Το 15ο Συνέδριο πραγματοποιείται το 1996. Δύο χρόνια αργότερα πρώτος ο George Soros, σε μια ομιλία του σε επιτροπή του Κογκρέσου των ΗΠΑ, τον Σεπτέμβρη του 1998, καταθέτει την άποψή του ότι το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα «παρουσιάζει ρωγμές». Ιδιαίτερα είχε πάρει υπόψη του για την τοποθέτησή του αυτήν την κρίση που είχε προηγηθεί στις «Ασιατικές Τίγρεις». Έκτοτε, και μετά από αυτήν την τοποθέτηση του Soros, πολλοί οικονομολόγοι, προερχόμενοι από τις ΗΠΑ και όχι μόνο, προειδοποιούν για την επερχόμενη γενική (παγκόσμια) καπιταλιστική κρίση.
Στη συνέχεια η οικονομική κρίση εκδηλώνεται σε μια σειρά χώρες, τη μία μετά την άλλη, έως ότου το 2007 χτυπάει τις ίδιες τις ΗΠΑ, αφού έχουν προηγηθεί σ’ αυτές κρισιακά φαινόμενα, όπως η κατάρρευση του αντίστοιχου χρηματιστηρίου των νέων τεχνολογιών των ΗΠΑ, η κρίση στην αυτοκινητοβιομηχανία, η κατάρρευση της Enron κλπ..
Μέχρι την εκδήλωση της κρίσης στις ΗΠΑ κυριαρχούσε η άποψη του Alan Greenspan ότι: «αντιμετωπίζουμε όχι μια φούσκα, αλλά φυσαλίδες – πολλές μικρές, τοπικές φούσκες που ποτέ δε μεγάλωσαν σε κλίμακα που να απειλούν την υγεία του συνόλου της οικονομίας».
Σήμερα γνωρίζουμε, με την ομολογία του Ben Bernanke, που διαδέχτηκε τον Alan Greenspan στη θέση του προέδρου της FED, ότι: «Η οικονομική κρίση του 2008 ήταν στην πραγματικότητα χειρότερη από εκείνη της δεκαετίας του 1930», και ότι «Ο Σεπτέμβριος και ο Οκτώβριος του 2008 ήταν οι μήνες της χειρότερης οικονομικής κρίσης στην παγκόσμια ιστορία, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της Μεγάλης Ύφεσης».
Στο ίδιο πνεύμα και ο πρώην υπουργός Οικονομικών Timothy Geithner έχει δηλώσει ότι: «Από τις 6 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 22 του μήνα η οικονομία ουσιαστικά ήταν σε “ελεύθερη πτώση”». Επισήμως οι ΗΠΑ παραδέχτηκαν ότι αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση τον Οχτώβρη του 2008, όπου τα φαινόμενα κατάρρευσης βασικών τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών ήταν πλέον ανοιχτά ορατά.
Όλο το 2007 και μέχρι το ανοιχτό ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα διάφορα όργανα συζητούν το πώς θα αντιμετωπίσουν την επερχόμενη κρίση, χωρίς φυσικά να την παραδέχονται επισήμως ανοιχτά. Είναι γνωστή η αστική άποψη ότι «η οικονομία είναι και θέμα ψυχολογίας». Στην πραγματικότητα μέσα από μια τέτοια οπτική θέλουν να αποφύγουν τον πανικό στο λαό και τη φυγή κεφαλαίων. Η επίσημη αναγνώριση από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται το 2008 αλλά ως ενδεχόμενης κρίσης.
Η συζήτηση αυτή πέρασε και στα κράτη μέλη και από ένα σημείο και μετά επισημοποιείται, γιατί υπήρχε ο φόβος ότι το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι χειρότερο και βαθύτερο απ’ αυτό των ΗΠΑ. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν βαθύτερη απ’ ότι αρχικά υπολόγιζαν οι κυρίαρχες δυνάμεις, ότι δεν έχει ξεπεραστεί και επισήμως δηλώνεται ακόμη και από την Άνγκελα Μέρκελ ότι απομένουν πολλά που πρέπει να κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση για να μπει σε φάση ανάπτυξης.
