Εδώ και μια εβδομάδα το «Βήμα της Κυριακής» (06/07/2014) μας διαβεβαίωνε ότι οι πιστωτές συνιστούσαν στην κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές. Όταν μιλάμε για πιστωτές εννοούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ. Ο τίτλος με τον οποίο ανάγγειλε το «ΒτΚ» το σχετικό θέμα ήταν εύγλωττος και αποκαλυπτικός: «Ξεχάστε τις εκλογές, λένε οι πιστωτές»!
Δε μας διαβεβαίωνε, όμως, ότι η κυβέρνηση οπωσδήποτε αποκλείει το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών. Και αυτό το θεωρούμε από την πλευρά μας λογικό μια και ο Αντώνης Σαμαράς γίνεται αποδέκτης προτάσεων για να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές από κορυφαία στελέχη του, στα οποία έχει προστεθεί τελευταία και ο Πρόεδρος της Βουλής.
Από την πλευρά, βέβαια, της κυβέρνησης υπήρξε μια τοποθέτηση, η οποία εν πολλοίς ήταν αναμενόμενη, ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Η κυβέρνηση συνεχίζει ακόμη και τώρα στο ίδιο μοτίβο. Διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει: «Ούτε σκέψη για πρόωρες εκλογές».
Παρ’ όλα αυτά η πραγματικότητα είναι ότι η κυβέρνηση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών, μόνο που το συνδυάζει με τις συνομιλίες για το χρέος και την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Το σενάριο είναι: «Η κυβέρνηση θα πετύχει μια βέλτιστη λύση για το χρέος, την οποία δεν θα έχει υπογράψει, αλλά θα την περιγράψει στον ελληνικό λαό. Τότε οφείλει να πάει στη Βουλή με τη λύση για το χρέος και να εκκινήσει τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας» («ΒτΚ» 13/07/2014).
Το σενάριο αυτό, πρακτικά, βασίζεται σε έναν εκβιασμό των βουλευτών, ειδικά των ανεξάρτητων, που θα τους τεθεί το δίλημμα «ή ψηφίζετε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή πάμε σε εκλογές», έχοντας, υποτίθεται, τη λύση του χρέους μπροστά τους.
Την ίδια στιγμή η «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (13/07/2014) μας πληροφορεί ότι η Κομισιόν έχει στείλει το μήνυμα προς την κυβέρνηση: «Κλείστε όλες τις πολιτικές εκκρεμότητες ως το τέλος Οκτωβρίου», πράγμα που σημαίνει ότι ή εκλέγεται νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οπότε η κυβέρνηση πάει για εξάντληση της τετραετίας, όσο εφικτό είναι αυτό, ή θα πραγματοποιηθούν πρόωρες εκλογές. Αυτήν την εξέλιξη υποτίθεται ότι την επιδιώκει η Κομισιόν για να έχει απέναντί της μια ισχυρή κυβέρνηση για να διαπραγματευθεί το χρέος.
Σο μεταξύ στις προθέσεις της κυβέρνησης ήταν να καλλιεργήσει ένα κλίμα που θα πρόβλεπε την «ελάφρυνση» από τις συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής, όπως ήταν οι φοροελαφρύνσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως, της έκοψε τον αέρα απορρίπτοντας κάθε περίπτωση φοροελαφρύνσεων και επί πλέον έγινε πολύ καθαρό στην κυβέρνηση από την πλευρά της τρόικα ότι πρέπει να προχωρήσει στην πραγματοποίηση όλων των μέχρι τώρα δεσμεύσεων που έχει αναλάβει με πρώτα τα προαπαιτούμενα.
Είναι πραγματικά ένας γρίφος το πώς η κυβέρνηση θα μπορέσει να βρει έναν τρόπο που θα της επιτρέπει, ταυτόχρονα, να συνδυάσει διαφορετικά σενάρια ώστε, τελικά, να φτάσει στην εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας για να μπορέσει να έχει τη δυνατότητα να εξαντλήσει την τετραετία.
