Γιατί ψηφίζουμε ΚΚΕ;

Σε δύο ημέρες ξαναπάμε στις κάλπες. Για τις ευρωεκλογές και τις επαναληπτικές – δημοτικές και περιφερειακές – εκλογές. Σύσσωμος ο τύπος, ηλεκτρονικός και έντυπος, αλλά και τα κόμματα κατέθεσαν τις πρώτες εκτιμήσεις τους για τα εκλογικά αποτελέσματα με βάση, κυρίως, τις περιφερειακές εκλογές.

Η βασικότερη εκτίμηση στην οποία στάθηκαν τα αστικά ΜΜΕ ήταν ότι ο Ελληνικός λαός μείωσε μεν τις δυνάμεις των κομμάτων της συγκυβέρνησης, αλλά αυτό δε σημαίνει και ολοκληρωτική αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής, έδωσε δε μια σχετική προτεραιότητα στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει αυτό ότι του ανοίγει την πόρτα της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών.

Με την έννοια αυτή τα αστικά ΜΜΕ επικέντρωσαν στην εκτίμηση ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ανέδειξε μια «ισορροπία» δυνάμεων, που, ιδιαίτερα τα κόμματα που διεκδικούν τη διακυβέρνηση της χώρας πρέπει να την πάρουν σοβαρά υπόψη.

Τουτέστιν είναι σα να λένε και ταυτόχρονα να υποδεικνύουν και πολιτική λύση για τις πολιτικές εξελίξεις στο επόμενο χρονικό διάστημα:

Η συγκυβέρνηση αμφισβητήθηκε μεν αλλά δεν αμφισβητήθηκε και τόσο πολύ σοβαρά. Επομένως μπορεί να συνεχίσει το κυβερνητικό της έργο και να είναι αυτή που θα διαχειριστεί τις συμφωνίες για το δημόσιο χρέος με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνέχεια της πολιτικής εξόδου από την οικονομική κρίση. Η αξιωματική αντιπολίτευση ενισχύθηκε δε αλλά δεν ενισχύθηκε και τόσο πολύ, που να μπορεί να θέσει θέμα εθνικών εκλογών.

Ταυτόχρονα τα αστικά ΜΜΕ στάθηκαν πολύ πιο καθαρά από άλλες φορές σε δύο ζητήματα. Ότι μεταξύ των δυνάμεων της συγκυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει, επιτέλους, να πέσουν οι τόνοι και να υπάρξει μια ελάχιστη συναίνεση σε σχέση με την έξοδο από την οικονομική κρίση και το διακανονισμό του δημόσιου χρέους. Αυτό από τη μια, ενώ από την άλλη τονίζουν ότι «πρέπει να τελειώνουμε με τη Χρυσή Αυγή»!

Φαίνεται ότι ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης της χώρας μας, σε σχέση με ορισμένα άλλα τμήματα, που ενισχύουν απροκάλυπτα τη Χρυσή Αυγή, θεωρούν ότι η εκλογική δύναμη της Χρυσής Αυγής αποδιοργανώνει το πολιτικό σύστημα, δημιουργεί προβλήματα στη διακυβέρνηση, δε διευκολύνει το ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης με πολιτικούς σχηματισμούς, που δε θα έχουν ανάγκη τη στήριξη της Χρυσής Αυγής σε κυβερνητικό επίπεδο. Φαίνεται, επίσης, ότι εκτιμούν πως στην Ελλάδα δεν τους «παίρνει» για λύσεις τύπου Ουκρανίας.

Ανεξάρτητα, όμως, από τις όποιες εκτιμήσεις των αστικών ΜΜΕ και τις σαφείς συστάσεις προς τις δυνάμεις της συγκυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ζήτημα, έτσι κι αλλιώς, του «αν θα μείνει ή θα φύγει η παρούσα κυβέρνηση» μετατέθηκε για την προσεχή Κυριακή 25 του Μάη, την ημέρα των ευρωεκλογών.

