Γράφαμε στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μας ότι μετά την ανακοίνωση του κυβερνητικού προγράμματος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην 79η ΔΕΘ: «Το τι θα ακολουθούσε, θα μας επιτραπεί να πούμε, ότι το περίμεναν λίγο – πολύ οι πάντες». Και επειδή το περίμεναν οι πάντες πιο πολύ απ’ όλους το «περίμεναν» τα επιτελεία της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, αφού το δημιούργησαν.
Όλες αυτές τις μέρες τι ακριβώς ζούμε; Ζούμε μια στείρα αντιπαράθεση μεταξύ της κυβέρνησης, που το κύριο βάρος από την πλευρά της το σηκώνει η Νέα Δημοκρατία, και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, που ο κύριος στόχος και των δύο είναι να αποπροσανατολίσουν τους εργαζόμενους και να τους εγκλωβίσουν σ’ ένα απαράδεκτο δικομματικό, και σημαδεμένο από τα πριν, παιχνίδι.
Σ’ αυτό το παιχνίδι εμπλέκονται κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όπως και κορυφαία ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που προαλείφονται για κυβερνητικές θέσεις. Υποτίθεται ότι νυν και μέλλοντα κυβερνητικά στελέχη μιλούν με τη γλώσσα της υπευθυνότητας απέναντι στον Ελληνικό λαό για ένα κορυφαίο θέμα, που είναι η έξοδος της χώρας από την οικονομική κρίση και η αντιμετώπιση του χρέους, που έχουν γίνει πραγματικός βραχνάς για τους εργαζόμενους. Και αυτόν το βραχνά τον αναγνωρίζουν και οι δύο πλευρές.
Αυτό που διαπιστώνουμε είναι να ανεβοκατεβαίνουν νούμερα για την κοστολόγηση του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ με ταχύτητα φωτός, να ανταλλάσσονται εκατέρωθεν αντιφατικές και αντίθετες εκτιμήσεις, να ξετυλίγονται οι κινήσεις των δύο πλευρών μεθοδευμένα και σταδιακά και, τέλος, στο επίπεδο των αρχηγών κομμάτων, ο ένας να καταφεύγει στον …Πάπα και ο άλλος στην …Άνγκελα Μέρκελ.
«Τυχαίο; Καθόλου», για να θυμηθούμε και το σχετικό σποτ της διαφήμισης. Ο καθένας επιστρατεύει τα μέσα που διαθέτει για να προετοιμαστεί καλύτερα για τις άμεσα προσεχείς πολιτικές εξελίξεις, που περιλαμβάνουν και την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες και που αποσκοπούν στη διαμόρφωση του νέου πολιτικού και κομματικού συστήματος.
Έτσι ο ένας αξιοποιεί τον «Πάπα των φτωχών» για να δημιουργήσει ένα ανάλογο πολιτικό προφίλ, αποσιωπώντας, όμως, τον πραγματικό ρόλο που παίζει το Βατικανό στον εγκλωβισμό των λαϊκών μαζών και στα σχέδια του ιμπεριαλισμού, ο άλλος προσπαθεί να αποσπάσει την πολιτική υποστήριξη της Άνγκελα Μέρκελ για να επιβιώσει.
Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό σκηνικό έχει εμφανιστεί και μια άποψη, με αριστερή, υποτίθεται, ταυτότητα, που τα «ρίχνει» κανονικά στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, και που τη διακινούν επώνυμες προσωπικότητες του δημόσιου λόγου, που προβάλλονται ακόμη και ως κομμουνιστές.
Μάλιστα παρατηρείται το φαινόμενο άλλες προσωπικότητες του δημόσιου λόγου, ξεκάθαρα «δεξιοί», όπως αυτοκαθορίζονται οι ίδιοι, να συστήνουν στον κόσμο να δώσει ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτήν την άποψη, γιατί δεν την εκφράζουν …δεξιοί δημοσιολόγοι αλλά …μαρξιστές δημοσιολόγοι, που έχουν το θάρρος της γνώμης.
Τι λέει αυτή η άποψη; Λέει, με δυο λόγια, ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ θα σκοντάψει πάνω στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η κρίση που περνάει η χώρα μας οφείλεται στις κρίσεις που περνάει ο ίδιος ο καπιταλισμός. Το συμπέρασμα, επομένως, που βγάζει ο αναγνώστης, είναι ότι για τα δεινά που περνάει η χώρα μας φταίει ο καπιταλισμός.
