δεν την κατακτήσαμε ακόμη» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Τόμος 34, σελ 374).

Και εδώ πλέον μπαίνουμε στην καρδιά των θεμάτων που αναφερθήκαμε. Πως θα ματαιωθεί ο εγκλωβισμός της εργατικής τάξης και των κατεστραμμένων μικροαστικών στρωμάτων, που τα διεκδικούν, με διαφορετικούς όρους, τόσο η κυβέρνηση όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ; Πως θα γίνει κατανοητή η έννοια της ανάπτυξης στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα;

Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα είναι θεμελιώδους σημασίας, γιατί «ξεκλειδώνουν» τη διαδικασία προσέγγισης της ίδιας της εργατικής τάξης, των μικροαστικών στρωμάτων, ωθούν στην άνοδο της πολιτικής και ταξικής τους συνείδησης, στη συνειδητοποίηση ότι πρέπει να αλλάξουν οι τάξεις στην εξουσία.

Από την πλευρά της ηγεσίας του Κόμματος η απάντηση δίνεται ως εξής: «Το KKE στη βδομάδα που πέρασε έδωσε ένα δείγμα του πώς εννοεί τη στοιχειώδη κάλυψη των λαϊκών αναγκών. Κατέθεσε πρόταση νόμου για την επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751, χωρίς «ναι, μεν, αλλά», χωρίς παραπομπές στους «κοινωνικούς διαλόγους» της υποταγής. Πρότεινε μια σειρά ακόμα μέτρα άμεσης ανακούφισης του λαού. Αλλά δεν έκανε βήμα πίσω από το κρίσιμο: Οτι αυτό το σύστημα το σάπιο δεν αλλάζει, ότι αυτό το σύστημα θέλει ανατροπή, κι αν οι εργάτες θέλουν να δουν άσπρη μέρα, αυτό πρέπει να ‘ναι ο στόχος τους. Γιατί σήμερα περισσότερο από χτες επιβεβαιώνεται ότι όσο ο εργάτης αναβάλλει την πάλη για τη δική του εξουσία μέχρι να πετύχει τους στόχους του το αφεντικό – κι εκεί οδηγούν όλα τα περί παραγωγικής ανασυγκρότησης και αντιμετώπισης της λιτότητας χωρίς να θίγεται η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής – τόσο περισσότερο θα γυρνά στις ρούγες με σκυμμένο το κεφάλι» («Ρ», 5/10/2014, σελ 3).

Με δυο λόγια, τι ακριβώς μας λέει η ηγεσία του Κόμματος; Απαντάει ότι «να η έμπρακτη απάντηση» στην κατηγορία ότι δεν ασχολείται το Κόμμα με τα «μικροπράγματα», ότι «δεν ζητάει τίποτε από την αστική τάξη». Κατέθεσε νόμο για την επαναφορά του βασικού μισθού στα 751 ευρώ. Και συμπληρώνει…

Που βρίσκεται η διαφορά με την αντίστοιχη πρόταση που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο του κυβερνητικού προγράμματος που έχει εξαγγείλει; Η διαφορά βρίσκεται στο ότι «δεν έκανε βήμα πίσω από το κρίσιμο»; Σωστά δεν έκανε βήμα πίσω. Αλλά, δυστυχώς, η διαφορά δε βρίσκεται εκεί (δεν παίρνουμε υπόψη ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ και το Κόμμα έχουν κάνει ένα βήμα πίσω, ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρόταση της ΓΣΕΕ, που ψήφισε και προσδιόριζε – πριν την οικονομική κρίση, τον κατώτατο μισθό στα 1400 ευρώ και το Κόμμα από τη δική του πρόταση, που προσδιόριζε τον κατώτατο μισθό στα 1480 ευρώ).

Η διαφορά βρίσκεται στο ότι ενώ το Κόμμα καταθέτει προτάσεις και διεκδικεί και μέσα από τους αγώνες του Εργατικού Κινήματος μέτρα «άμεσης ανακούφισης», και σωστά, την ίδια στιγμή που αυτές οι διεκδικήσεις δεν εντάσσονται σ’ ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, αυτό που ο Β. Ι. Λένιν αποκαλούσε μίνιμουμ πρόγραμμα, που θα προβλέπει την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, της συμμαχίας της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων – κατώτερων και μεσαίων, με τη δικιά τους κυβέρνηση, που αυτή η εξουσία και η κυβέρνηση θα αναλάβει να βγάλει τη χώρα μας από την κρίση και τη χρεοκοπία, να ανασυγκροτήσει την παραγωγική βάση της χώρας, επομένως και ανάπτυξη, προς όφελος των εργαζομένων και των συμμάχων της εργατικής τάξης με κατεύθυνση το σοσιαλισμό. Η συνέχεια, μετά τα μέτρα ανακούφισης, για το Κόμμα είναι ο άμεσος σοσιαλισμός.

