Σ’ ό,τι μας αφορά ως «Νέα Σπορά» και σ’ ό,τι προκύπτει από την αναφορά του σημειώματος της Γραμματείας της ΚΕ του Κόμματος σ’ αυτήν δώσαμε μια σαφή απάντηση με την ανακοίνωση της «Νέας Σποράς» (ανάρτηση 23/09/2014).
Θέλουμε, επίσης, να τονίσουμε με έμφαση ότι την πορεία του «Εργατικού Αγώνα» από ιστοσελίδα σε πολιτική κίνηση την είχαμε προβλέψει από τον Ιούλη του 2012, όταν απαντήσαμε (ανάρτηση 10/07/2012, «Η απάντηση της «Νέας Σποράς» στην ηγεσία του Κόμματος σχετικά με το Πρόγραμμα – Α’ Μέρος) σ’ ένα άλλο σημείωμα της Συντακτικής Επιτροπής του «Ρ» («Ρ», 03/06/2012, σελ. 14 – 15) που έγινε αφορμή για να αναρτηθεί στον «Εργατικό Αγώνα» το κατάπτυστο άρθρο «Κράτα με να σε κρατώ».
Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε από την πλευρά μας, μ’ αυτή μας την τοποθέτηση, είναι ότι το πολιτικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει το Κόμμα μας, δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίζεται με τέτοιου είδους σημειώματα, όταν στην ΚΟΜΕΠ Νο 4/2014 (σελ. 28 – 29) στο σχετικό άρθρο της Ελένης Μπέλλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος, αναγνωρίζεται ανοιχτά ότι στο εσωτερικό του Κόμματος διεξάγεται διαπάλη, ανεξάρτητα από το πώς την παρουσιάζει η Ελένη Μπέλλου και την πολιτική θέση που παίρνει γι’ αυτήν. Και για του «λόγου το αληθές» παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Φυσικά οι αστικοκοινοβουλευτικές, μεταβατικού τύπου στο έδαφος του αστικού κράτους, εργατικές κυβερνητικές αυταπάτες δεν εξαλείφονται πλήρως, γιατί καλλιεργούνται και διοχετεύονται από πλήθος επιτελείων και μηχανισμών του συστήματος. Φωλιάζουν σε “αριστερούς” ή και μαρξικούς καθηγητές ΑΕΙ και συμμετέχοντες σε διάφορα αστικά ερευνητικά κέντρα, σε δημοσιογράφους. Διοχετεύονται μέσω ανθρώπων της τέχνης, του πολιτισμού, πατάνε πάνω στην ανυπομονησία φτωχών μεσαίων στρωμάτων, στην απελπισία των ανέργων, εξαθλιωμένων εργατοϋπαλλήλων. Παίρνουν πολιτική υπόσταση από κουρασμένους και συμβιβασμένους κομμουνιστές, που συγκροτούνται ως δυνάμεις έξω από το Κόμμα, αλλά κι ως οπορτουνιστική τάση μέσα στο Κόμμα».
Το πολιτικό πρόβλημα, επομένως, υπάρχει και παραμένει. Και για τους «κουρασμένους και συμβιβασμένους» έξω από το Κόμμα, απαράδεχτος ο χαρακτηρισμός και το τσουβάλιασμα, δε θα μιλήσουμε εμείς. Θα μιλήσουμε για τους «κουρασμένους και συμβιβασμένους» μέσα στο Κόμμα.
Θα μας επιτραπεί να παρουσιάσουμε από την τελική ομιλία της τότε Γενικής Γραμματέως του Κόμματος, σ. Αλέκας Παπαρήγα, ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Κάποιοι σύντροφοι είπαν ότι όλα τα προβλήματα της ιδεολογικοπολιτικής ενότητας, της κομματικότητας, της πειθαρχίας, των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών δεν εξαρτώνται από το Καταστατικό. Είναι σωστό, ως ένα βαθμό, αλλά η επανάληψη πολλές φορές αυτής της άποψης μπορεί να οδηγήσει στην αντίληψη ότι το Καταστατικό είναι σαν ένα εικόνισμα, που όποιος θέλει το προσκυνάει και όποιος δε θέλει δεν το κάνει» (15ο Συνέδριο, Ντοκουμέντα, σελ. 84).