Αυτό το δίλημμα το συντηρούν οι ίδιες οι ενδιαφερόμενες πολιτικές δυνάμεις και κάθε μία από αυτές προβάλλει τη σχετική της επιχειρηματολογία:

•Η Νέα Δημοκρατία επαίρεται ότι υποσχέθηκε ότι θα βγάλει τη χώρα από την οικονομική κρίση και θα την βάλει σε πορεία ανάπτυξης. Έωλο το επιχείρημά της, αλλά το χρησιμοποιεί κατά κόρο και το συνοδεύει με την άλλη «επιτυχία» της, το δημοσιονομικό πλεόνασμα. Η «Νέα Σπορά» έχει τοποθετηθεί κατ’ επανάληψη γύρω από αυτήν την επιχειρηματολογία και την απορρίπτει.

•Το ΠΑΣΟΚ, με τη νέα φορεσιά του, αυτή της ΕΛΙΑΣ, έθεσε το δίλημμα ότι η κυβερνητική σταθερότητα θα εξαρτηθεί από την εκλογική δύναμη που θα αποσπάσει. Τέλος ο ΣΥΡΙΖΑ καθόρισε ότι αυτές οι εκλογές έχουν εθνικό χαρακτήρα και το αποτέλεσμά τους θα εκφράσει τη θέληση του Ελληνικού λαού για απομάκρυνση της συγκυβέρνησης από τη διακυβέρνηση της χώρας.

•Σ’ αυτό το πολιτικό τοπίο, και δύο ημέρες πριν τις ευρωεκλογές, η Χρυσή Αυγή επιδιώκει να δημιουργήσει συνθήκες περαιτέρω ενίσχυσής της, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει αυτοτελή και ενισχυμένη πολιτική παρουσία. Και εδώ πρέπει να θυμίσουμε ότι η Χρυσή Αυγή αντιγράφει την τακτική του Χίτλερ, ο οποίος ξεκίνησε και πέτυχε να αποκτήσει δυναμική αυτοτελή πολιτική παρουσία, ως προϋπόθεση, για να αποσπάσει, τελικά, την εμπιστοσύνη συνολικά της αστικής τάξης.

Είναι φανερό, νομίζουμε, ότι όλοι οι παραπάνω πολιτικοί σχηματισμοί προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την έννοια της «τιμωρητικής ψήφου» κάθε ένας για λογαριασμό του:

•«Τιμωρείστε» τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, γιατί μας έφεραν το μνημόνιο, μας λέει ο ΣΥΡΙΖΑ.

•«Τιμωρείστε τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί θα μας φέρει πίσω και σε περιπέτειες», μας λέει Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ.

•«Τιμωρείστε και τους δύο και αναδείξτε τη Χρυσή Αυγή σε μεγάλη δύναμη, γιατί κατονομάζει τους κλέφτες και θα τους στείλει στη φυλακή», μας λέει η Χρυσή Αυγή.

Απ’ την άλλη μεριά, όμως, αυτή η τιμωρητική ψήφος, με άλλο περιεχόμενο, αφορά και το ΚΚΕ, το Κόμμα μας. Και, κυρίως, αυτά τα τελευταία χρόνια, αφορά τον κόσμο του, το «δικό» του κόσμο. Αυτόν, που οτιδήποτε και να γινόταν ήταν δίπλα του. Αυτό το «οτιδήποτε και να γινόταν θα ήταν δίπλα του» έσπασε για τα καλά στις εκλογές του ’12. Όσοι, τότε, θέλησαν να τιμωρήσουν το ΚΚΕ για την πολιτική του στάση ψήφισαν κυρίως ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ορισμένοι κατέληξαν στο άκυρο και λευκό.

Το βασικό αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν το ΚΚΕ να χάσει το 50% περίπου της εκλογικής του δύναμης, η ηγεσία του να αρνηθεί πεισματικά να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα, και όχι μόνο αυτό, αλλά να προχωρήσει στη διεξαγωγή του 19ου Συνεδρίου, όπου επισημοποιήθηκε η πολιτική γραμμή της ήττας.

