Ποιο είναι το δίλημμα;

Ακούσαμε και διαβάσαμε την ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ με ιδιαίτερη προσοχή. Αλλωστε ήταν μια ομιλία που αναμενόταν με ενδιαφέρον, που προετοιμάστηκε συστηματικά από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και όλα τα ΜΜΕ είχαν επικεντρωθεί σ’ αυτήν, γιατί ανέμεναν, επίσης, εάν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα ανακοίνωνε ένα κοστολογημένο πρόγραμμα από την πλευρά της.

Η κοινή γνώμη, καλά προετοιμασμένη από τα ΜΜΕ, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα δίλημμα. Θα μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώσει κοστολογημένο κυβερνητικό πρόγραμμα ή θα παραμείνει στις γενικολογίες; Οπότε εάν ο Αλέξης Τσίπρας απαντούσε με την ομιλία του σ’ αυτό το ερώτημα ήδη είχε μπει και η βάση ενός νέου πολιτικού προσανατολισμού της κοινής γνώμης αλλά και η βάση μιας νέας αντιπαράθεσης.

Αντιπαράθεση, η οποία όχι μόνο θα παραμέριζε το αυτονόητο, ότι και τα κόμματα της συγκυβέρνησης και ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να κατεβάσουν ένα κάποιο, το οποιοδήποτε, κοστολογημένο πρόγραμμα, αλλά θα παραμέριζε και την πραγματική βάση της αντιπαράθεσης, που θα έπρεπε να διεξάγεται και που δε συμφέρει ούτε την κυβέρνηση ούτε και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, πράγματι, κατέθεσε ένα πρόγραμμα, το οποίο η ίδια θεωρεί ότι είναι κοστολογημένο, ότι θα είναι η αρχή για την έξοδο της χώρας μας από την οικονομική κρίση και ότι θα φέρει την ανάπτυξη. Το τι θα ακολουθούσε, θα μας επιτραπεί να πούμε, ότι το περίμεναν λίγο – πολύ οι πάντες.

Η κυβέρνηση αντέδρασε αμέσως ανεβάζοντας το κοστολόγιο του προγράμματος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, το ανεβοκατεβάζουν και οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ, οπότε έθεσε το ερώτημα: «από πού θα βρει τα λεφτά ο ΣΥΡΙΖΑ;». Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ανταπάντησε ότι το πρόγραμμα που εξάγγειλε είναι με ακρίβεια κοστολογημένο, ότι αποτελεί δέσμευσή του και ότι θα το πραγματοποιήσει έτσι κι αλλιώς.

Ουσιαστικά, από την πλευρά του, επανέλαβε τα όσα είπε ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ:  «Αναλαμβάνουμε την ευθύνη και δεσμευόμαστε απέναντι στον Ελληνικό λαό για ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, με το οποίο θα αντικαταστήσουμε το μνημόνιο από τις πρώτες κιόλας μέρες της νέας διακυβέρνησης, προτού και ανεξάρτητα από την έκβαση της διαπραγμάτευσης». Τέλος αντιπαρήλθε τις άλλες κατηγορίες της κυβέρνησης εκτοξεύοντας την (αντι)κατηγορία προς την κυβέρνηση ότι είναι υποτελής στην Άνγκελα Μέρκελ.

Παραπέρα, τα κυρίαρχα ΜΜΕ λειτούργησαν ως πολιτικοί σπόνσορες της κυβέρνησης ή του ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα, οπότε ανέλαβαν να στηρίξουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τη μία ή την άλλη εκδοχή, που παρουσίασε η κυβέρνηση ή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο τέλος όλο το πρόβλημα πραγματοποίησης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώθηκε στην κοστολόγηση, στη στάση που θα κρατήσει η Άνγκελα Μέρκελ, στο εάν θα γίνει διαπραγμάτευση ή όχι, στο εάν θα κυβερνήσει ο Σαμαράς ή ο Τσίπρας. Και η διαβεβαίωση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για όλα αυτά τα θέματα ήταν ότι: «θα λειτουργήσει θεσμικά»!

Έστω, όμως, και μ’ αυτόν τον τρόπο, στην ουσία, αναδείχτηκε η πολιτική και η οικονομική πραγματικότητα της χώρας μας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ουσιαστικά και οι δύο αναγνώρισαν, τόσο η κυβέρνηση όσο και ή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, το ίδιο πράγμα.