Και εδώ, πλέον, ερχόμαστε μπροστά σ’ ένα άλλο πρόβλημα το οποίο εκφράζεται και στις συζητήσεις που διεξάγονται και στα ΜΜΕ. Τα μέτρα ανακούφισης που προβάλλει το Κόμμα, αθέλητα προφανώς, το «στέλνουν» πάνω στα αντίστοιχα μέτρα ανακούφισης, που προπαγανδίζουν ότι θα πάρουν και τα άλλα κόμματα. Οπότε, πάλι αθέλητα, τροφοδοτούν και τις φρούδες μεν αλλά ελπίδες δε των εργαζομένων για τα άλλα κόμματα ότι «και τα μισά να κάνουν θα είναι μια ανάσα».

Αυτό γίνεται, γιατί, όταν καλείται να περιγράψει τη δική του λύση στη σημερινή κατάσταση απαντάει με τον άμεσο σοσιαλισμό, την ίδια στιγμή που θέτει σε αμφιβολία ότι και αυτά τα ανακουφιστικά μέτρα μπορεί να παρθούν πίσω. Στην ουσία, ενώ το Κόμμα, από τη μια μεριά, ζητάει από τους εργαζόμενους να κάνουν ένα άλμα στην ταξική και πολιτική τους συνείδηση, από την άλλη μεριά, με την κατάσταση που υπάρχει στο Εργατικό Κίνημα και τις εκτιμήσεις του γι’ αυτό, δεν τους σιγουρεύει ακόμη και για στοιχειώδη ανακουφιστικά μέτρα.

Μ’ αυτόν τον τρόπο περιορίζεται σε μια γενικολογία, που αναγνωρίζεται ως σωστή ακόμη και από αστούς δημοσιογράφους – και του αποδίδουν και «δίκιο» στην ανάλυση που κάνει, αλλά όταν έρχεται να συγκεκριμενοποιήσει τη λύση που προτείνει, τότε μοιραία «πέφτει» στο «κενό συνείδησης», που υπάρχει ανάμεσα στο άμεσο, όπως το αντιλαμβάνονται οι λαϊκές μάζες, και το μακροπρόθεσμο, πάλι όπως το αντιλαμβάνονται οι λαϊκές μάζες.

Αυτό το «κενό συνείδησης», που ισοδυναμεί με το άλμα στην ταξική και πολιτική συνείδηση που ζητάει το Κόμμα να πραγματοποιήσουν  οι λαϊκές μάζες, το εκμεταλλεύονται ακόμη και οι ερωτώντες δημοσιογράφοι τους εκπροσώπους του Κόμματος, ακριβώς για να παρουσιάσουν την πρόταση του Κόμματος ως μη ρεαλιστική. Ξέρουν που ποντάρουν. Γνωρίζουν και έχουν εντοπίσει αυτό το κενό.

Το πρόγραμμα μίνιμουμ, το οποίο κατά τη γνώμη μας είναι το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου αυτό το κενό έρχεται να καλύψει. Να ωθήσει τη λαϊκή συνείδηση, μέσα από την ανάπτυξη της δράσης του Εργατικού Κινήματος, που θα έχει στο επίκεντρο της δράσης του αυτό ακριβώς το πρόγραμμα, να κάνει το άλμα της, να ωριμάσει, όπως αντίστοιχα με το ίδιο πρόγραμμα θα ωριμάζουν και οι υλικοί όροι περάσματος στο σοσιαλισμό.

Η ίδια η εξέλιξη των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων στη χώρα μας έχει αναδείξει την ανάγκη αυτής της προγραμματικής πρότασης που αποτελεί, πλέον, αδήριτη ανάγκη για το Κόμμα μας. Οι καιροί δεν περιμένουν και οι πολιτικές εμμονές πληρώνονται έτσι όπως πληρώθηκαν μέχρι σήμερα.

Και κάτι τελευταίο. Αυτό το πρόγραμμα θα είναι πολύ περισσότερο αναγκαίο όχι μόνο στην περίπτωση αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην περίπτωση που προκύψει, πιθανώς, και η όποια συναινετική κυβέρνηση ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ με τμήματα άλλων κομμάτων ακόμη και της Νέας Δημοκρατίας.

COMMENTS