Οι αναγνώστες μας ίσως απορήσουν με την «προδιάθεση», που ήδη εμφανίζεται στο άρθρο μας να την αντιμετωπίσουμε απορριπτικά, γιατί, προφανώς, θα αναγνωρίσουν σ’ αυτήν την άποψη αληθινά και αντικειμενικά στοιχεία, που μπορούν γενικά να την καθιστούν αξιόπιστη. Το αναγνωρίζουμε ευθέως, ότι υπάρχουν.
Και, ίσως, ενδυναμώσουμε ακόμη πιο πολύ αυτήν την απορία τους εάν, πέρα από τη δικιά μας πρώτη παραδοχή, προσθέσουμε και τη θέση μας ότι αυτή η άποψη έρχεται πολύ κοντά στη θέση του Κόμματος, που στηρίζεται σχεδόν στην ίδια επιχειρηματολογία και διατυπώνει, μ’ αυτόν τον τρόπο, την κριτική του ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συμπυκνώνεται, τελικά, στο γνωστό σύνθημα: «αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μονομερής διαγραφή του χρέους, με κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και λαϊκή εξουσία».
Για να λύσουμε, λοιπόν, την απορία των αναγνωστών μας πρέπει προηγουμένως να λύσουμε μιαν άλλην απορία: Πως συμβαίνει αυτήν την άποψη να τη συστήνουν στον κόσμο, στους ψηφοφόρους στην περίπτωση των εκλογών, ακραιφνείς δεξιοί δημοσιολόγοι; Γιατί τη συστήνουν με τόση θέρμη;
Και μάλιστα η στάση αυτή των συγκεκριμένων δημοσιολόγων που τη συστήνουν περιέχει μιαν αντίφαση. Είναι οι ίδιοι που δημοσίως έχουν εκφραστεί υπέρ της επίδειξης εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ ενός ρεαλισμού απέναντι στην πραγματικότητα, που αντιμετωπίζει η χώρα μας με τις διεθνείς της δεσμεύσεις, που απορρέουν και από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από την πλευρά μας θα προσπαθήσουμε να δώσουμε την εξήγηση, που κατά τη γνώμη μας ισχύει για τη στάση αυτή των συγκεκριμένων (δεξιών, κατά δήλωσή τους) δημοσιολόγων.
Οι δημοσιολόγοι αυτοί διαβλέπουν (σωστά) ότι η άποψη αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το ένα αφορά στη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στις εξαγγελίες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ουσιαστικά λένε ότι το «πρόγραμμά σου δεν περνάει» από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό έχει την πολιτική του σημασία, γιατί παρουσιάζονται να υιοθετούν μια μαρξιστική άποψη.
Και γίνεται ακόμη σημαντικότερο, όταν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ήδη, και μέσα από το κυβερνητικό της πρόγραμμα έχει επιβεβαιώσει με τον πιο επίσημο τρόπο, πλέον, το ρεαλισμό της, τον οποίο οι συγκεκριμένοι δημοσιολόγοι την καλούσαν να επιδείξει. Ως κυβέρνηση, συνεπώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να αμφισβητήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαφορετικά αυτήν την αμφισβήτηση θα την περιείχε, μ’ έναν, οποιονδήποτε, τρόπο στο κυβερνητικό του πρόγραμμα. Θα έδινε εναλλακτική λύση στην περίπτωση που η «σκληρή διαπραγμάτευση», που υπόσχεται η ηγεσία του, δε θα πήγαινε καλά. Αποφεύγει πλέον η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να μιλήσει φανερά γι’ αυτό το ενδεχόμενο, όταν δέχεται τέτοιες ερωτήσεις.
Την ίδια στιγμή γνωρίζουν πολύ καλά οι ίδιοι αυτοί δημοσιολόγοι (και πάλι σωστά), με βάση και τη μέχρι τώρα υπάρχουσα κυβερνητική εμπειρία, ότι, τελικά, τα πάντα εξαρτώνται από τα μεγάλα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βγαίνει, έτσι, εύκολα το συμπέρασμα ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα προσκρούσει πάνω στις απαιτήσεις των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επομένως, αφού αυτό που πρωταρχικά εξασφαλίζεται και με το κυβερνητικό πρόγραμμα είναι ότι δεν αμφισβητείται πλέον ο στρατηγικός σχεδιασμός της αστικής τάξης της χώρας μας, τότε, η υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ θα εξαρτηθεί από τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι σκέπτονται αυτοί οι δημοσιολόγοι και εκ πείρας «από τα μέσα».