Από τη μια μεριά η κυβέρνηση επεχείρησε να δικαιολογήσει την πολιτική που εφαρμόζει λέγοντας ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν πρόκειται να εξασφαλίσει τα κονδύλια που υπόσχεται, κατά προέκταση, κοροϊδεύει τον Ελληνικό λαό, γιατί η οικονομική πραγματικότητα της χώρας μας δεν το επιτρέπει και ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη λιτότητα, που, όμως θα μας οδηγήσουν στην …ανάπτυξη.

Τόλμησε να προχωρήσει και περισσότερο. Άφηνε να εννοηθεί σαφώς ότι οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ θα προσκρούσουν πάνω στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προσέκρουσαν, επίσης,  ορισμένες απ’ αυτές που είχε πρόθεση να εξαγγείλει ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς, αλλά του έβαλε φρένο η τρόικα.

Από την άλλη η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παρίστανε ότι δεν έβλεπε ότι υπάρχει …τρόικα. «Ποια τρόικα;», αναρωτήθηκε ο Αλέξης Τσίπρας στη συνέντευξη που παραχώρησε στη ΔΕΘ. «Δεν υπάρχει τρόικα»(!) διαβεβαίωσε, τονίζοντας ότι θα κινηθεί «θεσμικά» και ότι θα πάει στη Σύνοδο Κορυφής και θα διαπραγματευτεί μια πολιτική που δεν είναι μόνο πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ωριμάζει και μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση!

Μ’ αυτόν τον τρόπο έθεσε το δίλημμα που θα έχει μπροστά του ο Ελληνικός λαός: «Με δύο λόγια το δίλημμα είναι: Διαπραγμάτευση ή μη διαπραγμάτευση; Ανάπτυξη ή λιτότητα; ΣΥΡΙΖΑ ή Νέα Δημοκρατία;».

Ο Αλέξης Τσίπρας, εκτός ότι ξέχασε την τρόικα, ξέχασε ότι στην κυβέρνηση υπάρχει και το …ΠΑΣΟΚ! Και το ξέχασε τη στιγμή που μέσα στο ΠΑΣΟΚ αμφισβητείται ο Ευάγγελος Βενιζέλος για την προσκόλλησή του με τη Νέα Δημοκρατία, τη στιγμή που ακούγονται φωνές ότι πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι συμμαχίες του ΠΑΣΟΚ και ότι δεν μπορεί να αποκλείεται μια συμμαχική κυβέρνηση με το ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που μέσα στο ΠΑΣΟΚ ορισμένοι έχουν ανοίξει μέτωπο ενάντια στον Ευάγγελο Βενιζέλο και του αμφισβητούν την αρχηγία. Επομένως χωρίς Ευάγγελο Βενιζέλο …φεύγει από τη μέση ένα εμπόδιο για μελλοντικές συμμαχίες.

Μα πάνω απ’ όλα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ξέχασε ότι οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφασίζονται θεσμικά στις Συνόδους Κορυφής, ότι αυτές οι πολιτικές δεν αμφισβητούν τη δημοσιονομική πειθαρχία και ότι ακόμη και οι κυβερνήσεις των χωρών του Νότου τις εφαρμόζουν. Δεν την αμφισβητεί ακόμη και το ΔΝΤ παρ’ όλο που μιλάει για χαλάρωση, αλλά πάντα με δημοσιονομική πειθαρχία.

Ξέχασε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ότι η χαλάρωση για την οποία γίνεται λόγος έχει ήδη συναντήσει την άρνηση της ολιγαρχίας της Γερμανίας και δεν είναι …ιδιοτροπία της Άνγκελα Μέρκελ. Ακόμη και στο ενδεχόμενο να δεχτεί η ολιγαρχία της Γερμανίας να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις για χαλάρωση θα το κάνει με τους δικούς της όρους.

Ξέχασε, τέλος, ότι οι αποφάσεις στις Συνόδους Κορυφής θα παίρνονται με πλειοψηφία, γιατί δε θα υπάρχει βέτο. Οπότε η διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ θα καταλήξει να πάρει τη μορφή των αστερίσκων, που έβαζε ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Το επιστέγασμα αυτής της αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ ήταν να μπουν μεν τα εκατέρωθεν διλήμματα, αλλά και να προετοιμάζεται δε και το έδαφος από τα ΜΜΕ για μια ενότητα και ενιαία στάση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στην …τρόικα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, απέναντι στην …Άνγκελα Μέρκελ, πάντα, όμως, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ.

Το πραγματικό ζήτημα που κρίνεται αυτή τη στιγμή δεν είναι το εάν είναι ή δεν είναι κοστολογημένο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε το ζήτημα αυτό, της κοστολόγησης των εξαγγελιών του κάθε κόμματος, που παραπέμπει συνεχώς στις οικονομικές δυνατότητες της χώρας μας, επομένως και στις κοινωνικές παροχές προς τους εργαζόμενους, επαναλαμβάνεται σταθερά στη χώρα μας.