Το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, όμως, που η συζήτηση για την κρίση διεξάγεται και μέσα από τον ημερήσιο τύπο και τα διάφορα άλλα ΜΜΕ, όποιος παρακολουθήσει συστηματικά την άποψη που διαπερνά όλα τα Κομματικά μας υλικά, το οικονομικό ρεπορτάζ και την αντίστοιχη αρθρογραφία του «Ρ» θα παρατηρήσει ότι η κρίση χαρακτηρίζεται ως «προσχηματική».
Η ουσιαστική θέση του Κόμματος είναι ότι η συζήτηση που γίνεται για την κρίση είναι το «πρόσχημα» για να λαμβάνονται αντιλαϊκά μέτρα. Το λιγότερο που έχουμε να πούμε για μια τέτοια τοποθέτηση, και συγκρατημένα, είναι ότι η θέση αυτή ήταν τουλάχιστον ασαφής. Το περισσότερο που θα λέγαμε θα ήταν ότι η ηγεσία του Κόμματος δεν πίστευε ότι υπήρχε κρίση.
Με τη μια ή την άλλη ερμηνεία το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι η ηγεσία του Κόμματος γενικά παρουσιάστηκε ανέτοιμη στο να αντιμετωπίσει τη γενική καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ίδιας μας της χώρας.
Και γι’ αυτό το λόγο η ηγεσία του Κόμματος παρουσιάστηκε και για ένα άλλο γεγονός ανέτοιμη. Για το πώς οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκαναν εξαγωγή της κρίσης στις πιο αδύναμες χώρες.
Αυτό το γεγονός, σήμερα, το γνωρίζουμε από τις δηλώσεις του Jean – Claude Juncker, εκλεγμένου, πλέον, προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δήλωσε ξετσίπωτα ότι γνώριζε τα τεράστια κέρδη των Γαλλικών και Γερμανικών τραπεζών, που αποκομίζονταν από την οικονομική κρίση της χώρας μας.
Αυτές οι δηλώσεις εξηγούν και το πώς επιλέχτηκε η οικονομική πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της λιτότητας από τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που αυτή βρήκε και την αντανάκλασή της στην πολιτική που εφαρμόζεται στη χώρα μας. Με δυο λόγια έπρεπε να σωθούν οι Γαλλικές και Γερμανικές τράπεζες.
Παράλληλα, όμως, με τις εξελίξεις γύρω από τη γενική καπιταλιστική κρίση σημειώνονται και ανεπίσημες μεν αλλά πολύ ουσιαστικές εξελίξεις δε και στο ίδιο το Κόμμα. Στις θέσεις του. Εγκαταλείπονται σταδιακά, μη ομολογημένα αλλά επί της ουσίας, οι θέσεις και το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου με πρώτο επίσημο σταθμό το 18ο και τελικό το 19ο Συνέδριο.
Το γεγονός αυτό είχε άμεση επίδραση στην πολιτική του Κόμματος και στη στάση του μέσα στο Εργατικό Κίνημα. Το τελικό καταστάλαγμα από αυτήν την εγκατάλειψη του Προγράμματος του 15ου Συνεδρίου είναι, και παρά την αδιαμφισβήτητη συμμετοχή του Κόμματος και αντίστοιχα του ΠΑΜΕ στην ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, ιδιαίτερα τη διετία του 2010 – 2012, ότι το Κόμμα και το Εργατικό Κίνημα δε μπόρεσε να αποτρέψει κανένα από τα αντιλαϊκά μέτρα, που πήραν οι διάφορες κυβερνήσεις στο ίδιο χρονικό διάστημα, πολύ περισσότερο το σύνολο της αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόστηκε και εξακολουθεί να εφαρμόζεται.