Ίσως, παρατηρούν ορισμένοι πολιτικοί παρατηρητές, να επιλέξει το σενάριο της «ελεγχόμενης έντασης» με την τρόικα. Εκδοχή που δεν απορρίπτεται, γιατί ήδη έχουν εμφανιστεί ορισμένα στελέχη της που δηλώνουν ότι «δεν έχουν καμία όρεξη να τρέχουν πίσω από τις απαιτήσεις της τρόικα». Δε φαίνεται, όμως, ότι και η υιοθέτηση ενός τέτοιου σεναρίου μπορεί να της εξασφαλίσει την απαραίτητη δυναμική, γιατί, την ίδια στιγμή πρέπει να πάρει μια σειρά αντιλαϊκά μέτρα για τα οποία έχει δεσμευτεί. Άλλωστε η κυβέρνηση το έχει επιχειρήσει ξανά αυτό το σενάριο και θεωρείται ότι έχει φθαρεί.
Πρέπει, επίσης, να πάρουμε υπόψη ότι οι όποιες συνομιλίες για το χρέος, τουλάχιστον επίσημα, θα αρχίσουν μετά τα stresstestsγια τις τράπεζες, που και εδώ υπάρχουν αντιφατικές πληροφορίες. Λέγεται ότι θα βγουν στην επιφάνεια και νέες τρύπες. Συνδυασμένο αυτό το γεγονός με το σκληρό έλεγχο που πρόκειται να κάνει η τρόικα μας φέρνει μπροστά σε ένα πολιτικό τοπίο, που από τη μια μεριά δείχνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα επιδείξει καμία ελαστικότητα ως προς τα μέτρα που προτείνει ότι πρέπει να παρθούν, από την άλλη μεριά δυσκολεύει κατά πολύ το μέλλον αυτής της κυβέρνησης.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχουν το σχετικό τους αντίκτυπο και στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός των πρόσφατων δηλώσεων του Δημήτρη Αβραμόπουλου, έστω και εάν χρειάστηκε να τις ανασκευάσει, ότι δεν αποκλείει στο μέλλον μια κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού, αλλά και τη στάση που κράτησε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης απέναντι στην πρόταση των κομμάτων της αντιπολίτευσης ως προς τη συζήτηση στην ολομέλεια της βουλής για το δημοψήφισμα για τη μικρή ΔΕΗ. Τη στάση αυτή, και για τα δύο στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που την ερμήνευσαν ως το πρώτο βήμα αποστασιοποίησης από τον Αντώνη Σαμαρά, μπροστά στο ενδεχόμενο μιας κυβερνητικής ήττας στις πρόωρες εκλογές.
Πολύ χειρότερη κατάσταση επικρατεί στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, όπου η αμφισβήτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου γίνεται πλέον ανοιχτά. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος αμφισβητείται και ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ και για τη συμμαχία του με τη Νέα Δημοκρατία. Τέλος εφεδρείες τύπου ΔΗΜΑΡ φαίνεται ότι έχουν εξαντληθεί και δε θα μπορούν να παίξουν το ρόλο τους, ως συμπληρωματικών δυνάμεων, μια και το μέλλον τους στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών φαίνεται προδιαγραμμένο.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα, όλα αυτά τα σενάρια θεωρούνται ότι έχουν έναν κοινό στόχο. Να κερδίσει χρόνο η κυβέρνηση και να λειτουργήσουν ως παγίδα για το ΣΥΡΙΖΑ, ώστε η κυβέρνηση να φτάσει σε μια συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία θα κληθεί να υπογράψει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τον ΣΥΡΙΖΑ τότε η κυβέρνηση θα καταφύγει στις εκλογές προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η άρνηση υπογραφής της συμφωνίας εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ θα ισοδυναμεί με έξωση της χώρας από το ευρώ.
Είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ για άλλη μια φορά έρχεται σε σύγκρουση με την ίδια του τη στρατηγική, γιατί ακόμη και εάν δεν υπογράψει τη συμφωνία και καταφύγει ξανά στο πολυδιαφημισμένο επιχείρημα της ισχυρής διαπραγμάτευσης οι απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι ένα σταθερό εμπόδιο γι’ αυτόν, ενώ η στρατηγική του θα διευκολύνει τους δανειστές και την Ευρωπαϊκή Ένωση, που για τα καλά έχουν δέσει τη χώρα μας στους δικούς τους σχεδιασμούς. Επομένως τα δύσκολα είναι μπροστά και γι’ αυτόν τον ίδιο και όχι μόνο για τον κυβερνητικό δικομματισμό.