Διευκρινίζουμε, λοιπόν, από την πλευρά μας, για άλλη μια φορά, γιατί δεν αποδεικνύει και κάποια ιδιαίτερη ευφυΐα αυτών που ασχολούνται με ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα και επιδίδονται σ’ ένα τσουβάλιασμα των διαφορετικών απόψεων, ότι αυτό που ενδιαφέρει τη «Νέα Σπορά» είναι πάνω απ’ όλα η ιδεολογικοπολιτική ενότητα του Κόμματος, που στηρίζεται στο Μαρξισμό – Λενινισμό.
Αυτή η ιδεολογικοπολιτική ενότητα, για την οποία αγωνίζεται η «Νέα Σπορά», είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται και από το οποίο προκύπτει και η οργανωτική ενότητα. Η ενότητα ενιαίας θέλησης και δράσης για τους ίδιους σκοπούς. Η συγκρότηση σε Κόμμα. Το Κόμμα είναι πάνω απ’ όλα πολιτικός οργανισμός και όχι διοικητικός μηχανισμός. Πολύ δε, περισσότερο αυτό ισχύει για τα επαναστατικά κόμματα όπως το Λενινιστικό Κόμμα Νέου Τύπου, το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Η τήρηση του αντίστοιχου Kαταστατικού και η αντιμετώπιση του «οργανωτικού φιλελευθερισμού» αποκτούν νόημα μόνο όταν υπερασπίζονται την ιδεολογική και πολιτική ενότητα του Κόμματος στη βάση της Μαρξιστικής Λενινιστικής κοσμοθεωρίας. Οτιδήποτε άλλο, οδηγεί το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σε καρικατούρα στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί υπάρχει και η χειρότερη περίπτωση. Εκείνη δηλαδή κατά την οποία ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός μετατρέπει την κομματική ιεραρχία σε μια γραφειοκρατία κάτω από το βάρος της οποίας στενάζει και ακυρώνεται ο ρόλος των Κομματικών Οργανώσεων Βάσης, των οργάνων του Κόμματος και τελικά απαξιώνεται ο ρόλος του μέλους του Κόμματος ως συνειδητού επαναστάτη, πρωτοπόρου αγωνιστή που ενώνεται σε εθελοντική βάση με τους ομοϊδεάτες του.
Το αποτέλεσμα είναι ο οργανωτικός εκφυλισμός και η οργανωτική παράλυση. Κανένα «σημείωμα» και καμία τέτοια διαδικασία «κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση» δεν αντιμετωπίζει το ουσιώδες πρόβλημα, τη διατάραξη της ιδεολογικής ενότητας, που είναι και η πηγή κάθε άλλου προβλήματος στην κομματική ζωή.
Και όταν παρουσιάζονται θεμελιακές ιδεολογικοπολιτικές διαφορές και διαφορετικές απόψεις μέσα στο Κόμμα, τότε, ούτε το Καταστατικό μπορεί να τις επιλύσει, ούτε η αριθμητική – γιατί η πολιτική είναι επιστήμη, ούτε, πολύ περισσότερο, οι χαρακτηρισμοί, που σε ορισμένες περιπτώσεις, για να εκτοξευτούν, ξεπερνάνε όχι μόνο τις Κομματικές αρχές και τις Λενινιστικές διαδικασίες λειτουργίας του Κόμματος αλλά και το Κομμουνιστικό ήθος.