Σήμερα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι όσοι τότε στήριξαν το ΚΚΕ το έκαναν όχι τόσο γιατί πίστευαν στην πολιτική του, αλλά γιατί έπρεπε να υπάρχει ως πολιτική δύναμη και ειδικά ως Κομμουνιστικό Κόμμα. Γιατί ένιωθαν, παρ’ όλο ότι πολλοί ψηφοφόροι του διαφωνούσαν, ότι εάν δεν έμπαινε στη βουλή θα ήταν η αρχή του τέλους.

Σήμερα βρισκόμαστε όχι ακριβώς στην ίδια κατάσταση με αυτήν του Ιούνη του ’12 αλλά σε μια παρόμοια, που εξακολουθούν να υπάρχουν τα διλήμματα, παρά τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα, που δείχνουν ότι το ΚΚΕ ανακτά ορισμένες από τις χαμένες του δυνάμεις.

•Από τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ (νυν ή και πρώην) ορισμένοι αισθάνονται ότι εάν «τιμωρήσουν» το ΚΚΕ, τότε, η ηγεσία του «θα βάλει μυαλό»!

•Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή. Το πρόβλημα, ισχυρίζονται ορισμένοι ψηφοφόροι του Κόμματος (νυν ή και πρώην) είναι το εάν το εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα προδιαγράψει την πτώση της συγκυβέρνησης, που μας έφερε στη σημερινή αβίωτη κατάσταση, και θα έρθει στη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.

Με αυτόν τον τρόπο θα φύγει η κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ, θα έρθει στη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, οπότε θα είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα και, τέλος, θα πάρει και το «μάθημά» της η ηγεσία του Κόμματος για να διορθώσει την πολιτική της!

Με αυτό το σκεπτικό ψήφισαν ΚΚΕ στις περιφερειακές εκλογές ενώ προτίθενται να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές.

•Υπάρχει ακόμη μια τρίτη κατηγορία ψηφοφόρων του ΚΚΕ (νυν ή και πρώην), που είναι πολύ πιο σαφείς και τοποθετημένοι απέναντι στο Κόμμα και «ονομάζουν» καταστάσεις και πρόσωπα.

Ισχυρίζονται ότι το «Κόμμα έχει διαλυθεί», ότι «οι κομματικές του οργανώσεις τυπικά μόνο υπάρχουν για να διεκπεραιώνουν εντολές», ότι το «υπάρχον στελεχικό δυναμικό είναι ανίκανο», ότι «δεν έχει καμία επαφή με τον κόσμο», ότι «φέρεται σαν ταύρος σε υαλοπωλείο», ότι «η κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση είναι κάτι άγνωστο στο σημερινό ΚΚΕ, ότι «αυτό που περνάει και κυριαρχεί είναι ο τσαμπουκάς», ότι «στο ΚΚΕ επικρατεί οικογενειοκρατία», ότι «βαρεθήκαμε να βλέπουμε τους ίδιους και τους ίδιους στις καρέκλες τους», ότι «το Κόμμα έχει μεταλλαχτεί». Αυτές τους οι απόψεις τους αποτρέπουν ή τους οδηγούν σε ταλάντευση ως προς το εάν θα ψηφίσουν ή όχι το Κόμμα.

•Εμφανίστηκε ακόμη και μια τέταρτη άποψη. Ότι το ΚΚΕ «έχει γίνει ένα τόσο βρώμικο πουκάμισο, που στο τέλος κανένας δε θα θέλει να το φορέσει», ότι «η αστική τάξη το έχει βάλει στο χέρι» και άλλα πολλά, που μια «βόλτα» – περιήγηση στο διαδίκτυο είναι αρκετή για να αποδείξει ότι τέτοιου είδους απόψεις κυκλοφορούν ευρέως.

Την κατάσταση αυτή τη δυσκολεύει ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι οι ιστοσελίδες, που αναπαράγουν την πολιτική του Κόμματος χρησιμοποιούν μια γλώσσα χαμαιτυπείου, υβριστική και περιφρονητική, προσβλητική και ξένη ως προς την κομμουνιστική ηθική. Η δε ηγεσία του Κόμματος δεν έχει αποφασίσει ακόμη να διαχωρίσει τη θέση της από αυτές τις ιστοσελίδες, που κάνουν μεγάλη ζημιά στην υπόθεση του Κόμματος.

Θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ως «Νέα Σπορά», ότι είμαστε σφοδροί πολέμιοι των απόψεων και των επεξεργασιών της ηγεσίας, γιατί, ενώ αυτές στηρίζονται κυρίως στη θέση ότι η επικείμενη επανάσταση στη χώρα μας θα είναι σοσιαλιστική, εκτίμηση που είναι σωστή, όλες οι άλλες επεξεργασίες για το πώς θα ωριμάσει ο υποκειμενικός παράγοντας, για το πώς θα επέλθει η ενότητα της εργατικής τάξης, για το πώς θα σφυρηλατηθούν οι κοινωνικές συμμαχίες, και άλλα πολλά, δεν έχουν καμία επιστημονική βάση και κινούνται έξω από τη Μαρξιστική -Λενινιστική ανάλυση και τη Λενινιστική τακτική.

Θεωρούμε δε ότι ο χρόνος που παρήλθε από το 19ο Συνέδριο έχει αποδείξει, με βάση τις εξελίξεις στην οικονομία και στην πολιτική, ότι οι αποφάσεις και οι αναλύσεις του δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Αμφιβάλουμε δε πολύ αν υπάρχει κάποιο κομματικό μέλος, που να θυμάται κάτι περισσότερο από τα ντοκουμέντα του 19ου Συνεδρίου πέρα από το βασικό του σύνθημα: «Έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση με μονομερή διαγραφή του χρέους, με κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, με λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία».

Έτσι έχουν προκύψει, και εν όψει των εκλογών, ορισμένα λεκτικά στρογγυλέματα, χωρίς επί της ουσίας να έχουν εγκαταλειφτεί επεξεργασίες, οι οποίες πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα την ίδια.

Από την πλευρά μας κατανοούμε τις ενστάσεις που υπάρχουν. Πολύ περισσότερο κατανοούμε τα βασανιστικά διλήμματα που αντιμετωπίζουν όλοι οι σύντροφοι που απομακρύνθηκαν από το Κόμμα, οι φίλοι και οι ψηφοφόροι του. Κατανοούμε και τα αντιφατικά συναισθήματα με τα οποία κατακλύζονται. Τονίζουμε δε ότι αυτή η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη από ένα stress out που εφαρμόστηκε από την ηγεσία, που οδήγησε πολλούς σε απομάκρυνση.

Ορισμένες από τις ενστάσεις τους είναι σωστές. Για παράδειγμα, έχουν αλλοιωθεί σημαντικά οι όροι δημοκρατικής λειτουργίας του Κόμματος. Οι ΚΟΒ στο χώρο τους δεν παίζουν τον πραγματικό τους ρόλο, ενώ υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα με την ανάδειξη των νέων στελεχών και την επάρκειά τους.

Μερικά δε στελέχη λειτουργούν ως στρατάρχες, ούτε καν ως στρατηγοί, που σε καμία περίπτωση δε δικαιολογούν τη θέση τους για να μη μιλήσουμε για το ναρκισσισμό και την έπαρσή τους. Με τη συμπεριφορά τους απαιτούν από τα μέλη του Κόμματος να λειτουργούν ως φαντάροι, χωρίς γνώμη και προπαντός όταν υπάρχει διαφωνία σπεύδουν να απαιτήσουν και εξηγήσεις με τρόπους ασυμβίβαστους με τη στελεχική τους θέση. Το βασικό που ξεχνάνε όλοι αυτοί οι «στρατάρχες» είναι ότι στράτευμα χωρίς φαντάρους δε μπορεί να υπάρξει, αλλά στράτευμα με φαντάρους που θα αναδείξει λαογέννητους ηγέτες μπορεί να υπάρξει.

