Προβάλλει τώρα το ερώτημα: Πως ακριβώς στοιχειοθετείται η αλλαγή του χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων με την αστική δημοκρατία του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού; Γιατί η τελική τοποθέτηση του Λένιν για το θέμα αυτό είναι πως στην εποχή του ιμπεριαλισμού το πολιτικό εποικοδόμημα είναι η πολιτική αντίδραση κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς; Γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ηγέτης των Μπολσεβίκων, ο καπιταλισμός στην εποχή του ιμπεριαλισμού «είναι γενικά η τάση προς την αντίδραση σε όλη τη γραμμή και κάτω από οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς»;
Και πάλι ο Λένιν μας δίνει την απάντηση στο αξεπέραστο έργο του για τον Ιμπεριαλισμό. «Ο ιμπεριαλισμός –γράφει ο Λένιν– εμφανίστηκε σαν παραπέρα ανάπτυξη και άμεση συνέχιση των βασικών ιδιοτήτων του καπιταλισμού γενικά. Ο καπιταλισμός όμως έγινε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ορισμένη πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξής του, όταν μερικές βασικές ιδιότητες του καπιταλισμού άρχισαν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους, όταν διαμορφώθηκαν και φανερώθηκαν σ’ όλη τη γραμμή τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής εποχής από τον καπιταλισμό σ’ ένα ανώτερο κοινωνικοοικονομικό καθεστώς. Το βασικό σ’ αυτό το προτσές από οικονομική άποψη είναι η αντικατάσταση του καπιταλιστικού ελεύθερου συναγωνισμού από τα καπιταλιστικά μονοπώλια» (Άπαντα Λένιν, τόμος 27, «Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 392).
Το σημείο κλειδί στην κατανόηση του αρχικού μας ερωτήματος είναι το γεγονός ότι ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μετατρέπει μερικές βασικές ιδιότητες του καπιταλισμού στο αντίθετό τους. Από οικονομική άποψη ο Λένιν το προσδιόρισε επακριβώς και αυτή τη λενινιστική ανάλυση από την πλευρά μας την έχουμε ήδη αναφέρει στα προηγούμενα μέρη του άρθρου μας, όταν μιλήσαμε για τη διαδοχή του «ελεύθερου ανταγωνισμού» από το μονοπωλιακό ανταγωνισμό με την εμφάνιση του μονοπωλίου, ως της νέας οικονομικής κατηγορίας του καπιταλισμού.
Το τι σημαίνει η εμφάνιση του μονοπωλίου από πολιτική άποψη επίσης το αναλύσαμε στα προηγούμενα μέρη, τονίζοντας ότι η εμφάνιση του μονοπωλίου συνοδεύεται από την τάση για βία και κυριαρχία και ότι πολιτικό εποικοδόμημα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο είναι η πολιτική αντίδραση. Και αυτή δεν είναι μια «δικιά μας» θέση. Είναι μια λενινιστική θέση, που βρίσκει στις μέρες μας την πλήρη δικαίωσή της.
Περνάμε, τώρα, σ’ ένα άλλο επίπεδο, το κοινωνικό. Τι σημαίνει ακριβώς για το ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού ότι «μερικές βασικές ιδιότητες του καπιταλισμού άρχισαν να μετατρέπονται στο αντίθετό τους» από την άποψη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και κατ’ επέκταση της πολιτικής συμπεριφοράς και στάσης των κοινωνικών δυνάμεων, που συνιστούν την ταξική διάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας στην εποχή του ιμπεριαλισμού;
Το ερώτημα αυτό σχετίζεται άμεσα με το αδιαμφισβήτητο διαχρονικά γεγονός που παρατηρούμε και στις μέρες μας, ότι η κοινωνική βάση της πολιτικής επιρροής του φασισμού είναι κατά κύριο λόγο τα μικροαστικά στρώματα, ή τμήματα εργαζομένων και μισθωτών με μικροαστικό τρόπο ζωής και συμπεριφοράς λόγω της ιδιαίτερης θέσης τους στην ιεραρχία της κοινωνικής παραγωγής αλλά και εγκαταλειμμένα τμήματα της εργατικής τάξης (αυτά τα τμήματα που συνήθως αναφέρονται με τον όρο λούμπεν προλεταριάτο).
Η αντικατάσταση του ελεύθερου ανταγωνισμού απ’ το μονοπώλιο μετατρέπει στην πράξη σε χίμαιρα, τόσο για τμήματα της ίδιας της αστικής τάξης που καταστρέφονται, όσο και για τα μικροαστικά στρώματα – και κυρίως γι’ αυτά, τη δυνατότητα οικονομικής ανέλιξής τους στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα μετατρέπονται σε χίμαιρα όσα υπόσχονται άλλα αστικά ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία φλυαρούν και επιδίδονται σε φληναφήματα γύρω από θεωρητικές κατασκευές, που βασικά ανταποκρίνονταν στην εποχή της ανόδου της αστικής τάξης στην εξουσία και το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό και καθ’ όλη τη φάση του σταδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ένα τέτοιο αστικό ιδεολογικό ρεύμα είναι ο φιλελευθερισμός.
Στην πράξη βλέπουμε ότι ειδικά σε συνθήκες οικονομικής κρίσης αμφισβητείται ακόμα περισσότερο η μικρή ιδιοκτησία και περιουσία και ουσιαστικά δημεύεται από το αστικό κράτος και καταβροχθίζεται από το μεγάλο κεφάλαιο. Στη χώρα μας το βλέπουμε αυτό σήμερα με τη δυσβάστακτη φορολογία πάνω στην ακίνητη περιουσία αλλά και στα πολλαπλά χαράτσια για τους επιτηδευματίες και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η αστική τάξη γενικά και ειδικά η μονοπωλιακή αστική τάξη και το χρηματιστικό κεφάλαιο μπορούν να φοροαποφεύγουν και να φοροδιαφεύγουν μέσω των off shore εταιρειών, των φορολογικών παραδείσων κλπ, όπου και τοποθετούν περιουσιακά στοιχεία, κινητά και ακίνητα.
Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης λοιπόν, η ραγδαία επιδείνωση της θέσης των μικροαστικών στρωμάτων και ουσιαστικά η βίαιη και δραματική συρρίκνωση του ζωτικού χώρου που καταλάμβαναν στην αλυσίδα της καπιταλιστικής αγοράς, είναι η βάση της στροφής τους προς την ακροδεξιά και το φασισμό. Με τον τρόπο αυτό η χρηματιστική ολιγαρχία επιδιώκει μια νέα εθνική ενότητα κάτω από τη σκέπη της.
Στην εποχή του ιμπεριαλισμού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αστική τάξη αποτελείται από τη μονοπωλιακή και τη μη μονοπωλιακή αστική τάξη, ενώ κυριαρχεί η χρηματιστική ολιγαρχία (χρηματιστικό κεφάλαιο ως αποτέλεσμα της σύμφυσης του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου). Το χρηματιστικό κεφάλαιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιχειρεί με τον φασισμό και την ακροδεξιά να εδραιώσει σε μια νέα βάση την πολιτική συμμαχιών της αστικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα και τμήματα των εργαζομένων για να διατηρήσει την ταξική και πολιτική κυριαρχία του κεφαλαίου γενικά πάνω στην εργατική τάξη.
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η λέξη μικροαστός είναι σύνθετη λέξη (μικρο-αστός). Το δεύτερο συνθετικό είναι –αστός, που σημαίνει έστω και ως καρικατούρα, μια παραλλαγή καπιταλιστή, η συνείδηση του οποίου δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει από τον αστικό ορίζοντα, λόγω της θέσης του στην κοινωνική παραγωγή, της απόκτησης εισοδήματος με μορφές σαν αυτές που αποσπά τα κέρδη του και ο μεγάλος καπιταλιστής. Αυτό το γεγονός αφορά περισσότερο τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα.
Γι’ αυτό το λόγο τα μικροαστικά στρώματα όταν στρέφονται στο φασισμό ουσιαστικά κοιτούν το μέλλον με την πλάτη, έχοντας (από ιστορική άποψη) στραμμένο το βλέμμα στην πρότερη κατάσταση, όπου μπορούσαν να αναπαράγονται ελπίζοντας στα «καλά» του ελεύθερου ανταγωνισμού, της εμπορευματικής παραγωγής γενικά που τους παρείχε θεωρητικά και πραγματικά τις δυνατότητες να εξελιχθούν οικονομικά «προς τα πάνω». Και αυτό το λέμε, γιατί καταστροφή των μικροαστικών στρωμάτων έχουμε και στις οικονομικές κρίσεις στο μη μονοπωλιακό καπιταλισμό. Όμως η πραγματικότητα του μονοπωλιακού ανταγωνισμού «λέει» στα μικροαστικά στρώματα ότι ο φιλελευθερισμός, στον οποίο τα ίδια προσβλέπουν, δεν μπορεί όχι μόνο να τους το εγγυηθεί στην πράξη, αλλά και ότι σε πολύ χειρότερες συνθήκες γι’ αυτά δυσκολεύουν αφάνταστα οι όροι αναπαραγωγής τους.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις δεν διστάζουν να φτάσουν σε μια απολύτως εχθρική στάση απέναντι στον κοινοβουλευτισμό και να στραφούν στο φασισμό, υιοθετώντας την ιδεολογία του και τις πολιτικές του αντιλήψεις. Και αυτό το κάνουν πιστεύοντας ότι ο φασισμός, με τις αυστηρές κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις που υπόσχεται, στο όνομα της «διεύθυνσης της οικονομίας» και πρώτα – πρώτα με τη στρατιωτική πειθαρχία του κάτεργου για την εργατική τάξη, θα διασφαλίσει στα μικροαστικά στρώματα την αναπαραγωγή τους.
Αυτή είναι η βασική αιτία από οικονομική και κοινωνική άποψη που έτρεφε και τρέφει και σήμερα το φασιστικό φαινόμενο. Ο φασισμός στη σύγχρονή διάστασή του τρέφεται από τις ίδιες οικονομικές και κοινωνικές αιτίες που τρεφόταν και στο ιστορικό παρελθόν όταν η αστική τάξη παραχώρησε αυτοτελή πολιτικό ρόλο στο φασισμό, όπως έγινε στο Μεσοπόλεμο.
Αυτού του γεγονότος έχουν συνείδηση και οι ηγεσίες των σύγχρονων ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, το στελεχικό τους δυναμικό και γενικότερα τα μέλη των φασιστικών κομμάτων, κατά κύριο λόγο στρατολογούνται από αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, τις μικροαστικές. Και αυτό είναι γενικό χαρακτηριστικό για όλες τις καπιταλιστικές χώρες, ιμπεριαλιστικές και εξαρτημένες.
Προς επίρρωση αυτής της αλήθειας ας δούμε τι αναφέρει ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Ντάνιελ Τρίλινγκ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 18 του Μάη 2013 για δύο ακροδεξιά κόμματα στη χώρα του, το EDL (English Defense League) και το BNP (British National Party) που έχουν μακρύ ιστορικό βίαιων επιθέσεων σε μετανάστες και κάποτε κατέβαζαν χιλιάδες πολιτών σε διαδηλώσεις στους δρόμους της Αγγλίας.
«Ερώτηση: Υπάρχει σύνδεση μεταξύ βρετανικής ακροδεξιάς και Χρυσής Αυγής;
Απάντηση: Ιστορικά δεν φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί σχέσεις, όμως, μοιράζονται την ίδια στρατηγική κατάληψης της εξουσίας. Και οι δύο προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοια του κόσμου, κάνοντας πολιτική στον δρόμο, σε γειτονιές με αυξημένη παραβατικότητα και έντονα κοινωνικά προβλήματα, παίζοντας με την ανασφάλεια των ανθρώπων. Αυτό που έχει συμβεί σε αυτές τις περιοχές, είναι ότι έχουν εγκαταλειφθεί από τις πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίζονται τα πράγματα. Οι ακροδεξιοί προσφέρουν προστασία ή απλώς δείχνουν ότι νοιάζονται, σε ανθρώπους που ζητούν στην πραγματικότητα την προσοχή των ιθυνόντων. Τους λένε ότι ο πραγματικός υπαίτιος της εγκατάλειψής τους είναι οι μετανάστες.