Από πολιτική άποψη για να διαπιστώσουμε τη διαφορά της εγκατάλειψης μιας τακτικής και την υιοθέτηση μιας άλλης θα παραθέσουμε τα δύο βασικά συνθήματα, που συμπυκνώνουν την πολιτική του Κόμματος, έτσι όπως την επεξεργάστηκε το 15ο Συνέδριο και έτσι όπως αποτυπώνεται σήμερα.
Το βασικό σύνθημα του 15ου Συνεδρίου ήταν: “ΜΕΤΩΠΟ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ”, ενώ το βασικό σύνθημα σήμερα, επικεντρωμένο στην αποδέσμευση και το χρέος είναι: “ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΜΕ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΟΠΩΛΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ”.
Η διαφορά είναι σαφής. Ενώ το 15ο Συνέδριο επιχειρούσε να συγκεντρώσει εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις, εργατική τάξη και μικροαστικά στρώματα, στη δημιουργία Μετώπου με κατεύθυνση το σοσιαλισμό (και προφανώς στο πλαίσιο αυτό θα αντιμετώπιζε και το ξέσπασμα της γενικής καπιταλιστικής κρίσης παγκόσμια, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη χώρα μας και μ’ αυτόν τον τρόπο θα έδινε διέξοδο και στην οικονομική κρίση, με βάση μια πρόταση που θα στηριζόταν στο Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού), με την αλλαγή των θέσεων του Κόμματος, που πραγματοποιήθηκε, ενώ ίσχυε ακόμη το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου, επιχειρήθηκε να δοθεί διέξοδος τόσο ως προς την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στη γενική καπιταλιστική κρίση με την Εργατική Λαϊκή Εξουσία και Λαϊκή Οικονομία και την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων. Δηλαδή, τον άμεσο σοσιαλισμό.
Το γεγονός αυτό στέρησε από το Κόμμα, με ευθύνη της ηγεσίας του, τη δυνατότητα να καταθέσει μια πρόταση διεξόδου από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία, που στο μεταξύ εξελισσόταν και σε πολιτική κρίση, μια πρόταση που δεν θα αποτελούσε μόνο διέξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία αλλά, ταυτόχρονα θα αποτελούσε και τον άξονα για ακόμη παραπέρα συγκέντρωση δυνάμεων εν μέσω κρίσης, γιατί ήταν ήδη ορατές οι τεράστιες μετακινήσεις των λαϊκών μαζών, μια πρόταση που θα έβαζε στους εργαζόμενους και γενικότερα στον Ελληνικό λαό ώριμους στόχους προς επίλυση, που θα αντιστοιχούσαν στην πολιτική και ταξική συνείδηση των λαϊκών μαζών, που θα τη βάθυνε ακόμη περισσότερο, που θα ανήγαγε το Κόμμα σε εθνικό εκφραστή γενικά του Ελληνικού λαού και που την ίδια στιγμή θα είχε στόχο την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία και τη δημιουργία κυβέρνησης του ΑΑΔΜ.
Έτσι τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε τις διάφορες πολιτικές παλινωδίες και ακροβασίες της ηγεσίας του Κόμματος, ειδικά το 2012 μπροστά στις εκλογές, γύρω από το ζήτημα της διακυβέρνησης και της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έτσι τώρα μπορούμε να καταλάβουμε και το γιατί απάντησε, με τον τρόπο που απάντησε, η ηγεσία του Κόμματος στην αήθη πρωτοβουλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να διαβάσει το σχετικό απόσπασμα από το 15ο Συνέδριο στη διακαναλική συνέντευξη τύπου, και λέμε αήθη, γιατί στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποδεχόταν τις θέσεις του 15ου Συνεδρίου. Απλώς συνειδητά, ενώ υποκρινόταν, πλαγιοκοπούσε τις δυνάμεις του Κόμματος, γεγονός στο οποίο τον διευκόλυνε η στάση της ηγεσίας.