Το χειρότερο είναι ότι αυτή η κατάσταση «ιδεολογικοποιείται» και «θεωρητικοποιείται» πατώντας πάνω και σε ιστορικά παραδείγματα, με διαφορετικές ιστορικές αναλογίες, όπως αυτό του Νίκου Πλουμπίδη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι η στάση του Πλουμπίδη ήταν μια ηρωική στάση μεν, αλλά, ταυτόχρονα δε, αυτή η συκοφαντία που εκτοξεύτηκε δεν έπρεπε να έχει υπάρξει, γιατί πέρα από πολιτικό λάθος ήταν και μια αθεμελίωτη κατηγορία, που εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι ήταν και ατιμία. Το παρελθόν πρέπει να μας διδάσκει δημιουργικά.

Επομένως η θεωρητικοποίηση λειτουργεί, σε τελική ανάλυση, ως συγκάλυψη για ανάλογες καταστάσεις του παρόντος, πέρα από το γεγονός ότι καταλήγει σε μια απαίτηση τυφλής και ασύγγνωστης πειθαρχίας, που οδηγεί αργά ή γρήγορα στην ακύρωση του ρόλου του μέλους του Κόμματος και στο σπάσιμο των δεσμών του με το ίδιο το Κόμμα.

Άλλες ενστάσεις τις απορρίπτουμε, γιατί είναι αναπόδεικτες, επομένως δεν επιτρέπεται να διατυπώνονται, γιατί λειτουργούν ως συκοφαντικές, και κυρίως, γιατί, μεταθέτουν την ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση σε ένα συνομωσιολογικό επίπεδο. Και σε ένα τέτοιο επίπεδο καταλύονται τα επιχειρήματα. Δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί η αντιπαράθεση. Να αναδειχτούν τα θεωρητικά λάθη, οι ιδεολογικές παρεκκλίσεις της ηγεσίας. Σε τελική ανάλυση τέτοιου είδους κατηγορίες αποπροσανατολίζουν από την κύριο καθήκον. Από τη διεξαγωγή της συζήτησης γύρω από την πολιτική γραμμή του Κόμματος.

Απορρίπτουμε επίσης όλες εκείνες τις ενστάσεις που στηρίζονται στην αντίληψη της τιμωρίας της ηγεσίας του Κόμματος. Όχι γιατί οι ευθύνες της ηγεσίας δεν είναι καθοριστικές για την πορεία του Κόμματος, αλλά, γιατί, το να επιδιώκει κανείς «να βάλει μυαλό στην ηγεσία» μέσα από την αποδυνάμωση του Κόμματος είναι τουλάχιστον μια λάθος επιλογή, για να μην πούμε πως είναι και ανόητη επιλογή, χωρίς πολιτική ωριμότητα. Το Κόμμα δεν ταυτίζεται με την ηγεσία. Έστω και εάν, και ιστορικά, σε Κομμουνιστικά Κόμματα έχει συμβεί οι ηγεσίες τους να ταυτίζουν την ύπαρξή τους με το ίδιο το Κόμμα. Ισχύει και για το Κόμμα μας.

Η αποδυνάμωση του Κόμματος απομακρύνει μέλη του Κόμματος, φίλους, οπαδούς, ψηφοφόρους, έχει αντίκτυπό στο εργατικό κίνημα, στους αγώνες των εργαζομένων, στερεί τη δυνατότητα «από τα κάτω» και μέσα στο πλαίσιο της δράσης να χρησιμεύσει και να εκφραστεί η ίδια η αγωνιστική εμπειρία ως επιχείρημα για μια λάθος πολιτική γραμμή.

Η ηγεσία σήμερα χρησιμοποιεί ένα αντεστραμμένο παράδειγμα. Κατηγορεί την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τι έκανε τον κόσμο που τον ψήφισε. Τον κατηγορεί ότι τον αδρανοποίησε. Δεν αιτιάται τον εαυτό της για το γιατί αυτός ο κόσμος κατέληξε στο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, αυτό το παράδειγμα μας δείχνει δύο βασικά πράγματα. Ο κόσμος που έφυγε από το ΚΚΕ έπαψε πλέον να μπορεί, ως κόσμος του ΚΚΕ, να λέει τη γνώμη του για την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ, από θέση ΚΚΕ. Από την άλλη πηγαίνοντας στο ΣΥΡΙΖΑ αδρανοποιήθηκε. Διπλό το κακό. Και τελικά χρησιμοποιείται και ως άλλοθι για να δικαιολογείται η ηγεσία του Κόμματος για την πολιτική γραμμή που ακολουθεί. Επομένως η «τιμωρία», το φευγιό, στο τέλος, λειτουργεί ως τιμωρία του Κόμματος και όχι ως τιμωρία της ηγεσίας.