Ερώτηση: Πώς εξέφρασαν αυτή τη στρατηγική το BNP και το EDL στη Βρετανία;
Απάντηση: Προσπαθούν να συνδέονται με τη «λευκή εργατική τάξη», όπως αποκαλείται στη Βρετανία. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν είδαν κανένα όφελος κατά τα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης, που ήταν τα χρόνια της εξουσίας των Εργατικών, του Τόνι Μπλερ και του Γκόρντον Μπράουν. Αντίθετα αισθάνθηκαν να περιθωριοποιούνται, ενώ δίπλα τους το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε. Υπάρχουν εργατικές περιοχές που έχουν εγκαταλειφθεί από την πολιτεία και υποβαθμίζονται σταδιακά εδώ και δεκαετίες. Το BNP πηγαίνει εκεί και λέει ότι η κυβέρνηση τους υποσκάπτει, επιτρέποντας τη μετανάστευση και έτσι χτίζει μια θεωρία συνωμοσίας.
Ερώτηση: Είναι αυτή όμως και η εκλογική σύνθεση του κόμματος; Ρωτώ γιατί στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή δεν αντλεί τόσο από τις υποβαθμισμένες περιοχές, όσο από τις μικροαστικές.
Απάντηση: Όχι, αυτό είναι το εντυπωσιακό και στη Βρετανία. Τα ίδια τα μέλη του BNP μου είπαν, όταν έκανα την έρευνα για το βιβλίο, πως όταν ήθελαν να στρατολογήσουν νέα μέλη, έπαιρναν τον Χρυσό Οδηγό και τηλεφωνούσαν σε αυτοαπασχολούμενους, όπως υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, μικρο-μαγαζάτορες, οδηγούς φορτηγών κ.ο.κ. Πήγαιναν δηλαδή σε μικροαστούς και τους έλεγαν ότι οι μετανάστες απειλούν το επίπεδο ζωής τους» (Πως συρρικνώθηκε η Βρετανική ακροδεξιά).
Το ζήτημα αυτό το βλέπουμε και στη χώρα μας με τη Χρυσή Αυγή, όπου σύμφωνα με έρευνες για την εκλογική και πολιτική συμπεριφορά των πολιτών η δύναμή της εντοπίζεται σ’ αυτά τα κοινωνικά στρώματα. Πρόσφατα μάλιστα γίνεται λόγος για τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής σε μικροαστικά στρώματα όπως αυτοαπασχολούμενοι με επιστημονική μόρφωση π.χ. γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κλπ. Μάλιστα –σύμφωνα με τις μελέτες ορισμένων ειδικών ερευνητών– σ’ αυτά τα κοινωνικά στρώματα διατηρεί ακόμη υψηλή διεισδυτικότητα και η ΝΔ και γενικά αυτές οι δυνάμεις δείχνουν να κινούνται προς τα δεξιά.
Επίσης έχει καταγραφεί ότι μέρος των μικροαστικών στρωμάτων, είτε της πόλης, είτε της υπαίθρου, που στρέφονται στη Χρυσή Αυγή είναι μικροί επιχειρηματίες ή αγρότες που μισθώνουν εργατική δύναμη οικονομικών μεταναστών. Η στοχοποίηση των μεταναστών, που είναι βασικό στοιχείο της πολιτικής στάσης της Χρυσής Αυγής (όχι όμως μόνο της Χρυσής Αυγής, αλλά και της σημερινής ηγεσίας της ΝΔ και της κυβέρνησης, καθώς και άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων) κάνει, σύμφωνα με τις έρευνες αυτές, αυτά τα μικροαστικά στρώματα να αισθάνονται μια οικονομική ασφάλεια γιατί τους διασφαλίζει φθηνή εργατική δύναμη. Γιατί, με λίγα λόγια, η στοχοποίηση των μεταναστών είναι εμπόδιο για τους τελευταίους να διεκδικήσουν εργασιακά δικαιώματα και τα φθηνά εργατικά χέρια σε συνθήκες οξύτατης οικονομικής κρίσης και μακροχρόνιας ύφεσης γίνονται παράγοντας που διευκολύνει την όποια αναπαραγωγή ορισμένων μικροαστικών στρωμάτων.
Από την άλλη, εξηγείται επίσης και το γεγονός ότι μορφωμένα μικροαστικά στρώματα με επαγγέλματα που χρειάζονται υψηλή επιστημονική-πανεπιστημιακή ειδίκευση, που σ’ έναν βαθμό μάλιστα αποτελούσαν αυτό που λέγαμε στην Ελλάδα νεόπλουτους, στρέφονται προς το φασισμό. Η απότομη επιδείνωση του βιοτικού τους επίπεδου που τους ρίχνει πιο κάτω στην κοινωνική ιεραρχία, οδηγώντας τους σε συνθήκες εξαθλίωσης όμοιες μ’ αυτές της εργατικής τάξης και τους κάνει από νεόπλουτους νεόπτωχους, τους ωθεί στην αναζήτηση πολιτικών λύσεων, που επαναφέρουν τη «μικροαστική ανάμνηση» των προηγούμενων απολαβών τους σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας (χρήμα, κοινωνική καταξίωση κλπ) και τους κάνει να αισθάνονται ότι υπάρχουν ακόμα «κατώτεροι» απ’ αυτούς κοινωνικά άνθρωποι.
Επιπλέον σ’ αυτό το γεγονός, θα πρέπει να προσθέσουμε και κάτι ακόμα. Σύμφωνα με τις αναλύσεις δημοσκόπων η Χρυσή Αυγή αντλεί δυνάμεις και από τμήματα της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα κατά κύριο λόγο μεσαία και ανώτερα στελέχη επιχειρήσεων, που είτε αποτελούν τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας και η ζωή τους διακρίνεται από μικροαστικούς όρους είτε μπορεί, λόγω του ύψους των αποδοχών τους ή και των ευρύτερων απολαβών τους, μέσω π.χ. της απόκτησης μετοχών της εταιρείας στην οποία εργάζονται, να ανήκουν και στην αστική τάξη. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, σ’ αυτά τα στρώματα πολιτική διείσδυση έχουν κυρίως η Νέα Δημοκρατία, το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη και η Χρυσή Αυγή, σε αντίθεση με την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους στις μεσαίες και κατώτερες βαθμίδες της παραγωγικής ιεραρχίας, όπου στρέφονται κατά κύριο λόγο στο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως στο ΚΚΕ.