Παράλληλα ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να επιδίδεται στην ίδια τακτική φθοράς της κυβέρνησης θεωρώντας ότι κέρδισε την πρωτοβουλία των κινήσεων μετά την κατάθεση της πρότασης για δημοψήφισμα για τη μικρή ΔΕΗ. Σειρά τώρα έχει το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς.
Ήδη έχει εξαγγείλει νέα εκδήλωση στην οποία θα καλέσει πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς προκειμένου να δημιουργηθεί, με ένα άλλο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, η περίφημη συμμαχία που θα τον φέρει στη διακυβέρνηση της χώρας. Εφαρμόζοντας την ίδια κατεύθυνση ελπίζει ότι θα φέρει το ΚΚΕ σε κατάσταση συνεχούς άμυνας και φθοράς.
Το λάθος που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτή η τακτική που ακολουθεί εκθέτει και τον ίδιο, γιατί τον φέρνει μπροστά στα ίδια ακριβώς προβλήματα που αντιμετωπίζει και η κυβέρνηση λόγω της ανελαστικής στάσης των δανειστών, οπότε αποκαλύπτεται και το δικό του αδιέξοδο εξ αιτίας της στρατηγικής του εμμονής στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν έχει καταλάβει ακόμη πως το χαρτί της ισχυρής διαπραγμάτευσης δεν είναι τόσο ισχυρό όσο νομίζει ότι είναι, μετά μάλιστα και από την εγκατάλειψη των όποιων ριζοσπαστικών στοιχείων που αρχικά διέθετε στις προγραμματικές του εξαγγελίες.
Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της μικρής ΔΕΗ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έβαλε θέμα για την απελευθέρωση της ενέργειας που απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μικρή ΔΕΗ, όμως, είναι το αποτέλεσμα αυτής της οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα να ξεπουλιέται η ΔΕΗ στο μεγάλο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Με δυο λόγια όλη η προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ περί του δημόσιου χαρακτήρα της ΔΕΗ πάει περίπατο και εκτίθεται και ο ίδιος.
Μόνο που αυτό το λάθος μένει ανεκμετάλλευτο από την πλευρά του Κόμματος μια και το ίδιο επιμένει στην ίδια τακτική που έχει χαράξει μέχρι τώρα.
Ήρθαν έτσι οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις που έφεραν το Κόμμα μας μπροστά στην ανάγκη να αλλάξει τακτική. Όποιο σενάριο και αν ακολουθηθεί ως προς την εκλογή νέου Προέδρου Δημοκρατίας ή για το πώς θα φτάσουμε στις εκλογές, κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ είναι μπροστά στα ίδια προβλήματα. Και όταν λέμε προβλήματα εννοούμε και τα ουσιαστικά προβλήματα των εργαζομένων, που αυτά θα επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο, αλλά και ως προς την απαίτηση των αφεντικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εφαρμοστούν κατά γράμμα τα συμφωνηθέντα.
Η τακτική που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να δημιουργήσει τις πολιτικές προϋποθέσεις για να γίνει κυβέρνηση. Αυτή η τακτική, όμως, τον φέρνει μπροστά σε μια πραγματικότητα που του αποκαλύπτει τα όρια της πολιτικής του. Σε όλα τα καίρια ζητήματα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει πίσω. Από την επαναπρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων, το μνημόνιο και το ΝΑΤΟ, το συνολικό προσανατολισμό της χώρας προς τη Δύση. Παλιότερα άφηνε ανοικτό ακόμη και το θέμα του ευρώ. Τώρα το έχει κλείσει και αυτό. Έχει προσανατολιστεί πλήρως επάνω στην στρατηγική της αστικής τάξης. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή που μπορεί να αποδειχτεί εύκολα πια πως ούτε η πορεία της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώνεται, πολύ περισσότερο δε δικαιώνεται η συμμετοχή της χώρας μας σ’ αυτήν. Το Κόμμα μας έχει ένα ιστορικό αλλά και πολύ επίκαιρο πλεονέκτημα
Όλα αυτά τα ζητήματα, που χρησιμοποιεί ο ΣΥΡΙΖΑ για να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν – και που δε μπορεί να δώσει διέξοδο, αποδεδειγμένα πλέον σ’ αυτά, αυτό μας έβγαλε στην επιφάνεια και το παράδειγμα της μικρής ΔΕΗ, είναι τα ίδια ζητήματα – ενέργεια, αιγιαλοί, ανεργία, συνδικαλιστικά δικαιώματα, μέτρα για την ανακούφιση των εργαζομένων, δημοκρατικά δικαιώματα, παιδεία, υγεία, παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας μας, stresstestsγια τις τράπεζες, μνημόνιο, δανειακές συμβάσεις, νέος δανεισμός, ευρώ, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ, εθνική ανεξαρτησία, ασφάλεια της χώρας, διεθνείς συνεργασίες της χώρας μας κλπ., που στο σύνολό τους αποτελούν μια συγκεκριμένη προγραμματική πρόταση για το ΚΚΕ, που έχει άμεσο χαρακτήρα για τα προβλήματα των εργαζομένων και που θα επιτρέψει την ανάπτυξη των διεκδικητικών αγώνων των εργαζομένων.