Έτσι τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε το γιατί σε μια κρίσιμη στιγμή, που η ταξική πάλη οξύνεται, που εντάσσονται νέες μάζες σ’ αυτήν, απαίδευτες και άμαθες από αγώνες, αλλά με σαφή διάθεση να αγωνιστούν, που αναζητάνε προσανατολισμό μέσα σε ένα λαϊκό ανακάτεμα μαζών, όπου εντάσσονται καταστρεμμένα εργατικά και μικροαστικά στρώματα, γεγονός που τροποποιεί τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης, ειδικά σε στιγμές όξυνσής της, το Κόμμα έμεινε ένας απλός και αμέτοχος παρατηρητής των εξελίξεων, που κοιτούσε και αντιμετώπιζε τις αγωνιώδεις αναζητήσεις και μετακινήσεις των λαϊκών μαζών αφ’ υψηλού και μακριά απ’ αυτές.
Έτσι τώρα μπορούμε να εξηγήσουμε το γιατί η ηγεσία του Κόμματος δε μπόρεσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα πολιτικά διλήμματα που μπήκαν μπροστά στον Ελληνικό λαό και που αφορούσαν την ίδια τη στρατηγική της αστικής τάξης.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και τώρα ευεξήγητο. Το Κόμμα μας έχασε σημαντικό τμήμα των δυνάμεών του, γεγονός που επέδρασε αποφασιστικά και στο ίδιο το Εργατικό Κίνημα, έχασε δυνάμεις μέσα στο Εργατικό Κίνημα, ήρθε σε θέση φανερής αμηχανίας για το τι πρέπει να κάνει, το πώς πρέπει να αντιδράσει, ήρθε τελικά σε πολιτικό αδιέξοδο.
Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Ενοχοποίησε τις λαϊκές μάζες ότι τρέφουν αυταπάτες κουνώντας τους το δάχτυλο, και παραπέρα μη αναλαμβάνοντας την ευθύνη για μια πολιτική που είχε άμεση επίδραση στο Εργατικό Κίνημα, στην οργάνωση των αγώνων του, προχώρησε και σε πολιτικές εκτιμήσεις ότι το Εργατικό Κίνημα βρίσκεται σε ύφεση. Αντέστρεψε την αιτία με το αποτέλεσμα, το αίτιο με το αιτιατό. Τις δικές της αδυναμίες η ηγεσία του Κόμματος τις μετακύλησε στις λαϊκές μάζες.
Αυτή η στάση του Κόμματος έδωσε τη δυνατότητα στο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από ένα θολό και ατελή πολιτικό λόγο, να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια πλατιών λαϊκών μαζών και να καρπωθεί τις κύριες δυνάμεις που μετακινήθηκαν και, τελικά, από ένα κόμμα που αγωνιζόταν να παραμείνει στη βουλή, να αναδεχτεί σε αξιωματική αντιπολίτευση και σήμερα να διεκδικεί τη διακυβέρνηση.
Όπως αποδεικνύεται η ηγεσία του Κόμματος ακολούθησε μια τακτική που επικεντρωνόταν να αντιμετωπίσει τον οπορτουνισμό αλλά έφερε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Το πρόβλημα δεν είναι το εάν έπρεπε να αντιμετωπιστεί ο οπορτουνισμός, γιατί έπρεπε. Το πρόβλημα είναι το γιατί αναδείχτηκε ο οπορτουνισμός σε κυρίαρχη δύναμη σε ένα πολιτικό σκηνικό, που στέρησε τις πολιτικές πρωτοβουλίες στο Κόμμα μας και έφερε τις μεγάλες απώλειες γι’ αυτό.
Αυτό λοιπόν που πρέπει να αναζητήσουμε είναι η αιτία που η ηγεσία του Κόμματος αντέδρασε πολιτικά, με τον τρόπο που αντέδρασε, σε μια περίοδο που το Κόμμα μας θα μπορούσε να αναδειχτεί σε ηγετική και πρωταγωνιστική πολιτική δύναμη στην Ελληνική κοινωνία. Αλλά αυτό το ζήτημα θα είναι το επόμενο θέμα μας.
COMMENTS