Ακριβώς αυτό το ζήτημα της κοινωνικής αντίληψης των μικροαστικών στρωμάτων και τμημάτων της εργατικής τάξης, εξηγεί γιατί οι φασίστες όπως ο Νίκος Μιχαλολιάκος και η Χρυσή Αυγή υπόσχονται ότι ο εθνικισμός τους, ή αλλιώς ο εθνικοσοσιαλισμός στο κοινωνικό-ταξικό πεδίο «δεν δύναται ούτε και επιθυμεί να καταργήση την φυσικήν ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, επιθυμεί όμως και επιδιώκει την ιεράρχησιν της κοινωνίας βάσει δικαίων και φυσικών κριτηρίων» και στο πολιτικό επίπεδο υπόσχονται «μια κοινωνία αυστηρά ιεραρχημένη και δομημένη».
Στην πραγματικότητα, εδώ οφείλουμε να παρατηρήσουμε την πιο ακραία και επικίνδυνη έκφραση μιας άποψης, που υπάρχει ήδη σε πιο «ήπιες» εκδοχές στην αστική φιλελεύθερη, τη σοσιαλδημοκρατική ή και οπορτουνιστική ακόμα σκέψη γενικά. Σε πιο «ήπιες» λοιπόν εκδοχές, όλες αυτές οι παραλλαγές της αστικής αυτής άποψης αρνούνται το μαρξισμό, διότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους είναι στη φύση του ανθρώπου η ύπαρξη των κοινωνικών τάξεων και κατ’ επέκταση η κοινωνική, ταξική ανισότητα. Σε πολλές περιπτώσεις η «τεκμηρίωση» αυτής της άποψης στηρίζεται στη σύγχυση και τη διαστρέβλωση μεταξύ της διαφορετικότητας του κάθε ανθρώπου ως προς τις ιδιαίτερες κλίσεις, ταλέντα, ενδιαφέροντα και δεξιότητές του από τους άλλους ανθρώπους, καθώς και της μοναδικής και ανεπανάληπτης προσωπικότητας του κάθε ατόμου της κοινωνίας. Στις πιο συνηθισμένες εκδοχές της αυτή η άποψη στηρίζεται σε μια χυδαία εξίσωση μεταξύ της επαγγελματικής ειδίκευσης και της ταξικής διαστρωμάτωσης.
Με τις απόψεις αυτές διαπαιδαγωγούνται απ’ την στιγμή που γεννιούνται οι άνθρωποι μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία και οι αντιλήψεις αυτές αναπαράγονται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής λειτουργίας όπως π.χ. στο εκπαιδευτικό σύστημα. Στο φασισμό όμως αυτό περνάει σε μια νέα ποιότητα όπου η ταξική ανισότητα επιχειρείται να στηριχθεί στη «φυσική επιλογή» για να είναι συνεπής αυτή η άποψη με τη συνολική ιδεολογική κατασκευή του φασισμού και του ναζισμού περί της ταύτισης του έθνους με τη φυλή και της θεωρίας περί ανισότητας των ανθρώπων στη βάση φυλετικών και βιολογικών κριτηρίων.
*****
Βεβαίως, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου στροφή προς το φασισμό, με μαζικούς όρους, δεν έχουμε μόνο από τα μικροαστικά στρώματα. Αυτό μπορεί να συμβεί και με την ίδια την εργατική τάξη, όπου μεγάλα και κλασικά τμήματά της, κάποτε και η πλειοψηφία των εργαζομένων να εγκλωβίζεται στη φασιστική ιδεολογία.
Το φαινόμενο αυτό το είδαμε στην περίοδο του Μεσοπολέμου με την υποστήριξη που παρείχε η εργατική τάξη στο κόμμα του Χίτλερ, το οποίο αξίζει να θυμόμαστε ότι ονομαζόταν Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (NSDAP). Το φαινόμενο αυτό το βλέπουμε και σήμερα, σε μια άλλη εκδοχή του, στη Γαλλία με την εκλογική νίκη στις πρόσφατες ευρωεκλογές του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Μ. Λεπέν, όπου σύμφωνα με τις ποιοτικές έρευνες του εκλογικού αποτελέσματος μεγάλα τμήματα της γαλλικής εργατικής τάξης στρέφονται προς την ακροδεξιά και μάλιστα σε βιομηχανικές και άλλες εργατικές περιοχές, που στο παρελθόν ήταν «προπύργια» του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Είναι από οικονομική, κοινωνική και πολιτική άποψη απολύτως εξηγήσιμο και αυτό το φαινόμενο. Όπως βλέπουμε, το φαινόμενο αυτό, που σχετίζεται με την πολιτική στάση της εργατικής τάξης, αφορά κατά κύριο λόγο, αλλά όχι κατ’ αποκλειστικότητα, σε χώρες όπως η σύγχρονη Γαλλία και η Γερμανία του Μεσοπολέμου, δηλαδή σε δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που διαθέτουν τη δυνατότητα να παίζουν παγκόσμιο ρόλο, να συμμετέχουν στο μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς (η Γερμανία και σήμερα) και να καταπιέσουν άλλα έθνη και λαούς. Επιπλέον αυτές οι δύο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, χώρες έχουν και ένα ακόμα κοινό στοιχείο. Όπως η Γερμανία στερήθηκε ζωτικό οικονομικό χώρο από την ήττα της στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και τη ληστρική γι’ αυτή συνθήκη των Βερσαλλιών, έτσι και η Γαλλία του σήμερα στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην ΕΕ και το ευρώ στερείται ζωτικού οικονομικού χώρου και χάνει στην παγκόσμια μοιρασιά εξαιτίας της ηγεμονίας του γερμανικού ιμπεριαλισμού σε ολόκληρη την ΕΕ.