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του προγράμματος θα είναι ότι θα έχει μια συγκεκριμένη κοινωνική αναφορά, στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, αυτή που δημαγωγικά προσπαθεί να καρπωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, και το κυριότερο θα προβλέπει την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, πράγμα που δεν το επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ μια και η ηγεσία του έχει τραβηχτεί πλήρως στην αστική πολιτική. Η πρόταση αυτή θα δίνει, δηλαδή, μια τελείως διαφορετική λύση στο πρόβλημα της εξουσίας και της κυβέρνησης, που θα αποκαλύπτει το ΣΥΡΙΖΑ στα μάτια όσων των ακολουθούν, ταυτόχρονα, θα τον φέρνει σε θέση απολογητική.
Δύο ζητήματα ακόμη. Το ένα αφορά το ρόλο αυτής της προγραμματικής πρότασης ως προς την προοπτική του σοσιαλισμού. Αυτή η πρόταση από το χαρακτήρα της θα είναι δημοκρατική, γιατί θα υπερασπίζεται τα δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων και θα προβλέπει νέους θεσμούς δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, σε μια περίοδο που η τάση για την πολιτική αντίδραση είναι παραπάνω από εμφανής, θα είναι αντιμπεριαλιστική, γιατί θα στρέφεται ενάντια στην εξάρτηση της χώρας μας από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα (αποδέσμευση από Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ), όποια και εάν είναι αυτά, θα στρέφεται ενάντια σ’ έναν ανισότιμο οικονομικό καταμερισμό, θα είναι αντιμονοπωλιακή, γιατί θα στρέφεται ενάντια στις δυνάμεις του κεφαλαίου, ντόπιες και ξένες. Επομένως θα κινείται, από τα ίδια τα πράγματα στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού, θα τον φέρνει πιο κοντά. Γι’ αυτό άλλωστε θα προβλέπει και την αλλαγή των τάξεων στην εξουσία.
Το δεύτερο αφορά την πολιτική και ταξική συνείδηση των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων. Η πρόταση αυτή θα γίνει η βάση των διεκδικήσεων των εργαζομένων και των μικροαστικών στρωμάτων. Αυτό σημαίνει πως η σύγκρουση με την αστική τάξη θα φέρνει, ταυτόχρονα, και μια άλλη σύγκρουση στο «εσωτερικό» των λαϊκών μαζών. Οι ίδιες οι λαϊκές μάζες θα συγκρούονται με την «ασύγγνωστη ευπιστία» τους, θα συνειδητοποιούνται, με αποτέλεσμα να στρέφονται ενάντια στη δημαγωγία τόσο των αστικών πολιτικών δυνάμεων όσο και του ΣΥΡΙΖΑ.
Μπροστά στις εξελίξεις που έτσι κι αλλιώς έρχονται και επειδή ο χρόνος είναι πολύ συμπυκνωμένος το Κόμμα μας πρέπει να κάνει αποφασιστικές κινήσεις. Με τις εξελίξεις αυτές θα κριθεί το εάν η αστική τάξη θα κατορθώσει να αναδιατάξει το πολιτικό και κομματικό της σύστημα προκειμένου να συνεχίσει και να εξασφαλίσει τους στρατηγικούς της στόχους. Κάθε καθυστέρηση από την πλευρά του Κόμματος δεν θα είναι απλώς απώλεια χρόνου. Θα είναι υπονόμευση της ίδιας του της ύπαρξης, που θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες για το Εργατικό Κίνημα.
COMMENTS