Η θέση της «Νέας Σποράς» είναι απλή και απολύτως διαυγής και ως προς όσους ψηφοφόρους του Κόμματος (νυν ή και πρώην) «διαβάζουν» λάθος την πολιτική κατάσταση σήμερα. Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας μας σήμερα δεν είναι το εάν θα συνεχίσει να υπάρχει μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ ή, με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, θα πάμε σε εθνικές εκλογές για να αναδειχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας είτε αυτοδύναμα είτε με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ.

Και αυτό γιατί με την απεμπόληση των όποιων ριζοσπαστικών του στοιχείων ο ΣΥΡΙΖΑ, παράλληλα με τις τελευταίες και εκ βαθέων διαβεβαιώσεις του Αλέξη Τσίπρα, τα περιθώρια για μια άλλη πολιτική, στο πλαίσιο της στρατηγικής του και των δεσμεύσεών του, είναι πολύ ισχνά αν όχι ανύπαρκτα.

Ούτε μπορεί να τρέφει κανείς ελπίδες ότι η πίεση που θα ασκήσουν οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ πάνω στην ηγεσία του θα έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Οι τελευταίες τοποθετήσεις του Αλέξη Τσίπρα για το που ανήκει η χώρα μας – ανήκει στο Δυτικό κόσμο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ, έρχονται σε αντίθεση ακόμη και με αυτές τις ομιχλώδεις αποφάσεις του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρ’ όλα αυτά δεν ακούστηκε ούτε μια διαμαρτυρία από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε μια δημόσια επώνυμη τοποθέτηση, που να καταδικάζει ρητά και απερίφραστα την αντίστοιχη τοποθέτηση Τσίπρα.

Γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε πρώην ψηφοφόρους του ΚΚΕ, που στις εκλογές του ’12, ειδικά του Ιούνη, ότι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ. Στις πρόσφατες εκλογές ενώ στους Δήμους ψήφισαν τους υποψήφιους του ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα στην Περιφέρεια ψήφισαν τους υποψήφιους του ΚΚΕ. Τώρα σκέπτονται, στις ευρωεκλογές, να ξαναψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ με τη λογική της επίλυσης του πολιτικού προβλήματος της χώρας μας, της εκδίωξης της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Πρόκειται για πλάνη.

Και πρόκειται για πλάνη, γιατί το πολιτικό πρόβλημα της χώρας μας είναι το εάν θα υπάρχει ΚΚΕ και το πόσο ισχυρό θα είναι. Σαφώς υπάρχει ο φόβος τους ότι η ψήφος τους πρόκειται να «παρεξηγηθεί» από την ηγεσία, ως ψήφος υποστήριξής της. Ναι, είναι ένας βάσιμος φόβος. Αλλά είναι, όμως, και ο μόνος δρόμος αντί να μπλέξουν σε μια πολιτική κατάσταση, που θα τους διαψεύσει σίγουρα να ενεργοποιηθούν στο δικό τους Κόμμα, να στείλουν το δικό τους μήνυμα στην ηγεσία του Κόμματος και να διεκδικήσουν την αλλαγή της πολιτικής του.