Αυτό σημαίνει κάτι πολύ σημαντικό και για την πολιτική συμπεριφορά της εργατικής τάξης τέτοιων ιμπεριαλιστικών χωρών, καθώς επιδρά και κάνει τη συνείδησή της περισσότερο ευάλωτη στις αστικές προλήψεις και την οδηγεί στο να μην βλέπει ότι «δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς», όπως έλεγε ο Καρλ Μαρξ. Η εργατική τάξη αυτού του τύπου των χωρών είναι πιο εύκολο να δει στην επιθετική εξωτερική πολιτική της δικής της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης τη δυνατότητα να αποσπάσει ένα μέρος απ’ τα ψίχουλα που θα περισσέψουν από τα μονοπωλιακά υπερκέρδη που εξασφαλίζει η εκμετάλλευση μέρους της παγκόσμιας αγοράς.
Ο Λένιν σημειώνει επίσης και κάτι άλλο αξιοποιώντας τα διδάγματα απ’ το ρεφορμισμό που διέκρινε την εργατική τάξη της ιμπεριαλιστικής Αγγλίας από το 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τις ιδέες του Άγγλου σοσιαλσοβινιστή Σέσιλ Ροντς, τις οποίες καταγράφει το 1895 ο επιστήθιος φίλος του και δημοσιογράφος Στεντ: «επειδή η ζωή γίνεται πιο περίπλοκη και οι δυσκολίες πιέζουν όχι μόνο τις εργατικές μάζες, αλλά και τις μεσαίες τάξεις, βλέπουμε σε όλες τις χώρες του παλιού πολιτισμού να συσσωρεύονται η ανυπομονησία, η οργή, το μίσος, που απειλούν την κοινωνική γαλήνη. Η ενέργεια που βγαίνει έξω από την καθορισμένη ταξική τροχιά πρέπει να βρεθεί τρόπος να χρησιμοποιηθεί και να διοχετευτεί έξω από τη χώρα, για να μην προκληθεί έκρηξη στο εσωτερικό» (Άπαντα Λένιν, τόμος 27, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 388).
Εδώ διαπιστώνουμε την αντιστοιχία του φασισμού ως πολιτικής μορφής εξουσίας, ως μορφή του πολιτικού εποικοδομήματος, ως μορφής της αστικής δημοκρατίας στην εποχή του ιμπεριαλισμού, του οποίου το εποικοδόμημα είναι η πολιτική αντίδραση. Ο φασισμός είναι ένας «τρόπος» για την αστική τάξη ώστε αυτή να μπορεί να «διοχετεύει προς τα έξω την οργή και το μίσος» και προς τα μέσα, με την πειθαρχία του βούρδουλα να διασφαλίσει την «κοινωνική γαλήνη» για να υπηρετείται και να εξασφαλίζεται η ταξική της κυριαρχία.
*****
Το βασικό περιεχόμενο της ρητορικής και της τακτικής των φασιστικών κομμάτων είναι διαχρονικά το ίδιο σε όλη την πορεία και σε όποια έκφανση της εμφάνισης αυτού του φαινομένου. Αν δούμε αναλυτικά τι εισηγείται ο Γκ. Δημητρώφ στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935, θα βρούμε τρομακτικές ομοιότητες με τη σημερινή ρητορική των νεοφασιστικών και νεοναζιστικών δυνάμεων. Ας το παρακολουθήσουμε:
«Που βρίσκεται η πηγή της επιρροής του φασισμού πάνω στις μάζες; Ο φασισμός καταφέρνει να κερδίζει τις μάζες, επειδή με δημαγωγικό τρόπο επικαλείται τις πιο καυτές τους ανάγκες. Ο φασισμός, όχι μόνο υποδαυλίζει τις βαθιά μέσα στις μάζες ριζωμένες προλήψεις, αλλά ακόμη ποντάρει και στα πιο αγνά λαϊκά αισθήματα της δικαιοσύνης, κάποτε μάλιστα και στις επαναστατικές παραδόσεις. Γιατί οι γερμανοί φασίστες, οι λακέδες αυτοί της μεγαλοαστικής τάξης και θανάσιμοι εχθροί του σοσιαλισμού, παριστάνουν τους «σοσιαλιστές» μπροστά στις μάζες και παρουσιάζουν τον ερχομό τους στην εξουσία σαν «επανάσταση»; Επειδή επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν την πίστη στην επανάσταση και τον πόθο για σοσιαλισμό που ζουν μέσα στις καρδιές των εργαζόμενων μαζών στη Γερμανία.
Ο φασισμός δρα για το συμφέρον των ιμπεριαλιστών των άκρων, αλλά μπροστά στις μάζες παρουσιάζεται με το ένδυμα του υπερασπιστή ενός ταπεινωμένου έθνους και επικαλείται τα προσβλημένα εθνικά αισθήματα, όπως για παράδειγμα ο γερμανικός φασισμός, που παρέσυρε τα μικροαστικά στρώματα με το σύνθημα «Ενάντια στις Βερσαλλίες».
Ο φασισμός επιδιώκει την πιο αχαλίνωτη εκμετάλλευση σε βάρος των μαζών, τις πλησιάζει όμως με μια ραφιναρισμένη αντικαπιταλιστική δημαγωγία, εκμεταλλεύεται το βαθύ μίσος των εργαζομένων ενάντια στη ληστρική αστική τάξη, ενάντια στις τράπεζες, τα τραστ και τους μεγιστάνες του πλούτου και ρίχνει συνθήματα που στη δοσμένη στιγμή είναι δελεαστικά για τις πολιτικά ανώριμες μάζες. Για παράδειγμα, στη Γερμανία το σύνθημα: «Το κοινό συμφέρον πάνω από το ατομικό». Στην Ιταλία: «Το κράτος μας δεν είναι καπιταλιστικό, είναι κράτος με σύστημα αυτοδιαχείρισης». Στην Ιαπωνία: «Για μιαν Ιαπωνία χωρίς εκμετάλλευση». Στις Ενωμένες Πολιτείες: «Για τη διανομή των περιουσιών» κλπ.