Δύο πράγματα κρίνονται αυτή τη στιγμή στην τρέχουσα συγκυρία. Το πρώτο αφορά τη διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ σ’ εκείνα τα λαϊκά στρώματα, που, ενώ, είναι δυσαρεστημένα από την πολιτική της κυβέρνησης δεν έχουν αποφασίσει να εμπιστευτούν ακόμη το ΣΥΡΙΖΑ και ταλαντεύονται.

Γι’ αυτό άλλωστε η άποψη που επικρατεί για τις προσεχείς εκλογές, όποτε και εάν πραγματοποιηθούν, για το κριτήριο που θα ψηφίσουν οι ψηφοφόροι δεν είναι ότι εμπιστεύονται το ΣΥΡΙΖΑ αλλά ότι επιθυμούν να καταδικάσουν την κυβέρνηση. Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύουν ακριβώς σ’ αυτό, να ενσωματώσει τα ταλαντευόμενα λαϊκά στρώματα αξιοποιώντας τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η κυβέρνηση. Να ψηφίσουν οι εργαζόμενοι ΣΥΡΙΖΑ «έστω και μ’ αυτά», για μια «ανάσα», που μπροστά στην κατάσταση που επικρατεί οι εξαγγελίες αυτές φαντάζουν ακόμη και σαν σωτήριες, μιας και η εξαθλίωση έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις.

Την ίδια στιγμή, όμως, μπαίνοντας ο ΣΥΡΙΖΑ στη λογική της κοστολόγησης του προγράμματος, που θεσμικά θα διαπραγματευτεί, ουσιαστικά σκιαγραφεί και τα πραγματικά όρια της πολιτικής του, της πλήρους ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της διαβεβαίωσης ότι δεν θα «παίξει» με τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης της χώρας μας, ότι  θα προσπαθήσει να την κάνει να μην είναι ο «φτωχός συγγενής» μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ταυτόχρονα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει, με ένα διαφορετικό τρόπο, και στην αποδοχή μιας γενικότερης πολιτικής, που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, με λίγο αμβλυμμένες τις γωνίες της. Τόσο αμβλυμμένες που θα επιτρέπει τη διείσδυση του ΣΥΡΙΖΑ στα λαϊκά στρώματα που ταλαντεύονται για να τα πάρει με το μέρος του.

Αυτή ακριβώς η λογική που επισημοποιήθηκε πλέον με τον πιο καθαρό τρόπο, και συνοδεύεται με την απαίτηση της διενέργειας εκλογών, δεν είναι κυρίως ότι εγκαινιάζει μια προεκλογική περίοδο δικομματικού τύπου, αλλά και ότι προετοιμάζει ένα νέο πολιτικό σκηνικό, που μπορεί να υπηρετήσει τη συνέχεια μιας πολιτικής, που δεν θα θίγει τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας μας, πάντα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και αυτό είναι το δεύτερο ζήτημα που κρίνεται τώρα και που ως συνέπεια θα έχει να παγώσει κάθε ιδέα αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το διασκεδασμό της δυσαρέσκειας του Ελληνικού λαού ενάντιά της. Γι’ αυτό το λόγο η όλη συζήτηση μετατοπίζεται στο πραγματοποιήσιμο ή μη του όποιου κυβερνητικού προγράμματος, γιατί κανένα πρόγραμμα από τα δύο, είτε της κυβέρνησης είτε του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αμφισβητούν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γι’ αυτό δίνεται η «μάχη» πάνω στη διαπραγμάτευση, για αυτό και τα ΜΜΕ καταλήγουν τη συζήτηση στην υπόδειξη: «βρείτε τα».

Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, πως απαντάει η ηγεσία του Κόμματος; Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την τοποθέτηση του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος στη συνέντευξη που παραχώρησε στη Θεσσαλονίκη: «Το ΚΚΕ απευθύνει κάλεσμα υποστήριξής του, συμπόρευσης μαζί του για την ανασύνταξη του εργατικού – λαϊκού κινήματος, την οργάνωση της λαϊκής αντίστασης και πάλης, τη δημιουργία, ενίσχυση της Λαϊκής Κοινωνικής Συμμαχίας που θα στοχεύει στην καρδιά του προβλήματος της φτώχειας, της εκμετάλλευσης, της ανεργίας, της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, δηλαδή, θα στοχεύει μέχρι την ανατροπή όλων αυτών που βρίσκονται πίσω από όλα αυτά, που δεν είναι άλλοι από τα μονοπώλια, το κεφάλαιο, το σύστημά τους και η εξουσία τους».  Πρόκειται για μια πρόταση, που κατά τη γνώμη μας δεν καλύπτει συγκεκριμένα τις πολιτικές ανάγκες του Κόμματος. Και θα εξηγήσουμε το γιατί.