Αυτό το συμπέρασμα είναι απολύτως λογικό. Μια πρόσθετη απόδειξη γι’ αυτό, από την άλλη μεριά τώρα, είναι και η προσεχής συνάντηση του Αντώνη Σαμαρά με την Άνγκελα Μέρκελ, που βρίσκονται πολιτικά και στον ίδιο χώρο. Ποιος είναι ο κύριος στόχος αυτής της συνάντησης; Μας το λένε τα ίδια τα αστικά ΜΜΕ: Να συζητήσει με την Άνγκελα Μέρκελ για τη ρύθμιση του χρέους αλλά και για να την πείσει για την ανάγκη των φορολογικών ελαφρύνσεων!
Αυτή είναι η συλλογιστική των συγκεκριμένων δημοσιολόγων και γι’ αυτό καταλήγουν να συμφωνούν με την άποψη που εξετάζουμε, τουλάχιστον σε ότι αφορά στο πρώτο μέρος της.
Περνάμε τώρα στο δεύτερο μέρος αυτής της άποψης, ότι οι οικονομικές κρίσεις οφείλονται στον καπιταλισμό, που υποκρύπτει την υπόμνηση προς την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ότι η πολιτική της πρέπει να στοχεύει ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό. Στην ανατροπή του.
Αν και πρέπει να πούμε ότι και με το ίδιο της το κυβερνητικό πρόγραμμα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μια και αποτελεί συνεδριακή θέση του ΣΥΡΙΖΑ ο στόχος του σοσιαλισμού, στην καλύτερη περίπτωση, έχει παραιτηθεί απ’ αυτόν το στόχο. Το κυβερνητικό πρόγραμμα που κατέθεσε είχε ως βασικό στόχο να εκμεταλλευτεί τη μεγάλη δυσαρέσκεια των εργαζομένων και να τους κάνει να νιώσουν ότι αυτοί θα πάρουν μιαν «ανάσα» από την άνοδό του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση.
Κατά προέκταση οι δημοσιολόγοι, που συστήνουν την άποψη που εξετάζουμε δεν …ανησυχούν από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση για την ανατροπή του …καπιταλισμού.
Συνολικά, λοιπόν, από την άποψη αυτή απομένει το πρώτο της μέρος, δηλαδή, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί μπροστά στα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τα οποία θα εξαρτάται η εφαρμογή των εξαγγελιών της, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι θα το εφαρμόσει πέρα και έξω από τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην κατεύθυνση αυτή θα προσθέσουμε και την πρόσφατη συνάντηση του Γιάννη Δραγασάκη και Γιώργου Σταθάκη με τον Γεργκ Άσμουσεν, όπου οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ συζήτησαν τη διαχείριση του χρέους της χώρας μας. Ποιος είναι ο Γεργκ Άσμουσεν;…
Είναι υφυπουργός εργασίας της κυβέρνησης της Γερμανίας και πρώην μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το λιγότερο που δείχνει αυτή η συνάντηση είναι ότι έχει αποκατασταθεί ένας δίαυλος με τη κυβέρνηση της Γερμανίας, που αποσκοπεί στο να αντιμετωπίσει ό, τι ακριβώς θα προσπαθήσει να αντιμετωπίσει ο Αντώνης Σαμαράς στη συνάντηση που θα έχει με την Άνγκελα Μέρκελ, δηλαδή τις δυσκολίες να περάσει το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Αμέσως – αμέσως και πριν αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ τη διακυβέρνηση έχει έρθει μπροστά στο πρόβλημα της πρόσκρουσης του προγράμματός του στα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ας δούμε τώρα στις τελευταίες δηλώσεις του Γκίκα Χαρδούβελη, ο οποίος τόνισε ότι «αυτή τη στιγμή η Ελλάδα χρειάζεται μιαν ανάσα». Μια δήλωση που την έκανε την ώρα που διαπραγματεύεται το πώς η χώρα μας θα «απαλλαγεί» από την ανάγκη ενός νέου μνημονίου και από την παρουσία της τρόικα, όπως ακριβώς η Ιρλανδία, δηλαδή, μνημόνιο χωρίς επίσημο …μνημόνιο και τρόικα χωρίς την επίσημη παρουσία της …τρόικα.
Απ’ αυτήν τη δήλωση ας κρατήσουμε τη λέξη «ανάσα», γιατί όλα τα άλλα παραμένουν ουσιαστικά τα ίδια, και ας θυμηθούμε ότι και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτήν ακριβώς την «ανάσα» στοχεύει. Και τα γεγονότα, πλέον, έρχονται και «κουμπώνουν». Στο ίδιο χρονικό διάστημα εκδηλώνονται δύο παράλληλες ενέργειες. Ο Γιάννης Δραγασάκης συναντάει τον Γεργκ Άσμουσεν και ο Αντώνης Σαμαράς θα συναντηθεί με την Άνγκελα Μέρκελ. Αυτό το χρονικό διάστημα, όμως, είναι καθοριστικό για τις πολιτικές εξελίξεις που έρχονται.