Ο φασισμός παραδίνει το λαό στο έλεος των πιο διεφθαρμένων, των πιο πουλημένων στοιχείων, όμως μπροστά στο λαό παρουσιάζεται με το αίτημα για μια «τίμια και αδέκαστη κυβέρνηση». Ο φασισμός, που ποντάρει στη βαθειά απογοήτευση των μαζών για τις κυβερνήσεις της αστικής δημοκρατίας, καμώνεται πως εξοργίζεται με τη διαφθορά (παράδειγμα οι υποθέσεις Μπάρματ και Σκλάρεκ στη Γερμανία, η υπόθεση Σταβίσκι στη Γαλλία και πολλές άλλες).
Ο φασισμός πιάνει στα δίκτυα τις απογοητευμένες μάζες που έχουν στρέψει τις πλάτες στα παλιά αστικά κόμματα, για το συμφέρον των πιο αντιδραστικών κύκλων της αστικής τάξης. Εντυπωσιάζει τις μάζες αυτές με την ορμητικότητα των επιθέσεών του ενάντια στις αστικές κυβερνήσεις, με την αδιάλλακτη στάση του απέναντι στα παλιά κόμματα της αστικής τάξης (Γκ. Δημητρόφ, «Ο φασισμός», εκδόσεις Πορεία, 1975, σελ. 24-25).
Βλέπουμε ξεκάθαρα σ’ αυτό το αποκαλυπτικό απόσπασμα που παραθέσαμε ότι ουσιαστικά στο επίπεδο της οικονομικής διαχείρισης ο φασισμός, βασικά υποκρίνεται μπροστά στο λαό και τους εργαζόμενους, υποσχόμενος έναν απολύτως αυστηρό κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, τον οποίο κάποιες φορές τον εμφανίζει και ως σοσιαλισμό! Είναι αντιπροσωπευτικό το παράδειγμα της Γερμανίας όπου οι Ναζί τον ονόμασαν «εθνικοσοσιαλισμό» για να αποσπάσουν δυνάμεις στις οποίες μεγάλη επιρροή είχε το Κομμουνιστικό Κόμμα, ή επίσης στην Ιταλία είδαμε ότι γινόταν λόγος για «σύστημα αυτοδιαχείρισης και όχι καπιταλισμό»!
Σε άλλες περιπτώσεις όπως και στην περίπτωση του Έλληνα ναζιστή δικτάτορα Μεταξά γινόταν λόγος για «διευθυνόμενη οικονομία» που δήθεν μοιάζει με το σοσιαλισμό ως προς το «διευθυνόμενη» και την οποία «διευθυνόμενη οικονομία» ο ίδιος ο Μεταξάς στο προσωπικό του ημερολόγιο την παρουσιάζει ως εχθρική προς τους καπιταλιστές, προσπαθώντας να εξηγήσει γιατί οι οπαδοί του αστικού κοινοβουλευτισμού ονομάζουν το φασισμό και τον κομμουνισμό τυραννίες!
Οι φασίστες όμως υπόσχονται και κάτι άλλο μαζί με τα παραπάνω και στη βάση αυτή μπορούν να κερδίζουν πρώτα από όλα τα μικροαστικά στρώματα. Οι διακηρύξεις των φασιστών περί «εθνικής ταυτότητας της οικονομίας» τους επιτρέπει να εμφανίζονται ως προστάτιδες δυνάμεις της ιδιοκτησίας και περιουσίας των μικροαστών, των «νοικοκυραίων». Στις ιδεολογικές θέσεις της Χρυσής Αυγής για την εθνική οικονομία που είναι δημοσιευμένες στην επίσημη ιστοσελίδα της αναφέρεται:
«Πιστεύουμε πως η οικονομία του Εθνικού Κράτους δεν πρέπει ποτέ να είναι αντίθετη με τις κυρίαρχες Ιδέες του. Δεν πρέπει ποτέ για παράδειγμα χάριν της αύξησης της παραγωγής (φτηνά εργατικά χέρια, ξένοι εργάτες κ.τ.λ.) να απειλείται αυτή η ίδια η ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. Μια ισχυρή οικονομία δίνει δύναμη στο Εθνικό Κράτος, όμως δεν πρέπει χάριν της οικονομίας να θυσιάζεται ή αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν πρέπει δυνάμεις οικονομικές να καθορίζουν την Πολιτική του Κράτους. Δεν πιστεύουμε στην αυθύπαρκτη ύπαρξη και δυναμική της οικονομίας, αλλά σε μια οικονομία με κατεύθυνση και προέλευση Εθνική. Είμαστε αντίθετοι τόσο στην ασυδοσία του φιλελευθερισμού, όσο και στην ισοπέδωση του μπολσεβικισμού. Πιστεύουμε στην ιδιοκτησία, πιστεύουμε στην ιδιωτική πρωτοβουλία, όχι όμως στην ανήθικη και ασύδοτη κερδοσκοπία εις βάρος της Λαϊκής Κοινότητας και τον παράνομο θησαυρισμό. Πιστεύουμε σε μια οικονομία, υπηρέτη των εθνικών συμφερόντων και όχι σε ένα Κράτος, υπηρέτη της πλουτοκρατίας» (Σ.Σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Τα παραπάνω θα πρέπει κανείς να τα συνδυάσει με το γεγονός ότι συνήθως η ένταση της αντιλαϊκής και αντεργατικής οικονομικής πολιτικής που οξύνει την οικονομική κρίση και την ύφεση, περιθωριοποιεί και εξαθλιώνει μικροαστικά στρώματα και εργατικές δυνάμεις, επιβάλλεται σε «συνθήκες παραβίασης της εθνικής ανεξαρτησίας», μιας τάσης δηλαδή που χαρακτηρίζει γενικά την εποχή του ιμπεριαλισμού όπως μας υποδεικνύει ο Λένιν.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ας περιοριστούμε όμως να αναφέρουμε για ακόμη μια φορά την περίπτωση της εξαρτημένης Ελλάδας, που τελεί υπό τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ενώσεων δηλαδή των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αντίστοιχο ήταν και το παράδειγμα της Γερμανίας του Μεσοπολέμου, όπου αν και ιμπεριαλιστική χώρα και η ίδια, ουσιαστικά τελούσε υπό τους ληστρικούς όρους, που της επέβαλαν οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις λόγω της στρατιωτικής ήττας της στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.