Παρά το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας ξέχασε το εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει η …τρόικα αυτή αναμένεται να έρθει σε λίγες ημέρες στην Αθήνα για λεπτομερή έλεγχο, από τον οποίο θα εξαρτηθεί και η τοποθέτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το εάν η χώρα μας έχει την ανάγκη ενός νέου προγράμματος στήριξης (διάβαζε: ένα νέο μνημόνιο) για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Όλα, όμως,  τα αστικά ΜΜΕ αποδέχονται ότι η τρόικα θα έρθει και θα επιμείνει στις απαιτήσεις της, στις οποίες θα προσθέσει και καινούργιες. Οπότε το σκηνικό που θα διαμορφωθεί ποιο θα είναι;

  • Από τη μια μεριά η κυβέρνηση να εξετάζει ακόμη και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, μια και στη συνάντηση Σαμαρά – Βενιζέλου εξετάστηκε η στάση της κυβέρνησης απέναντι στην τρόικα, χωρίς, όμως, να διαψεύδεται το ενδεχόμενο «να πατήσει» η κυβέρνηση πάνω στις απαιτήσεις της τρόικα και να επισπεύσει τις εκλογές, πράγμα για το οποίο κάνουν λόγο τα αστικά ΜΜΕ.

Η κυβέρνηση αναζητάει να καθορίσει τη στάση της σε  μια στιγμή, που πληθαίνουν οι πιέσεις από το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, που έχουν δημοσιοποιηθεί οι αντιθέσεις μέσα στο ΠΑΣΟΚ για την ανάγκη αλλαγής προσανατολισμού των συμμαχιών του, και την ίδια στιγμή ο Ευάγγελος Βενιζέλος ανοίγει θέμα εκλογικού νόμου και τάσσεται υπέρ της …απλής αναλογικής, γεγονός που αφαιρεί από το πρώτο κόμμα το μπόνους των 50 εδρών, αλλά, ταυτόχρονα, προδίδει το φόβο της κυβέρνησης ότι το προβάδισμα το έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που αξιοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Όλα τα παραπάνω δίνουν μια εικόνα μιας κλονισμένης κυβέρνησης, που ακόμη και φιλικά της ΜΜΕ αναρωτιούνται αν μπορεί να αντέξει.

  • Από την άλλη μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται με ένα κοστολογημένο πρόγραμμα, το οποίο, υποτίθεται, ότι απαντάει στις λαϊκές ανάγκες, αντιπαρατίθεται στις απαιτήσεις της τρόικα και δίνει μια ανάσα στους εργαζόμενους, χωρίς, έτσι κι αλλιώς, να φέρνει τους κλονισμούς με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αξιοποιεί την πλατιά δυσαρέσκεια των εργαζομένων για να σιγουρέψει το προβάδισμα, που του δίνουν τα εκλογικά αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών και οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται.

Με δυο λόγια το σκηνικό που τείνει να διαμορφωθεί, ανεξάρτητα από τη συνθετότητά του, από την ενότητα και την αντίθεση των πολιτικών επιδιώξεων του κάθε κόμματος, τουλάχιστον περιέχει μια κοινή βάση για όλους: το στοιχείο μιας πολωτικής διαμάχης κυρίως ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΣΥΡΙΖΑ, που την οξύνουν συνειδητά και οι δύο (και που στο τέλος κανείς δε μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να βρεθούν και συγκάτοικοι).

Το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, για να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση πρέπει να βγει «έξω» από αυτό το σκηνικό, που στήνουν μεθοδευμένα κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη δεν πρέπει να υποτιμήσει την κυβερνητική πρόταση, που εξάγγειλε ο ΣΥΡΙΖΑ και υποτίθεται ότι παρακάμπτει την τρόικα, γιατί η κυβέρνηση έχει έρθει σε πραγματικό αδιέξοδο, εξ αιτίας των απαιτήσεων της τρόικας, που εάν ο ΣΥΡΙΖΑ καμώνεται ότι την …ξέχασε η κυβέρνηση έχει ήδη αναγγείλει το …τέλος της.