Καταθέτουμε και πάλι ένα απόσπασμα από την τελική ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στο 15ο Συνέδριο: «Η έκφραση διαφορετικής άποψης δεν είναι αντικομματική ενέργεια. Δεν έχω υπόψη μου ακριβώς αν ειπώθηκε τέτοιο ζήτημα, αλλά καλύτερα να το ξεκαθαρίσουμε. Όπως επίσης δικαίωμα και υποχρέωση είναι η αντίκρουση των απόψεων. Χρειάζεται όμως, σύντροφοι, να προβληματιστούμε καλύτερα στον τρόπο που διεξάγεται μια τέτοια συζήτηση. Το κλείσιμο δε φιλοδοξεί ούτε να καθοδηγήσει, ούτε να δώσει εντολές, αλλά απλώς να θέσει ορισμένα ζητήματα, να τα σκεφτόμαστε και παραπέρα. Οφείλουμε την επιχειρηματολογημένη τεκμηρίωση της διαφορετικής άποψης. Και για τη συμφωνία χρειάζεται επιχειρηματολογία, βεβαίως, αλλά ίσως δεν έχεις την ανάγκη να ψάξεις πάντα ιδιαίτερα επιχειρήματα. Επίσης απαιτείται η επιχειρηματολογημένη αντίκρουση της διαφορετικής άποψης από τη σκοπιά της θεωρίας μας, αν πρόκειται για θέμα αρχής, με κριτήριο τις αποφάσεις μας και την πείρα της ζωής, των εξελίξεων. Αυτός ο τρόπος, σύντροφοι, βοηθάει καλύτερα να γίνεται η συζήτηση, αποφεύγοντας π. χ. να αναζητούμε το κίνητρο μιας διαφορετικής άποψης. Καλύτερα να αναζητούμε την αιτία που τη γέννησε» (στο ίδιο, σελ. 83).
Ας περάσουμε, λοιπόν, σε συγκεκριμένα παραδείγματα που αποδεικνύουν το πόσο γρήγορα ξεχάστηκε η υπόδειξη «να τα σκεφτόμαστε παραπέρα», το πώς παραβιάστηκε το Καταστατικό του Κόμματος, και όχι μόνο αυτό, αλλά απαιτήθηκε να γίνει «εικόνισμα» που να το «προσκυνάς». Φυσικά η θέση μας δεν είναι ότι δεν πρέπει να τηρείται το Καταστατικό. Αλλά ότι πρέπει να τηρείται απ’ όλους και πριν απ’ όλους από την ίδια του την ηγεσία του Κόμματος.
- Όταν έγινε θέση του Κόμματος η θεωρία της «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας», που αφορά μια θεμελιώδη θέση του Κόμματος, παρουσιάστηκε ποτέ μια «επιχειρηματολογημένη τεκμηρίωση» αυτής της θέσης; Πολύ περισσότερο που αυτή η θεωρία αποτελεί τεκμήριο της εγκατάλειψης της Λενινιστικής θεωρίας για τον ιμπεριαλισμό και που η ίδια «πείρα της ζωής, των εξελίξεων» την απέστειλε στον κάλαθο των αχρήστων;
- Όταν εγκαταλείφθηκε η θέση του Β. Ι. Λένιν για το μίνιμουμ Πρόγραμμα, παρουσιάστηκε ποτέ μια «επιχειρηματολογημένη τεκμηρίωση»;
- Όταν η πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας μετατράπηκε σε «εξαρτήσεις» παρουσιάστηκε ποτέ μια «επιχειρηματολογημένη τεκμηρίωση» αυτής της μετατροπής; Και όταν η «πείρα της ζωής, των εξελίξεων» απέστειλε και αυτήν τη θέση στον κάλαθο των αχρήστων, γιατί η ηγεσία, τώρα, ουσιαστικά περιγράφει την πολιτική και οικονομική εξάρτηση της χώρας μας, χωρίς να την κατονομάζει, και μάλιστα χωρίς καμία αυτοκριτική;
- Και για να περιοριστούμε στο κύριο θέμα. Υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά γύρω από το θέμα της εργατικής κυβέρνησης. Σωστά η ηγεσία του Κόμματος θέλει να προφυλάξει το Κόμμα από μια συμμετοχή του Κόμματος σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης. Το παράδειγμα π.χ. της συμμετοχής του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια αστική κυβέρνηση είναι αρκετό για να πείσει γι’ αυτήν τη θέση.