Κατά συνέπεια, η υπεράσπιση της «πατρίδας» απέναντι στις κατακτητικές διαθέσεις του ιμπεριαλισμού, που θέλει ζωτικό οικονομικό χώρο, ταυτίζεται στη συνείδηση των μικροαστικών στρωμάτων, αλλά σε κάποιες φορές (ανάλογα με τη διεθνή θέση της χώρας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα) και των εργαζομένων, με την ίδια τους την οικονομική επιβίωση, την προστασία της μικρής τους περιουσίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, της «ραφιναρισμένης αντικαπιταλιστικής δημαγωγίας» του, ο φασισμός επενδύει και σε μια ρητορική πατριδοκαπηλίας. Γι’ αυτό και μπροστά στις μάζες ο φασισμός εμφανίζεται ως προστάτης της «πατρίδας των νοικοκυραίων». Σ’ αυτή τη βάση ο φασισμός εμφανίζει τους κομμουνιστές ως «εχθρούς του έθνους».
Όμως εδώ διαπιστώνουμε και κάτι άλλο. Αυτές οι ιδεολογικές ακροβασίες του φασισμού, περί πατριδοκαπηλίας, για να διασφαλιστεί η πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης δεν είναι αποκλειστικά δικό του προνόμιο. Αυτό ακριβώς ήταν και το βασικό περιεχόμενο της εθνικοφροσύνης, η πατριδοκαπηλία, μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, που εκπροσωπούσαν οι βασικές και μεγάλες αστικές πολιτικές δυνάμεις στις δεκαετίες του 1950 και 1960 στην Ελλάδα, σε συνθήκες δηλαδή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, έστω και αν ήταν μια «ανάπηρη κοινοβουλευτική δημοκρατία» αν κανείς τη συγκρίνει με τον «καθαρό» κοινοβουλευτισμό.
Αυτός ο τύπος της πατριδοκαπηλίας, που δεν στηρίζεται άμεσα στη φυλετική αντίληψη για το έθνος (χωρίς να μπορεί κανείς να τον ταυτίσει απόλυτα με τη φυλετική πατριδοκαπηλία αλλά και να μη μπορεί να διακρίνει και με απόλυτη σαφήνεια και τη διαφορά του – «εσείς δεν είστε Έλληνες πατριώτες» ) παρουσίαζε τους κομμουνιστές ως «ξένο σώμα» στην Ελλάδα και ως «μιάσματα», άποψη που δεν απέχει από τις ρητά διατυπωμένες απόψεις τύπου Άδωνι Γεωργιάδη και Φαήλου Κρανιδιώτη. Ίδια με αυτή την ιδεολογική προσέγγιση περί εθνικοφροσύνης ήταν άλλωστε και η κυρίαρχη αντίληψη της δικτατορίας των συνταγματαρχών, του καθεστώτος της 21ης Απρίλη του 1967.
Ο συνδυασμός της «ραφιναρισμένης αντικαπιταλιστικής δημαγωγίας» και η «πατριδοκαπηλία» είναι και ο λόγος που υπό ορισμένες πολιτικές προϋποθέσεις, οι οποίες αφορούν στη στάση του Κομμουνιστικού Κινήματος, κάνει αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, τις μικροαστικές, να υιοθετήσουν τις πιο ακραίες και σοβινιστικές εκδοχές του αστικού εθνικισμού σε οποιαδήποτε χώρα, όπως συμβαίνει με την ακροδεξιά και το φασισμό. Στις μεν ιμπεριαλιστικές χώρες γιατί η αστική τάξη υπόσχεται να κατακτήσει ή να επανακτήσει το ζωτικό χώρο που στερήθηκε ή τις στερούν οι άλλοι ιμπεριαλιστές, στις δε εξαρτημένες χώρες για να αμυνθεί απέναντι στον έναν ιμπεριαλιστή, παίρνοντας το μέρος του άμεσου ανταγωνιστή του.
Το φαινόμενο εμφανίζεται και στις μέρες μας. Το βλέπουμε και στην περίπτωση της χώρας μας, όπου η Χρυσή Αυγή υπόσχεται μια ριζική στροφή των προσανατολισμών της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας στο πλευρό του ρώσικου ιμπεριαλισμού. Το επιχείρημα είναι απλό και στηρίζεται στο γεγονός της αναβίωσης της Μεγάλης Ιδέας, που στο παρελθόν οδήγησε στη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή του 1922. Όλα αυτά αιτιολογούνται στο όνομα της «αναβίωσης της πατρίδας των προγόνων» στο πλαίσιο της φασιστικής αντίληψης για την ταύτιση έθνους-φυλής. Σύμφωνα με τη συλλογιστική αυτή η Ρωσία μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων της με την Τουρκία, αλλά και των ευρύτερων βλέψεών της για να έχει πρόσβαση μέσω των Βαλκανίων στη Μεσόγειο.
Οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι μια ακόμα «παραφροσύνη» όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Πετρόπουλος στο τρίτο άρθρο του στον «Ημεροδρόμο» για τον «πατριωτισμό της Χρυσής Αυγής». Είναι μια ιδεολογική κατασκευή στην προσπάθεια της αστικής τάξης να αντιμετωπίσει την κρίση της στο εσωτερικό της, να «πλασαριστεί» στο διεθνή ανταγωνισμό παίρνοντας το μέρος του ιμπεριαλιστή που εξυπηρετεί ή που κρίνει ότι εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντά της ως αστικής τάξης.