Ο Αντώνης Σαμαράς χρειάζεται να αποσπάσει, πέρα από την πολιτική υποστήριξη, και ένα πιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή, να αποσπάσει τη συγκατάθεση της Άνγκελα Μέρκελ για την πραγματοποίηση των φορολογικών ελαφρύνσεων, που θα τις παρουσιάσει ως την «ανάσα», που πέτυχε, υποτίθεται, η εφαρμογή της πολιτικής, που ακολουθεί, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ελλάδα βγαίνει από την ύφεση.
Μετά απ’ όσα αναφέραμε νομίζουμε ότι το βασικό συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι, έτσι κι αλλιώς, επιβεβαιώνεται ότι τα κυρίαρχα κόμματα σκοντάφτουν πάντα στα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ότι έχουν δρομολογηθεί εξελίξεις που αφορούν στο πολιτικό σκηνικό στη χώρα μας. Αυτό είναι απολύτως βέβαιο. Μ’ αυτήν την έννοια το πολιτικό μέλλον του Αντώνη Σαμαρά μπορεί να κρέμεται, ίσως, και από την Άνγκελα Μέρκελ, και ας ανήκουν στον ίδιο χώρο.
Το προφανές, επίσης, είναι ότι και για το ΣΥΡΙΖΑ «ανοίγουν κάποιες πόρτες». Αυτό υποδηλώνουν οι συναντήσεις με τον Πάπα και τον Γεργκ Άσμουσεν. Πόρτες που δείχνουν μια βαθιά συστημική αντίληψη. Θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα ότι το κλειδί των εξελίξεων για την ανατροπή του σοσιαλισμού στην Πολωνία το έδωσε ο Πάπας στον Λεχ Βαλέσα.
Παραπέρα, γενικότερα, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν έχει αλλάξει στάση η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στα βασικά προβλήματα της χώρας μας με δεδομένη την οικονομική κατάσταση στην ευρωζώνη όσο και γενικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως…
Το ζήτημα που θέλουμε να αναδείξουμε είναι το πώς παρεμβαίνουν τόσο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι κυβερνητικές δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών. Παρεμβαίνουν στα άμεσα προβλήματα που απασχολούν τις πλατιές λαϊκές μάζες. Γι’ αυτό το λόγο και οι συγκεκριμένοι δημοσιολόγοι υιοθετούν μια μαρξιστική άποψη, που ενώ αναφέρεται στην ανατροπή του καπιταλισμού, και σωστά, επί της ουσίας τροφοδοτεί την αναίρεση μιας επιχειρηματολογίας, που υπόσχεται μια άμεση «ανάσα» στον Ελληνικό λαό, που υπόσχεται, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, η τέτοια τοποθέτηση αυτής της άποψης βοηθάει την άλλη «ανάσα».
Και αυτό γιατί ο τρόπος που αναπτύσσεται και κατατίθεται αυτή η άποψη, που παρουσιάζεται ως μαρξιστική – εμείς παίρνουμε την καλύτερη των περιπτώσεων, χωρίς να υπάρχει πρόθεση, αντί να χρησιμεύει για τη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών στην κατεύθυνση της ανατροπής του καπιταλισμού, αντίθετα, χρησιμεύει στο να τροφοδοτεί την αντιπαράθεση της κυβέρνησης με το ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάστηκε ως πρόταση αναίρεσης μιας συνολικής πολιτικής (χωρίς να είναι), που εφαρμόζεται από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, αλλά που αφορούσε τα άμεσα προβλήματα των λαϊκών μαζών.