Μα το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Πέρα από το γεγονός ότι επιδιώκεται μεθοδευμένα ένα συστηματικό τσουβάλιασμα των ιστορικών παραδειγμάτων συμμετοχής ενός Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια κυβέρνηση – διαφορετική είναι η περίπτωση της Γαλλίας και διαφορετική είναι η περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας, είναι θεμελιωδώς άλλο πράγμα η θέση για συμμετοχή σε μια αστική κυβέρνηση από τη θέση για συμμετοχή σε μια εργατική κυβέρνηση, που ο σχηματισμός της θα σημαίνει την επιδίωξη για την εκδίωξη της αστικής τάξης από την εξουσία, χωρίς αυτό να σημαίνει, ταυτόχρονα, και άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό, αλλά θα σημαίνει άνοιγμα του δρόμου για το σοσιαλισμό. Ούτε ο Β. Ι. Λένιν ήταν υπέρ του περάσματος στον άμεσο σοσιαλισμό, όταν απαντούσε στον Κάμενεφ, αλλά προωθούσε τη θέση «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Και όλοι γνωρίζουμε σε ποια χρονική στιγμή έδωσε αυτήν την απάντηση στο Κάμενεφ.
Υπάρχει, επομένως, ένα σοβαρό θέμα: Να διασαφηνιστεί το τι σημαίνει η συμμετοχή σε μια εργατική κυβέρνηση, πολύ περισσότερο που η ηγεσία του Κόμματος ξεπερνάει με πολύ μεγάλη ευκολία και επιπολαιότητα τις Λενινιστικές επεξεργασίες γύρω απ’ αυτό το θέμα και δεν παρουσιάζει μια «επιχειρηματολογημένη τεκμηρίωση» ότι δεν ισχύουν αυτές στη σύγχρονη πραγματικότητα (γιατί μια τέτοια εκδοχή, …ενδεχομένως, να ήταν, κατά την ηγεσία και σωστή), πολύ περισσότερο που η «πείρα της ζωής, των εξελίξεων» αποδεικνύουν την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα αυτών των Λενινιστικών επεξεργασιών.
Το ερώτημα είναι: Πώς θα επιλυθούν τέτοια θέματα, που η ίδια η ζωή, οι πολιτικές εξελίξεις στα βγάζουν σταθερά στην επιφάνεια; Και όταν βλέπουμε την ηγεσία του Κόμματος να προσπαθεί να επιλύσει ανάλογα θεμελιώδη ζητήματα με το «προσκύνημα» στο Καταστατικό, όταν το μετατρέπει η ίδια σε «εικόνισμα», όταν καταφεύγει στα σημειώματα που δεν «αναζητούν την αιτία που τα γέννησε», τότε, το μόνο βέβαιο είναι η διαιώνιση των προβλημάτων.
Η λύση βρίσκεται στην ανοιχτή συζήτηση από τα έντυπα του Κόμματος για τα μέλη του Κόμματος, γιατί είναι και ο μόνος τρόπος να αποδειχθεί το «ποιος το πάει που». Και όσοι θέλουν να τραβήξουν για «έξω» ας τραβήξουν για έξω, και όσοι πιστεύουν στο Κόμμα και στους επαναστατικούς του σκοπούς θα υπερασπιστούν σε κάθε περίπτωση το Κόμμα, την ύπαρξή του, έστω και με τη διαφορετική τους άποψη.
Η μέθοδος να ανακαλύπτουμε εχθρούς και να καταφεύγουμε σε σημειώματα αποδείχτηκε ατελέσφορη, γιατί στο τέλος – τέλος δεν παραμένουν «εντός των τειχών» και για ορισμένους γίνεται έγκυρος δημοσιογράφος και άλλοθι ο Λάμπρος Σταυρόπουλος και τους χρησιμεύει ως τεκμήριο της πορείας τους. Σε τελική ανάλυση η καταφυγή σε «σημειώματα» κάτω από τους σημερινούς όρους λειτουργίας του Κόμματος το μόνο που, όπως αποδείχτηκε, έχει κατορθώσει, είναι να δηλητηριάζει την εσωκομματική ζωή και να διευκολύνει όσους κοιτούν προς τα «έξω» την προσπάθειά τους να τραβήξουν μαζί τους και κομματικές δυνάμεις.
COMMENTS