Γι’ αυτό ακριβώς, η ιδεολογική αντιμετώπιση του θέματος του μεγαλοϊδεατισμού ως πολεμικής «παραφροσύνης» του φασισμού, στην οποία επιδίδεται ο Γιώργος Πετρόπουλος με επιχειρήματα από το οπλοστάσιο ενός αστικού πασιφισμού είναι και αναποτελεσματική, αλλά και ανατρέπεται από τα ιστορικά δεδομένα. Το ιστορικό παράδειγμα της ίδιας της Μικρασιατικής εκστρατείας-καταστροφής του 1922 υπάρχει. Σ’ αυτή την εκστρατεία δεν ηγήθηκαν φασίστες και ναζιστές, αλλά ο φιλελεύθερος, ο ηγέτης της «Δημοκρατικής Παράταξης» Ελευθέριος Βενιζέλος και φυσικά ο Βασιλιάς. Αν αποδεχτούμε τη συλλογιστική του Γιώργου Πετρόπουλου τότε θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν και αυτός παράφρων! Δε λύνονται όμως έτσι τα ιστορικά και πολιτικά ζητήματα για όσους στοιχειωδώς σέβονται το μαρξισμό και αναγνωρίζουν τον ιστορικό υλισμό ως θεωρία που μελετά την κοινωνική και ιστορική εξέλιξη στο πλαίσιο της πάλης των τάξεων.
Και όχι μόνο αυτό. Θα πρέπει να υιοθετήσουμε και την άποψη, αστική άποψη, ότι ο Χίτλερ ήταν ένας παράφρονας, που ματοκύλισε τον κόσμο όχι επειδή η αστική τάξη της Γερμανίας, η χρηματιστική της ολιγαρχία, επεδίωκε την ανακατανομή των αγορών αλλά επειδή ο Χίτλερ είχε κατασκευάσει στο μυαλό του (εγκεφαλικό κατασκεύασμα), στη βάση της καθαρής φυλής, μια θεωρία, απραγματοποίητη κατά τα άλλα, με την οποία ήθελε να γίνει κυρίαρχος του κόσμου. Παρακάμπτεται, δηλαδή, το γεγονός ότι ο Χίτλερ ήταν εντολοδόχος της χρηματιστικής ολιγαρχίας της Γερμανίας, που αναζητούσε νέες αγορές. Παρακάμπτεται τελικά μία από τις πιο βασικές ιδιότητες του ιμπεριαλισμού που γεννάει τους πολέμους.
Αυτό το λογικό αδιέξοδο και το αποτέλεσμα της συλλογιστικής του, που οδηγεί σε πολιτικούς, ιδεολογικούς και ιστορικούς παραλογισμούς φαίνεται τελικά να το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ο Γιώργος Πετρόπουλος. Γι’ αυτό και στο τέλος του άρθρου του «Ο “πατριωτισμός” της Χρυσής Αυγής» αναγκάζεται να κάνει την ανάγκη φιλοτιμία και να επικαλεστεί το Δημητρώφ φτάνοντας να παραδεχτεί ότι ο «πατριωτισμός» του φασισμού υπηρετεί τις ανάγκες «των πιο επιθετικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών κύκλων του χρηματιστικού κεφαλαίου» για την αναδιανομή των αγορών. Τι πιο υλική εξήγηση στη θέση του εγκεφαλικού κατασκευάσματος;
Στη βάση, όμως, αυτή θα έπρεπε να παραδεχτεί ταυτόχρονα ότι το πολιτικό εποικοδόμημα επηρεάζει, και όπως μας λέει ο Φ. Ένγκελς – σε ορισμένες περιπτώσεις καθοριστικά, και την υλική βάση και με την έννοια αυτή να εξηγήσει και τη συμπεριφορά των κοινωνικών δυνάμεων που εγκλωβίζονται στη φασιστική ιδεολογία.
Ως προς το ζήτημα της «πατριδοκαπηλίας» αλλά και της αναζήτησης εναλλακτικών διεθνών προσανατολισμών της αστικής τάξης είναι χαρακτηριστική η στάση της Χρυσής Αυγής στο Ουκρανικό ζήτημα. Πήρε διαφορετική θέση από την ελληνική κυβέρνηση και κράτησε φιλορωσική στάση αν και οι ομοϊδεάτες της ήταν οι ακροδεξιοί και νεοναζί πραξικοπηματίες του Κιέβου και εντεταλμένοι των ΗΠΑ και της ΕΕ. Την ίδια στιγμή βέβαια δεν ξεχνούσε να αναπαράγει αντικομμουνιστικές θεωρίες περί σφαγών των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης επί εποχής Στάλιν.
Ταυτόχρονα όμως η Χρυσή Αυγή δεν ξεφεύγει απ’ τους γενικότερους και βασικούς διεθνείς προσανατολισμούς της αστικής τάξης της Ελλάδας. Άλλωστε η αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας για τη Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζεται ως «μια μεγάλη Ελλάδα σε μια Ελεύθερη Ευρώπη». Γι’ αυτό και την ώρα που μιλάει για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία και υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας, επικεντρώνει στο σύνθημα για «Ευρώπη των εθνών» και όχι για αποδέσμευση της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επί της ουσίας αυτό που αξιώνει στην πραγματικότητα η Χρυσή Αυγή για λογαριασμό της αστικής τάξης είναι μια λιγότερο ανισότιμη σχέση της εξαρτημένης Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που κάνουν στην παγκόσμια αγορά οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Και αυτό το ζήτημα της άμβλυνσης της ανισότιμης διεθνούς θέσης της καπιταλιστικής Ελλάδας, ως πολιτική επιδίωξη της αστικής τάξης με το σύνθημα της «Ευρώπης των εθνών» δεν είναι «προνόμιο» μόνο της Χρυσής Αυγής, αλλά και άλλων αστικών πολιτικών δυνάμεων του «κοινοβουλευτικού» και «συνταγματικού τόξου» όπως είναι για παράδειγμα οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Πάνου Καμμένου. Η διαφορά (η οποία δεν είναι καθόλου ασήμαντη) που υπάρχει σ’ αυτή την περίπτωση είναι ότι το σύνθημα της «Ευρώπης των εθνών», που προωθεί η Χρυσή Αυγή στηρίζεται σε μια φυλετική θεωρία, αντίθετα με κοινοβουλευτικές δυνάμεις που προωθούν το ίδιο σύνθημα χωρίς να στηρίζονται σε μια φυλετικού τύπου θεωρία όπως συμβαίνει με το φασισμό.
Ακολουθεί το Ε’ Μέρος
COMMENTS