Που βρίσκεται, λοιπόν, το λάθος αυτής της άποψης, που τόσο εύκολα υιοθέτησαν και πρόβαλαν ακόμη και δεξιοί δημοσιολόγοι; Το λάθος βρίσκεται στο ότι επικαλείται μιαν αλήθεια, τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αυτό το γεγονός την καθιστά άμεσα χρήσιμη στην αναίρεση μονομερώς της επιχειρηματολογίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Ταυτόχρονα, όμως, η αναίρεση της επιχειρηματολογίας του ΣΥΡΙΖΑ αφορά στο άμεσο, επίσης, ζήτημα της διαμόρφωσης της αντίστοιχης πολιτικής συνείδησης απέναντι σ’ ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, ζήτημα, που, ωστόσο, θα κρίνει και τις άμεσες εξελίξεις, που έχουμε μπροστά μας, χωρίς να αναιρεί την επιχειρηματολογία των κυβερνητικών δυνάμεων, ουσιαστικά βοηθάει τις κυβερνητικές δυνάμεις στην αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρά ταύτα, η άποψη αυτή αμέσως μετά κάνει ένα άλμα, που αφορά, θετικά, στην ανατροπή του καπιταλισμού, ξεπερνώντας, όμως, τους όρους που θα διαμορφώσουν την πολιτική συνείδηση των λαϊκών μαζών για την ανατροπή του. Απλώς «υπενθυμίζει» την ύπαρξη του καπιταλισμού δεν την αντιμετωπίζει ουσιαστικά. Είναι σα να λέει στις λαϊκές μάζες ότι για να λύσετε το πρόβλημα της «ανάσας», που θέλετε να πάρετε, ανατρέψτε τον καπιταλισμό, όταν οι όροι γι’ αυτήν την ανατροπή δεν υπάρχουν.
Ποιο συμπέρασμα μπορούμε να αντλήσουμε από ένα άμεσο παράδειγμα της επικαιρότητας, που χρησιμοποιείται στην πολιτική αντιπαράθεση, ακόμη και από τον τρόπο που παρεμβαίνουν οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, αξιοποιώντας και απόψεις που παρουσιάζονται ως μαρξιστικές, συμπέρασμα που να είναι χρήσιμο για το Κόμμα μας και για την εργατική τάξη;
Το συμπέρασμα είναι ότι αυτή η παρέμβαση του Κόμματος στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών δε μπορεί να παρουσιάζει άλματα, τα οποία δε μπορούν να τα ακολουθήσουν οι λαϊκές μάζες. Οι λαϊκές μάζες πραγματοποιούν τα άλματα εφ’ όσον η πολιτική τους συνείδηση είναι σε τέτοιο βαθμό ώριμη ώστε να τα πραγματοποιήσουν.
Από την άλλη μεριά μεγάλης σημασίας ζήτημα είναι το πώς καθορίζεται η στάση της εργατικής τάξης από την πλευρά του Κόμματος απέναντι στους άμεσους συμμάχους της. Αυτή τη στιγμή από τι καθορίζεται η στάση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ με το κυβερνητικό της πρόγραμμα;
Καθορίζεται από το γεγονός ότι θέλει να ενσωματώσει νέες δυνάμεις κάτω από την πολιτική του, παρασύροντας τμήματα της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων που ταλαντεύονται και δεν είναι ώριμα να ακολουθήσουν την πρόταση που καταθέτει το Κόμμα.
Και αυτό το κάνει μέσα από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που παρουσιάζεται ως «ανάσα» στα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν αυτά τα τμήματα. Το ίδιο ακριβώς κάνει και η Νέα Δημοκρατία για λογαριασμό της. Όλη η τακτική τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της Νέας Δημοκρατίας στηρίζεται στα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων.
Όπως βλέπουμε ο αντίπαλος μπορεί να αφομοιώνει και να χρησιμοποιεί μαρξιστικές απόψεις, που στρέφονται ενάντια στον καπιταλισμό, αλλά δεν παίρνουν υπόψη τους ή και αγνοούν το πώς διαμορφώνεται η πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών. Και ενώ θεωρούν ότι προσφέρουν προς αυτήν την κατεύθυνση να φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Το καθήκον, επομένως, του Κόμματος είναι διπλό. Από τη μια να καταθέσει μια πρόταση, που η εργατική τάξη να μπορεί να την ακολουθήσει, γιατί θα «βλέπει» σ’ αυτήν τη διεκδίκηση και την επίλυση των προβλημάτων της, ταυτόχρονα, από την άλλη, θα εξασφαλίζει τις απαραίτητες συμμαχίες της εργατικής τάξης.
Μια πρόταση που θα παίρνει υπόψη της το επίπεδο της συνείδησης των λαϊκών μαζών, αλλά, ταυτόχρονα, θα ωριμάζει στο σύνολό τους τις συνθήκες, αντικειμενικές και υποκειμενικές, για την κατάκτηση της εξουσίας και της διακυβέρνησης από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, κατώτερα και μεσαία, και θα ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Αυτήν ακριβώς την πρόταση που από τις σελίδες της «Νέας Σποράς» την έχουμε περιγράψει σε πολλά άρθρα μας και στηρίζεται στις επεξεργασίες του 15ου Συνεδρίου του Κόμματος. Μόνο έτσι θα απεγκλωβιστούν οι λαϊκές μάζες από τη μέγγενη των διλημμάτων του νέου δικομματισμού και θα πάρουν πραγματική ανάσα.
COMMENTS