Πράγμα που σημαίνει ότι όλη η αντιπαράθεση, τελικά, θα πραγματοποιηθεί πάνω στο ποιος θα φέρει μια «ανάσα» στον Ελληνικό λαό και εκεί έχει σαφώς το προβάδισμα ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ισχύει το «ας φύγουν αυτοί και ας κάνει και τα μισά». Και αυτά τα «μισά» αφορούν άμεσα και καυτά προβλήματα των εργαζομένων, για τα οποία κάνει λόγο και το Κόμμα μας βέβαια, αλλά ο τρόπος που απευθύνεται πολιτικά στους εργαζόμενους αντικειμενικά είναι περιοριστικός, γιατί αφορά ένα μέρος τους, το πιο ριζοσπαστικοποιημένο, πράγμα που μας το επιβεβαίωσε και η ομιλία του Ν. Σοφιανού στην Πάτρα.

Το ΚΚΕ για να αναδεχτεί δύναμη πρωταγωνιστική των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων πρέπει να απευθυνθεί σε όλους τους εργαζόμενους, στα μικροαστικά στρώματα – κυρίως κατώτερα και μεσαία, στη νεολαία, στις γυναίκες, στους διανοούμενους. Να αναδειχτεί σε εθνική δύναμη που μιλάει εξ ονόματος όλου του εργαζόμενου λαού και των μικροαστικών στρωμάτων, σε μια περίοδο κρίσιμη για τη χώρα μας, κρίσιμη όχι μόνο από την άποψη της κατάστασης που επικρατεί στο εσωτερικό της, κρίσιμη και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στον άμεσο περίγυρό της, προβλήματα που αφορούν την εθνική της ανεξαρτησία.

Και πρέπει να απευθυνθεί στη βάση μιας συγκεκριμένης πολιτικής και οικονομικής πρότασης, που θα θέτει σε προτεραιότητα τα άμεσα προβλήματά των κοινωνικών δυνάμεων που απευθύνεται, θα περιέχει συγκεκριμένες κατευθύνσεις μέτρων, που θα τεκμηριώνουν το πώς θα βγει η χώρα μας από την κρίση και τη χρεοκοπία, θα αναδεικνύει το βασικό κρίκο της αλυσίδας, που γύρω του περιστρέφονται όλα τα προβλήματα των εργαζομένων, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την πολιτική των μνημονίων, που είναι η γενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που έφερε τους εργαζόμενους σε κατάσταση εξαθλίωσης.

Ταυτόχρονα θα τονίζει την ανάγκη αλλαγής των τάξεων στην εξουσία, την ανάγκη συγκεκριμένα η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα να καταλάβουν την εξουσία, να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας με μια κυβέρνηση, που θα έχει ως πρώτο στόχο την έξοδο από την κρίση και τη χρεοκοπία, πράγμα που σημαίνει ότι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η διαγραφή του χρέους είναι  στόχοι – προϋποθέσεις που προηγούνται. Μια πρόταση που θα προβλέπει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μας, την ενίσχυση των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων, μέτρα κατοχύρωσης των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.

Αυτή η πρόταση θα γίνει και πρόταση του Εργατικού Κινήματος, θα εισφέρει στην ανάκαμψή του, θα ενώσει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, θα τονώσει τους αγώνες της κοινωνικής συμμαχίας μέχρι και την κατάληψη της εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα θα αφήνει ανοιχτό το δρόμο στο σοσιαλισμό. Θα είναι μια πρόταση με αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό χαρακτήρα, που θα προβλέπει τη δικιά της εξουσία και τη δικιά της κυβέρνηση.

Αυτή η πρόταση «σπάει» το νέο δικομματικό σκηνικό Νέας Δημοκρατίας – ΣΥΡΙΖΑ, που επιχειρείται να στηθεί, εκθέτει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στα μάτια των εργαζομένων ακόμη και των δικών του δυνάμεων, αποκαλύπτει την πολιτική πραγματικότητα της χώρας μας, ερμηνεύει τις πολιτικές κινήσεις όλων των άλλων κομμάτων, αναδεικνύει τα πραγματικά όρια της πολιτικής τους σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, δίνει πραγματικό διέξοδο στα διλήμματα που βάζουν τα άλλα κόμματα στους εργαζόμενους, αλλά, ταυτόχρονα σπάει και τη γενικολογία και συγκεκριμενοποιεί τον πολιτικό λόγο και τη δράση του Κόμματος. Και αυτό είναι το δίλημμα που πρέπει να ξεπεράσει το Κόμμα μας.

COMMENTS