Και εδώ θέλουμε να διευκρινίσουμε και μια άλλη πλευρά αυτού του θέματος. Δεν αγνοούμε ότι είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι μια αλλαγή κυβέρνησης θα δημιουργήσει και ένα άλλο κλίμα, που θα απελευθερώσει τους αγώνες του εργατικού κινήματος. Γιατί τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Θα χτυπήσει τους εργατικούς αγώνες; Έτσι θέτουν αυτό το ζήτημα. Αλλά…

Όταν στη Γερμανία, στην Πολωνία, στη Λεττονία και Λιθουανία εκπαιδεύτηκαν πάνω από τριάντα χιλιάδες άνθρωποι για να χρησιμεύσουν ως η δύναμη πυρός για την πραξικοπηματική αλλαγή της κυβέρνησης στην Ουκρανία, όταν υπάρχουν μισθοφόροι από ιδιωτικούς στρατούς, που έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ, που αυτή τη στιγμή δολοφονούν, πυρπολούν κτίρια, όπως στην Οδησσό, με τις ευλογίες του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποτελέσει τη λύση του πολιτικού προβλήματος της χώρας, όταν ο ίδιος αυτοδεσμεύεται ότι η χώρα μας ανήκει «εις την Δύσιν»;

Έτσι κι αλλιώς το πολιτικό πρόβλημα της χώρας συγκεντρώνεται πάνω στο ΚΚΕ. Στην πρόταση εξόδου που θα καταθέσει για την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία. Για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Για την ανασυγκρότηση της οικονομίας, την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας. Και η θέση όλων των ταλαντευόμενων ψηφοφόρων είναι να σταθούν στο πλευρό του Κόμματος. Όχι για να επιδοκιμάσουν μια πολιτική που έφερε το Κόμμα σε αδιέξοδο, αλλά για να προσθέσουν τη φωνή τους για να την αλλάξουν.

Η αποδυνάμωση του ΚΚΕ σε σχέση με τα άλλα αστικά και μικροαστικά κόμματα έχει διαφορά. Η αστική τάξη μπορεί να αποσύρει, να μεταλλάσει ή και να δημιουργεί καινούργιους πολιτικούς σχηματισμούς, όταν τα δικά της μέχρι τώρα υπάρχοντα κόμματα έχουν φθαρεί και έχουν φάει τα ψωμιά τους. Η διαδικασία αυτή δεν οδηγεί απαραίτητα και στη φθορά της αστικής τάξης ως άρχουσας τάξης.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο με την εργατική τάξη και το Κόμμα της. Η αποδυνάμωση του Κόμματος έχει άμεσες επιπτώσεις στην ίδια την υπόθεση της εργατικής τάξης. Το παράδειγμα της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης είναι αντιπροσωπευτικό. Η εργατική τάξη ενώ υπερασπίστηκε τη διατήρηση του σοσιαλισμού και της ενιαίας Σοβιετικής Ένωσης, ψηφίζοντας στο δημοψήφισμα κατά 75% υπέρ, βρέθηκε ανήμπορη να υπερασπιστεί μέχρι τέλους την επιλογή της μπροστά στη γραφειοκρατικοποίηση και τον εκφυλισμό του ΚΚΣΕ, στο ανοιχτό αντεπαναστικό πραξικόπημα της ηγεσίας του. Το αποτέλεσμα ήταν μαζί με τα απόνερα να πεταχτεί και το μωρό.

Στην ίδια κατεύθυνση θα θυμίσουμε ακόμη ένα σημαντικό ιστορικό παράδειγμα που το αντλούμε από τη Λενινιστική παρακαταθήκη. Τη διαμάχη του Β. Ι. Λένιν με τους «παλαιούς μπολσεβίκους», που τον κατηγορούσαν ότι τασσόταν υπέρ του «άμεσου σοσιαλισμού», διαμάχη που οδήγησε στη διατύπωση των «Θέσεων του Απρίλη», όπου ο Β. Ι. Λένιν ξεκαθάρισε την τακτική που έπρεπε να ακολουθήσουν οι μπολσεβίκοι, διευκρινίζοντας ότι δεν είναι υπέρ του άμεσου σοσιαλισμού, τακτική που οδήγησε και στη νικηφόρα επανάσταση του Μεγάλου Οχτώβρη. Αυτήν την τακτική προτείνει και η «Νέα Σπορά» και σ’ αυτήν θα επιμείνει. Άλλωστε οι εξελίξεις τη δικαιώνουν.

 

COMMENTS